Δος μοι
πα στω… για να κινήσω και να κινήσεις ταν γαν. Κοιτάς και κοιτώ και
πουθενά δε βρίσκω κάτι ή
καλύτερα βρίσκω τίποτα. Και γιατί το
κάτι και όχι το τίποτα; Φωνάζω από τον
λαιμό και η φωνή μου επιστρέφει και χτυπά δυνατά τα αυτιά μου. Τα δικά
σου κλειστά με βουλοκέρι. Σαν σφραγισμένο γράμμα. Του λέω, «Αρχιμήδη,
παλιαρχίδι, είμαστε όλοι
μας επινόηση της μεγαλύτερης εφεύρεσης του ανθρώπου: της αγοράς». Δεν
με νιώθει. Γιατί να με νιώσει; Αυτός ο γυμνός γυμνοσάλιαγκας δεν
νιώθει από
τέτοιες βαθυστόχαστες φιλοσοφίες. Την
αρρώστια της ύπαρξης την έχει πια ξορκίσει.
Έτσι, ξαπλωμένος ανάσκελα παρατηρεί τον αστερισμό της καμηλοπάρδαλης και
λιγουρεύεται ανακαλύψεις και εφευρέσεις, ήδη σε χρόνο συντελεσμένο.
Ακούω, ενίοτε, το πνιχτό, συριστικό του γέλιο
και εξανίσταμαι. «Δε ντρέπεσαι,
παλιοκαραγκιόζη», του λέω, «να γελάς με τους ομοίους σου» και χαίρομαι
που δεν
με καταλαβαίνει. Δε γνωρίζει τη γλώσσα
μου και εγώ αγνοώ επιδεικτικά τη δική του.
Δε φτάνει που τον έχω φορτωθεί, αιώνες τώρα, στην πλάτη μου και τον
κουβαλώ μέσα από φωτιές και τσεκούρια, σιγά μην αναρωτηθώ κιόλας γιατί
δε με
καταλαβαίνει. Και καλύτερα που ούτε με
καταλαβαίνει ούτε που με κατανοεί. Με τι
μυαλό να με καταλάβει και να με κατανοήσει ο βάρβαρος. Εγώ, αδέρφι μου,
του λέω, καμιά φορά, είμαι
πούρος Έλληνας, όχι σαν εσένα, από τις αποικίες του νότου. Εγώ είμαι
σαν ποιόν να σου πω, σαν…σαν. Γουρλώνει
τα μάτια και με κοιτάζει με τόση έκπληξη λες και του έχω επαναδιατυπώσει
το
νόμο της άνωσης ή του έχω πει, ξέρω εγώ, για κβαντική φυσική και πως ο
παρατηρητής αλλάζει την φύση του παρατηρούμενου. Συνεχίζουμε, βέβαια,
να κοιτάζουμε γύρω μας
για αυτό το γαμημένο το πα στω και τίποτα δε βρίσκουμε. Έτσι
συνεχίζουμε την πορεία μας σε ένα
αναπόφευκτο συνεχές, μέσα από ρωγμές και ασυνέχειες, σαν φράσεις του
Ντεριντά. Του λέω, λοιπόν, για το
άφευκτο των πραγμάτων και το γλυκόξινο των κερασιών και εκείνος γελά και με
κοιτάζει με τα μάτια που ήταν και τώρα δεν είναι, σαν αλήθεια από εκεί
πέρα
μακριά. Του λέω για το πένθος που κρύβει
μέσα του ο άνθρωπος και για τη μελαγχολία της σκέψης και αυτός εκεί να
με
κοιτάζει με τα μάτια που δεν είναι σαν σφίγγα που ξέρει και δε μιλά.
Του λέω «Έχεις τίποτα, μωρέ, να πεις ή έτσι
σιωπηρός και με γελάκια θα πορευόμαστε ως την άκρη του χρόνου;» και με
χτυπά η
σιωπή του στο πρόσωπο σαν χαστούκι από τον πατέρα ή σαν βρισιά από τη
μάνα. Και ενώ συνεχίζουμε στον ίδιο
ρυθμό την περιοδεία μας μιλάω και λέω για το που πάει η μνήμη όταν
γίνεται λήθη
και πως ο άνθρωπος είναι ένα κτήνος που δεν θα γίνει ποτέ του Άνθρωπος
και
άλλες τέτοιες φλύαρες ασυναρτησίες. Αυτός
ο χάνος, ο Αρχιμήδης, κάθεται και με
ακούει με το στόμα να χάσκει και τις λιγοστές τούφες από τα μαλλιά του
να
ανεμίζουν σαν ξεσκισμένο πανί σημαίας στον αέρα και να φωνάζουν
βοήθεια. Και η βοήθεια να μη φτάνει ούτε από πέρα ούτε
από το υπερπέραν. Ενίοτε διερωτώμαι που
διάολο και πότε και πώς συναντήθηκα με αυτό το τούβλο και πρέπει να
πορεύομαι
μαζί του. Εν τω μεταξύ πουθενά πα στω
και εμείς να ταξιδεύουμε κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας ψάχνοντας
στα
ξέφτια της γλώσσας μας τα κρόσσια του ήλιου.
Μιλάνε οι ποιητές, Αρχιμήδη, του λέω, μιλάνε οι ποιητές σε αυτή τη χώρα
του αχώρητου μα κανείς δεν τους ακούει.
Και οι άνθρωποι πλήθος τρέχουν κατόπι κάποιων που λογαριάζονται σωτήρες
και χάνονται στο κατόπι. Ή στο μεταξύ,
που λέει κάποιος άλλος ποιητής. Καμιά
απόκριση από τη σφίγγα που τη λένε Αρχιμήδη.
Η σιωπή του με κτυπά στις ευαίσθητες χορδές των νεύρων μου και του λέω
τσαντισμένα: Άθλιε και πανάθλιε και κακούργε δολοφόνε, δε φτάνει βρε
αχάριστε
που σε κουβαλώ σε αυτό το δρόμο της ελπίδας για να βρούμε σωτηρία από το
χώρο
και δικαίωση από το χρόνο, δεν έχεις μια λέξη να πεις. Και εκείνος
τίποτα: σφίγγα. Και δένει πνιχτή η σιωπή γύρω μας και πουθενά
πα στω, για να κινήσουμε ταν γαν. Μη μου
τους κύκλους, Αρχιμήδη, έγινε ο κόσμος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.