Καβάφης και Καρυωτάκης: ποιήματα
ποιητικής
του Κώστα Κυριάκη
Εισαγωγή
Η λειτουργική χρήση της ποίησης, σε εποχές που τα κοινωνικά
οράματα και ιδανικά μοιάζουν να είναι οροθετημένα από τις υλικές αναζητήσεις,
είναι από περιοριστική έως ανύπαρκτη. Ο
ποιητής, από εσωτερική αναγκαιότητα, καλείται να προσπαθήσει να ξαναχαράξει το
πλαίσιο της τέχνης του, να της δώσει μορφή και όγκο, και να καταδείξει τη σχέση
της ποίησης με την περιβάλλουσα πραγματικότητα: σχέση όσμωσης ή άπωσης. Η σχέση αυτή θεματοποιείται στα ποιήματα
ποιητικής. Σε αυτά, ο ποιητής, με λόγο
κρυπτικό ή αποκαλυπτικό, αισθητοποιεί κανόνες της τέχνης του, χορδίζει ιδέες
και στοχασμούς του γύρω από το ποιητικό φαινόμενο και ορίζει την οργανική θέση
του ίδιου στο κοινωνικό σώμα.
Ο
Καβάφης, πολύ νωρίς, είχε συνειδητοποιήσει την ύπαρξη αυτού του θεματικού
κέντρου της ποίησής του: «όταν κατέτασσε τα ποιήματά του σε θεματικά κεφάλαια,
ένα απ’ αυτά είχε τον εύγλωττο τίτλο “Η
Τέχνη μας” και περιελάμβανε τίτλους ποιημάτων όπως “Το Καλαμάρι” ή “Το Πρώτο
Σκαλί”».[1] Περίπου το ένα τρίτο του συνολικού καβαφικού
έργου «γδέρνεται και ματώνεται»[2] πάνω
σε θέματα ποίησης και τέχνης. Από την
άλλη, και στο έργο του ετέρου «παρακμία» των ελληνικών γραμμάτων, του
Καρυωτάκη, έχει επισημανθεί πως περισσότερα από τα μισά ποιήματά του μπορούν να
θεωρηθούν ποιήματα ποιητικής.[3] Και, φυσικά, δεν μπορεί να θεωρηθεί τυχαίο
αυτό το στατιστικό δεδομένο, αλλά ως το αποτέλεσμα της αγωνίας των δύο ποιητών
για το ρόλο της τέχνης και τη θέση του καλλιτέχνη στην εποχή τους, σε κάθε
εποχή.
Ποιήματα ποιητικής του Κ. Π. Καβάφη
Τα ποιήματα ποιητικής του
Καβάφη[4] θα
μπορούσαν να καταταχθούν σε τρεις κύκλους: στον πρώτο κύκλο ανήκουν όσα αξιολογούν
γενικά την τέχνη και τη σημασιοδοτούν θετικά («Το Πρώτο Σκαλί»). Στο δεύτερο κύκλο ανήκουν όσα αναφέρονται
στην τεχνική των ποιημάτων («Εκόμισα εις την Τέχνην») και στον τρίτο κύκλο όσα
ασχολούνται με τις πηγές της έμπνευσης («Καισαρίων»). Οι δυο τελευταίοι κύκλοι μπορεί να είναι
ομόκεντροι.
«Το Πρώτο Σκαλί»
Στο
χρονολογικό πίνακα σύνθεσης ποιημάτων που είχε καταρτίσει ο Καβάφης[5] φέρει
τον τίτλο «Το Τελευταίο Σκαλί» και ημερομηνία σύνθεσης Φεβρουάριος [18]95. Το ποίημα δημοσιεύτηκε με τον τίτλο «Το Πρώτο
Σκαλί» το Δεκέμβριο του 1899 στο Αιγυπτιακόν Ημερολόγιον.[6]
Πρόκειται
για έναν ιστορικοφανή διάλογο ανάμεσα στο συρακούσιο βουκολικό ποιητή του 3ου
π.Χ. αι. Θεόκριτο και στο φανταστικό μαθητευόμενο ποιητή Ευμένη. Ο τελευταίος εξομολογείται τις δυσκολίες και
τις προόδους του πρώτου ξεκινήματος της τέχνης του στο Θεόκριτο:
«Τώρα δυο χρόνια πέρασαν που γράφω
κ’ ένα ειδύλλιο έκαμα μονάχα.
Το μόνον άρτιόν μου έργον είναι.
Αλλοίμονον, είν’ υψηλή το βλέπω,
πολύ υψηλή της Ποιήσεως η σκάλα
κι απ’ το σκαλί το πρώτο εδώ που είμαι
ποτέ δεν θ’ αναιβώ ο δυστυχισμένος».
|
Ο Θεόκριτος τον
ενθαρρύνει λέγοντάς του πως ο δημιουργός κατατάσσεται σ’ ένα επίπεδο ανώτερο
από τους άλλους ανθρώπους:
Κι αυτό ακόμη το σκαλί το πρώτο
πολύ από τον κοινό τον κόσμο απέχει.
|
Γι’ αυτό:
«[…]Αυτά τα λόγια
ανάρμοστα και βλασφημίες είναι.
Κι αν είσαι στο σκαλί το πρώτο, πρέπει
νάσαι υπερήφανος κ’ ευτυχισμένος[…]».
|
Έτσι, ο τεχνίτης, που δεν είναι τυχοδιώκτης, αλλά είναι
ειλικρινής και επιμελής, πολιτογραφείται πολίτης στων ιδεών την πόλη και αυτό
δεν είναι λίγο, αλλά (του) εξασφαλίζει μεγάλη δόξα (στ.18-24). Με αυτή την επωδό, που επαναλαμβάνει για
δεύτερη φορά ο Θεόκριτος,[7]
φανερώνεται η υψηλή συνείδηση που έχει για την τέχνη και η θετική της
αξιολόγηση.[8]
Το θέμα του πρώτου σκαλιού, «δηλαδή,
το θέμα του καλλιτέχνη που κοπιάζει, που δεν είναι ευχαριστημένος από τους
καρπούς των κόπων του, που απελπίζεται, κι ενός δασκάλου που παραινεί»[9]
φαίνεται να είναι μια έμμονη ιδέα στον πρώιμο Καβάφη,[10] που
«εκφράζει φανερά την εμπειρία του […] από τις πρώτες μακριές περιπλανήσεις στο λαβύρινθο
της τέχνης».[11]
«Πολύ
σπανίως»
Στις 13 Δεκεμβρίου του 1911[12] ο
Καβάφης γράφει το «Πολύ σπανίως», που θα δημοσιευτεί τον Ιανουάριο του 1913 στο
αλεξανδρινό περιοδικό Νέα Ζωή.
Το ποίημα χωρίζεται οπτικά σε δυο
μέρη: α’ μέρος, στίχοι 1-6, όπου βρίσκεται το θέμα του κυρτού και σακατεμένου
από τα χρόνια και τις καταχρήσεις[13]
γέροντα,[14] και το β’ μέρος, στίχοι
7-11, όπου βρίσκεται το θέμα της έκτασης των καλλιτεχνικών ελπίδων και
προσδοκιών του ποιητικού υποκειμένου στο μέλλον:
Έφηβοι τώρα τους δικούς του στίχους λένε
[…]
με την δική του έκφανσι του ωραίου συγκινούνται.
|
Τα δυο μέρη ενοποιεί η ιδέα της
διαιώνισης μέσω του καλλιτεχνήματος, που κεντρίζεται από ένα ηδονικό/αισθησιακό
κίνητρο[15] και
εκφράζεται με όρους λυρισμού. Ο ίδιος ο
Καβάφης είχε επανειλημμένα επισημάνει πως ο τίτλος αποτελεί ένα σχόλιο στο
ποίημα,[16]
γιατί «πολύ σπανίως» βρίσκονται ποιητές τόσο σπουδαίοι που το έργο τους με τη
λάμψη της πρώτης συγκίνησης συνεχίζει να επιζεί στις ψυχές των
μεταγενέστερων. Η μελέτη του μερτικού
που (θα) έχει ο ποιητής στα νιάτα είναι ο όρος που τον εμψυχώνει για να
συνεχίσει τον ανάντη δρόμο της τέχνης.
«Καισαρίων»
Το ποίημα παραδίδεται σε δυο
μορφές. Η πρώτη είναι του Δεκεμβρίου του
1914 και φέρει τον τίτλο «Πτολεμαίου Καίσαρος».
Η οριστική μορφή είναι του 1918 με τον τίτλο «Καισαρίων». Πρόκειται για ιστοριογενές ποίημα, που μπορεί
να διαβαστεί συμπληρωματικά με το προγενέστερο «Αλεξανδρινοί Βασιλείς» (1912).[17]
Ο αφηγηματικός άξονας του ποιήματος,
χωρίζεται σε δυο ενότητες: α’ ενότητα, στίχοι 1-14, που πάλι χωρίζεται σε δυο
μέρη, στίχοι 1-10 και 11-14, και β’ ενότητα, στίχοι 15-30. Στην πρώτη ενότητα παρατηρείται ένα ουδέτερο
πεζολογικό βάδισμα. Στη δεύτερη
κυριαρχεί ένας λυρισμός που εκδηλώνεται με έναν πληθωρισμό επιθέτων,
πρωτοφανέρωτο στην ποίηση του Καβάφη.
Το ποίημα φανερώνει αναλυτικά την
τεχνική της έμπνευσής του, την εξωποιητική, δηλαδή ιστορική, αφορμή του:
[…] Στην ιστορία λίγες
γραμμές μονάχα βρίσκονται για σένα,
κ’ έτσι πιο ελεύθερα σ’ έπλασα μές στον νού μου.
[…]
Η τέχνη μου στο πρόσωπό σου δίνει
μιαν ονειρώδη συμπαθητική εμορφιά.
Και τόσο πλήρως σε φαντάσθηκα,
που χτες τη νύχτα αργά, σαν έσβυνεν
η λάμπα μου – άφισα επίτηδες να σβύνει –
εθάρεψα που μπήκες μές στην κάμαρά μου,
[…]
|
Έχουμε να κάνουμε με μια ποίηση
οραματική,[18] όπου ο
ερωτικός/αισθησιακός και ο ιστορικός οραματισμός συγχέονται και αναδύονται από
ένα πλήθος συγκεκριμένων λεπτομερειών που δημιουργούν μια «ιδιότυπη υποβολή»:
την απόλαυση της αναπόλησης.[19] Έτσι, η τέχνη παύει να είναι σκοπός και
γίνεται μέσο ηδονής.
«Μελαγχολία
του Ιάσωνος Κλεάνδρου ποιητού εν Κομμαγηνή 595 μ.Χ.»
Το ποίημα γράφτηκε τον Αύγουστο του 1918 με τον τίτλο
«Μαχαίρι». Εκδόθηκε σε μονόφυλλο τον
Ιούνιο του 1921 με τον τίτλο «Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου ποιητού εν
Κομμαγηνή 595 μ.Χ.».
Οπτικά το ποίημα χωρίζεται σε δυο
μέρη: α’ μέρος, στίχοι 1-6, και β’ μέρος, στίχοι 7-9. Πρόκειται για ιστορικοφανή μονόλογο:
Το γήρασμα του σώματος και της μορφής μου
είναι πληγή από φριχτό μαχαίρι.
|
Κι εδώ το θέμα των γηρατειών. Μόνο που τώρα το ποιητικό υποκείμενο δηλώνει:
«δεν έχω εγκαρτέρησι καμιά», που σημαίνει απλά: κανέναν λόγο υπομονής ή
ελπίδας. Έτσι, καταφεύγει και πάλι στην
ποίηση, που προσωποποιείται:
Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως,
που κάπως ξέρεις από φάρμακα
νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω.
|
«Εν Φαντασία και Λόγω», λοιπόν, η τέχνη κατορθώνει να ναρκώσει – για λίγο –
το άλγος του πόνου, που προκαλεί η ροή του χρόνου. Η τέχνη δηλαδή ως νηπενθές φάρμακο. Για λίγο, όμως, γράφει ο ποιητής, γνωρίζοντας
πια, πλούσιος από το ταξίδι, πως τέχνη και ζωή βρίσκονται σε διάσταση. Έτσι, η τέχνη γίνεται μια διαμεσολάβηση της
ζωής.
Ποιήματα
ποιητικής του Κ. Γ. Καρυωτάκη
Σε ένα καθοριστικό για την ποίηση του Καρυωτάκη δοκίμιο ο Τ.
Άγρας[20] είχε
επισημάνει την ύπαρξη τουλάχιστον τεσσάρων θεματικών κύκλων «στο «νεοαστικό»
ρεαλισμό του σατιρικού Καρυωτάκη»[21]: α)
γραφειοκρατικός ρεαλισμός, β) φιλολογικός ρεαλισμός, γ) μισανθρωπία και
μισογυνισμός και δ) πολιτική σάτιρα. Στο
δεύτερο θεματικό κύκλο του φιλολογικού ρεαλισμού κατατάσσονται περίπου τα μισά
ποιήματά του.
«Μπαλάντα
στους άδοξους ποιητές των αιώνων»
Περίπου την ίδια εποχή, γύρω στα 1920, που ο Καβάφης
διαπιστώνει τη διάσταση ανάμεσα στη τέχνη και στη ζωή, ο Καρυωτάκης «άδει» τη
θλιβερή του «Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων». Το ποίημα ανήκει στη δεύτερη ποιητική του
συλλογή Νηπενθή και είναι γραμμένο το 1920 (οριστική μορφή 1923).
Το ποίημα ανοίγει με τους στίχους:
Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι
σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί,
[…]
|
που
αναφέρεται εμφατικά στον μαρασμό του ποιητικού λόγου και τον ξεπεσμό ή την
εκδίωξη των ποιητών τόσο από την ανθρώπινη όσο και από την θεία κοινωνία.
Με ειρωνική και σατιρική διάθεση το
ποιητικό υποκείμενο διατυπώνει την πεποίθησή του πως οι ποιητές είναι άδοξοι,
κυρίως όσοι «ανάξια στιχουργούνε» δοσμένοι σε μια «τραγική απάτη»
πως κάπου, ίσως, η Δόξα τους καρτερεί, μα ήδη τους έχει σκεπάσει βαρύ το έρεβος
της ανωνυμίας και η καταφρόνια του κόσμου.
Έτσι, διαπιστώνεται και η αναστολή της τέχνης, και δη της ποίησης, ως
κοινωνικής λειτουργίας.
Τα ποιήματα αυτά βρίσκονται στη συλλογή Ελεγεία και
Σάτιρες (1927) και έχουν περιληφθεί στο μέρος με τις Σάτιρες.
Η «Σταδιοδρομία» μπορεί να φωτιστεί από τη μετάφραση
του ποιήματος του Carco: «Ainsi j’ai dans ma belle pipe…», που περιλαμβάνεται στην ίδια
ποιητική συλλογή:
Στην ωραία, φαρμακερή μου πίπα εφούμαρα
τις τελευταίες αναμνήσεις μου. Χαρτιά
έβαλα για προσάναμμα στη φωτιά,
στίχους, χειρόγραφα, βιβλία με φούμαρα.
Νεκρός, θα ’ μαι σαν άθλιο καταστάλαγμα
στη μνήμη φίλων, συμποσιαστών.
Μα θα’χω λησμονήσει τα πλήθη των αστών,
τη δόξα, το χρήμα και το συνάλλαγμα.
|
Και στα δυο ποιήματα το ποιητικό
υποκείμενο σατιρίζει με καυστικότητα τους τρόπους («παίρνουμε πόζα») και
τα ήθη («αφήνουμε στο αγέρι τα μαλλιά / και τη γραβάτα μας») των
προνομιούχων - όχι όμως ανεύθυνων πια ανθρώπων - που αυτοτιτλοφορούνται
ποιητές, με μοναδική τους φιλοδοξία – σκοπός ζωής – την αναζήτηση της ιδανικής
ρίμας, μέσα σε βιβλία που μεταποιούν τα αισθήματα σε χάρτινα κατασκευάσματα,
αφήνοντας «να φύγουν τα χρόνια» («Σταδιοδρομία»).[24]
Οι συντεχνιακές συναναστροφές, η
ματαιοδοξία (: Τα λόγια μου θα’χουν ουσία, / η σιωπή μου μια σημασία)
και η πλήρης υιοθέτηση ενός τρόπου συμπεριφοράς αποδεκτού από το συνάφι[25] –
παρόλο που η δουλειά εξουθενώνει και η πείνα θριαμβεύει (: Την ψυχή και το σώμα
πάλι / στη δουλειά θα δίνω, στην πάλη.)-
ξεκόβει και περιθωριοποιεί τους ποιητές από τα επείγοντα κοινωνικά και
πραγματικά προβλήματα της εποχής. Η
αλλαγή τόνου, ειρωνική / σαρκαστική, στο τέλος[26] των
ποιημάτων φανερώνει «ότι κατά βάθος οι ποιητές έχουν επίγνωση της ματαιότητας
και της κοινωνικής απόρριψης»[27] της
τέχνης τους:
Κι αν πειναλέοι γυρνάμε ολημερίς,
κι αν ξενυχτούμε κάτου απ’ τα γεφύρια,
επέσαμε θύματα εξιλαστήρια
του «περιβάλλοντος», της «εποχής»
Όλοι μαζί… |
«[Είμαστε
κάτι…]»
Το ποίημα βρίσκεται στη δεύτερη σειρά των Ελεγειών,
αν και θα μπορούσε να βρίσκεται στις Σάτιρες.[28]
Με αυτό αισθητοποιείται το ποιητικό
αδιέξοδο, το φτάσιμο της ποίησης στα όρια της σιγής και έτσι ο ποιητικός λόγος
αυτοακυρώνεται αφενός γιατί δεν μπορεί να αρθρωθεί και αφετέρου γιατί
απαξιώνεται.[29] Ο λόγος εκφέρεται σε πρώτο πληθυντικό
αποκαλύπτοντας τόσο ατομικές όσο και συλλογικές πτυχές της διάχυτης αίσθησης
διάλυσης του ποιητικού λόγου[30]:
Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες
κιθάρες. Ο άνεμος,
όταν περνάει,
στίχους, ήχους παράφωνους ξυπνάει
στις χορδές που κρέμονται σαν καδένες.
[…]
Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις,
[…]
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
|
Το ποιητικό υποκείμενο εκδιώχνεται από
τα πράγματα και καταφεύγει στην ποίηση για να αντισταθεί, δηλαδή η ποίηση
λειτουργεί τόσο ως απάντηση όσο και ως πρόκληση σε ό,τι περιφρονούσε[31]:
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.[32]
|
Εν κατακλείδι
Ο Καβάφης με την τεχνική της αναπόλησης διαμορφώνει μια
ποίηση της νοσταλγίας στην οποία η μνήμη μεταποιείται σε τέχνη και άρα
απαθανατίζει τον παρελθόντα χρόνο, διασώζοντας το λόγο από τη φθορά. Αντίθετα, ο Καρυωτάκης διαπιστώνει τη
ματαιότητα της τέχνης, που δεν μπορεί να μεταποιήσει τη μνήμη σε λόγο, καθώς
αυτοακυρώνεται από τα υπαρξιακά αδιέξοδα, από την κοινωνική αδιαφορία και από
την αίσθηση του κοσμικού τίποτα, που βιώνει το υποκείμενο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Τ. Άγρας,
«Ο Καρυωτάκης και οι Σάτιρες», στο Γ. Π. Σαββίδης (επιμ.), Κ. Γ. Καρυωτάκης,
Ποιήματα και Πεζά, Αθήνα: ΝΕΒ 1991.
Ε.
Γαραντούδης, «Η ποίηση του Κ. Γ. Καρυωτάκη», στο: Γράμματα ΙΙ: Νεοελληνική
Φιλολογία (19ος και 20ος αι.) Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία
(19ος και 20ος αι.), Πάτρα: ΕΑΠ 2000.
Γ. Δάλλας,
Σπουδές στον Καβάφη, Αθήνα: Ερμής 1987.
Κ. Θ.
Δημαράς, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Αθήνα: Γνώση 2000
(ζ΄έκδ.).
Κ. Θ.
Δημαράς, Σύμμικτα, Γ΄, Περί Καβάφη, Αθήνα: Γνώση 1992.
Β.
Λεοντάρης, «Θέσεις για τον Καρυωτάκη», στο Γ. Π. Σαββίδης (επιμ.), Κ. Γ.
Καρυωτάκης, Ποιήματα και Πεζά, Αθήνα: ΝΕΒ 1991.
Β.
Λεοντάρης, Καβάφης ο έγκλειστος, Αθήνα: Έρασμος 1985.
Χ.
Παπάζογλου, Παρατονισμένη Μουσική, Αθήνα: Κέδρος 1988.
Γ. Π.
Σαββίδης, Μικρά Καβαφικά, τ. Α’, Αθήνα : Ερμής 1985.
Γ. Π.
Σαββίδης, Μικρά Καβαφικά, τ. Β΄, Αθήνα: Ερμής 1987.
Γ. Π.
Σαββίδης, Στα χνάρια του Καρυωτάκη, Αθήνα: Νεφέλη 1989.
Γ.
Σεφέρης, Δοκιμές, τ. Α΄, Αθήνα: Ίκαρος 1992 (στ΄ έκδ.).
Α. Φραντζή, στο Καρυωτάκης και Καρυωτακισμός, Αθήνα:
Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, 1998.
[1] Γ. Π.
Σαββίδης, Μικρά Καβαφικά, τ. Α’, Αθήνα : Ερμής 1985, σ. 283.
[2] Β.
Λεοντάρης, Καβάφης ο έγκλειστος, Αθήνα: Έρασμος 1985.
[3] Α.
Φραντζή, στο Καρυωτάκης και Καρυωτακισμός, Αθήνα: Εταιρεία Σπουδών
Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (Ιδρυτής: Σχολή Μωραϊτη) 1998, σ.
132.
[4] Βλ.
πρόχειρα τον πίνακα τίτλων ποιημάτων ποιητικής του Κ. Π. Καβάφη στο: Γ. Π.
Σαββίδης, ό.π., σ. 308-311.
[5] Γ. Π. Σαββίδης, Μικρά
Καβαφικά, τ. Β΄, Αθήνα: Ερμής 1987, σ. 67-85, ιδ. σ. 76.
[6] Ο Καβάφης οροθετούσε την
ώριμη ποιητική του παραγωγή με αφετηρία το έτος 1911. Ξεχώριζε 24 ποιήματα γραμμένα προ του 1911 ως
σύνδεσμο ανάμεσα στα αποκηρυγμένα και στο κύριο σώμα του έργου του (δηλαδή τα
υπόλοιπα 129 ποιήματα που είχε δημοσιεύσει από το 1911 ως το 1932, το όλον 154
ποιήματα). Ένα από αυτά είναι και «Το
Πρώτο Σκαλί» που δεν περιλήφθηκε σε καμία από τις δέκα συλλογές που είχε
κυκλοφορήσει ο ίδιος κατά τα 20 τελευταία χρόνια της ζωής του, βλ. Γ. Π.
Σαββίδης, Μικρά Καβαφικά, τ. Α΄, ό.π., σ. 181.
[7] Εδώ
που έφθασες, λίγο δεν είναι / τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα (στ. 14-15 και
25-26): μοναδικό παράδειγμα στο έργο του Καβάφη επανάληψης επωδού δυο στίχων.
[8] Κ. Θ.
Δημαράς, Σύμμικτα, Γ΄, Περί Καβάφη, Αθήνα: Γνώση 1992, σ. 91.
[9] Γ.
Σεφέρης, Δοκιμές, τ. Α΄, Αθήνα: Ίκαρος 1992 (στ΄ έκδ.), σ. 384.
[10] Το 1886 ο Καβάφης γράφει
το ποίημα «Ο ποιητής και η Μούσα». Σε
αυτό ο ποιητής παραπονιέται:
Προς
τι καλόν, τι όφελος ηθέλησεν η τύχη,
εν
τη αδυναμία μου επλάσθην ποιητής;
Μάταιοι ειν’ οι λόγοι μου […] |
για να του αποκριθεί η
Μούσα (δίκην Θεόκριτου):
Δεν είσαι ψεύστης, ποιητά. Ο κόσμος τον οποίον
οράς
εστίν ο αληθής […]
|
[11] Γ.
Σεφέρης, Δοκιμές, τ. Α΄, ό.π., σ. 383
[12] Γ.
Π. Σαββίδης, Μικρά Καβαφικά, τ. Β΄, ό.π., σ. 82
[13] Για
τη χρήση της λέξης «καταχρήσεις» στο
συγκεκριμένο ποίημα, βλ. Γ. Π. Σαββίδης, Μικρά Καβαφικά, τ. Β΄, σ.
269-270.
[14] Το
θέμα του γέρου στην ποίηση του Καβάφη είναι γνωστό και από προηγούμενα ποιήματά
του, π.χ. «Ένας γέρος» (1894), «Οι ψυχές των γερόντων» (1898).
[15]
Άλλοι δημιουργοί στο έργο του Καβάφη κεντρίζονται από διαφορετικά κίνητρα, π.χ.
ο Δάμωνας στο «Συνοδεία του Διονύσου»: μελετά / την αμοιβή του από των
Συρακουσών / τον βασιλέα, ενώ ο ανώνυμος ποιητής στο «Ούτως Εκείνος»
εργάζεται από φιλοδοξία.
[16] Γ.
Π. Σαββίδης, Μικρά Καβαφικά, τ. Β΄, ό.π., σ. 269-270.
[17] Τα
ποιήματα αυτά είναι ομόκεντρα, δηλαδή αναφέρονται στο έτος 31 π.Χ., με τα
ποιήματα: «Το τέλος του Αντώνιου» (1907), «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον» (1910),
«Το 31 π.Χ. στην Αλεξάνδρεια» (1924) και «Εν δήμω της Μικράς Ασίας» (1926).
[18] Για
τους μηχανισμούς της τεχνικής του οραματισμού στον «Καισαρίωνα» βλ. Γ. Δάλλας, Σπουδές
στον Καβάφη, Αθήνα: Ερμής 1987, σ. 80-86.
[19] Κ.
Θ. Δημαράς, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Αθήνα: Γνώση 2000
(ζ΄έκδ.), σ. 603.
[20] Τ.
Άγρας, «Ο Καρυωτάκης και οι Σάτιρες», στο Γ. Π. Σαββίδης (επιμ.), Κ. Γ.
Καρυωτάκης, Ποιήματα και Πεζά, Αθήνα: ΝΕΒ 1991, σ. 190-219.
[21] Γ.
Π. Σαββίδης, Στα χνάρια του Καρυωτάκη, Αθήνα: Νεφέλη 1989, σ. 80.
[22] Το
ποίημα πρωτοδημοσιεύτηκε στο περ. Νέα Γράμματα, Α, 1, Ιανουάριος 1924,
σ. 6-7.
[23] Το
ποίημα πρωτοδημοσιεύτηκε στη Κυριακή του Ελεύθερου Βήματος, 20 Νοεμβρίου
1927, μαζί με τη «Μικρή Ασυμφωνία εις Α μείζον», τα μόνα ποιήματα για τα οποία
ο Καρυωτάκης έλαβε κάποια αμοιβή.
[24] Στη
συλλογή Νηπενθή (1921) στις «Στροφές» ο Καρυωτάκης γράφει: είκοσι
χρόνια παίζοντας / αντί χαρτιά βιβλία, / είκοσι χρόνια παίζοντας / έχασα τη
ζωή.
[25] Ο
σαρκασμός του Καρυωτάκη για το ποιητικό συνάφι σημασιοδοτεί αρνητικά την ποίηση
σε αντίθεση με την θετική της σημασιοδότηση στην ποίηση του Καβάφη.
[26] Η αλλαγή τόνου γίνεται
φανερή και στη νοηματική δομή των ποιημάτων, αν συγκριθεί π.χ. το τέλος της
«Σταδιοδρομίας»: Θα φύγουν[= ενν. τα χρόνια], και θα’ναι η καρδιά μου
/ σα ρόδο που επάτησα χάμου με το προγενέστερο «Μίσθια δουλειά», όπου η
ελπίδα υπάρχει ακόμα: Μίσθια δουλειά, σωροί χαρτιών, έγνοιες μικρές, και
λύπες / άθλιες, με περιμένανε σήμερα καθώς πάντα. / Μόνο είδα, φεύγοντας πρωί,
στην πόρτα μου τολύπες / τα ρόδα, και γυρίζοντας έκοψα μια γιρλάντα.
[27] Ε.
Γαραντούδης, «Η ποίηση του Κ. Γ. Καρυωτάκη», στο: Γράμματα ΙΙ: Νεοελληνική
Φιλολογία (19ος και 20ος αι.) Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία
(19ος και 20ος αι.), Πάτρα: ΕΑΠ 2000, σ. 220.
[28] Γ. Π. Σαββίδης, Στα
χνάρια του Καρυωτάκη, ό.π., σ. 79.
[29] Β.
Λεοντάρης, «Θέσεις για τον Καρυωτάκη», στο Γ. Π. Σαββίδης (επιμ.), Κ. Γ.
Καρυωτάκης, Ποιήματα και Πεζά, Αθήνα: ΝΕΒ 1991, σ. 260-265.
[30]
Πρβλ. ακόμη και το στιχουργικό ξεχαρβάλωμα του λόγου, στο: Χ. Παπάζογλου, Παρατονισμένη
Μουσική, Αθήνα: Κέδρος 1988, σ. 172.
[31] Χ.
Παπάζογλου, στο ίδιο, σ. 220.
[32]
Πρβλ. Η σκέψις, τα ποιήματα, / βάρος περιττό στο «[Σαν δέσμη από
τριαντάφυλλα…]».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.