Τρίτη 7 Μαΐου 2013

Ιστορίες

Μου αρέσει να πίνω τον καφέ μου γουλιά – γουλιά και όχι μονορούφι.  Έτσι μου αρέσει να λέγονται και οι ιστορίες.  Να είναι μικρές και σύντομες.  Να τις γεύομαι στον ουρανίσκο, όπως τη γουλιά του καφέ.  Μου αρέσει να λέγονται οι ιστορίες, όταν έξω κάνει κρύο ή βρέχει ή, ακόμα καλύτερα, χιονίζει.  Τότε χώνομαι στο κρεβάτι, τραβώ το πάπλωμα ως το κεφάλι και αρχίζω να διηγούμαι ιστορίες.  Άλλες τις άκουσα, άλλες τις επινόησα, τις περισσότερες όμως τις έζησα ο ίδιος, σε καιρούς παλιούς, περασμένους, που τώρα πια δεν είναι.






Έτσι περνώ τον καιρό μου.  Τις προάλλες είχα ξαπλώσει να ξαποστάσω από τον κάματο της σκέψης, αλλά αυτός ο δαίμονας δεν έλεγε να ησυχάσει.  Είχε πάρει το αδράχτι του νου μου και ύφαινε, ύφαινε ιστορίες.  Δεν μπορούσα να αντέξω και έκλεινα τα μάτια, παλεύοντας να κοιμηθώ.  Να ξεφύγω.  Αλλά λες και από κάθε πόρο του κορμιού μου ξεπηδούσαν ιστορίες ατέλειωτες.  Μπερδεύονταν η μια μέσα στην άλλη.  Αίματα, νεύρα και σάρκες ανάκατα.  Κομμάτια δικά μου και ξένα, ένα κουβάρι.  Όπως γίνεται ο κόσμος όταν δυο κορμιά αγκαλιάζονται για έρωτα ή πόλεμο, αξεχώριστα, θανάσιμα.  





Όταν έπαψε ο σαματάς του μυαλού μου, το κορμί μου σαν άδειο, ένα τσουβάλι κόκαλα και κρέας, έστεκε αχαμνό, πεταμένο παράμερα στο κρεβάτι.  Στην αρχή δεν γνώρισα ότι ήταν το δικό μου.  Αλλά κάτι σαν νοσταλγία με τράβηξε κοντά του, η έλξη του κορμιού που από συνήθεια γίνεται δικό σου, και το φόρεσα, όπως φοράει κανείς τα εσώρουχά του.  Έκαμα να σηκωθώ, αλλά ένιωσα μια αδυναμία και μια λιγούρα στο στομάχι.  Ώρα του φαγητού, σκέφτηκα.  Άγια ώρα.  Έβαλα όλη μου τη θέληση για δύναμη στα πόδια και αναστηλώθηκα.  Κοίταξα πέρα μακριά.  Έκοψα μια βούκα ψωμί τη βούτηξα σε κόκκινο κρασί και την έφερα στο στόμα.  
Διάλογος
Γ. Μόραλης, Διάλογος, 1974

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...