Τρίτη 22 Αυγούστου 2017

[καλοκαίρι 2017]

στο καμένο χέρσωμα
του φετινού μου καλοκαιριού
τίποτε δεν φύεται
καμιά δεινή ελπίδα
καμιά σκοτεινή επιθυμία
ακόμη και συ
αν ερχόσουν ξαφνικά στο ποίημά μου
πάλι
δεν θα υπήρχε
καμιά σωτηρία

Τρίτη 15 Αυγούστου 2017

Ο λόγος για το έθνος και την εθνική ταυτότητα στην περίοδο του μεσοπολέμου και της κατοχής

Το έθνος και η εθνική ταυτότητα ως το 1922

Η ίδρυση του ελληνικού κράτους (1828) θα στηριχτεί στην αρχή των εθνικοτήτων που υπαγόρευε η διεθνής συγκυρία: το κάθε άτομο ανήκει σε ένα έθνος, το κάθε εδαφικά προσδιορισμένο έθνος έχει δικαίωμα στην πολιτική του –κρατική- αυτοδιάθεση.  Η συνάρτηση, λοιπόν, της εθνικής ιδιαιτερότητας με την πολιτική αυτοδιάθεση θεωρούνταν αυτονόητη, αν και εφόσον καταδεικνυόταν επαρκώς η εθνική ιστορική ιδιαιτερότητα της καθεμιάς συλλογικότητας που διεκδικούσε την πολιτική της αυτοδιάθεση (Λέκκας, 2006: 85-92 και 124-125).  Έτσι θα διαμορφωθεί το φαντασιακό ιδεολόγημα του νεόκοπου κράτους, που ήδη είχε προετοιμαστεί από τα χρόνια του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, και πιο πριν από την ανθρωπιστική παράδοση της Αναγέννησης, δηλαδή της ιστορικής συνέχειας που ερείδεται στην κοινή γλώσσα και στην καταγωγή από τους αρχαίους Έλληνες.  Ωστόσο, αυτό το ιδεολόγημα σύντομα θα τεθεί υπό αμφισβήτηση: ο Βαυαρός ιστορικός J.Ph.Fallmerayer στον πρόλογο του πρώτου τόμου του έργου του Geschichte der Halbinsel Morea wädhrend des Mittelalters (1830) θα προσβάλλει το κεντρικό φαντασιωτικό του έρεισμα, αμφισβητώντας ευθέως την καταγωγή των Νεοελλήνων από τους αρχαίους Έλληνες.
Ήδη, λοιπόν, από τη συγκρότηση του νέου ελληνικού κράτους διαμορφώνεται η πιεστική ανάγκη να δημιουργηθεί συνείδηση της κοινής και συνεκτικής εθνικής ταυτότητας, μέσα από την αναζήτηση και κατάδειξη της ιστορικής ιδιαιτερότητας και μοναδικότητας του ελληνικού έθνους, και της αξίωσης των αναπαλλοτρίωτων ιστορικών δικαιωμάτων στα όρια των διεκδικούμενων εδαφών, ώστε να σχηματιστεί ένα νεωτερικό - πολιτικό κράτος (Clogg, 1995: 49).  Για περίπου 100 χρόνια κινητήριος μοχλός, παράγοντας νομιμοποίησης και συγκολλητικός άξονας της εθνικής ιδεολογίας θα είναι ο πολύμορφος αλυτρωτικός εθνικισμός της Μεγάλης Ιδέας και των ανταγωνιστικών και θεμελιωδώς αμφίσημων πολιτικών προγραμμάτων της (Κυριάκης, 2016).  Η τραγική κατάληξη του πολιτικού μύθου της εθνικής εδαφικής ενότητας στις στάχτες της Σμύρνης θα αφήσει ένα ιδεολογικό κενό και θα σημάνει μια εθνική αναδίπλωση και ταυτόχρονα θα κληροδοτήσει μια σειρά πρακτικών προβλημάτων, με μεγαλύτερο το προσφυγικό, στο ελλαδικό κράτος.  Η αδυναμία να δοθούν ριζικές λύσεις σε ολόκληρη τη διάρκεια του μεσοπολέμου θα κλονίσει την εμπιστοσύνη στις αξίες και στους θεσμούς του αστικού πολιτικού συστήματος (Ρήγος, 1988: 266), θα οδηγήσει σε ένα παρατεταμένο αδιέξοδο και ανομία (anomie) και θα σημειώσει την έναρξη μιας μακράς κρίσης ηγεμονίας. 
Και είναι, σύμφωνα με τη λογική που εκθέτω εδώ, αυτή η αδυναμία των αστικών δυνάμεων να επιτύχουν μια σταθερή ηγεμονική συνάρθρωση που θα δημιουργήσει τις συνθήκες δυνατότητας για την επικράτηση της 4ης Αυγούστου και της μεταξικής δικτατορίας.  Στην επόμενη υποενότητα θα προσπαθήσω να περιγράψω συνοπτικά τη διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας και τους τρόπους με τους οποίους εννοιολογείται η ελληνικότητα από το 1922 έως το 1936.    

Το έθνος και η εθνική ταυτότητα από το 1922 ως το 1936

Για την Ελλάδα ο Μεσοπόλεμος αρχίζει το 1922 (Μαυρογορδάτος, 2003: 9) και αποτελεί μια περίοδο παρατεταμένης αναζήτησης και κυοφορίας κοινωνικών και εθνικών οραμάτων.  Ωστόσο, κύρια χαρακτηριστικά όλης αυτής της περιόδου της Β΄ Δημοκρατίας (1924 – 1936) ήταν η πολιτική καχεκτικότητα και η αίσθηση του κενού σε ιδεολογικό επίπεδο.  Στα χρόνια αυτά, ως απότοκος της μικρασιατικής καταστροφής και των ιδεολογικών συνεπειών της, δηλαδή του ενταφιασμού του αλυτρωτικού επεκτατισμού της Μεγάλης Ιδέας (βλ. ενότητα 3.1.1), αλλά και των ευρύτερων κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών προβλημάτων και του εν γένει ιστορικού κλίματος, αναζωπυρώνεται το ζήτημα της εννοιολόγησης του «κενού και μετέωρου σημαίνοντος» (Laclau, 1997: 211 – 225) της ελληνικότητας.  Σε αυτό το πλαίσιο θα επιδιωχθεί η εξεύρεση ενός νέου ρόλου για το κράτος και ενός νέου ιστορικού σκοπού για το έθνος.  Οι εννοιολογήσεις της ελληνικότητας και της εθνικής ταυτότητας από μια μερίδα ελλήνων διανοουμένων θα κληροδοτηθούν αργότερα στο μεταξικό καθεστώς.
Ο αστικός εκσυγχρονισμός, όπως εκφράζεται από τους βενιζελικούς (Σακελλαρόπουλος, 2006: 345 – 361), θα συναρθρωθεί σε αυτή την περίοδο με τη διαδικασία εθνικής ομογενοποίησης, με την αποκατάσταση, δηλαδή, από τη μια των προσφύγων και την αφομοίωση ή εξουδετέρωση ξένων μειονοτήτων και από την άλλη με την ενσωμάτωση των λαϊκών τάξεων στο εθνικό κράτος (Mavrogordatos, 1983: 111 - 302).  Αντίθετα, η αντιβενιζελική παράταξη θα επικεντρωθεί στην οικονομική και πολιτιστική διείσδυση ώστε να κυριαρχήσει στα Βαλκάνια, προτείνοντας στρατιωτικούς εξοπλισμούς και διατήρηση των παλιών εσωστρεφών εθνικών ιδανικών.  Σε αυτές τις αντίπαλες ιδέες σχετικά με το νέο ρόλο του κράτους και τον σκοπό του έθνους αντιπαρατίθεται η σοσιαλιστική πρόταση (βλ. ενότητα 3.1.4). 
Ωστόσο, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1920 φαίνεται να διαμορφώνεται ένα κλίμα σύγκλισης και συναίνεσης ανάμεσα σε βενιζελικούς και βασιλικούς, εξαιτίας της οικονομικής ανάπτυξης και του μετασχηματισμού της ελληνικής κοινωνίας.  Στην επιτάχυνση του ρυθμού ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας συνέβαλε ο κρατικός παρεμβατισμός με την υιοθέτηση μέτρων που προώθησαν την εκβιομηχάνιση της χώρας (Τσουκαλάς, 1985: 285).  Έτσι, όμως, υπήρξε συγκέντρωση πλούτου στα χέρια μιας μειοψηφίας αστών, αφού η διεθνής οικονομική κρίση έπληττε κυρίως τις λαϊκές μάζες, προκαλώντας μεγάλη κοινωνική αναστάτωση, ενώ οι εργατικές διεκδικήσεις είχαν προσλάβει έναν οξύ κι έντονα α(ντα)γωνιστικό και διαιρετικό χαρακτήρα (Λιάκος, 1989: 27. Σβορώνος, 1983: 128-132).  Η οικοδόμηση συναίνεσης κορυφώνεται το 1935 με την αποδοχή της βασιλικής παλινόρθωσης από τους Βενιζέλο και Σοφούλη (Δάφνης, 1997: 384 & 390) και επικυρώνεται από τον λόγο του αρχηγού του Λαϊκού Κόμματος, Π. Τσαλδάρη, στις 16 Μαΐου 1936, σύμφωνα με τον οποίο δεν υπάρχουν πια δημοκρατικοί και βασιλικοί, βενιζελικοί και αντιβενιζελικοί, αλλά ο αστικός κόσμος ενωμένος απέναντι σε μια μικρή μειοψηφία που επιζητά την κοινωνική ανατροπή (Βούρος, 1955: 566).  Έτσι, ο αντικομμουνισμός ορίζεται ως το ιδεολογικό εκείνο δόγμα που επιχειρεί να καλύψει το κενό που άφησε πίσω του η κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας (Ρήγος, 1988: 277).
Σε αυτό το πλαίσιο, δύο είναι οι κυρίαρχες αντιλήψεις για το έθνος:
Α) το έθνος ως πολιτισμική οντότητα (φιλελεύθεροι και συντηρητικοί) και
Β) το έθνος ως ιστορικό κατασκεύασμα (μαρξιστές). 
Για τους πρώτους[1] και υπό την επίδραση της γενιάς του ’30 (Vitti, 2011. Τζιόβας, 2006) το έθνος νοείται ως πνευματική πραγματικότητα, ως ένας κοινός πλούτος συναισθημάτων και ιδεών, και επομένως η εθνική ταυτότητα διαμορφώνεται από κληρονομημένα από το παρελθόν άυλα και αόρατα στοιχεία τα οποία ενυπάρχουν σε κάθε μέλος του έθνους.  Πρόκειται για έναν υπερβατικό εθνικισμό, ο οποίος υποστηρίζει την αναγκαιότητα των εθνών επειδή προσφέρουν ένα πρότυπο ιδανικής πνευματικής και πολιτικής οργάνωσης, από την οποία προκύπτουν πολιτισμικές οικουμενικές αξίες, στο πλαίσιο ενός νέου ουμανισμού (Θεοτοκάς, 1932: 19 & 44).  Έτσι, αναζητείται ένας νέος Ελληνισμός, προσδιορισμένος όχι με εδαφικές αλλά με πνευματικές και πολιτισμικές αξιώσεις και ο οποίος θα είναι προσανατολισμένος στο παρόν και στο μέλλον
Η μελέτη του προβλήματος της εθνικής ταυτότητας και της εθνικής διαφοράς, της ελληνικής ιδιαιτερότητας, θα υποβαθμίσει τον πολυφωνικό χαρακτήρα του ελληνισμού –το «σύμπλεγμα αντιθέσεών» του (Θεοτοκάς, 1988: 18)-  και θα στρέψει την αναζήτηση σε εκείνο το ουσιακό στοιχείο που ορίζει την ελληνικότητα και προσδιορίζεται άλλοτε από την ιερότητα του τοπίου, δηλαδή από μια τάση αναγωγής των πνευματικών φαινομένων στη φύση και στη γεωγραφία, από έναν μεταφυσικό εθνικισμό, άλλοτε από τη θρησκεία, άλλοτε από την ιστορία και από το μύθο της συνέχειας και της αποστολής του εκλεκτού έθνους και άλλοτε από τη γλώσσα, η οποία θα θεωρηθεί ο θεμέλιος λίθος της εθνικής ενότητας.  Έτσι, νομίζω, γίνεται φανερό ότι η αστική τάξη του μεσοπολέμου είχε αρχίσει να ενσωματώνει στο λόγο της φασιστικά ή εθνικοσοσιαλιστικά ιδεολογήματα (Νούτσος, 1986: 144).  

Ο ρομαντικός εθνικισμός της μεταξικής δικτατορίας

Το ιδεολογικό κλίμα που επικρατούσε στην Ευρώπη και στην Ελλάδα τον Μεσοπόλεμο αντανακλούσε τη γοητεία που ασκούσε ο εθνικοσοσιαλισμός.  Ήδη από το 1920 (δικτατορία στην Ουγγαρία) ξεσπά ένα κύμα εγκαθίδρυσης ολοκληρωτικών και δικτατορικών καθεστώτων στην Ευρώπη.  Στα τέλη του 1938 στις 16 από τις 28 ευρωπαϊκές χώρες είχαν εγκαθιδρυθεί δικτατορικά καθεστώτα, ενώ στα τέλη του 1940 μόνο 5 χώρες είχαν δημοκρατία (Ηνωμένο Βασίλειο, Ιρλανδία, Ελβετία, Σουηδία, Φινλανδία) (Μιχαηλίδης, 2010: 36).  Ο Mazower (2004: 44) υποστηρίζει ότι η δημοκρατία δεν ήταν πεπρωμένο για την Ευρώπη[2], μάλιστα στα μέσα της δεκαετίας του 1930 στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης οι αγώνες γύρω από ζητήματα ιδεολογίας και διακυβέρνησης γίνονταν μέσα στους κόλπους της δεξιάς, μιας δεξιάς ριζοσπαστικής και μια άλλης παλιάς δεξιάς, η οποία στόχευε σε μια προδημοκρατική ελιτιστική εποχή –από φόβο προς τη μαζική πολιτική, την οποία υποστήριζε η ριζοσπαστική δεξιά- και επομένως συμμαχούσε με προπύργια της καθεστηκυίας τάξης και την εκκλησία.  Μέσα από αυτό το πολιτικό και ιδεολογικό κλίμα προέκυψε η δικτατορία του Μεταξά[3].   
Όπως περιέγραψα στην προηγούμενη ενότητα, η αστική διανόηση είχε ενσωματώσει ιδεολογήματα που είχαν καλλιεργηθεί στο πλαίσιο του εθνικοσοσιαλισμού, με κύρια αιχμή το τρίπτυχο «Πατρίδα- Θρησκεία- Οικογένεια» (Καγκαλίδου, 1999: 27).  Οι ιδεολόγοι του καθεστώτος συγκεντρωμένοι γύρω από το περιοδικό Το Νέον Κράτος (Κόκκινος, 1984: 24) επιχειρούν να κατασκευάσουν μια ιδεολογία, επίκεντρο της οποίας είναι το έθνος.  Για παράδειγμα, με την επιβολή της 4ης Αυγούστου «ο […] επιθετικός προσδιορισμός «εθνικός» συνοδεύει όλες τις εκφάνσεις της πολιτικής, πνευματικής και κοινωνικής ζωής που οφείλουν να τεθούν πλέον κάτω από τον αστερισμό του εθνικισμού» (Καγγελάρη, 2003: 40).  Ο εθνικισμός του καθεστώτος είναι ένας εθνικισμός, ο οποίος απορρέει από τη ρομαντική πολιτική παράδοση (Αγγελής, 2006: 174 – 176).   
Σύμφωνα με τις αρχές της ρομαντικής πολιτικής θεωρίας (βλ. ενότητα 1.1.1) και του ιδεαλισμού (Herder, Fichte, Schelling, Hegel κ.ά.) ο προσδιορισμός της έννοιας του έθνους και της εθνικής ταυτότητας προϋποθέτει, ανάμεσα στα άλλα, την κατάδειξη της συνεχούς και αδιάλειπτης ιστορικής ύπαρξης μιας ιδιαίτερης και ξεχωριστής πολιτισμικής, συμβολικής και πολιτικής οντότητας, τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της οποίας, καθώς (υποτίθεται ότι) μεταβιβάζονται αναλλοίωτα από γενιά σε γενιά, διαμέσου των αιώνων, την καθιστούν μία και μοναδική, ενιαία και διαχρονική (Ροτζώκος, 1999: 217).  Έτσι, η ρομαντική πολιτική θεωρία και ο θετικισμός  θα προκρίνουν τη μελέτη του παρελθόντος για την κατανόηση του παρόντος και τον προσανατολισμό προς το μέλλον, ερμηνεύοντας, όμως, και νοηματοδοτώντας τα φαινόμενα του παρελθόντος με την αποκλειστική αναγωγή τους στην ιστορία του έθνους, η οποία συλλαμβάνεται ως η ‘αλήθεια’, η ‘ουσία’, το ‘πραγματικό νόημά’ της.  Η ουσία, λοιπόν, της ύπαρξης του έθνους αναζητείται στην ιστορία του, στην αίσθηση της συνέχειας, η οποία ενσαρκώνεται στην «ψυχή του λαού» και εκδηλώνεται στις λαϊκοθρησκευτικές και εορταστικές παραδόσεις του.  Σε αυτές, ένας ανόθευτος από εξωτερικές επιδράσεις εθνικός πολιτισμός συνιστά το «πνεύμα του έθνους», το οποίο συλλαμβάνεται οντολογικά, δηλαδή ως υπεριστορική, υπερβατική οντότητα που παραμένει καθαρή και αναλλοίωτη στο χρόνο και στις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές αλλαγές (Κυριάκης, 2013). 
Το καθεστώς, επομένως, αρδεύεται από τη ρομαντική πολιτική θεωρία και αυτό γίνεται φανερό σε μια σειρά από θεματικές που συγκροτούν την εθνική ταυτότητα.  Η γλώσσα είναι μια από αυτές, επειδή εξασφαλίζει την ενότητα στο χρόνο και διαμορφώνει την εθνική κοινότητα κουλτούρας.  Άλλη θεματική, η οποία προκύπτει από την κεντρική θέση της γλώσσας μέσα στο πολιτικό σύστημα του μεταξικού καθεστώτος είναι αυτή της εθνικής ψυχής, η οποία παραπέμπει σε μια οργανική αντίληψη για το κράτος.  Μια τρίτη θεματική είναι η εθνική συνέχεια, ο Γ΄ Ελληνικός Πολιτισμός[4].  Ο μεταξικός εθνικισμός θα προβάλλει την πολιτισμική συνέχεια, θα τοποθετηθεί ο ίδιος ως συνέχεια του αρχαίου αλλά και του βυζαντινού πολιτισμού, θα τονίσει το κοινό παρελθόν αλλά και το κοινό πεπρωμένο.  Τέλος, οι ρομαντικοί ιδεολόγοι του καθεστώτος θα προβάλλουν το ιδανικό της αυτοθυσίας για την πατρίδα (βλ. ενότητα 4.2.2), στο πλαίσιο της θεωρίας ότι σκοπός της ύπαρξης του ατόμου είναι η εξυπηρέτηση του συνόλου (Καμπάνης, 1938: 381).
Ωστόσο, όπως σημειώνει ο Αγγελής (2006: 175), η σχέση του ρομαντισμού με τον εθνικισμό ανιχνεύεται στην ελληνική πραγματικότητα πολύ πριν και από την Ελληνική Επανάσταση και έχει προσδώσει στον τελευταίο ένα έντονο υπερβατικό χαρακτήρα και έναν αρχαιοελληνικό προσανατολισμό.  Στο πλαίσιο της «εθνικής Μεταβολής της 4ης Αυγούστου» ο ρομαντισμός και ο εθνικισμός θα συγχωνευθούν με στοιχεία του φασιστικού λόγου (Αγγελής, 2006: 181) στο ιδεολόγημα του Γ΄ Ελληνικού Πολιτισμού, ενός ελληνισμού που δεν είναι πια εκτατικός αλλά εντατικός, δηλαδή ένας εκπολιτιστικός μεγαλοϊδεατισμός, ο οποίος σηματοδοτείται από το Εθνικό Κράτος.  Και είναι αυτό το εθνικό κράτος το οποίο υλοποιώντας την εθνική θέληση «εκφράζει και τη λαϊκή θέληση, αφού τα συμφέροντα αυτής οφείλουν να ταυτίζονται με τα του Έθνους» (Καγκαλίδου, 1999: 31). 
Με αυτή την τελευταία παρατήρηση φαίνεται ότι το καθεστώς επιχειρεί να ουδετεροποιήσει κάθε ταξικό ιδεολογικό στοιχείο και στη θέση του να προωθεί μια αφηρημένη έννοια εθνικής αλληλεγγύης.  Το μεταξικό καθεστώς δεν αναιρεί τη διχοτομική διαίρεση πάνω στην οποία θεμελιώνεται κάθε σύστημα ισοδυναμιών.  Σε αυτή τη λογική, ο λαός, ο ελληνικός λαός, το ελληνικό έθνος, θεωρείται ότι απειλείται από ένα έξωθεν.  Και αυτό το έξωθεν έχει ήδη κατασκευαστεί από την περίοδο της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, με το Ιδιώνυμο[5] κτλ.  Στη βάση, λοιπόν, αυτής της θεμελιώδους διαφοράς είναι που θα οικοδομηθεί ο μεταξικός λόγος ως λόγος μιας προϊούσας συνάρθρωσης με δυνατότητα απορρόφησης θέσεων των λαϊκών υποκειμένων, μετασχηματίζοντας «τις […] αντιφάσεις σε θετικές σχέσεις εναντιότητας ανάμεσα στις θέσεις των κοινωνικών παραγόντων» (Laclau, 1983: 235).  Σε αυτή τη λογική, το μεταξικό καθεστώς κατορθώνει να ενσωματώσει διάφορα στοιχεία που προϋπήρχαν της εμφάνισής του, σε φιλελεύθερους – νεωτερικούς ή συντηρητικούς – προνεωτερικούς, αλλά ακόμα και σοσιαλιστικούς λόγους, και να τους ανανοηματοδοτήσει, συναρθρώνοντάς τα γύρω από κύρια σημαίνοντα του εθνικού κράτους και του Γ΄ Ελληνικού Πολιτισμού, με σκοπό να διαμορφώσει μια νέα εθνική ταυτότητα (Καγκαλίδου, 1999: 51 – 58). 
Στο σημείο αυτό είμαι πολύ κοντά στη θεωρία του R. Griffin (2007), η οποία περιλαμβάνεται σε εκείνες που θεωρούν τον φασισμό ως έννοια γένους, του οποίου είδος αποτελεί π.χ. ο ναζισμός.  Αυτό συνιστά θεμέλιο της αποκαλούμενης «New Consensus» στο πεδίο σπουδών φασισμού.  Κύριο χαρακτηριστικό της «New Consensus» είναι η ενσυναισθηματική θεώρηση του φασισμού ως επαναστατικής δύναμης που άσκησε διαταξική επίδραση στις συνθήκες κρίσης του Μεσοπολέμου και ότι πρωταρχικός του στόχος δεν ήταν η συντριβή του καπιταλισμού ή του κομμουνισμού, αλλά ο ολικός και ολοκληρωτικός μετασχηματισμός της ηθικής, πολιτικής και αισθητικής κουλτούρας του έθνους, προκειμένου να δημιουργηθεί μια νέα εθνική ταυτότητα και ένας νέος τύπος ανθρώπου στη βάση της επικείμενης εθνικής παλιγγενεσίας (Μπογιατζής, 2013: 35). 
Σε αυτό το πλαίσιο, θεωρώ, αρχικά, την επιβολή του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου ως απόληξη μιας σειράς συμβάντων στο εσωτερικό της ελληνικής αστικοφιλελεύθερης δημοκρατίας (Βόγλης, 2013) και μια τομή στη συνέχεια του αστικού συστήματος, χωρίς όμως να καταφέρει να οργανώσει την οικονομική ζωή γύρω από μια νέα δομή (Μπρέγιαννη, 1999: 195), όπως για παράδειγμα γύρω από το θεσμό τoυ κορπορατισμού (Μαυρέας, 1999: 295).  Ωστόσο, όταν το καθεστώς εδραιωθεί, δηλαδή κυριαρχήσει στο ηγεμονικό παιχνίδι που διαδραματίζεται στο εσωτερικό της αστικής τάξης, θα προσπαθήσει με μια ηγεμονική παρέμβαση να οικοδομήσει σε προϋπάρχουσες κατασκευές και να τις μετασχηματίσει[6] ‘από τα πάνω’ (Σφήκας, 2000: 76).  Έτσι, περίπου στα μισά της ζωής του το καθεστώς «συνδέεται με το ευρύτερο εγχείρημα της μεταμόρφωσής του από μια συντηρητική αυταρχική δικτατορία σε ένα φασιστικό ολοκληρωτικό καθεστώς[7]» (Αθανασιάδης, 2013).  Η στιγμή της  ηγεμονίας καταγράφεται στο προσωπικό ημερολόγιο του δικτάτορα στις 11/12/1938: «η κυριαρχία είναι πλήρης».

Η λαοκρατία της ΠΕΕΑ

Καταρχήν, οι μαρξιστές, επομένως και οι έλληνες μαρξιστές, θεσπίζουν μια σειρά από αντικειμενικά κριτήρια, επηρεασμένοι από τον ορισμό του Στάλιν, για το έθνος:
 «Το έθνος είναι μια ιστορικά διαμορφωμένη, σταθερή κοινότητα γλώσσας, εδάφους, οικονομικής ζωής, ψυχοσύνθεσης, που η τελευταία εκδηλώνεται στην κοινότητα κουλτούρας […] φτάνει να λείπει έστω κι ένα απ’ τα γνωρίσματα αυτά για να πάψει το έθνος να ‘ναι έθνος» (Στάλιν, 1945: 9, στο Λιάκος, 2005: 37).
Συνεπώς, αντιτίθενται τόσο στην εθνική ρομαντική πολιτική θεωρία όσο και στις θεωρίες ιστορικής συνέχειας και δέχονται την ιστορικότητα των εθνών, τα οποία αναδύονται στο πλαίσιο της εθνικής ιδεολογίας με την ανάπτυξη και επικράτηση της αστικής τάξης.  Προβάλλοντας την αφοσίωση στο έθνος η αστική τάξη αποδυναμώνει την ταξική αλληλεγγύη και προσδένει την εργατική τάξη στην κυρίαρχη δομή εξουσίας (Heywood, 2006: 163).
Στην Ελλάδα του μεσοπολέμου το ΚΚΕ θα προχωρήσει σε μια σειρά μετατοπίσεων από την προλεταριακή επανάσταση έως τη μετωπική συμπόρευση με τη σοσιαλδημοκρατία και άλλες πολιτικές δυνάμεις από τον αστικό και μικροαστικό χώρο, για την υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας έναντι του φασιστικού κινδύνου[8] (Δάγκας, & Λεοντιάδης, 2007: 134 – 142).  Έτσι, το ΚΚΕ, στην 6η Ολομέλεια της Κεντρικής του Επιτροπής, τον Ιανουάριο του 1934, σε συνεργασία με την Κομμουνιστική Διεθνή θα θέσει ως πρωταρχικό του στόχο «το καθήκον ενάντια στο φασισμό και στον πόλεμο» (Το ΚΚΕ, 1975: 32), θεωρώντας ότι η επανάσταση θα έχει αρχικά αστικοδημοκρατικό χαρακτήρα κι έπειτα θα μετατραπεί σε σοσιαλιστική επανάσταση (Το ΚΚΕ, 1975: 23).  Στην 4η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής, τον Σεπτέμβριο του 1935, το ΚΚΕ θα θέσει ως υπέρτατο καθήκον του «την υπεράσπιση της εθνικής ελευθερίας […] στον αγώνα του αυτόν θα συνεργαστεί με όλες τις οργανώσεις και κόμματα, που θα παλαίψουν [sic!] πραγματικά για την εθνική ακεραιότητα και ανεξαρτησία» (Το ΚΚΕ, 1975: 249 – 250).  Τέλος, στο 6ο Συνέδριο, τον Δεκέμβριο του 1935, το ΚΚΕ θα θέσει ως σκοπό του τη δημιουργία μιας λαϊκής δημοκρατικής κυβέρνησης μέσω της συνένωσης «όλων των λαϊκών δημοκρατικών δυνάμεων σ’ ένα παλλαϊκό ενιαίο μέτωπο πάλης» (Το ΚΚΕ, 1975: 293), σε μια ενότητα ρήξης με τον φασισμό και την αντίδραση.
Στην περίοδο της Κατοχής και της Αντίστασης θα χαραχθεί μια μετωπική πολιτική, όπου από τη μια μεριά είναι ο εχθρός, ο φασισμός, και από την άλλη το αγωνιζόμενο έθνος, ο λαός.  Σε αυτό το πλαίσιο, της συνάρθρωσης του εθνικού αγώνα με το κοινωνικό κίνημα, θα γεννηθεί το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ.  Έτσι, στη δεκαετία του 1940 το πολιτικο-κοινωνικό πεδίο φαίνεται να είναι ριζικά διχοτομημένο, από τη μια οι πατριωτικές αγωνιζόμενες λαϊκές δυνάμεις του έθνους, με πολιτικό πρόταγμα τη «Λαοκρατία» και τη χειραφέτηση, και από την άλλη οι αστικές, φασιστικές και μοναρχοφασιστικές δυνάμεις (Παλούκης, 2008: 113).  Συνεπώς, θεωρώ ότι στη δεδομένη πολιτικο-κοινωνική συγκυρία το ΕΑΜ κατορθώνει να διαμορφώσει ένα λαϊκό μέτωπο ρήξης με το παλιό μοναρχοφασιστικό καθεστώς και τις (όποιες) αστικές δυνάμεις το υποστήριζαν, και να ανασυνθέσει της λαϊκο-δημοκρατικές εγκλήσεις ως πλέγμα αντιθετικό προς την φασιστική ιδεολογία, σε μια λογική ισοδυναμίας.  Δηλαδή, το ΕΑΜ οδηγεί σε μια παρατακτική διαίρεση του πολιτικού πεδίου που απλοποιεί τους πολιτικούς αγώνες, σε έναν ανταγωνισμό ανάμεσα σε «εμάς» και «αυτούς» (Laclau, & Mouffe, 1985: 130).  Πρόκειται για έναν αγώνα με σκοπό την κατάληψη της εξουσίας και τον μετασχηματισμό της κοινωνίας.   
Οι εξαρθρωτικές συνέπειες του πολέμου είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός ‘κενού’ εξουσίας, το οποίο γινόταν ιδιαίτερα εμφανές στις περιοχές της ορεινής και αγροτικής Ελλάδας.  Σε αυτές τις περιοχές άρχισαν να αναδύονται μέσα από διάφορες συλλογικότητες εναλλακτικές προτάσεις εξουσίας, με σκοπό την αναδιοργάνωση της κοινωνίας.  Οι εναλλακτικές αυτές προτάσεις, οι οποίες συναρθρώνονταν στο αίτημα της λαϊκής εξουσίας, αποτελούν νέα πεδία αναπαράστασης που επιχειρούν να ‘συρράψουν’ το εξαρθρωμένο πεδίο, συγκροτώντας «μια νέα αντικειμενικότητα μέσα από την ανασυνάρθρωση των εξαρθρωμένων στοιχείων» (Laclau, 1997: 139).  Άλλωστε ο πόλεμος έχει ριζοσπαστικοποιήσει τις συνειδήσεις και έχει μεταβάλλει το πλαίσιο νοηματοδότησης του ‘άλλου’ κατασκευάζοντας νέες ταυτότητες. 
Ο αγώνας για την εθνική απελευθέρωση συνοδεύτηκε και από μια κοινωνική επανάσταση «τόσο στο επίπεδο των δομών, όσο και σε εκείνο των νοοτροπιών» (Μπουσχότεν, 1995: 319).  Έτσι,  με άξονες τους λαϊκούς θεσμούς της αυτοδιοίκησης και της δικαιοσύνης θα υφανθεί η νέα αφήγηση της λαϊκής εξουσίας, ο νέος ηγεμονικός μύθος της «Λαοκρατίας», δηλαδή της αυτόνομη εισόδου των κυριαρχούμενων τάξεων στο προσκήνιο της ιστορίας και της ανάληψης πρωταγωνιστικού ρόλου από μέρους τους (Βερναρδάκης & Μαυρής, 1991: 23 – 24). 
Στους ορεινούς όγκους της Ελεύθερης Ελλάδας η Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ) θα προσπαθήσει να συγκροτήσει ένα διαφορετικό μοντέλο διακυβέρνησης από το προπολεμικό, αστικό και φασιστικό.  Πρόκειται, θα έλεγα, για μια ριζοσπαστική-γιακωβίνικη φάση του κοινωνικού μετασχηματισμού των θεσμών και των νοοτροπιών, η οποία ωστόσο, θα μετατοπιστεί,  όπως επιβάλλει η πολιτική της εθνικής ενότητας, στην κατεύθυνση μιας δημοκρατικής αστικο-λαϊκής μεταρρύθμισης, και όχι ενός σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας.  Αυτή η μετατόπιση θα δημιουργήσει, σε ύστερη φάση, ρήγματα στο ενιαίο μέτωπο του ΕΑΜ και θα δώσει την ευκαιρία στην αστική τάξη να ανασυγκροτηθεί και να διεκδικήσει εκ νέου την ηγεμονία.  


[1] Τις αντιλήψεις των σοσιαλιστών και μαρξιστών για τον σκοπό του έθνους και τον ρόλο του κράτους θα τις περιγράψω παρακάτω στην ενότητα 3.1.4
[2] Για τις αδύναμες ρίζες της δημοκρατίας στην Ευρώπη, βλ. Loewenstein (1935).
[3] Στην παρούσα εργασία δε θα συζητήσω ένα σημαντικό ερώτημα που απασχολεί τη βιβλιογραφική έρευνα, δηλαδή σε ποιο βαθμό το μεταξικό καθεστώς προσομοίαζε με τα σύγχρονά του φασιστικά καθεστώτα της Ευρώπης.  Για μια σύνοψη των υπαρχουσών προσεγγίσεων, βλ. Σουρουλής (2001: 13 – 19).  Ωστόσο, η δική μου θέση είναι ότι από το 1939 το καθεστώς αρχίζει από αυταρχική δικτατορία να μετασχηματίζεται σε φασιστικό καθεστώς.   
[4] Ο Θεολόγος Νικολούδης, σε άρθρο του στη Νέα Εστία (1941: 123) θα ισχυριστεί ότι πρώτος εκείνος διαμόρφωσε την υπόθεση του Γ΄ Ελληνικού Πολιτισμού, στην πρώτη προεκλογική του ομιλία στο θέατρο Κοτοπούλη, το 1926. 
[5] Ν. 4229/24 Ιούλιος 1929, ΦΕΚ 245/Τ. Πρώτον/25 Ιουλίου 1929.
[6] Το μεταξικό καθεστώς δεν θα έρθει σε ρήξη με τους παραδοσιακούς κοινωνικούς θεσμούς της θρησκείας, της Εκκλησίας, της οικογένειας και της βασιλείας (Πλουμίδης, 2010). Ωστόσο, μέσω του επιχειρήματος της ΕΟΝ πραγματοποιείται ένα πείραμα μετασχηματισμού αυτών των θεσμών, πχ. με την συνύπαρξη αγοριών και κοριτσιών στην ΕΟΝ, κάτι που προκάλεσε ανησυχία στις ελληνικές οικογένειες, βλ. Μεταξάς, χχ. Τ. Β΄: 13 – 14, «Λόγος κατά το Α΄ Συνέδριον της Εθνικής Οργανώσεως Νεολαίας, 5 Ιανουαρίου 1939».    
[7] Πάντως, η διατήρηση του δίπολου εξουσίας ανάμεσα στο Παλάτι και στον Κυβερνήτη, το οποίο θα διατηρηθεί ως το τέλος αποτελεί μια από τις ειδοποιούς διαφορές του μεταξικού καθεστώτος από τα άλλα φασιστικά καθεστώτα (Πλουμίδης, 2010: 58 – 64). 
[8] Για μια συνοπτική χαρτογράφηση των διαφορετικών προσεγγίσεων του φασιστικού κινδύνου από άλλες αριστερές οργανώσεις στην Ελλάδα, βλ. Νούτσος (1986: 141 – 142).

Για περισσότερα (και βιβλιογραφικές παραπομπές): 


Κυριακή 13 Αυγούστου 2017

Ο ένοικος του Χαβιέρ Θέρκας: σαν εφιάλτης



Τι συμβαίνει αν είσαι ο συγγραφέας ενός και μοναδικού άρθρου, κι αυτό δημοσιευμένο σε ένα περιοδικό τρίτης κατηγορίας, και ξαφνικά ανακαλύπτεις ότι το υπογράφει κάποιος άλλος; Κι όχι μόνο αυτό. Αυτός ο άλλος είναι αυτός που ονειρεύεσαι να είσαι εσύ (το alter ego σου): δραστήριος, γεμάτος ζωντάνια, τολμηρός, βλέπει την καλή πλευρά των πραγμάτων, δεν ρουτινιάζει, είναι αποφασιστικός και παίρνει αυτό που θέλει. Και επίσης, αυτόν τον άλλο τον βλέπεις αναπάντεχα να μένει δίπλα σου και σιγά-σιγά να απορροφά την εργασία σου, τους φίλους σου και την ερωμένη σου.
Σαν εφιάλτης
Ο Μάριο Ρότα, ιταλός καθηγητής, μετά τον αποτυχημένο γάμο του, αναλαμβάνει τη θέση του καθηγητή φωνολογίας σε κάποιο πανεπιστήμιο της μεσοδυτικής Αμερικής και οργανώνει μια μονότονη και συναισθηματικά αδιατάρακτη ζωή αποκλειστικά του γούστου του, υπαγορευμένη, ωστόσο, από τον φόβο της αποτυχίας. Ο ίδιος μοιάζει λίγο ασύμβατος στις άκρως ανταγωνιστικές και φιλόδοξες απαιτήσεις της πανεπιστημιακής ζωής, ενώ και στις προσωπικές και κοινωνικές του σχέσεις υψώνει φράγματα μέσα από μια σιωπηρή αδιαφορία, ώστε να μειώσει τις συναισθηματικές εξαρτήσεις στο ελάχιστο.  
Η φιλοσοφία του είναι: να θέλει πάντα αυτό που δεν έχει και να μη θέλει ποτέ αυτό που έχει. Είναι ικανός να εκτιμήσει κάτι μόνο αφού το έχει χάσει.
Και πράγματι, ένα συνηθισμένο πρωινό, κάνοντας τζόκινγκ θα πάθει διάστρεμμα – ένα βλακώδες πράγμα που θα του δυσκολέψει τη ζωή για καμιά βδομάδα. Κι αυτή τη βδομάδα ο Μάριο θα αρχίσει σταδιακά να νιώθει ότι χάνει, εκτός από την υγεία του, την εργασία του, την προσωπική του σχέση αλλά και τις κοινωνικές του επαφές. Μια ολομέτωπη επίθεση σε όλα τα συστήματα ασφάλειας που είχε διαμορφώσει.
Ο Ντάνιελ Μπέρκοβιτς γίνεται ο εφιάλτης του Μάριο. Αυτός που μπαίνει στη ζωή του και ανατρέπει τα πάντα με καταστροφικά αποτελέσματα. Όμως πόσο αληθινός είναι ο Μπέρκοβιτς και πόσο πλασμένος από τα υλικά του φόβου και της ματαίωσης του ίδιου του Μάριο; Φαντασία και πραγματικότητα, παρωδία και ρεαλισμός, αλληλοδιαπλέκονται και αλληλοδιαμορφώνονται με καφκική δοσολογία.
Η νουβέλα του Θέρκας θεματοποιεί την ενίοτε εφιαλτική σχέση ανάμεσα στην πραγματικότητα και στη φαντασίωση. Τα υπο-θέματα που πραγματεύεται, το περίφημο ακαδημαϊκό publish or perish, τις εργαλειακές σχέσεις των ανθρώπων στα κάμπους, τον ωφελιμισμό, την επισφάλεια κ.ά., εντάσσουν τη νουβέλα στο υπο-είδος του campus novel. Επιπρόσθετα, οι δυνατές ψυχολογικές περιγραφές προσώπων και τόπων, η επανάληψη σκηνών, το déjà vu κτλ. δίνουν μια ασυνήθιστη δυναμική σε αυτό το μικρό αριστούργημα με το απροσδιόριστο και μεταιχμιακό, ανάμεσα στην πραγματικότητα και τον εφιάλτη, τέλος του.  

Χαβιέρ Θέρκας
Ο ένοικος
Μτφρ. Ιφιγένεια Ντούμη
Αθήνα
Πατάκης



Τετάρτη 9 Αυγούστου 2017

[Το κομβικό σημείο "λαός" και ο λαϊκισμός στο πλαίσιο της λογοθεωρίας]



Ο λαϊκισμός είναι ένα εξαιρετικά σύνθετο πολιτικό φαινόμενο, το οποίο, ανάλογα με το κοινωνικο-πολιτικό συγκείμενο εντός του οποίου αναδύεται, μπορεί να δεξιωθεί εντελώς διαφορετικά περιεχόμενα και να οδηγήσει σε ποικίλα πολιτικά αποτελέσματα.  [...]   
Ειδικότερα, θεωρώ τον λαϊκισμό ως μια ιδιαίτερη μορφή πολιτικού λόγου (discourse), στην οποία, από τη μια, ο λαός λειτουργεί ως κομβικό σημείο (Laclau & Mouffe, 1985: 112) και, από την άλλη, συγκροτεί το κοινωνικό γύρω από έναν θεμελιώδη ανταγωνισμό, όπου «τα λαϊκο-δημοκρατικά στοιχεία παρουσιάζονται ως μια ανταγωνιστική επιλογή εναντίον της ιδεολογίας του άρχοντος συγκροτήματος» (Laclau, 1983: 195).  Να σημειώσω, ωστόσο, ότι δεν βλέπω τον λαϊκισμό ως ιδεολογία, όπως π.χ. ο Mudde (2004), αλλά ως λόγο, δηλαδή ως αναπαράσταση, μέσα από τον οποίο συγκροτούνται τα λαϊκιστικά κινήματα και οι πολιτικές ταυτότητες (Σταυρακάκης, 2004: 154).   
Οι θεωρίες για τον λαϊκισμό επιχειρούν να επεξεργαστούν έναν κοινά αποδεκτό και λειτουργικό ορισμό της έννοιας του λαϊκισμού.  Παρόλα αυτά, φαίνεται ότι ο λαϊκισμός είναι μια αμφίσημη και ολισθηρή έννοια (Taggart, 2000: 2), η οποία χαρακτηρίζει ποικίλους και συχνά αντιφατικούς οργανωτικά, ιδεολογικά και κοινωνικά χώρους (Κατσαμπέκης, 2015: 221).  Πράγματι, τι είναι ο λαϊκισμός και πώς αναγνωρίζεται;  Είναι κίνημα και ποια είναι τα οργανωτικά του χαρακτηριστικά (Taggart, 2000: 25- 57); Πώς συσχετίζεται με την κοινωνική και πολιτική ανάπτυξη ενός συγκεκριμένου κοινωνικού σχηματισμού (Μουζέλης, 2005. Germani, 1978); Είναι ιδεολογία (Mudde, 2004); Ή μήπως είναι είδος πολιτικού και επικοινωνιακού ύφους (Jagers & Walgrave, 2007); Οι απαντήσεις σε τέτοιου είδους ερωτήματα όμως ξεπερνούν το πλαίσιο της παρούσας εργασίας για αυτό θα εστιάσω στην περιγραφή και ερμηνεία της λογοθεωρίας για τον λαϊκισμό. 

Ο λαός και ο λαϊκισμός στο πλαίσιο της λογοθεωρίας

O Laclau διακρίνει τέσσερις βασικές προσεγγίσεις στην ερμηνεία του λαϊκισμού (1983: 163 - 167).  Η πρώτη παρουσιάζει τον λαϊκισμό ως την πολιτική μορφή και οργάνωση μιας συγκεκριμένης κοινωνικής τάξης, η οποία συμπυκνώνεται γύρω από την ισχυρή μορφή ενός ηγέτη.  Η δεύτερη αντιμετωπίζει τον λαϊκισμό ως φαινόμενο που χαρακτηρίζει τις κρίσεις εκσυγχρονισμού σε μεταβατικές κοινωνίες.  Η τρίτη θεωρεί ότι ο λαϊκισμός είναι μια έννοια ‘κενή περιεχομένου’ και θα πρέπει να αντικατασταθεί από την ανάλυση της ταξικής βάσης κάθε ξεχωριστής εκδήλωσής του (Canovan, 1981: 5)[1].  Η τέταρτη, τέλος, υποστηρίζει ότι ο λαϊκισμός είναι ιδεολογία και αναζητά στις ιστορικές συνθήκες να διαπιστώσει τις μορφές και τα τυπικά του χαρακτηριστικά.  Από αυτή την συνοπτική παρουσίαση γίνεται φανερό ότι η εξέταση του λαϊκισμού περιορίζεται είτε στον ρόλο της ιδεολογίας που παράγεται από τις ελίτ και οι οποίες τη διαχέουν στις μάζες είτε σε οργανωτικά ζητήματα και της ιδιαίτερης σχέσης ανάμεσα στον ηγέτη και στις μάζες (Λιάκος, 1989: 19).  Ωστόσο, όπως παρατηρεί και ο Κατσαμπέκης, «δεν αρκεί ούτε μια μορφή οργάνωσης, ούτε κάποια κοινή ιδεολογία, ούτε μια συγκεκριμένη κοινωνική/ταξική σύνθεση της βάσης του για να ορίσουμε τον λαϊκισμό» (2015: 220).  Ποια είναι η differentia specifica του λαϊκισμού;  Ποιος είναι ο ελάχιστος παρανομαστής που καθιστά την έρευνα και ανάλυση του λαϊκιστικού φαινομένου δυνατή; Αυτό που λείπει είναι η εξέταση του λόγου που εκφέρει ο ίδιος ο πολιτικός φορέας, ο οποίος επινοεί τη συλλογικότητα που εγκαλεί ως λαό και ταυτόχρονα την αντιπροσωπεύει (Σταυρακάκης, 2012α: 92).  Υπό αυτή την έννοια, ο λαϊκισμός γίνεται κατανοητός ως συνάρθρωση διαφορετικών κοινωνικών ταυτοτήτων και αιτημάτων μέσω της κατασκευής και έγκλησης ενός συλλογικού υποκειμένου, του «λαού». 
Σύμφωνα με τη λογοθεωρία, τα μορφικά/τυπικά προαπαιτούμενα του λαϊκισμού είναι: α) η ανάδυση ενός συλλογικού ‘εμείς’, του «λαού», ως προνομιακού σημείου αναφοράς και β) η ανταγωνιστική αντιπαράθεση αυτού του ‘εμείς’ με το εκάστοτε ‘συγκρότημα εξουσίας’ σε μια λογική ρήξης (Laclau, 2005: 77 – 83. Σταυρακάκης, 2004: 156).  Η λογική της ρήξης[2] αναφέρεται στη συνεχή συνάρθρωση όλο και περισσότερων υποκειμενικών ταυτοτήτων (ατομικών και συλλογικών) και στοιχείων (πολιτικών αιτημάτων, ιδεολογικών αρχών, κτλ.) στη βάση της διχοτόμησης του κοινωνικού και πολιτικού πεδίου σε έναν ανταγωνισμό ανάμεσα στο ‘εμείς’ και στο ‘αυτοί’ (Κατσαμπέκης, 2015: 222. Σταυρακάκης, 2004: 156).  Σε αυτή την κατεύθυνση κινείται και η Canovan (2010), η οποία θεωρεί ότι  κάθε επίκληση του «λαού» τόσο ενάντια στις δομές του κράτους και στους κατόχους της κατεστημένης εξουσίας όσο και των κυρίαρχων αξιών της ελίτ πρέπει να θεωρείται λαϊκισμός (2010: 59).  Επομένως, πρόκειται για μια ρευστή έννοια, η οποία νοηματοδοτείται ανάλογα το συγκροτητικό πολιτικό πλαίσιο και τα συμφραζόμενα. 
Ο Laclau (2010) προχωρά ακόμα περισσότερο στην εννοιολόγηση του λαϊκισμού και τονίζει ότι αυτά τα δομικά χαρακτηριστικά δεν είναι αρκετά.  Και συμπληρώνει τη θεωρία του με μια «ονοματοθεσία».  Έχουμε λαϊκισμό όταν συνδυάζονται ένα σύνολο αιτημάτων γύρω από ένα σημαίνον, το οποίο τα αντιπροσωπεύει χωρίς να συνδέεται, ωστόσο, με κανένα από αυτά και το οποίο μπορεί να κινητοποιεί ένα πλήθος ετερογενών υποκειμένων.  Αυτό το ηγεμονικό αίτημα (π.χ. η «Λαοκρατία» στο πλαίσιο του λόγου της ΠΕΕΑ και των αναγνωστικών βιβλίων) λειτουργεί ως κενό σημαίνον, ως σύμβολο κάτι πολύ ευρύτερου από το αρχικό αίτημα.  Και αυτό το ηγεμονικό αίτημα έχει τη δυνατότητα να κινητοποιεί μια πληθώρα ετερόκλητων υποκειμένων γύρω από έναν κοινό σκοπό, γύρω από μια κοινή έλλειψη, την οποία ανάγει σε έναν ριζικό ανταγωνισμό ανάμεσα στο ‘εμείς’ και στο ‘αυτοί’.  Έτσι κατασκευάζεται ένας πολιτικός φορέας, ένας «λαός», γύρω από κάποια σύμβολα τα οποία αποτελούν το όνομα –μπορεί να είναι διαφορετικό ανάλογα με το εκάστοτε ιστορικό, κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο- της εκάστοτε λαϊκής υποκειμενικότητας[3].  Το όνομα αυτό δεν περιγράφει απλά κάτι που ήδη υπάρχει αλλά συγκροτεί, κατασκευάζει επιτελεστικά, την συλλογικότητα που εγκαλεί (Λακλάου, 2006: 21).  Έτσι, ένα συγκεκριμένο όνομα γίνεται το όνομα μιας ολότητας, ή για να το πω αλλιώς, η ονοματοθεσία είναι μια ηγεμονική πρακτική.  Επομένως, αυτή η ολότητα «δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποκτά εκ των προτέρων συγκεκριμένα πολιτικά και ηθικο-αξιακά περιεχόμενα, ενώ μπορεί να συναρθρωθεί με μια ετερόκλητη πληθώρα ιδεολογιών» (Κατσαμπέκης, 2015: 224).    



[1] Η αρνητική κριτική της Canovan για τον λαϊκισμό έχει αλλάξει στο μεταγενέστερο έργο της (2010), στο οποίο υιοθετεί μια δομική προσέγγιση του φαινομένου, συναφής εν πολλοίς με αυτή που αναπτύσσεται στο πλαίσιο της λογοθεωρίας.
[2] Για τις λογικές οργάνωσης του λόγου σύμφωνα με τη λογοθεωρία, βλ. ενότητα 4.1.
[3] Αυτή η λαϊκή υποκειμενικότητα δεν συνεπάγεται ότι διαμορφώνει μια μονολιθική ταυτότητα για τα επιμέρους υποκείμενα, αφού κάθε υποκείμενο, είναι καταστατικά διχασμένο: «αφ’ ενός, είναι ο ίδιος ο μερικός εαυτός του. αφ’ ετέρου, παραπέμπει, μέσω των δεσμών της ισοδυναμίας, στο σύνολο των άλλων αιτημάτων» (Laclau, 2010: 73).    


Για περισσότερα (και βιβλιογραφικές παραπομπές): 

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...