Ο
λαϊκισμός είναι ένα εξαιρετικά σύνθετο πολιτικό φαινόμενο, το οποίο, ανάλογα με
το κοινωνικο-πολιτικό συγκείμενο εντός του οποίου αναδύεται, μπορεί να δεξιωθεί
εντελώς διαφορετικά περιεχόμενα και να οδηγήσει σε ποικίλα πολιτικά
αποτελέσματα. [...]
Ειδικότερα, θεωρώ τον λαϊκισμό
ως μια ιδιαίτερη μορφή πολιτικού λόγου (discourse), στην οποία, από τη
μια, ο λαός λειτουργεί ως κομβικό σημείο (Laclau & Mouffe, 1985: 112) και, από την άλλη,
συγκροτεί το κοινωνικό γύρω από έναν θεμελιώδη ανταγωνισμό, όπου «τα
λαϊκο-δημοκρατικά στοιχεία παρουσιάζονται ως μια ανταγωνιστική επιλογή εναντίον
της ιδεολογίας του άρχοντος συγκροτήματος» (Laclau, 1983: 195). Να σημειώσω, ωστόσο, ότι δεν βλέπω τον
λαϊκισμό ως ιδεολογία, όπως π.χ. ο Mudde (2004), αλλά ως λόγο, δηλαδή ως αναπαράσταση, μέσα
από τον οποίο συγκροτούνται τα λαϊκιστικά κινήματα και οι πολιτικές ταυτότητες
(Σταυρακάκης, 2004: 154).
Οι
θεωρίες για τον λαϊκισμό επιχειρούν να επεξεργαστούν έναν κοινά αποδεκτό και
λειτουργικό ορισμό της έννοιας του λαϊκισμού.
Παρόλα αυτά, φαίνεται ότι ο λαϊκισμός είναι μια αμφίσημη και ολισθηρή
έννοια (Taggart,
2000: 2), η οποία χαρακτηρίζει ποικίλους και συχνά αντιφατικούς οργανωτικά,
ιδεολογικά και κοινωνικά χώρους (Κατσαμπέκης, 2015: 221). Πράγματι, τι είναι ο λαϊκισμός και πώς
αναγνωρίζεται; Είναι κίνημα και ποια είναι
τα οργανωτικά του χαρακτηριστικά (Taggart, 2000: 25- 57); Πώς συσχετίζεται με την κοινωνική
και πολιτική ανάπτυξη ενός συγκεκριμένου κοινωνικού σχηματισμού (Μουζέλης, 2005. Germani, 1978); Είναι
ιδεολογία (Mudde,
2004); Ή μήπως είναι είδος πολιτικού και επικοινωνιακού ύφους (Jagers & Walgrave, 2007); Οι απαντήσεις
σε τέτοιου είδους ερωτήματα όμως ξεπερνούν το πλαίσιο της παρούσας εργασίας για
αυτό θα εστιάσω στην περιγραφή και ερμηνεία της λογοθεωρίας για τον
λαϊκισμό.
Ο λαός και ο λαϊκισμός στο πλαίσιο της λογοθεωρίας
O Laclau διακρίνει τέσσερις βασικές
προσεγγίσεις στην ερμηνεία του λαϊκισμού (1983: 163 - 167). Η πρώτη παρουσιάζει τον λαϊκισμό ως την
πολιτική μορφή και οργάνωση μιας συγκεκριμένης κοινωνικής τάξης, η οποία
συμπυκνώνεται γύρω από την ισχυρή μορφή ενός ηγέτη. Η δεύτερη αντιμετωπίζει τον λαϊκισμό ως
φαινόμενο που χαρακτηρίζει τις κρίσεις εκσυγχρονισμού σε μεταβατικές
κοινωνίες. Η τρίτη θεωρεί ότι ο
λαϊκισμός είναι μια έννοια ‘κενή περιεχομένου’ και θα πρέπει να αντικατασταθεί
από την ανάλυση της ταξικής βάσης κάθε ξεχωριστής εκδήλωσής του (Canovan, 1981: 5)[1]. Η τέταρτη, τέλος, υποστηρίζει ότι ο λαϊκισμός
είναι ιδεολογία και αναζητά στις ιστορικές συνθήκες να διαπιστώσει τις μορφές
και τα τυπικά του χαρακτηριστικά. Από
αυτή την συνοπτική παρουσίαση γίνεται φανερό ότι η εξέταση του λαϊκισμού
περιορίζεται είτε στον ρόλο της ιδεολογίας που παράγεται από τις ελίτ και οι
οποίες τη διαχέουν στις μάζες είτε σε οργανωτικά ζητήματα και της ιδιαίτερης
σχέσης ανάμεσα στον ηγέτη και στις μάζες (Λιάκος, 1989: 19). Ωστόσο, όπως παρατηρεί και ο Κατσαμπέκης,
«δεν αρκεί ούτε μια μορφή οργάνωσης, ούτε κάποια κοινή ιδεολογία, ούτε μια
συγκεκριμένη κοινωνική/ταξική σύνθεση της βάσης του για να ορίσουμε τον
λαϊκισμό» (2015: 220). Ποια είναι η differentia specifica του λαϊκισμού; Ποιος είναι ο ελάχιστος παρανομαστής που
καθιστά την έρευνα και ανάλυση του λαϊκιστικού φαινομένου δυνατή; Αυτό που
λείπει είναι η εξέταση του λόγου που εκφέρει ο ίδιος ο πολιτικός φορέας, ο
οποίος επινοεί τη συλλογικότητα που εγκαλεί ως λαό και ταυτόχρονα την
αντιπροσωπεύει (Σταυρακάκης, 2012α: 92). Υπό αυτή την έννοια, ο λαϊκισμός γίνεται
κατανοητός ως συνάρθρωση διαφορετικών κοινωνικών ταυτοτήτων και αιτημάτων μέσω
της κατασκευής και έγκλησης ενός συλλογικού υποκειμένου, του «λαού».
Σύμφωνα
με τη λογοθεωρία, τα μορφικά/τυπικά προαπαιτούμενα του λαϊκισμού είναι: α) η
ανάδυση ενός συλλογικού ‘εμείς’, του «λαού», ως προνομιακού σημείου αναφοράς
και β) η ανταγωνιστική αντιπαράθεση αυτού του ‘εμείς’ με το εκάστοτε
‘συγκρότημα εξουσίας’ σε μια λογική ρήξης (Laclau, 2005: 77 – 83. Σταυρακάκης, 2004: 156). Η λογική της ρήξης[2]
αναφέρεται στη συνεχή συνάρθρωση όλο και περισσότερων υποκειμενικών ταυτοτήτων
(ατομικών και συλλογικών) και στοιχείων (πολιτικών αιτημάτων, ιδεολογικών
αρχών, κτλ.) στη βάση της διχοτόμησης του κοινωνικού και πολιτικού πεδίου σε
έναν ανταγωνισμό ανάμεσα στο ‘εμείς’ και στο ‘αυτοί’ (Κατσαμπέκης, 2015: 222.
Σταυρακάκης, 2004: 156). Σε αυτή την
κατεύθυνση κινείται και η Canovan
(2010), η οποία θεωρεί ότι κάθε επίκληση
του «λαού» τόσο ενάντια στις δομές του κράτους και στους κατόχους της κατεστημένης
εξουσίας όσο και των κυρίαρχων αξιών της ελίτ πρέπει να θεωρείται λαϊκισμός
(2010: 59). Επομένως, πρόκειται για μια
ρευστή έννοια, η οποία νοηματοδοτείται ανάλογα το συγκροτητικό πολιτικό πλαίσιο
και τα συμφραζόμενα.
Ο
Laclau
(2010) προχωρά ακόμα περισσότερο στην εννοιολόγηση του λαϊκισμού και τονίζει
ότι αυτά τα δομικά χαρακτηριστικά δεν είναι αρκετά. Και συμπληρώνει τη θεωρία του με μια
«ονοματοθεσία». Έχουμε λαϊκισμό όταν
συνδυάζονται ένα σύνολο αιτημάτων γύρω από ένα σημαίνον, το οποίο τα
αντιπροσωπεύει χωρίς να συνδέεται, ωστόσο, με κανένα από αυτά και το οποίο
μπορεί να κινητοποιεί ένα πλήθος ετερογενών υποκειμένων. Αυτό το ηγεμονικό αίτημα (π.χ. η «Λαοκρατία»
στο πλαίσιο του λόγου της ΠΕΕΑ και των αναγνωστικών βιβλίων) λειτουργεί ως κενό
σημαίνον, ως σύμβολο κάτι πολύ ευρύτερου από το αρχικό αίτημα. Και αυτό το ηγεμονικό αίτημα έχει τη
δυνατότητα να κινητοποιεί μια πληθώρα ετερόκλητων υποκειμένων γύρω από έναν
κοινό σκοπό, γύρω από μια κοινή έλλειψη, την οποία ανάγει σε έναν ριζικό ανταγωνισμό
ανάμεσα στο ‘εμείς’ και στο ‘αυτοί’.
Έτσι κατασκευάζεται ένας πολιτικός φορέας, ένας «λαός», γύρω από κάποια
σύμβολα τα οποία αποτελούν το όνομα –μπορεί να είναι διαφορετικό ανάλογα με το
εκάστοτε ιστορικό, κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο- της εκάστοτε λαϊκής
υποκειμενικότητας[3]. Το όνομα αυτό δεν περιγράφει απλά κάτι που
ήδη υπάρχει αλλά συγκροτεί, κατασκευάζει επιτελεστικά, την συλλογικότητα που
εγκαλεί (Λακλάου, 2006: 21). Έτσι, ένα
συγκεκριμένο όνομα γίνεται το όνομα μιας ολότητας, ή για να το πω αλλιώς, η
ονοματοθεσία είναι μια ηγεμονική πρακτική.
Επομένως, αυτή η ολότητα «δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποκτά εκ των
προτέρων συγκεκριμένα πολιτικά και ηθικο-αξιακά περιεχόμενα, ενώ μπορεί να
συναρθρωθεί με μια ετερόκλητη πληθώρα ιδεολογιών» (Κατσαμπέκης, 2015:
224).
[1] Η αρνητική κριτική της Canovan για τον λαϊκισμό έχει αλλάξει
στο μεταγενέστερο έργο της (2010), στο οποίο υιοθετεί μια δομική προσέγγιση του
φαινομένου, συναφής εν πολλοίς με αυτή που αναπτύσσεται στο πλαίσιο της
λογοθεωρίας.
[2] Για τις λογικές οργάνωσης του
λόγου σύμφωνα με τη λογοθεωρία, βλ. ενότητα 4.1.
[3] Αυτή η λαϊκή υποκειμενικότητα
δεν συνεπάγεται ότι διαμορφώνει μια μονολιθική ταυτότητα για τα επιμέρους
υποκείμενα, αφού κάθε υποκείμενο, είναι καταστατικά διχασμένο: «αφ’ ενός, είναι
ο ίδιος ο μερικός εαυτός του.
αφ’ ετέρου, παραπέμπει, μέσω των δεσμών της ισοδυναμίας, στο σύνολο των άλλων
αιτημάτων» (Laclau,
2010: 73).
Για περισσότερα (και βιβλιογραφικές παραπομπές):
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.