Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2013

Παράγοντες που διαμόρφωσαν τη φυσιογνωμία της ελληνικής λαογραφίας (19ος - 20ος αιώνας)



του Κώστα Κυριάκη

Ιστορικές συνθήκες, παράγοντες και επιρροές που καθόρισαν τη φυσιογνωμία της ελληνικής λαογραφίας στα τέλη του 19ου αι. και στις αρχές του 20ου αι.

Το 1774 ο J. G. Herder θα κυκλοφορήσει στη Γερμανία μια δίτομη ποιητική ανθολογία με τον τίτλο Alte Volkslieder ταυτίζοντας, κατά κάποιο τρόπο, τη δημώδη ποίηση με την εθνική και στη βάση αυτής της «αισθητικής διαφοροποίησης» (Πολίτης, 1998: 49) θα ταυτίσει την έννοια του λαού με εκείνη του έθνους αναδεικνύοντας, έτσι, τη Γερμανία σε γενέθλιο τόπο ενός νέου γνωστικού αντικειμένου: της λαογραφικής επιστήμης.  Η στροφή προς το λαό και το εντατικό ενδιαφέρον για το λαό ερμηνεύεται μέσα στο πλαίσιο των νέων ιστορικo-πολιτικών και κοινωνικo-οικονομικών συνθηκών που διαμορφώνονται στην ευρωπαϊκή ήπειρο, μεταβάλλοντας ή και αλλάζοντας τη φυσιογνωμία της και συναρτώνται άμεσα με την αρχή της αυτοδιάθεσης των εθνικοτήτων και του κρατικού/αστικού μετασχηματισμού τους.  Μέσα σε αυτό το κλίμα της άνθησης των εθνικών ιδεών και της δημιουργίας εθνικών κρατών η ρομαντική πολιτική θεωρία θα απορρίψει «το Διαφωτιστικό χειραφετητικό πρόταγμα ως αλλοτριωτική αποστασιοποίηση από την ιστορική διάσταση του ανθρώπου, την οποία σπεύδει να αποκαταστήσει τονίζοντας αντίθετα το θεμελιωτικό ρόλο της παράδοσης» (Πασχαλίδης, 2000: 78).

 

Σύμφωνα με τις αρχές της ρομαντικής πολιτικής θεωρίας ο προσδιορισμός της έννοιας του έθνους και της εθνικής ταυτότητας προϋποθέτει, ανάμεσα στα άλλα, «την κατάδειξη της συνεχούς και αδιάλειπτης ιστορικής ύπαρξης μιας ιδιαίτερης και ξεχωριστής πολιτισμικής οντότητας (έθνος), τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της οποίας, καθώς (υποτίθεται ότι) μεταβιβάζονται αναλλοίωτα από γενιά σε γενιά, διαμέσου των αιώνων, την καθιστούν μία και μοναδική, ενιαία και διαχρονική» (Ροτζώκος, 1999: 217).  Έτσι, η ρομαντική πολιτική θεωρία  θα προκρίνει τη μελέτη του παρελθόντος για την κατανόηση του παρόντος και τον προσανατολισμό προς το μέλλον, ερμηνεύοντας, όμως, και νοηματοδοτώντας τα φαινόμενα του παρελθόντος με την αποκλειστική αναγωγή τους στην ιστορία του έθνους, η οποία συλλαμβάνεται ως η «αλήθεια», η «ουσία», το «πραγματικό νόημά» της. Η «ουσία» λοιπόν, της ύπαρξης του έθνους αναζητείται στην ιστορία του, η οποία ενσαρκώνεται στην «ψυχή του λαού» και εκδηλώνεται στις λαϊκοθρησκευτικές και εορταστικές παραδόσεις του.  Σε αυτές ένας ανόθευτος από εξωτερικές επιδράσεις «εθνικός πολιτισμός» συνιστά το «πνεύμα του έθνους», το οποίο συλλαμβάνεται «οντολογικά», δηλαδή ως υπεριστορική, υπερβατική οντότητα που παραμένει καθαρή και αναλλοίωτη στο χρόνο και στις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές αλλαγές.  «Εδώ ακριβώς κάνει την εμφάνισή της η λαογραφική επιστήμη, που καθίσταται το βασικό εργαλείο του γερμανικού ρομαντικού κινήματος με στόχο την εθνική αυτογνωσία και αυτοσυνείδηση των Γερμανών. Η λαογραφία θα αναζητήσει στα ήθη, στα έθιμα και στις συμπεριφορές του αγροτικού πληθυσμού την καθαρή και αναλλοίωτη ουσία που διακρίνει το κάθε έθνος και το διαφοροποιεί από τα υπόλοιπα» (Τζάκης, 2002: 31).

Αντίθετα, στην Αγγλία και στη Γαλλία, που βρίσκονταν κάτω από την επίδραση των ιδεών του Διαφωτισμού, τα φαινόμενα του παραδοσιακού πολιτισμού θα μελετηθούν στη βάση της εξελικτικής θεωρίας, δηλαδή της προσαρμογής της θεωρίας του Δαρβίνου για την εξέλιξη των ειδών στο χώρο της κοινωνίας και του πολιτισμού (Τζάκης, 2002: 32). Το 1774, την ίδια χρονιά που ο Herder δημοσίευσε την ποιητική του ανθολογία με παλιά λαϊκά τραγούδια, ο Holbach στο έργο του Systeme Social θα προβάλλει «τον πολιτισμό ως μια οικουμενικής κλίμακας ιστορική διαδικασία διαμόρφωσης και τελειοποίησης των κοινωνικών ηθών και θεσμών, η οποία δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί, ενώ η πρόοδος της απαιτεί την ανάπτυξη και διάδοση της γνώσης και της επιστήμης» (Πασχαλίδης, 1999: 32).  Η δυναμική αυτή αντίληψη της προοδευτικής πορείας της ανθρωπότητας προς την τελειοποίηση θα βρει την κύρια έκφρασή της στο έργο του Condorcet (Tableau historique des progres de Γ esprit humain, 1794) όπου συνοψίζεται υποδειγματικά η πορεία τής ανθρωπότητας μέσα από δέκα στάδια εξέλιξης, αρχίζοντας από τους χρόνους των πρωτογόνων και καταλήγοντας στο μέλλον, σε μια ιδανική κοινωνία.  Σε αυτή τη θεώρηση των πραγμάτων συνέτεινε και η θεωρία του Άγγλου Ε. Tylor «σχετικά με πλευρές του πολιτισμού που συνιστούν επιβιώσεις προγενέστερων σταδίων της εξέλιξης. Τα επιβιώματα αυτά που εντοπίζονται στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα και στον αγροτικό χώρο διατηρήθηκαν, [...] χάρη κυρίως στη δύναμη της συνήθειας. Η μελέτη τους τώρα μπορεί να γίνει μόνο εφόσον τοποθετηθούν στο ιδιαίτερο (και κατώτερο) στάδιο του πολιτισμού στο οποίο αντιστοιχούν και όχι στο (ανώτερο) στάδιο στο οποίο βρίσκονται/επιβιώνουν» (Τζάκης, 2002: 32-33).  Η λαογραφία, λοιπόν, ως επιστήμη θεμελιώνεται πάνω στην έννοια του πολιτισμικού δυϊσμού, αφού η διάκριση του πολιτισμού γίνεται είτε στη βάση αξιολογικών κρίσεων (ανώτερος- κατώτερος), είτε στη βάση τοπικών κριτηρίων (αγροτικός- αστικός), είτε στη βάση μιας ιστορικής προοπτικής (παραδοσιακός- σύγχρονος) (Κυριακίδου- Νέστορος, 1989: 87).


Μέσα σε τέτοια ιδεολογικά και πολιτικά συμφραζόμενα η ίδρυση του ελληνικού κράτους θα στηριχτεί στην αρχή των εθνικοτήτων που υπαγόρευε η διεθνής συγκυρία: το κάθε άτομο ανήκει και σε ένα έθνος, το κάθε έθνος έχει δικαίωμα στην πολιτική του αυτοδιάθεση. Η συνάρτηση, λοιπόν, της εθνικής ιδιαιτερότητας με την πολιτική αυτοδιάθεση θεωρούνταν αυτονόητη, αν και εφόσον καταδεικνυόταν επαρκώς η εθνική ιστορική ιδιαιτερότητα της καθεμιάς συλλογικότητας που διεκδικούσε την πολιτική της αυτοδιάθεση (Λέκκας, 1992: 85­-92 και 124-125).  Έτσι θα διαμορφωθεί το φαντασιακό ιδεολόγημα του νεόκοπου κράτους, που ήδη είχε προετοιμαστεί από τα χρόνια του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, και πιο πριν από την ανθρωπιστική παράδοση της Αναγέννησης, δηλαδή της ιστορικής συνέχειας που ερείδεται στην κοινή γλώσσα και στην καταγωγή από τους αρχαίους Έλληνες.[1] Ωστόσο, αυτό το ιδεολόγημα σύντομα θα τεθεί υπό αμφισβήτηση: ο Βαυαρός ιστορικός J.Ph.Fallmerayer θα προσβάλλει το κεντρικό του έρεισμα αμφισβητώντας την καταγωγή των Νεοελλήνων από τους αρχαίους Έλληνες.

Η θεωρία του Fallmerayer, διατυπωμένη για πρώτη φορά στον πρόλογο του πρώτου τόμου του έργου του Geschichte der Halbinsel Morea wädhrend des Mittelalters, που κυκλοφόρησε το 1830, σύμφωνα με την οποία οι Νεοέλληνες δεν κατάγονται από τους αρχαίους Έλληνες αλλά από διάφορα σλαβικά και αλβανικά φύλα, τα οποία, σταδιακά, από τον 6° έως και τον 10° αιώνα, κατέλαβαν τις περιοχές στις οποίες είχε ανθήσει ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός, και, άρα, αυτή η φυλετική επιμειξία είχε ως αποτέλεσμα τον εκσλαβισμό και τον εξαλβανισμό του αρχαίου ελληνικού κόσμου, προκάλεσε μεγάλη κρίση στη ταυτότητα των Νεοελλήνων, «καθώς η αμφισβήτηση της (αρχαιοελληνικής) καταγωγής τους έθετε, την ίδια στιγμή, ζήτημα προσδιορισμού της ταυτότητάς τους ως έθνους.  Οι απόψεις αυτές- και η αναστάτωση την οποία προκάλεσαν- θα σταθούν η αφορμή για την επαναπραγμάτευση και τον επαναπροσδιορισμό του ζητήματος της ιδιαιτερότητας και μοναδικότητας του ελληνικού έθνους» (Ροτζώκος, 1999: 221).  Έτσι, η ελληνική ιστορική επιστήμη και η λαογραφία θα θέσουν στο επίκεντρο των ερευνητικών τους ενδιαφερόντων την προσπάθεια απόκρουσης και κατάρριψης της θεωρίας του Fallmerayer.


Από την πλευρά της ελληνικής ιστοριογραφίας το ζήτημα θα τεθεί με όρους πολιτισμικούς: αφού ο ελληνισμός κατορθώνει και επιβιώνει ιστορικά, άρα, είναι διαχρονικός, ενιαίος και μοναδικός.  Στη βάση αυτού του επιχειρήματος θα οικοδομηθεί η αποκατάσταση της «ελληνικής ιστορικής συνέχειας», δηλαδή, η κατάδειξη της ενότητας του ελληνικού έθνους μέσα στους αιώνες (Βελουδής, 1982: 29 – 42 & 63 – 80).  Αρχίζει, λοιπόν, η επαναπραγμάτευση της βυζαντινής ιστορίας και η ένταξή της στην εθνική κληρονομιά (Δημαράς, 1977: 473 – 475), με πρωτοστάστες τον Ζαμπέλιο και τον Παπαρρηγόπουλο.  Ωστόσο, η στροφή προς το Βυζάντιο και η αναβάθμισή του δεν είναι απότοκο μόνο της θεωρίας του Fallmerayer: μια σειρά αιτιών και συστημικών παραγόντων, ήδη από το 1815 (Πολίτης, 1998: 50), οδηγούν τους Έλληνες λόγιους στην εγκατάλειψη του Διαφωτιστικού προτάγματος και στην προσχώρησή τους στη ρομαντική εθνικιστική ιδεολογία.


Ειδικότερα, η Ελληνική Επανάσταση διεξήχθη μέσα στο κλίμα της ευρωπαϊκής Παλινόρθωσης και αυτό είχε ως αποτέλεσμα την επιβολή της απολυταρχίας ως πολιτειακής μορφής του ελληνικού κράτους.  Παράλληλα, η θρησκευτική αναβίωση του 1830 και του 1850 σε συνδυασμό με την απειλή που αντιπροσώπευε για ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας ο εκδυτικισμός της θα οδηγήσουν σε μια έξαρση του εθνικισμού, ο οποίος θα βρει την έκφρασή του στη διατύπωση του δόγματος της Μεγάλης Ιδέας το 1844, σε μια εποχή που πυκνώνουν οι διεκδικήσεις των όμορων βαλκανικών κρατών.  Με την κληρονομιά της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας το ελληνικό έθνος νομιμοποιούσε τις επεκτατικές του βλέψεις (Κιτρομηλίδης, 1991: 63 – 70).  Σε αυτό το πλαίσιο ο ρομαντικός εθνικιστικός ιστορισμός θα σταθεί η αφετηρία που θα προσανατολίσει το αντικείμενο και τις μεθόδους των πρώτων ελλήνων λαογράφων. 


Βιβλιογραφία  

Βελουδής, Γ. Ο Jacob Phillip Fallmerayer και η γένεση του ελληνικού ιστορισμού. Αθήνα: 1982. 

Δημαράς, Κ. Θ. «Η ιδεολογική υποδομή του νέου ελληνικού κράτους. Η κληρονομιά των περασμένων, οι νέες πραγματικότητες, οι νέες ανάγκες». Στο: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. (Τ. ΙΓ'.). Αθήνα: 1977.

Κιτρομηλίδης, Π. «Ιδεολογικά ρεύματα και πολιτικά αιτήματα κατά τον Ελληνικό 19° αιώνα». Στο: Θέματα Νεοελληνικής Ιστορίας. Εισ.- επιμ. Γ. Β. Δερτιλής- Κ. Κωστής. Αθήνα-Κομοτηνή: 1991.

Κυριακίδου- Νέστορος, Αλ. Λαογραφικά Μελετήματα I. Αθήνα: 1989.

Πασχαλίδης, Γ. «Εισαγωγή στην έννοια του πολιτισμού». Στο: Εισαγωγή στον Ελληνικό πολιτισμό. Τ. Α'. Η έννοια του πολιτισμού. Όψεις του ελληνικού πολιτισμού. Πάτρα: 1999.

Πασχαλίδης, Γ. «Η πολιτισμική ταυτότητα ως δικαίωμα και ως απειλή. Η διαλεκτική της ταυτότητας και η αμφιθυμία της κριτικής». Στο: «Εμείς και οι «άλλοι». Αναφορά στις τάσεις και τα σύμβολα. Αθήνα: 2000.

Πολίτης, Αλ. Ρομαντικά χρόνια. Ιδεολογίες και νοοτροπίες στην Ελλάδα του 1830­1880. Αθήνα: 21998.

Ροτζώκος, Ν. «Η Νεοελληνική Εθνική Ιδεολογία και η Εθνική Ιστοριογραφία». Στο: Ελληνική Ιστορία. Τ. Γ'. Νεότερη και Σύγχρονη Ελληνική ιστορία. Πάτρα: 1999.

Τζάκης, Δ. «Για την ιστορία της ελληνικής λαογραφίας». Στο: Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα II: Οι Νεότεροι Χρόνοι. Τ. Α'. Ο Νεότερος Λαϊκός Βίος. Πάτρα: 2002.



Δημοτική και Αστικολαϊκή μουσική











[1] Η συγκρότηση, ωστόσο, της ελληνικής εθνικής ταυτότητας σε αναφορά με τους αρχαίους προγόνους και την κοινή γλώσσα άφηνε απ' έξω έναν μεγάλο ιστορικό ενδιάμεσο: το Βυζάντιο. «Οποιαδήποτε αναφορά από την πλευρά των Νεοελλήνων στην (ιστορική / πολιτισμική) συγγένεια τους με τους Βυζαντινούς θα υπονόμευε την προνομιακή θέση και ταυτότητα που διεκδικούσαν για τον εαυτό τους ως αυθεντικών απογόνων και κληρονόμων των αρχαίων» (Ροτζώκος, 1999:219).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...