Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2016

Ανθρωποτρίμματα




Η συντηρητική συναίνεση, στα μέσα προς τέλη της δεκαετίας του ’90, των σοσιαλιστικών κομμάτων και η στροφή προς τον σοσιαλφιλελευθερισμό διαμόρφωσαν τις προϋποθέσεις για την άγρια νεοφιλελεύθερη επέλαση, η οποία σάρωσε στο διάβα της κάθε έννοια κοινωνικής δικαιοσύνης, ισότητας και πολιτικής ελευθερίας. 
Ήδη από τις προηγούμενες δεκαετίες, γύρω στα ’70 και ’80, είχε ξεκινήσει, με προμηθευτές τα ΜΜΕ και τις θεωρίες του μάρκετινγκ, η διάχυση μιας ατομικιστικής ιδεολογίας, η οποία αποπολιτικοποιούσε και παθητικοποιούσε κάθε εν δυνάμει αντίσταση σε αυτήν, προβάλλοντας καταναλωτικές εικόνες ηδονισμού και ευωχίας. 
Παράλληλα, μετακύλιε την ευθύνη κάθε έλλειψης στο άτομο, το οποίο δεν ήταν αρκετά ικανό, έξυπνο, άριστο κτλ. για να έχει όλα τα καλά ‘του Αβραάμ και  του Ισαάκ’ που του προσφέρονται απλόχερα από τις αγορές και αρκεί να απλώσει το χέρι του για να τα απολαύσει. 
Σταδιακά, τα άτομα αναδιπλώνονται στον ιδιωτικό τους μικρόκοσμο, σε μια μικροκάψουλα ιδιωτικής ασφάλειας, πολιτικής απάθειας και γενικευμένου κομφορμισμού, ενδιαφέρονται για τα ιδιωτικά τους αγαθά και αδιαφορούν για τα κοινά, τα οποία, με τη συναίνεση διεφθαρμένων κυβερνώντων, καρπώνονται μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες.  
Η εκχώρηση όμως της ελευθερίας για την ασφάλεια θα έχει δραματικές συνέπειες.  Καθώς οι πολυεθνικές εταιρείες μονοπωλούν τις αγορές –και επομένως την οικονομία – τις αναγορεύουν ως τον μοναδικό θεό στον οποίο όλοι -άτομα, κράτη και κυβερνήσεις- πρέπει να θύουν. Έτσι, τα μονοπώλια με τη δυνατότητα ανεξέλεγκτης κίνησης κεφαλαίων και πόρων διαβρώνουν και απορρυθμίζουν σύνορα και έθνη, κατορθώνουν να κατεδαφίζουν δικαιώματα εργασίας, ασφάλειας και ελευθερίας, και ταυτόχρονα να έχουν καταστροφικές συνέπειες στο οικοσύστημα και στο περιβάλλον.  
  
Η αγορά, η νέα θεότητα του σύγχρονου κόσμου, αποικειοποιεί το φαντασιακό των ατόμων και υπαγορεύει –από μόνη της ή εξυπηρετώντας τα συμφέροντα κάποιων;- τους όρους του παιχνιδιού.  Ενός παιχνιδιού που καλεσμένοι δεν είμαστε όλοι, αλλά μόνο λίγοι, λιγότεροι παίζουν και ακόμη πιο λίγοι κερδίζουν.
Οι υπόλοιποι –τρίμματα και περιττοί- δεν χωρούν στο γήπεδο και πρέπει να αποβληθούν. 
Στην αρχή αποβάλλονται άνθρωποι από χώρες εξωτικές, στην άλλη πλευρά του κόσμου, Χιλή, Νικαράγουα, Ισημερινός… Αργότερα, ολοένα ακούγονταν ονόματα πιο οικεία και χώρες πιο κοντινές που κι αυτές απέβαλαν ανθρώπους γιατί ήταν περιττοί, δεν χωρούσαν στο γήπεδο. 
Ως την ημέρα που η κρίση –το άλλο πρόσωπο της αγοράς- ενέσκηψε και στη δική μας χώρα και ζητούσε να αποβάλουμε ανθρώπους…
Και εμείς αποβάλλουμε… γιατί ακόμα δεν ήρθε η σειρά μας να αποβληθούμε από το γήπεδο και επειδή έχουμε ξεχάσει τι θα πει να οργανώνεσαι, να αντιδράς, να διεκδικείς, να αντιστέκεσαι…
Γιατί οι άνθρωποι δεν είναι νούμερα στους ογκούμενους τραπεζικούς λογαριασμούς κάποιων, δεν είναι οικονομία, δεν είναι τρίμματα.
Οι άνθρωποι είναι αυτοί που μέσα από την αλληλεγγύη και τη συντροφικότητα, μέσα από την αγάπη, μπορούν να διαμορφώσουν μια νέα συναίνεση, ένα καινούριο παιχνίδι που να τους χωρά όλους.  Με συγκρούσεις και πολιτικές διαμάχες, όπως είναι φυσικό, αλλά όχι με σχέδια εξαθλίωσης και φυσικής εξόντωσης του Άλλου.
Επειδή ο Άλλος είναι Εγώ. 

Hieronymus Bosch, The last judgement (detail)


  

Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2016

Βαθιά νύχτα


του Jan Tsen Tsai 

Στην κρυάδα της νύχτας 
το βιβλίο μου μ' έκανε να ξενυχτήσω.
Τα αρώματα του χρυσοκέντητου παπλώματος
έσβησαν 
και το τζάκι δεν καίει πια.
Η όμορφη φίλη μου, που μέχρι τότε με κόπο
κρατούσε το θυμό της, αρπάζει τη λάμπα
και με ρωτά: Ξέρεις τι ώρα είναι; 


Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2016

Διαβάζω



Διαβάζω επειδή είναι μια από τις μεγαλύτερες απολαύσεις της ζωής μου. 
Δεν διαβάζω όμως μόνο επειδή απολαμβάνω την ίδια τη διαδικασία της ανάγνωσης.
Ούτε διαβάζω επειδή πρέπει να γράψω.
Διαβάζω και γράφω άλλωστε είναι μία και η αυτή πράξη.
Διαβάζω ένα βιβλίο σημαίνει διαβάζω ένα πρόσωπο, μια χειρονομία, μια στάση ζωής.
Διαβάζω έναν περίπατο, διαβάζω μια αρχιτεκτονική, διαβάζω έναν κήπο ή ένα ύψωμα του εδάφους.
Διαβάζω τη θάλασσα, τον άνεμο, την απογευματινή δροσιά και τη μεσημεριανή κάψα.
Διαβάζω τις αγωνίες ενός φίλου και τη χαρά να μοιράζομαι σκέψεις και ανησυχίες μαζί του.
Διαβάζω τρώγοντας, διαβάζω πίνοντας, διαβάζω ακόμα και όταν κοιμάμαι (ίσως, όταν κοιμάμαι διαβάζω λίγο περισσότερο).
Διαβάζω για να ντύσω με φθόγγους την κραυγή που έχει σκαλώσει στον λαιμό μου και να την απελευθερώσω.
Για μένα το διάβασμα δεν είναι μια κάποια δραστηριότητα της μέρας ή της νύχτας μου. 
Για μένα το διάβασμα είναι η μέρα και η νύχτα μου.
Διαβάζω όπως αναπνέω.
Κα θα πάψω να διαβάζω όταν πάψω να αναπνέω, και ίσως ούτε τότε… 

David Burliuk, By reading, 1955


Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2016

Πόσα ποιήματα δε γράψαμε ...



Πόσα ποιήματα δε γράψαμε με μοναδικό μας ακροατή μια αγαπημένη παρουσία (που μπορεί και να ήταν απούσα);
Πόσα ποιήματα δε γράψαμε με το δάκτυλο πάνω στην άμμο, αφήνοντας το κύμα να τα σβήσει;
Πόσα ποιήματα δε γράψαμε στον αέρα κάποιου τακτικού σπιτιού ή στα τζάμια κάποιου βρώμικου νοσοκομείου;
Και πόσα ποιήματα δε γράψαμε περιμένοντας ανέλπιδα μια αγάπη που 'χε φύγει να γυρίσει;
Πόσα ποιήματα δε γράψαμε ανάμεσα σε ύπνο και ξύπνο, κείνη τη γλυκιά και ακαθόριστη ώρα;
Πόσα ποιήματα δε γράψαμε και σκίσαμε και κανείς δεν πρόλαβε να τα διαβάσει, έτσι για να δώσουμε μορφή και νόημα και τάξη στον κόσμο και στο χάος που μας περιβάλλει; Ή εν μέρει και την ώρα να περάσουμε;
Πόσα ποιήματα δε γράψαμε χαϊδεύοντας μια πλάτη, φιλώντας ένα στόμα, αγκαλιάζοντας ένα δοσμένο σώμα;
Πόσα ποιήματα δε γράψαμε χάνοντας το φιλί, την πλάτη και το δοσμένο σώμα κυνηγώντας ένα άλλο φιλί και ένα άλλο σώμα;
Πόσα ποιήματα δε γράψαμε για το καλοκαίρι, τον Όμηρο, τους φίλους, το πάθος, τα βιβλία και τις βιβλιοθήκες, τον χρόνο και τη θάλασσα την ανεξάντλητη;
Πόσα ποιήματα δε γράψαμε για το γλυκό σταφύλι, τα μελωμένα σύκα και το ψητό της Κυριακής;
Πόσα ποιήματα δε γράψαμε για το νοτισμένο χώμα, για τα ψηλά βουνά, τα πυκνά ρουμάνια; Για τον απέραντο χώρο και τον συντελεσμένο χρόνο;
Πόσα ποιήματα δε γράψαμε για να καλμάρουμε τον αέρα που φυσούσε μανιασμένα μέσα μας;
Πόσα ποιήματα δε γράψαμε για την κίνηση, την ακινησία, τη διαφορά, την ισότητα και το είναι;
Και πόσα για την αιωνιότητα και τις μέρες που θα 'ρθουν χωρίς εγώ και συ; 
Ποιήματα που χάνονται την ίδια στιγμή που τα γράφουμε σαν σε φευγαλέο σημειωματάριο –που ωστόσο είναι αυτά που μένουν πιο βαθιά μέσα μας και δίνουν τον τόνο και τον ρυθμό σε αυτό που κάποτε το είπες "οντολογικό μας αποτύπωμα" στον κόσμο.

Picasso, Woman Writing, 1934

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...