του Κώστα Κυριάκη
Οι νέες θεωρητικές
προσεγγίσεις σχετικά με τον προσδιορισμό των εννοιών του «λαού» και της
«παράδοσης», βασικά εννοιολογικά εργαλεία της λαογραφικής επιστήμης, και,
συνακόλουθα, η αναζήτηση νέων μεθοδολογικών προϋποθέσεων για την προσπέλαση του
φαινομένου του πολιτισμού, ως ολιστική έννοια, υποχρέωσαν, μεταπολεμικά, αρκετούς λαογράφους να έρθουν σε
επαφή με τα πορίσματα συναφών κοινωνικών και
ανθρωπιστικών επιστημών, ως απότοκο της μεθόδου των «πολλαπλών» προσεγγίσεων των ευρημάτων που απέδωσε η επιτόπια έρευνα. Έτσι, «η λαογραφία [γίνεται] επιστήμη φιλολογική,
γιατί χρησιμοποιεί φιλολογικές μεθόδους
[γίνεται] επιστήμη ιστορική γιατί χρησιμοποιεί ιστορικές μεθόδους [γίνεται] επιστήμη εθνολογική, γιατί χρησιμοποιεί
εθνολογικές μεθόδους [γίνεται] επιστήμη
κοινωνιολογική, γιατί χρησιμοποιεί κοινωνιολογικές μεθόδους και πάνω απ' όλα είναι επιστήμη ανθρωπιστική, γιατί το
αντικείμενο της είναι ο λαϊκός άνθρωπος
και ο πολιτισμός του» (Κυριακίδου- Νέστορος, 1989: 69).
Ο προσδιορισμός της λαογραφίας
από τη μέθοδο της και η καλλιέργεια ενός μεταεπιστημονικού λόγου (Σηφάκης, 2003: 14) οδήγησαν τις λαογραφικές
σπουδές στην περιχαράκωση και στην
οριοθέτηση ενός διακριτού γνωστικού πεδίου στην περιοχή της τομής των άλλων επιστημών. Η λαογραφία μοιράζεται με την
ιστορία[1], και ιδιαίτερα με την κοινωνική ιστορία, τη μελέτη του παρελθόντος στο διαχρονικό άξονα ανασύστασής
του, αναζητώντας όχι την αλληλουχία των γεγονότων, αλλά
τους παράγοντες και τις συνθήκες του κοινωνικού γίγνεσθαι
που το διαμόρφωσαν (Τζάκης, 2002: 28). Έτσι, η επαφή της ιστορίας με τη λαογραφία επιτελείται μέσα από την έννοια του χρόνου: η πρώτη οργανώνει τα δεδομένα της σε σχέση προς
συνειδητές εκδηλώσεις, ενώ η δεύτερη
σε σχέση προς ασύνειδες πλευρές της κοινωνικής ζωής (Σπαθάρη- Μπεγλίτη, 1994: 165). Ωστόσο, η ανάδυση του
ρεύματος της Nouvelle Histoire στη Γαλλία, τη δεκαετία του 1930, θα εισάγει τις έννοιες
της histoire de longue duree και της histoire des mentalites με τις οποίες θα
επιχειρήσει να διερευνήσει τη μακρόσυρτη πορεία της
ιστορίας των ανθρώπινων κοινωνιών και θα φέρει ακόμη
εγγύτερα τις δύο επιστήμες, αφού θα
εκπέσει και η πιο πάνω διάκριση: τα λαογραφικά φαινόμενα μελετώνται και ως ιστορικά φαινόμενα και, παράλληλα, η ιστορία
εισχωρεί στον χώρο του ασυνειδήτου
(Σπαθάρη- Μπεγλίτη, 1994: 171).
Ο εμβολιασμός της
λαογραφίας με θεωρητικά ρεύματα, όπως του λειτουργισμού και του μαρξισμού, και
με βασικές εννοιολογικές αρχές, όπως του κοινωνικού συστήματος ως οργανικού
συνόλου και της λειτουργικότητας των επιμέρους κοινωνικών θεσμών που
απαρτίζουν το σύστημα, της κοινωνιολογίας και της κοινωνικής ανθρωπολογίας θα
διαμορφώσει ένα νέο πλαίσιο μελέτης και ανάδειξης των λαογραφικών φαινομένων.
Η εγγύτητα της λαογραφίας με την (κοινωνική) ιστορία μετατρέπεται σε
«συμπληρωματικότητα» με τις αρχές και τις έννοιες της κοινωνιολογίας: η
κοινωνιολογία ορίζεται ως η επιστήμη της μεγάλης κλίμακας, αντίθετα η λαογραφία της μικρής κλίμακας. Έτσι, από τη μια, «η μελέτη της μικρής κλίμακας συνιστά ένα βήμα, ένα μέρος
της συνολικής μελέτης της κοινωνίας
που γίνεται μέσα από συνθετικές διαδικασίες. Από την άλλη,
η γνώση της συνολικής δομής και
οργάνωσης μιας κοινωνίας είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την κατανόηση των επιμέρους κοινωνικών συστημάτων που την απαρτίζουν» (Νιτσιάκος, 1990: 29). Επίσης, παρατηρείται και
μια συμπληρωματικότητα ως προς τα μεθοδολογικά εργαλεία των δύο επιστημών: η ποιοτική
μέθοδος της λαογραφίας (βιογραφία,
τεχνικές της συνέντευξης κ.ά.) και η ποσοτική μέθοδος της
κοινωνιολογίας (μετρήσεις και στατικοποιήσεις των
δεδομένων κ.ά.) έρχονται σε σύγκλιση
για να αντιμετωπίσουν τις σύγχρονες ανάγκες της ολιστικής έρευνας του φαινομένου του πολιτισμού (Νιτσιάκος, 1990:
29).
Τέλος, η σχέση της
λαογραφίας με την (κοινωνική) ανθρωπολογία[2]
ορίζεται από αντιθέσεις, αντιφάσεις και ομοιότητες. Ως τα μέσα του 20ου
αι. η κοινωνική ανθρωπολογία
εξέταζε τους «κατά φύσιν λαούς», ενώ, αντίθετα, η λαογραφία
εξέταζε τον παραδοσιακό πολιτισμό
των ευρωπαϊκών λαών. Αυτό είχε επιπτώσεις στη μέθοδο (μακρά παραμονή μέσα στο προς μελέτη κοινωνικό περιβάλλον,
εκμάθηση γλωσσών κ.ά.), στους
σκοπούς (ανασυγκρότηση των εξελικτικών σταδίων των ανθρώπινων κοινωνιών) και στο εύρος της έρευνας (οργανωτικές δομές και
θεσμοί των κοινωνιών) της
κοινωνικής ανθρωπολογίας (Σηφάκης, 2003: 20-21). Ωστόσο, μεταπολεμικά, συμβαίνουν μια σειρά από
ανακατατάξεις στους κόλπους της ανθρωπολογίας:
η υποχώρηση των στοιχείων που χαρακτήριζαν τις «κατά
φύσιν» κοινωνίες, η κατάλυση της δυτικής αποικιοκρατίας κ.ά., που θα στρέψουν το ενδιαφέρον της στις αγροτικές κοινωνίες, έναν
χώρο μελέτης και ευθύνης της λαογραφίας
(Τουντασάκη, χ.χ.: 3). Η επικάλυψη του ίδιου ερευνητικού πεδίου τόσο από την κοινωνική ανθρωπολογία όσο και από την
λαογραφία θα δημιουργήσει εκατέρωθεν
πολεμικές και διαμάχες για τα όρια της κάθε μιας, με ανοικτά ερωτήματα ακόμη και για το επιστημονικό τους μέλλον.
Ωστόσο, η κοινωνική ανθρωπολογία και
η λαογραφία συνιστούν διακριτούς τομείς των κοινωνικών
επιστημών, καθώς η λαογραφία εστιάζει την προσοχή της
στην παρατήρηση και ανάλυση του παραδοσιακού
πολιτισμού ενός ιστορικού λαού (Κυριακίδου- Νέστορος, 1989: 97) και αντικείμενο της είναι η μελέτη τής διαδικασίας της μετάδοσης (transmission) της παράδοσης (Μερακλής,
2004: 53), ενώ η κοινωνική ανθρωπολογία, ως κοινωνική και συγχρονική επιστήμη,
συνάπτεται, από τη μια, προς έναν λόγο γενικευτικό και θεωρητικό, που ενδιαφέρεται
για τον πλανητικό Άνθρωπο και τα προβλήματά του, ενώ, από την άλλη, διαθέτει τα
κατάλληλα αναλυτικά εργαλεία, αρχές, μεθόδους και τεχνικές, έτσι ώστε να απαντήσει στα σύγχρονα θεωρητικά ζητήματα.
Ωστόσο, προτείνεται από αρκετούς μια
σύνθεση της λαογραφίας και της ανθρωπολογίας προς την κατεύθυνση μιας ανθρωπολογικής λαογραφίας,
όπου το επίθετο θα παραπέμπει στη
θεωρητική προσέγγιση και το ουσιαστικό θα αναφέρεται στο σύνολο των αντικειμένων της έρευνας (Σηφάκης, 2003: 31-32
και Αλεξάκης, 2003: 45).
Συμπεράσματα
Το
αντικείμενο και οι μέθοδοι της λαογραφίας θα αλλάξουν, μεταπολεμικά, εξαιτίας της εντατικής αστικοποίησης και της
άμβλυνσης του ρήγματος που θα παρατηρηθεί
στη διάκριση μεταξύ του αστικού και του αγροτικού
πολιτισμού. Έτσι, θα δημιουργηθεί
μια νέα αστική λαογραφία, που θα ερανιστεί τρόπους και εργαλεία από τις όμορες κοινωνικές επιστήμες με απώτερο στόχο την ολιστική
σύλληψη του πολιτισμικού φαινομένου.
Η ιστορική λαογραφία και η κοινωνική
λαογραφία θα υιοθετήσουν τις
νέες θεωρητικές αναζητήσεις σχετικά με τον προσδιορισμό των εννοιών του λαού (και του λαϊκού / παραδοσιακού) και της
παράδοσης. Συλλαμβάνοντας τις
έννοιες αυτές δυναμικά και ως μορφοποιητικές των πολιτισμικών
φαινομένων θα διανοίξουν νέα γνωστικά πεδία για την επιστήμη της λαογραφίας. Παράλληλα, η λαογραφία θα έρθει σε επαφή με τα
μεθοδολογικά και εννοιολογικά
εργαλεία της κοινωνικής ανθρωπολογίας και, έτσι, οι δύο διακριτές σήμερα επιστήμες, θα τείνουν στο εγγύς μέλλον προς την
κατεύθυνση μιας ενοποιημένης
ανθρωπολογικής λαογραφίας, με όρους και προϋποθέσεις που είναι το ζητούμενο της έρευνας του μεταθεωρητικού λόγου που
αναπτύσσεται στο εσωτερικό και των δύο
επιστημών.
[1] Η ιστορία,
φυσικά, μελετά, κατά βάση, το παρελθόν, ενώ η λαογραφία το παρόν των κοινωνικών
σχηματισμών οργανώνοντας τη μελέτη του υλικού της είτε
συγχρονικά είτε συγκριτικά- διαχρονικά. Έτσι, το σημείο απόκλισης γίνεται και
σημείο σύγκλισης.
[2] Η κοινωνική
(ή πολιτισμική) ανθρωπολογία αναλύει τον ανθρώπινο πολιτισμό και την κοινωνία.
Δύο σημαντικοί κλάδοι της είναι
η εθνογραφία (η άμεση
μελέτη μεμονωμένων ζωντανών πολιτισμών) και η εθνολογία (η οποία
χρησιμοποιώντας εθνογραφικές μαρτυρίες επιχειρεί τη σύγκριση πολιτισμών, με
σκοπό την εξαγωγή γενικευτικών νόμων για
την ανθρώπινη κοινωνική εξέλιξη).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.