Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2013

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ: ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ‘ΛΟΓΟΥ’ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΜΑΘΗΣΗ (1995 – 2007)



ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ

Στα μέσα της δεκαετίας του ’90, και υπό την πίεση εξωτερικών «τελεστών» / παραγόντων (παγκοσμιοποίηση, κοινωνία της γνώσης και της πληροφορίας), αλλά και εσωτερικών (ΣυνθΕΕ, 1992, οικονομική ενοποίηση), παρατηρείται μια «ασυνέχεια» στον κοινοτικό ‘λόγο’ περί εκπαίδευσης / κατάρτισης.  Ενώ τα προηγούμενα τριάντα χρόνια οι πολιτικοί και οικονομικοί στόχοι ήταν αυτοί που υποστήριζαν τις δράσεις της Κοινότητας στους τομείς της κατάρτισης (κυρίως) και της εκπαίδευσης, στη δεκαετία του ’90 τα συστήματα εκπαίδευσης και κατάρτισης, στη διά βίου διάστασή τους, τοποθετούνται στο επίκεντρο των πολιτικών της ΕΕ, εξυπηρετώντας και υποστηρίζοντας την οικονομική και πολιτική στόχευση της Κοινότητας (Πασιάς, 2006α).  Σε αυτό το πλαίσιο η ΔΒΜ καθίσταται πολιτικό και οικονομικό πρόταγμα του ‘λόγου’ της.  Ειδικότερα, με το γύρισμα της χιλιετίας οι επικεφαλής των κρατών-μελών της ΕΕ διακήρυξαν την πρόθεσή τους να καταστήσουν την Ευρώπη παγκόσμιο υπόδειγμα της ΚτΓ, καταδεικνύοντας ότι η ΔΒΜ αποτελεί πολιτική στρατηγική για την ανάπτυξη της οικονομίας, της κοινωνικής συνοχής και της απασχόλησης (ΕΣ, 2000, παρ. 5, 24, 25).  Έτσι, η ΔΒΜ θα θεωρηθεί σημείο τομής της εκπαιδευτικής, κοινωνικής και οικονομικής πολιτικής της ΕΕ και θα προαχθεί σε στόχο-αιχμής των πολιτικών της.

Σκοπός της παρούσας διπλωματικής εργασίας είναι να περιγράψει και αναλύσει τον ‘λόγο’ της ΕΕ, ως ρηματική πρακτική, αποτυπωμένη σε κείμενα πολιτικού περιεχομένου, για τη ΔΒΜ, με στόχο να διερευνήσει ποιοι παράγοντες επηρέασαν και επέδρασαν στον μετασχηματισμό του κοινοτικού ‘λόγου’, ώστε η ΔΒΜ να αναδειχτεί θεμελιώδες σημαίνον των πολιτικών της ΕΕ.  Ειδικότερα, το ερευνητικό ερώτημα που τίθεται προς εξέταση είναι: ποιοι παράγοντες / τελεστές, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό επίπεδο της ΕΕ, επιδρούν και επηρεάζουν τον ‘λόγο’ της Κοινότητας, ώστε η ΔΒΜ να καθίσταται στόχος-αιχμής για τις πολιτικές της εμβάθυνσης του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, ήτοι της οικονομικής ολοκλήρωσης και της πολιτικής ενοποίησης.  Σε αυτό το πλαίσιο και για την αρτιότερη προσπέλαση του ερευνητικού ερωτήματος η εργασία αναλύεται σε τέσσερις επιμέρους στόχους:

             I.      τη διερεύνηση του θεσμικού πλαισίου συγκρότησης και νομιμοποίησης της ευρωπαϊκής εκπαιδευτικής πολιτικής,

          II.      τη χαρτογράφηση και ερμηνεία των (εξωτερικών) παραγόντων / τελεστών που επηρεάζουν αποφασιστικά την εκφορά του κοινοτικού εκπαιδευτικού ‘λόγου’,

       III.      την παράθεση των κειμένων / ‘λόγων’ της ΕΕ που αφορούν στη ΔΒΜ και

       IV.      την ‘ανάλυση’ του ‘λόγου’ της Κοινότητας για τη ΔΒΜ.

Αντικείμενο της εργασίας αποτελεί η χαρτογράφηση και ανάλυση των κειμένων / ‘λόγων’ της ΕΕ που αφορούν στη ΔΒΜ κατά τη χρονική περίοδο 1995 – 2007, με στόχο να καταδειχτούν τα θεματικά τους κέντρα, να δομηθούν οι προβαλλόμενες κατηγοριοποιήσεις και αναλύσεις που αναπτύσσονται, αλλά, ταυτόχρονα, να «αποκαλυφθούν» οι διαδικασίες που τα διέπουν (Kenway, 1990).  Το αφετηριακό σημείο της εργασίας προσδιορίζεται από τη Λευκή Βίβλο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Διδασκαλία και μάθηση – προς την κοινωνία της γνώσης, το οποίο και θεωρείται ως εναρκτήριο κείμενο της διαμόρφωσης μιας νέας εξέλιξης του εκπαιδευτικού ‘λόγου’ της ΕΕ, «καθώς αντιπροσωπεύει την πρώτη συγκεκριμένη απόπειρα της Κοινότητας να εντάξει την εκπαίδευση και την κατάρτιση στο κέντρο της στρατηγικής της για την επιδίωξη της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής […]» (Πασιάς, 2006α : 429).  Το καταληκτικό  σημείο προσδιορίζεται από την Κοινή Απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (1720/2006/ΕΚ) σύμφωνα με την οποία όλα τα κοινοτικά προγράμματα δράσης εντάσσονται σε ένα ενιαίο πλαίσιο ΔΒΜ.  Ο κύκλος που άνοιξε με τη Λευκή Βίβλο του 1995 ολοκληρώνεται το 2007 (Τσαούσης, 2007: 468), με την υλοποίηση του ολοκληρωμένου προγράμματος ΔΒΜ. 

            Ερευνητικό πεδίο της παρούσας εργασίας είναι η περιγραφή και ανάλυση των κειμένων / ‘λόγων’ της ΕΕ, με στόχο την κατανόηση και ερμηνεία του πλαισίου σχηματισμού του ‘λόγου’, που καθιστά τη ΔΒΜ στόχο-αιχμής των πολιτικών της ΕΕ.  Παράλληλα, στόχο της εργασίας συνιστά η διερεύνηση των βασικών παραγόντων (παγκοσμιοποίηση, κοινωνία και οικονομία της γνώσης, παραγωγικό σύστημα, εκπαιδευτικό σύστημα) που επηρέασαν και επέδρασαν στον μετασχηματισμό της Ευρώπης και του ‘λόγου’ της, αναδεικνύοντας τη ΔΒΜ καθοριστικό σημαίνον της πολιτικής της ΕΕ στην πορεία προς την ενοποίηση.

         Η διάρθρωση της εργασίας αναλύεται στα εξής μέρη: το πρώτο κεφάλαιο αναφέρεται στο θεωρητικό πλαίσιο για τον κοινοτικό ‘λόγο’ και επιχειρείται να διευκρινιστούν οι παράγοντες που επιδρούν στο εσωτερικό επίπεδο της ΕΕ, διαμορφώνοντας τον κοινοτικό ‘λόγο’ για την εκπαίδευση.  Το δεύτερο κεφάλαιο περιγράφει τα θεσμικά όργανα εκφοράς του κοινοτικού ‘λόγου’.  Το τρίτο κεφάλαιο αναφέρεται στη συγκρότηση και νομιμοποίηση του κοινοτικού ‘λόγου’ για την εκπαίδευση.  Το τέταρτο κεφάλαιο περιγράφει τους εξωτερικούς «τελεστές» / παράγοντες (παγκοσμιοποίηση, ΚτΓ), οι οποίοι επιδρούν στον μετασχηματισμό του κοινοτικού ‘λόγου’.  Στο κέντρο, τρόπον τινά, του κεφαλαίου τοποθετείται ένα υποκεφάλαιο για το νέο παραγωγικό μοντέλο, το οποίο διαμορφώνει τις συνθήκες μεταβολής του εκπαιδευτικού υποσυστήματος.  Στο πέμπτο κεφάλαιο παρατίθενται τα κείμενα / ‘λόγοι’ της ΕΕ που αφορούν στη ΔΒΜ.  Τέλος, στο έκτο κεφάλαιο επιχειρείται να αναλυθεί  ο ‘λόγος’ της Κοινότητας για τη ΔΒΜ.  

Για τη συνέχεια πατήστε εδώ 

Citation Information:

Κυριάκης, Κ. (2009). Ευρωπαϊκή Εκπαιδευτική Πολιτική: Ανάλυση του κοινοτικού ‘λόγου’ για τη διά βίου μάθηση (1995 – 2007). [Μεταπτυχιακή Διατριβή]. Πάτρα: ΕΑΠ.

Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2013

Κριτική Πρακτική Λόγου: Μαλβίνες ή Φόκλαντς;



Ο τρόπος που ονομάζουμε τα πράγματα δεν τα περιγράφει απλώς, αλλά και ‘τα επιτελεί’ (Parker 2011: 294).  Για παράδειγμα, γράφει ο Parker, η επιλογή να ονομάσουμε τα μικρά νησιά δίπλα στην Αργεντινή ‘Φόκλαντ’ ή ‘Μαλβίνες’ έχει σημασία, αφού στη βάση της επιλογής «μπορούμε να κλονίσουμε ή να αφήσουμε άθικτες δεδομένες αντιλήψεις για το πώς είναι ο κόσμος μας» (ό.π.).

Στις 2 Απριλίου 1982 ξέσπασε  πόλεμος ανάμεσα στη Μεγάλη Βρετανία και στην Αργεντινή εξαιτίας αυτού του μικρού κομματιού γης.  Τριάντα χρόνια αργότερα (2012) σε ελάχιστα ελληνικά ΜΜΕ (κυρίως αριστερών αποχρώσεων, αν ακόμα ο χαρακτηρισμός σημαίνει κάτι) τα νησιά αναφέρονταν ως ‘Μαλβίνες’ (ή «[…] Μαλβίνες, όπως τα ονομάζουν οι Αργεντινοί […]») πράγμα που αποκαλύπτει τον συντηρητισμό και την εξάρτηση της ελληνικής πολιτικής ιδεολογίας, αφού ακόμη και τα βρετανικά ΜΜΕ αναφέρονταν στα νησιά με τη διπλή ονομασία τους. 


Parker, I. 2011. Κριτική Πρακτική Λόγου στην Κοινωνική Ψυχολογία. Στο Ν. Μποζατζής & Θ. Δραγώνα (Επιμ.) Κοινωνική Ψυχολογία. Η στροφή στον λόγο (291 – 314). Αθήνα: Μεταίχμιο.   

Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2013

Ο Ρέμπραντ του Σεφέρη

File:Rembrandt Harmensz. van Rijn 011.jpg
Ρέμπραντ, 1630, Ανδρομέδα

[ΑΝΔΡΟΜΕΔΑ]

Στὸ στῆθος μου ἡ πληγὴ ἀνοίγει πάλι
ὅταν χαμηλώνουν τ᾿ ἄστρα καὶ συγγενεύουν μὲ τὸ κορμί μου
ὅταν πέφτει σιγὴ κάτω ἀπὸ τὰ πέλματα τῶν ἀνθρώπων
Αὐτὲς οἱ πέτρες ποὺ βουλιάζουν μέσα στὰ χρόνια ὡς ποῦ θὰ μὲ παρασύρουν;
Τὴ θάλασσα τὴ θάλασσα, ποιὸς θὰ μπορέσει νὰ τὴν ἐξαντλήσει;
Βλέπω τὰ χέρια κάθε αὐγὴ νὰ γνέφουν στὸ γύπα καὶ στὸ γεράκι
δεμένη πάνω στὸ βράχο ποὺ ἔγινε μὲ τὸν πόνο δικός μου,
βλέπω τὰ δέντρα ποὺ ἀνασαίνουν τὴ μαύρη γαλήνη τῶν πεθαμένων
κι ἔπειτα τὰ χαμόγελα, ποὺ δὲν προχωροῦν, τῶν ἀγαλμάτων.


Ο Σεφέρης ήταν μεγάλος θαυμαστής του Ρέμπραντ και ίσως γράφοντας το Κ' του Μυθιστορήματος να είχε στο μυαλό του και τον πίνακα του Ρέμπραντ: η Ανδρομέδα αλυσοδεμένη στο βράχο.

Ο Στούρε Λίννερ (1917 - 2010), μια από τις σπουδαιότερες φυσιογνωμίες των σουηδικών γραμμάτων και φιλέλληνας, τιμημένος από την ελληνική κυβέρνηση με τον τίτλο του "Πρεσβευτή του Ελληνισμού" (2004), αναφέρεται στο αυτοβιογραφικό του βιβλίο Κανένας άνθρωπος δεν είναι νησί (2007) στον προσωπικό του φίλο Γιώργο Σεφέρη, παρέχοντας ορισμένες άγνωστες πληροφορίες για τον ποιητή.

Ο Λίννερ ήταν εκείνος που είχε προτείνει στη Σουηδική Ακαδημία τον Γιώργο Σεφέρη για το βραβείο Νομπέλ (1963), αλλά και είχε μεταφράσει το έργο του στα σουηδικά.  Στο αυτοβιογραφικό του βιβλίο γράφει (μετάφραση Εύα Ρίμπεργκ): 

"Το πρώτο βράδυ στη Στοκχόλμη, πριν αρχίσουν οι επίσημες εκδηλώσεις, ήθελε να δειπνήσει μαζί με τη γυναίκα του, τη Μαρώ, έναν έλληνα φίλο από την Αθήνα κι εμένα. Ήταν μια χαρούμενη γιορτή που κράτησε μέχρι τις μικρές ώρες. Ο οικοδεσπότης μας γινόταν όλο και πιο εύθυμος· μεταξύ άλλων, διασκέδασε και τον εαυτό του κι εμάς –ακόμη και πελάτες στα γύρω τραπέζια– απαγγέλλοντας λιμερίκια που είχε γράψει ο ίδιος. Μερικά από αυτά ήταν ευπρεπή, άλλα, παρόμοια μ’ εκείνα του Θ.Σ. Έλιοτ, ήταν αρκετά τολμηρά, όλα απαγγελμένα με ακαταμάχητο παιδιάτικο ενθουσιασμό. Στο τέλος, όταν ήταν ώρα να φύγουμε, ο Γιώργος δήλωσε ξαφνικά ότι ήθελε να δει έναν πίνακα που λαχταρούσε από χρόνια να δει και που ήξερε ότι βρισκόταν στο Εθνικό Μουσείο: τη Συνωμοσία του Claudius Civilis του Ρέμπραντ.
[...]
File:Bataafseeed.jpg
Ρέμπραντ, 1661 - 1662, Η Συνωμοσία του Claudious Civilis
Το θέμα ανάγεται στην αφήγηση του ρωμαίου ιστορικού Τάκιτου για τους ήρωες της ελευθερίας που ηγήθηκαν της εξέγερσης κατά των Ρωμαίων το 69-70 μ.Χ. Είχε άραγε ο Σεφέρης κατά νου τον ηγέτη της ελληνικής επανάστασης Μακρυγιάννη, όταν θέλησε να βυθιστεί στη βαριά ατμόσφαιρα του πίνακα του Ρέμπραντ;
Κατάλαβα ότι δεν είχα άλλη επιλογή παρά να τηλεφωνήσω στη μέση της νύχτας στον Καρλ Νόρντενφαλκ, τον έφορο της Πινακοθήκης, και να του πω ότι ένας έλληνας ποιητής σε διονυσιακή ευφορία ήθελε οπωσδήποτε να απολαύσει τον εν λόγω πίνακα. Ο Νόρντενφαλκ κατάλαβε αμέσως για ποιον επρόκειτο και, προς μεγάλη μου ανακούφιση, δεν αγανάχτησε με το θράσος μου, αλλά προσφέρθηκε με χαρά να έρθει να ξεκλειδώσει την πόρτα του μουσείου, όπως κι έγινε. Καθώς πηγαίναμε προς τον πίνακα, ο οδηγός μας ρώτησε μήπως ο Σεφέρης ήθελε να δει κανέναν άλλο από τους καλλιτεχνικούς θησαυρούς του μουσείου, αλλά συνάντησε ευγενική άρνηση: μόνον ο Ρέμπραντ τον ενδιέφερε, τίποτε άλλο. Όταν φτάσαμε, ο ποιητής βυθίστηκε σε βαθιά και σιωπηλή περισυλλογή μπροστά στο έργο τέχνης. Έπειτα από μισή και πλέον ώρα, σηκώθηκε, υποκλίθηκε μπροστά στον Νόρντενφαλκ και τον ευχαρίστησε για μια αξέχαστη εμπειρία, πριν βγούμε στο σκοτάδι της νύχτας. Πολλά χρόνια αργότερα, ο Σεφέρης ανέφερε παρεμπιπτόντως ότι απ’ όλα τα λαμπρά και εντυπωσιακά πράγματαπου είδε στις εορταστικές εκδηλώσεις για το Νομπέλ πιθανώς ο πίνακας του Ρέμπραντ τού έκανε την πιο έντονη εντύπωση. Έτσι μιλά ένας αληθινός ποιητής – και μια μεγάλη προσωπικότητα. […]".

Via

 

Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2013

Ο κ. Αρβανιτόπουλος εξαρθρώνει την εκπαίδευση στην Ελλάδα σε όλες τις βαθμίδες της



Το υπουργείο παιδείας είναι ένα δύσκολο υπουργείο.  Όχι ότι τα άλλα υπουργεία είναι εύκολα, αλλά αυτό έχει μια ιδιαίτερη δυσκολία.  Ένας κακός σχεδιασμός κοστίζει μια και δυο γενιές μαθητών, δηλαδή το μέλλον μιας χώρας, οπότε είναι από τα υπουργεία εκείνα που ο εκάστοτε υπουργός αναμετράται με τη ζωντανή και μελλοντική ιστορία και διακινδυνεύει τη φήμη και την υστεροφημία του.



Και είναι πράγματι αλήθεια ότι η Ελλάδα δεν ευτύχησε τα τελευταία 30 – 40 χρόνια να έχει αξιόλογους υπουργούς παιδείας.  Το γιατί είναι δουλειά του ιστορικού της εκπαίδευσης να αναζητήσει και να το βρει.  Πρόχειρα θα μπορούσε να αναφέρει κανείς ότι οι περισσότεροι υπουργοί δεν είχαν καμιά σχέση με την παιδεία και την εκπαίδευση, ότι κάθε σχεδιασμός (μεταρρύθμιση) γινόταν πρόχειρα και πελατειακά, ότι, τέλος, στην Ελλάδα η εκπαίδευση βρίσκεται στο περιθώριο κι όχι στο επίκεντρο της πολιτικής.



Σε όλα όμως αυτά τα χρόνια, με τα μύρια λάθη στο σχεδιασμό της εκπαιδευτικής πολιτικής, κανένας υπουργός παιδείας δε διανοήθηκε, σχεδίασε και υλοποίησε τη διάλυση της δημόσιας εκπαίδευσης, όπως ο κ. Αρβανιτόπουλος.  Τείνω να πιστεύω ότι ο ρόλος του κ. Αρβανιτόπουλου στο υπουργείο παιδείας είναι αποκλειστικά ρόλος ‘καταστροφέα-διακορευτή’ του δημόσιου χαρακτήρα της εκπαίδευσης, σε όλες τις βαθμίδες της, κι αυτό είναι ανατριχιαστικό!  Ο κ. Αρβανιτόπουλος δεν αρκείται μόνο στην ισοπέδωση της ανώτατης εκπαίδευσης, όπως προηγούμενοι συνάδελφοί του, αλλά έχει βαλθεί να εξαρθρώσει την προσχολική, πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια και μεταλυκειακή εκπαίδευση, μετακυλίοντας αρμοδιότητες στους καραδοκούντες πτωματοφάγους ιδιώτες επενδυτές.  Ιδιώτες επενδυτές, βέβαια, με τις ευλογίες αλλά και την ενίσχυση του κράτους, το οποίο, στο πλαίσιο του νεοφιλελεύθερου προτάγματος, αποσύρεται από διάφορες κοινωνικές παροχές, όπως η υγεία και η εκπαίδευση, εκχωρώντας τες στους ιδιώτες, τους οποίους όμως πριμοδοτεί και επιχορηγεί για να τις αναλάβουν, ώστε να απομειώσουν το όποιο ρίσκο.

arvanitopoulos

Ο κ. Αρβανιτόπουλος επιλέχθηκε για τη θέση αυτή, αφού δεν είναι αιρετός, επειδή συμφωνεί να προωθήσει τις ευρωπαϊκές εκπαιδευτικές πολιτικές στην Ελλάδα.  Ευρωπαϊκές εκπαιδευτικές πολιτικές που ενθαρρύνουν το άτομο, ως καταναλωτής, να επιλέξει από τις «ευκαιρίες» εκπαίδευσης εκείνες που θα τον ενισχύσουν να εισέλθει ή και να παραμείνει ενεργά στην απασχόληση, φροντίζοντας, με ιδία ευθύνη, να εξασφαλίσει τα «προσόντα» που χρειάζεται για να γίνει «ευέλικτος» και «απασχολήσιμος».  Έτσι, οι ευρωπαϊκές εκπαιδευτικές πολιτικές, από τη μια, προωθούν τον ατομικισμό μέσω του θεσμού της μαθητείας και με κόστος που θα επιβαρύνει τον ίδιο τον εκπαιδευόμενο, από την άλλη όμως ενισχύουν τον κίνδυνο για περιθωριοποίηση ομάδων και ατόμων και όξυνση της ανισότητας και του κοινωνικού αποκλεισμού. 



Ο κ. Αρβανιτόπουλος εργάζεται προς αυτή την κατεύθυνση, επειδή αυτή είναι η ‘εκπαιδευτική’ του φιλοσοφία.  Δηλαδή η πλήρης απορρόφηση της εκπαίδευσης από την αγορά εργασίας.  Για εκείνον οι έννοιες της παιδείας και της μόρφωσης δεν έχουν καμιά αξία, αν δεν ικανοποιούν τα αιτήματα των αγορών.  Εμείς όμως που διαφωνούμε με αυτό το ‘όραμα’, έχουμε χρέος να σταθούμε αλληλέγγυοι στον αγώνα των διοικητικών υπαλλήλων των πανεπιστημίων, οι οποίοι εδώ και 11 εβδομάδες «φυλάγουν Θερμοπύλες», τις Θερμοπύλες του δημόσιου χαρακτήρα της εκπαίδευσης, αν και γνωρίζουν πως «οι Μήδοι στο τέλος θα διαβούνε». 



υγ.  Χτες, στο πλαίσιο ενός χαμηλής έντασης εμφυλίου που προωθείται από την πλευρά της συγκυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου, πραγματοποιήθηκε μια εξ ολοκλήρου αποτυχημένη αντι-συγκέντρωση ΔΑΠιτών φοιτητών για ανοιχτές σχολές.  Δε θα σταθώ στην πριμοδότηση της αντι-συγκέντρωσης από τα ιδιωτικά κανάλια, με τα συγκεκριμένα και γνωστά σε όλους συμφέροντα, ούτε στον εμφυλιακό της χαρακτήρα, αλλά στο γεγονός ότι η ελληνική κοινωνία ώριμα και ψύχραιμα, για τις εποχές που ζούμε, απόκλεισε κάθε δυνατότητα ακόμα και σκέψης ότι μπορεί να ενδώσει σε τέτοιες προκλήσεις, αποδοκιμάζοντας την αντι-συγκέντρωση των περίπου 400 υποστηρικτών ενός νεκροζώντανου πανεπιστήμιου.  Γιατί το πανεπιστήμιο χωρίς τους υπαλλήλους του, τους διδάσκοντές του, τους ερευνητές του και τους φοιτητές του είναι ένας νεκρός οργανισμός.  Και δυστυχώς ο μοναδικός υπεύθυνος αυτής της κατάστασης, κι εκείνος που κρατά τα πανεπιστήμια κλειστά, είναι, κατά τη γνώμη μου, ο τωρινός υπουργός παιδείας, ο κ. Αρβανιτόπουλος, ο οποίος επιπόλαια (;), με προχειρότητα (;) και χωρίς σχεδιασμό (;) οδήγησε (και συνεχίζει να οδηγεί) στην εξάρθρωση της εκπαίδευσης, από την προσχολική βαθμίδα ως την ανώτατη.
υγ. 2: Τελικά, αυτή τη φορά μπορεί οι Μήδοι να μην καταφέρουν να περάσουν... 



Κώστας Κυριάκης    

Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2013

Παράγοντες που διαμόρφωσαν τη φυσιογνωμία της ελληνικής λαογραφίας (19ος - 20ος αιώνας)



του Κώστα Κυριάκη

Ιστορικές συνθήκες, παράγοντες και επιρροές που καθόρισαν τη φυσιογνωμία της ελληνικής λαογραφίας στα τέλη του 19ου αι. και στις αρχές του 20ου αι.

Το 1774 ο J. G. Herder θα κυκλοφορήσει στη Γερμανία μια δίτομη ποιητική ανθολογία με τον τίτλο Alte Volkslieder ταυτίζοντας, κατά κάποιο τρόπο, τη δημώδη ποίηση με την εθνική και στη βάση αυτής της «αισθητικής διαφοροποίησης» (Πολίτης, 1998: 49) θα ταυτίσει την έννοια του λαού με εκείνη του έθνους αναδεικνύοντας, έτσι, τη Γερμανία σε γενέθλιο τόπο ενός νέου γνωστικού αντικειμένου: της λαογραφικής επιστήμης.  Η στροφή προς το λαό και το εντατικό ενδιαφέρον για το λαό ερμηνεύεται μέσα στο πλαίσιο των νέων ιστορικo-πολιτικών και κοινωνικo-οικονομικών συνθηκών που διαμορφώνονται στην ευρωπαϊκή ήπειρο, μεταβάλλοντας ή και αλλάζοντας τη φυσιογνωμία της και συναρτώνται άμεσα με την αρχή της αυτοδιάθεσης των εθνικοτήτων και του κρατικού/αστικού μετασχηματισμού τους.  Μέσα σε αυτό το κλίμα της άνθησης των εθνικών ιδεών και της δημιουργίας εθνικών κρατών η ρομαντική πολιτική θεωρία θα απορρίψει «το Διαφωτιστικό χειραφετητικό πρόταγμα ως αλλοτριωτική αποστασιοποίηση από την ιστορική διάσταση του ανθρώπου, την οποία σπεύδει να αποκαταστήσει τονίζοντας αντίθετα το θεμελιωτικό ρόλο της παράδοσης» (Πασχαλίδης, 2000: 78).

 

Σύμφωνα με τις αρχές της ρομαντικής πολιτικής θεωρίας ο προσδιορισμός της έννοιας του έθνους και της εθνικής ταυτότητας προϋποθέτει, ανάμεσα στα άλλα, «την κατάδειξη της συνεχούς και αδιάλειπτης ιστορικής ύπαρξης μιας ιδιαίτερης και ξεχωριστής πολιτισμικής οντότητας (έθνος), τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της οποίας, καθώς (υποτίθεται ότι) μεταβιβάζονται αναλλοίωτα από γενιά σε γενιά, διαμέσου των αιώνων, την καθιστούν μία και μοναδική, ενιαία και διαχρονική» (Ροτζώκος, 1999: 217).  Έτσι, η ρομαντική πολιτική θεωρία  θα προκρίνει τη μελέτη του παρελθόντος για την κατανόηση του παρόντος και τον προσανατολισμό προς το μέλλον, ερμηνεύοντας, όμως, και νοηματοδοτώντας τα φαινόμενα του παρελθόντος με την αποκλειστική αναγωγή τους στην ιστορία του έθνους, η οποία συλλαμβάνεται ως η «αλήθεια», η «ουσία», το «πραγματικό νόημά» της. Η «ουσία» λοιπόν, της ύπαρξης του έθνους αναζητείται στην ιστορία του, η οποία ενσαρκώνεται στην «ψυχή του λαού» και εκδηλώνεται στις λαϊκοθρησκευτικές και εορταστικές παραδόσεις του.  Σε αυτές ένας ανόθευτος από εξωτερικές επιδράσεις «εθνικός πολιτισμός» συνιστά το «πνεύμα του έθνους», το οποίο συλλαμβάνεται «οντολογικά», δηλαδή ως υπεριστορική, υπερβατική οντότητα που παραμένει καθαρή και αναλλοίωτη στο χρόνο και στις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές αλλαγές.  «Εδώ ακριβώς κάνει την εμφάνισή της η λαογραφική επιστήμη, που καθίσταται το βασικό εργαλείο του γερμανικού ρομαντικού κινήματος με στόχο την εθνική αυτογνωσία και αυτοσυνείδηση των Γερμανών. Η λαογραφία θα αναζητήσει στα ήθη, στα έθιμα και στις συμπεριφορές του αγροτικού πληθυσμού την καθαρή και αναλλοίωτη ουσία που διακρίνει το κάθε έθνος και το διαφοροποιεί από τα υπόλοιπα» (Τζάκης, 2002: 31).

Αντίθετα, στην Αγγλία και στη Γαλλία, που βρίσκονταν κάτω από την επίδραση των ιδεών του Διαφωτισμού, τα φαινόμενα του παραδοσιακού πολιτισμού θα μελετηθούν στη βάση της εξελικτικής θεωρίας, δηλαδή της προσαρμογής της θεωρίας του Δαρβίνου για την εξέλιξη των ειδών στο χώρο της κοινωνίας και του πολιτισμού (Τζάκης, 2002: 32). Το 1774, την ίδια χρονιά που ο Herder δημοσίευσε την ποιητική του ανθολογία με παλιά λαϊκά τραγούδια, ο Holbach στο έργο του Systeme Social θα προβάλλει «τον πολιτισμό ως μια οικουμενικής κλίμακας ιστορική διαδικασία διαμόρφωσης και τελειοποίησης των κοινωνικών ηθών και θεσμών, η οποία δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί, ενώ η πρόοδος της απαιτεί την ανάπτυξη και διάδοση της γνώσης και της επιστήμης» (Πασχαλίδης, 1999: 32).  Η δυναμική αυτή αντίληψη της προοδευτικής πορείας της ανθρωπότητας προς την τελειοποίηση θα βρει την κύρια έκφρασή της στο έργο του Condorcet (Tableau historique des progres de Γ esprit humain, 1794) όπου συνοψίζεται υποδειγματικά η πορεία τής ανθρωπότητας μέσα από δέκα στάδια εξέλιξης, αρχίζοντας από τους χρόνους των πρωτογόνων και καταλήγοντας στο μέλλον, σε μια ιδανική κοινωνία.  Σε αυτή τη θεώρηση των πραγμάτων συνέτεινε και η θεωρία του Άγγλου Ε. Tylor «σχετικά με πλευρές του πολιτισμού που συνιστούν επιβιώσεις προγενέστερων σταδίων της εξέλιξης. Τα επιβιώματα αυτά που εντοπίζονται στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα και στον αγροτικό χώρο διατηρήθηκαν, [...] χάρη κυρίως στη δύναμη της συνήθειας. Η μελέτη τους τώρα μπορεί να γίνει μόνο εφόσον τοποθετηθούν στο ιδιαίτερο (και κατώτερο) στάδιο του πολιτισμού στο οποίο αντιστοιχούν και όχι στο (ανώτερο) στάδιο στο οποίο βρίσκονται/επιβιώνουν» (Τζάκης, 2002: 32-33).  Η λαογραφία, λοιπόν, ως επιστήμη θεμελιώνεται πάνω στην έννοια του πολιτισμικού δυϊσμού, αφού η διάκριση του πολιτισμού γίνεται είτε στη βάση αξιολογικών κρίσεων (ανώτερος- κατώτερος), είτε στη βάση τοπικών κριτηρίων (αγροτικός- αστικός), είτε στη βάση μιας ιστορικής προοπτικής (παραδοσιακός- σύγχρονος) (Κυριακίδου- Νέστορος, 1989: 87).


Μέσα σε τέτοια ιδεολογικά και πολιτικά συμφραζόμενα η ίδρυση του ελληνικού κράτους θα στηριχτεί στην αρχή των εθνικοτήτων που υπαγόρευε η διεθνής συγκυρία: το κάθε άτομο ανήκει και σε ένα έθνος, το κάθε έθνος έχει δικαίωμα στην πολιτική του αυτοδιάθεση. Η συνάρτηση, λοιπόν, της εθνικής ιδιαιτερότητας με την πολιτική αυτοδιάθεση θεωρούνταν αυτονόητη, αν και εφόσον καταδεικνυόταν επαρκώς η εθνική ιστορική ιδιαιτερότητα της καθεμιάς συλλογικότητας που διεκδικούσε την πολιτική της αυτοδιάθεση (Λέκκας, 1992: 85­-92 και 124-125).  Έτσι θα διαμορφωθεί το φαντασιακό ιδεολόγημα του νεόκοπου κράτους, που ήδη είχε προετοιμαστεί από τα χρόνια του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, και πιο πριν από την ανθρωπιστική παράδοση της Αναγέννησης, δηλαδή της ιστορικής συνέχειας που ερείδεται στην κοινή γλώσσα και στην καταγωγή από τους αρχαίους Έλληνες.[1] Ωστόσο, αυτό το ιδεολόγημα σύντομα θα τεθεί υπό αμφισβήτηση: ο Βαυαρός ιστορικός J.Ph.Fallmerayer θα προσβάλλει το κεντρικό του έρεισμα αμφισβητώντας την καταγωγή των Νεοελλήνων από τους αρχαίους Έλληνες.

Η θεωρία του Fallmerayer, διατυπωμένη για πρώτη φορά στον πρόλογο του πρώτου τόμου του έργου του Geschichte der Halbinsel Morea wädhrend des Mittelalters, που κυκλοφόρησε το 1830, σύμφωνα με την οποία οι Νεοέλληνες δεν κατάγονται από τους αρχαίους Έλληνες αλλά από διάφορα σλαβικά και αλβανικά φύλα, τα οποία, σταδιακά, από τον 6° έως και τον 10° αιώνα, κατέλαβαν τις περιοχές στις οποίες είχε ανθήσει ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός, και, άρα, αυτή η φυλετική επιμειξία είχε ως αποτέλεσμα τον εκσλαβισμό και τον εξαλβανισμό του αρχαίου ελληνικού κόσμου, προκάλεσε μεγάλη κρίση στη ταυτότητα των Νεοελλήνων, «καθώς η αμφισβήτηση της (αρχαιοελληνικής) καταγωγής τους έθετε, την ίδια στιγμή, ζήτημα προσδιορισμού της ταυτότητάς τους ως έθνους.  Οι απόψεις αυτές- και η αναστάτωση την οποία προκάλεσαν- θα σταθούν η αφορμή για την επαναπραγμάτευση και τον επαναπροσδιορισμό του ζητήματος της ιδιαιτερότητας και μοναδικότητας του ελληνικού έθνους» (Ροτζώκος, 1999: 221).  Έτσι, η ελληνική ιστορική επιστήμη και η λαογραφία θα θέσουν στο επίκεντρο των ερευνητικών τους ενδιαφερόντων την προσπάθεια απόκρουσης και κατάρριψης της θεωρίας του Fallmerayer.


Από την πλευρά της ελληνικής ιστοριογραφίας το ζήτημα θα τεθεί με όρους πολιτισμικούς: αφού ο ελληνισμός κατορθώνει και επιβιώνει ιστορικά, άρα, είναι διαχρονικός, ενιαίος και μοναδικός.  Στη βάση αυτού του επιχειρήματος θα οικοδομηθεί η αποκατάσταση της «ελληνικής ιστορικής συνέχειας», δηλαδή, η κατάδειξη της ενότητας του ελληνικού έθνους μέσα στους αιώνες (Βελουδής, 1982: 29 – 42 & 63 – 80).  Αρχίζει, λοιπόν, η επαναπραγμάτευση της βυζαντινής ιστορίας και η ένταξή της στην εθνική κληρονομιά (Δημαράς, 1977: 473 – 475), με πρωτοστάστες τον Ζαμπέλιο και τον Παπαρρηγόπουλο.  Ωστόσο, η στροφή προς το Βυζάντιο και η αναβάθμισή του δεν είναι απότοκο μόνο της θεωρίας του Fallmerayer: μια σειρά αιτιών και συστημικών παραγόντων, ήδη από το 1815 (Πολίτης, 1998: 50), οδηγούν τους Έλληνες λόγιους στην εγκατάλειψη του Διαφωτιστικού προτάγματος και στην προσχώρησή τους στη ρομαντική εθνικιστική ιδεολογία.


Ειδικότερα, η Ελληνική Επανάσταση διεξήχθη μέσα στο κλίμα της ευρωπαϊκής Παλινόρθωσης και αυτό είχε ως αποτέλεσμα την επιβολή της απολυταρχίας ως πολιτειακής μορφής του ελληνικού κράτους.  Παράλληλα, η θρησκευτική αναβίωση του 1830 και του 1850 σε συνδυασμό με την απειλή που αντιπροσώπευε για ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας ο εκδυτικισμός της θα οδηγήσουν σε μια έξαρση του εθνικισμού, ο οποίος θα βρει την έκφρασή του στη διατύπωση του δόγματος της Μεγάλης Ιδέας το 1844, σε μια εποχή που πυκνώνουν οι διεκδικήσεις των όμορων βαλκανικών κρατών.  Με την κληρονομιά της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας το ελληνικό έθνος νομιμοποιούσε τις επεκτατικές του βλέψεις (Κιτρομηλίδης, 1991: 63 – 70).  Σε αυτό το πλαίσιο ο ρομαντικός εθνικιστικός ιστορισμός θα σταθεί η αφετηρία που θα προσανατολίσει το αντικείμενο και τις μεθόδους των πρώτων ελλήνων λαογράφων. 


Βιβλιογραφία  

Βελουδής, Γ. Ο Jacob Phillip Fallmerayer και η γένεση του ελληνικού ιστορισμού. Αθήνα: 1982. 

Δημαράς, Κ. Θ. «Η ιδεολογική υποδομή του νέου ελληνικού κράτους. Η κληρονομιά των περασμένων, οι νέες πραγματικότητες, οι νέες ανάγκες». Στο: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. (Τ. ΙΓ'.). Αθήνα: 1977.

Κιτρομηλίδης, Π. «Ιδεολογικά ρεύματα και πολιτικά αιτήματα κατά τον Ελληνικό 19° αιώνα». Στο: Θέματα Νεοελληνικής Ιστορίας. Εισ.- επιμ. Γ. Β. Δερτιλής- Κ. Κωστής. Αθήνα-Κομοτηνή: 1991.

Κυριακίδου- Νέστορος, Αλ. Λαογραφικά Μελετήματα I. Αθήνα: 1989.

Πασχαλίδης, Γ. «Εισαγωγή στην έννοια του πολιτισμού». Στο: Εισαγωγή στον Ελληνικό πολιτισμό. Τ. Α'. Η έννοια του πολιτισμού. Όψεις του ελληνικού πολιτισμού. Πάτρα: 1999.

Πασχαλίδης, Γ. «Η πολιτισμική ταυτότητα ως δικαίωμα και ως απειλή. Η διαλεκτική της ταυτότητας και η αμφιθυμία της κριτικής». Στο: «Εμείς και οι «άλλοι». Αναφορά στις τάσεις και τα σύμβολα. Αθήνα: 2000.

Πολίτης, Αλ. Ρομαντικά χρόνια. Ιδεολογίες και νοοτροπίες στην Ελλάδα του 1830­1880. Αθήνα: 21998.

Ροτζώκος, Ν. «Η Νεοελληνική Εθνική Ιδεολογία και η Εθνική Ιστοριογραφία». Στο: Ελληνική Ιστορία. Τ. Γ'. Νεότερη και Σύγχρονη Ελληνική ιστορία. Πάτρα: 1999.

Τζάκης, Δ. «Για την ιστορία της ελληνικής λαογραφίας». Στο: Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα II: Οι Νεότεροι Χρόνοι. Τ. Α'. Ο Νεότερος Λαϊκός Βίος. Πάτρα: 2002.



Δημοτική και Αστικολαϊκή μουσική











[1] Η συγκρότηση, ωστόσο, της ελληνικής εθνικής ταυτότητας σε αναφορά με τους αρχαίους προγόνους και την κοινή γλώσσα άφηνε απ' έξω έναν μεγάλο ιστορικό ενδιάμεσο: το Βυζάντιο. «Οποιαδήποτε αναφορά από την πλευρά των Νεοελλήνων στην (ιστορική / πολιτισμική) συγγένεια τους με τους Βυζαντινούς θα υπονόμευε την προνομιακή θέση και ταυτότητα που διεκδικούσαν για τον εαυτό τους ως αυθεντικών απογόνων και κληρονόμων των αρχαίων» (Ροτζώκος, 1999:219).
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...