Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου 2021

[ποτέ αργός]


στον Πολ Λαφάργκ

είμαι τεμπέλης

τεμπέλης σε όλα

παραδέχτηκε ο ποιητής

πλην όμως

ποτέ αργός

στο ποτό στον έρωτα

και στη λεξιπλασία

 

Πέμπτη 23 Σεπτεμβρίου 2021

Πώς ο Φρόιντ έγινε βιβλιοφάγος!

 

Στα πολύ μικρά του χρόνια ο Φρόιντ δέχτηκε από τον πατέρα του ένα μάλλον αδικαιολόγητο από παιδαγωγική άποψη δώρο. Έδωσε σε αυτόν και τη μεγαλύτερη αδερφή του ένα βιβλίο με έγχρωμους πίνακες (που περιέγραφαν ένα ταξίδι στην Περσία) το οποίο θα μπορούσαν να το καταστρέψουν. Η μοναδική εικόνα εκείνης της περιόδου της ζωής του, γράφει ο Φρόιντ, που διατηρείται ανάγλυφα στη μνήμη του είναι η σκηνή όπου δυο κατευτυχισμένα παιδιά καταμαδούσαν  αυτό το βιβλίο, φύλλο το φύλλο.

Αυτή η παιδική σκηνή αποτέλεσε μια καλυπτική ανάμνηση (screen memory, δηλαδή μια παιδική ανάμνηση που χαρακτηρίζεται ταυτόχρονα από την ιδιαίτερη καθαρότητά της και την φαινομενική ασημαντότητα του περιεχομένου της. Αποτελεί έναν συμβιβαστικό σχηματισμό ανάμεσα σε απωθημένα στοιχεία και άμυνα) για τη μεταγενέστερη εκδήλωση της βιβλιοφιλίας του Φρόιντ.

Όταν ο Φρόιντ έγινε φοιτητής ανέπτυξε ένα πάθος για τη συλλογή και κατοχή βιβλίων. Έγινε βιβλιοσκώληκας!

Δεν άργησε να αντιληφθεί ότι τα πάθη εύκολα μας κάνουν να πάσχουμε. Γράφει στην Ερμηνεία των Ονείρων*: «Όταν ήμουν δέκα επτά ετών, είχε φουσκώσει το χρέος μου στο βιβλιοπωλείο και δεν είχα χρήματα για το εξοφλήσω, ενώ ο πατέρας μου δεν δεχόταν τη δικαιολογία ότι οι κλίσεις μου θα μπορούσαν να είχαν στραφεί σε κάτι χειρότερο.» 

 


*Φρόιντ, Σ. (1993). Η Ερμηνεία των Ονείρων. Μτφρ. Λ. Αναγνώστου. Αθήνα: Επίκουρος

 

Τετάρτη 15 Σεπτεμβρίου 2021

Η ρομαντική ποιήτρια Φωτεινή Οικονομίδου

Η Φωτεινή Α. Οικονομίδου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1849,[1] καταγόμενη από αρχοντική  οικογένεια λογίων, και πέθανε, νεότατη, το 1883 (28 Μαρτίου). Άλλωστε, όπως είχε προβλέψει και η ίδια σε κάποιο ποίημα της εναρμονισμένο με την ατμόσφαιρα της εποχής:

       έζησα χωρίς να ζήσω / Και θ’ αποθάνω την ζωήν προτού να την γνωρίσω[2]

Η ποιήτρια  Φωτεινή Οικονομίδου

 

Πρόκειται για μια από τις πιο σημαντικές ποιητικές φωνές του ελληνικού ρομαντισμού. Ο Παλαμάς την προσφωνούσε ως «Κόρη και Μούσα[3]» και ήταν αυτή, η πρώτη, που τον καθιερώνει, 16χρονο παιδί, ως ποιητή, με το ποίημα της «Τω νεαρώ ποιητή Κ. Π.».[4]

Η κριτική της εποχής της θα κάνει λόγο για θρηνητικά άσματα, με μια νοσηρή και θανάσιμη μελαγχολία, που εκφράζουν κάποιο ψυχικό άλγος. Η ίδια η ποιήτρια αναφέρεται σε κάποιον πόνο μυστικό που δεν θέλει να φανερώσει και προτιμά να τον αποκρύψει βαθιά μέσα της. Ωστόσο, το πλήρες παραπόνου άσμα της Οικονομίδου, γράφει η Καλλιρόη Παρρέν, είναι η ηχώ των στόνων όλων των ρομαντικών γυναικών της εποχής της και μέσα από τους στίχους της εκφράζει τους πόθους και τα πάθη όλων των γυναικών που οι προλήψεις της εποχής τις δεσμεύουν και τις περιορίζουν.[5] Μπορεί να ανιχνεύεται μια πένθιμη μονοτονία στην ποίησή της, αλλά είναι η πρώτη ποιήτρια που κατόρθωσε να εξωτερικεύει την ψυχική της απελπισία και οδύνη και να τη μετουσιώσει σε στίχους.

Ποιήματά της θα εμφανιστούν για πρώτη φορά το 1871 στο περιοδικό Ιλισσός των Θ. Αντωνιάδη και Ι. Χ. Κουρτέλη (Ντενίση, 2014)[6]. Θα δημοσιεύσει ποιήματα σε διάφορα άλλα λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής, αλλά όσο ζούσε δεν θα εκδόσει τα ποιήματά της σε κάποιο βιβλίο, εξαιτίας, ίσως, και της οικογενειακής αποδοκιμασίας των πρώτων ποιητικών δοκιμών της.

Τα «Υπομνήματα» αποδελτιώνουν τα 3 ποιήματα που δημοσιεύτηκαν το 1871 στον Ιλισσό και παραθέτουν ακόμα τρία ποιήματα της Οικονομίδου, δηλαδή το σύνολο των δημοσιευμένων ποιημάτων της σε αυτό το περιοδικό, του 1872 (τον Απρίλιο του 1872 θα κυκλοφορήσει και το τελευταίο τεύχος του περιοδικού)[7]

 

ΕΙΣ ΠΑΙΖΟΝ ΠΑΙΔΙΟΝ

Παιδίον, παίζε. φεύγουσι ταχύτεροι οι χρόνοι

Κ’ ίσως, ως τώρα, αύριον δεν θα σε τέρπουν μόνοι

Οι παιδικοί σου σύντροφοι, τ’ αθύρματά σου τα μικρά.

Αύριον πόθους τολμηρούς θα κλείῃ η ψυχή σου.

Θρασείς θα ήναι κι αυτοί ακόμ’ οι ρεμβασμοί σου.

Παιδίον, παίζε. ίπταται, ταχεία φεύγει η χαρά.

Ήδη γελά το χείλος σου, έχεις φαιδρόν το όμμα,

Η παρειά σου ανθηρά, του ρόδου έχει χρώμα,

Κ’ ενσαρκωμένη φαίνεσαι ευδαιμονία επί γης.

Ταχέως πλην η όψις σου, φευ! θέλει ωχριάσει,

Βάσκανος μοίρα την χαράν ταχέως θα σ’ αρπάσῃ,

Κ’ εκ των δακρύων θα σβεσθῃ ο οφθαλμός ο διαυγής.

Δεν θέλω μάντις να γενώ κακών, ουχί, παιδίον,

Τοιούτων πλην δι’ άπαντας εγνώρισσα τον βίον,

Και φεύγουσαν ως αστραπήν πάντοτε είδον την χαράν.

Τοιαυτ’ η ειμαρμένη μας να ζώμεν εν οδύνῃ,

Ωσεί πομφόλυξ έκαςος των πόθων μας να σβύνῃ,

Κ’ επάνω μας να φέρωμεν της δυςυχίας την αράν.

[Τῃ 20 Δεκεμβρίου 1871]

Ιλισσός, Δ, ΙΓ΄ (15 Νοεμβρίου 1871): 308

 

 

ΕΙΣ ΘΑΛΑΣΣΑΝ ΓΑΛΗΝΙΟΝ.

Ω θάλασσα, εισ’ άπιστος, απατηλή, δολία,

Όταν κυλίῃς ήρεμος τα λεία κύματά σου.

Και τότε έτι δειλιᾷ η νέα μου καρδία,

Και διαβλέπει κίνδυνον υπό τα ύδατά σου.

                             -

Ναι. κ’ η γαλήνη σου αυτή εγκρύπτει καταιγίδα.

Ποσάκις, ενώ ήρεμον επέπλεε το σκάφος,

Να το συντρίβουν άγρια τα κύματά σου είδα,

Και συ, στοιχείον άπιστον, συ να τω γείνῃς τάφος.

                                -

Κι όμως, η πιστή εικών συ του ανθρώπου είσαι:

Έχει στιγμάς καθώς και συ γαλήνης και ευδίας,

Αλλ’ όπως συ ταράττεσαι αγρίως και κινείσαι,

Ομοίως και ο άνθρωπος εγκλείει τρικυμίας.

                               -

Ναι. τρικυμίας φοβεράς, πολύ φοβερωτέρας

Αφ’ όλας σου, ω θάλασσα, τας μαύρας τρικυμίας,

Εγκλείει πάθη άγρια σκοτία μελαντέρας

Παρά τας του πυθμένους σου του αχανούς σκοτία.

                                 -

Ω! πόσους είδον μ’ ήρεμον με ήπιον το βλέμμα,

Κ’ εσκέφθην ότι κ’ ένδον των υπήρχεν η γαλήνη,

Και όμως η καρδία των απέσταζε, φευ! αίμα.

Κ’ εσπάρασσε το στήθος των αμείλικτος οδύνη!

                              -

Ναι. η γαλήνη η εκτός πολλάκις σάλους κρύπτει,

Κ’ υπό το χείλος το γελών εγκρύπτεται ο στόνος.

Τι αν από του οφθαλμού το δάκρυον δεν πίπτει;

Πολλάκις είναι άφωνος, είναι βωβός ο πόνος.

[10 Ιανουαρίου 1872]

Ιλισσός, Δ, ΙΔ΄(30 Νοεμβρίου 1871): 334

 

 

ΕΙΣ ΩΧΡΑΝ ΜΙΚΡΑΝ ΚΟΡΗΝ.

Κόρη, διατί τα ρόδα της μορφής σου της γλυκείας,

                              Αίφνης έγειναν ωχρά;

Πώς σ’ άφηκεν η φαιδρότης της μικράς σου ηλικίας

                             Και η πρώτη σου χαρά;

Μη κανέν εκ των πολλών σου απωλέσθη αθυρμάτων;

                             Κόρη διατί θρηνείς;

Πώς η λάμψις απεσβέσθη των ωραίων σου ομμάτων;

                              Πώς ο ήχος της φωνής

Καθώς πρότερον δεν είναι θορυβώδης ως παιδίου;

                               Διατί μελαγχολείς;

Διατί αι παρειαί σου ίχνη φέρουσι δακρύου;

                                 Πώς ολίγον ομιλείς;

Μη απώλεσας το τέκνον της μεγάλης σου πλαγγόνος΄

                                   Μη εθραύσθη η μικρά;

Πώς ως άνθος μαραμμένον υπό της πνοής χειμώνος

                                    Κλίνεις τόσον νεαρά;

Ή, εκ του κλωβού του μήπως εδραπέτευσ’ αιφνιδίως

                                     Το ωραίον σου πτηνόν;

Σπόγγισον το δάκρυ, κόρη, ο χρυσούς μας φεύγει βίος…

                                      Πλην ιδού προς ουρανόν

Σε συνέλαβον να αίρῃς ικετευτικόν το όμμα

                                       Ως εάν εζήτεις τι…

Μη ερυθριάς, παιδίον, άφες να ειπῇ το στόμα

                                         Ό,τι η ψυχή ζητεί…

 

Ιλισσός, Δ, ΙΣΤ΄(30 Δεκεμβρίου 1871): 381

 

 

ΔΙΑΤΙ ΣΙΓΑΣ;

                                            Τῷ ποιητῇ Α. Σ.

Ω! διατί η Μούσα σου σιγᾷ τοσούτον χρόνον;

Πώς; η φωνή της αγνοείς οπόσον μας ηδύνει;

Έκαστος φθόγγος σου μικρός σκεδάζει ένα πόνον

Και μιαν αλγηδόνα μας παν άσμα σου πραΰνει.

 

Της αηδόνος η φωνή δεν είναι γλυκυτέρα

Εντός οπόταν των δασών τους έρωτάς της ψάλλει.

Ας ακουσθῄ η εύθυμος μολπή σου η προτέρα,

Κ’ υπό χαρά ως πρότερον το στήθος σου ας πάλλῃ.

 

Λάβε την λύραν. τόνισον το άσμα σου και πάλιν

Τον ήχον να ακούσωμεν ποθούμεν της φωνής σου,

Εις τέρψεων παντοειδών – λησμόνησον την ζάλην

Το παρελθόν… τας λύπας σου, το άλγος της ψυχής σου.

 

Αφέθητι εις το παρόν… το παρελθόν λησμόνει,

Και πίε ύδωρ άφθονον της λήθης, εάν θέλῃς

Ευδαίμονες να ῥέωσιν αι ώραι σου, οι χρόνοι,

Απόλαυε το σήμερον. να αποθάνῃς μέλλεις…

[Ιούνιος 1870]

Ιλισσός, Δ, ΙΘ΄(15 Φεβρουαρίου 1872): 454 -455

 

 

Εις το λεύκωμα της εξαδέλφης μου Μ. Κ. ζητούσης μοι στίχους

Τι θέλεις; εις ανάμνησιν τους στίχους να χαράξω;

Και πώς λοιπόν; άνευ αυτών με αναμένει λήθη!

Ω άφες μάλλον, άφησον τα χείλη μου να φράξω,

Εκ στίχων την ανάμνησιν δεν θέλω την συνήθη.

 

Θέλω εντός του στήθους σου να άρχῃ η εικών μου,

Και τ’ όνομά μου πάντοτε να φέρῃς εις τα χείλη,

Να χύνῃς δάκρυ πύρινον δια τον χωρισμόν μου,

Το παν να ῇμαι δια σε, ουχί δε μόνον φίλη.

 

Ειμ’ αλαζών, και δεν μ’ αρκεί να μ’ ενθυμείσαι μόνον,

Δεν μοι αρκεί ν’ αναπολῇς ημέρας παρελθούσας.

Θέλω να κλαίῃς δι’ αυτάς εφ’ άπαντα τον χρόνον

Και δι’ αυτάς να λησμονῇς στιγμάς σου τας παρούσας.

 

Σχίσε τους στίχους. ῥίψετο μακράν το λεύκωμά σου,

Πληγώνει την καρδίαν μου η θέα του και μόνην.

Και αυτά έτι να κοσμώ ποθώ τα όνειρά σου

Και να εξέλθουν δι’ εμέ οι έσχατοί σου στόνοι.

[Αθήναι, 17 Απριλίου 1872]

Ιλισσός, Δ, ΚΒ΄(30 Μαρτίου 1872): 527

 

 

ΕΙΜΑΙ ΣΚΛΗΡΑ;

Ω! πόσοι με ονόμασαν ψυχράν, σκληράν καρδίαν,

Κ’ εγωισμού μ’ εκάλεσαν πρωτοφανούς ταμείον!

Ω! πόσοι με προσέβλεψαν με άκραν δυσπιστίαν

Και πόσοι μ’ είπον! – Η ροή σε τέρπει των δακρύων.

 

Εγώ σκληρά! μαρτύρησον συ, εσπερία αύρα,

Ποσάκις με συνήντησας στενάζουσαν και μόνη

Ποσάκις πλήθος δάκρυα να χύνω μ’ είδες μαύρα,

Δι’ εν θραυσθέν δενδρύλλιον, ή μίαν ανεμώνην!

 

Εγώ σκληρά! είπατε σεις, ω νύκτες, του χειμώνος,

Ποσάκις άθυμος, ρεμβή, πλησίον της εστίας

Ηγρύπνουν, - και παρήρχετο βραδύτατος ο χρόνος,

Εγώ, η κόρη της ψυχράς μητρός αναλγησίας!

 

Προς τι ηγρύπνουν; οι σκληροί αμέριμνοι κοιμώνται,

Ουδείς ταράττει λογισμός τους ύπνους των ή πόνος,

Μαυρ’ είναι νυξ και άγριοι οι άνεμοι μυκώνται

Προς τι εγώ να αγρυπνώ αναισθησίας γόνος!

Αναίσθητοι!... εγώ σκληρά και άσπλαχνος καρδία,

Εγώ, η μη γνωρίσασα ή να θρηνώ και στένω!

Τι αν ζητώ να φαίνωμαι αναίσθητος και κρύα,

Κ’ εις κροκοδείλου δάκρυα ανάλγητος αν μένω;

 

Σκληρά δεν είμαι. και αυτή με συγκινεί η θέα

Φονευομένου μύρμηκος υπό τα βήματά μου,

Στενάζω όταν πένθιμος προσκλίνῃ η ιτέα

Και ῥέουσιν ακράτητα, θερμά τα δάκρυά μου.

 

Οπόταν πένης στήκεται στενάζων επί κλίνης,

Οπόταν βρέφος έκθετον, αθώον, κλαυθμηρίζῃ,

Οπόταν κόρην ορφανήν οδούς σπαράσσῃ πείνης

Κ’ υπό το βάρος των ετών πρεσβύτης που γογγύζει!

Ιλισσός, Δ, ΚΓ΄(15 Απριλίου 1872): 550

 

Φωτεινή Α. Οικονομίδου


 

 

 



[1] Αλλού ως έτος γέννησής της δίνεται το 1855 ή το 1856, όπως στην Ανθολογία της Ταρσούλη (1951: 30).

[2] «Εις την ημέραν των γενεθλίων μου», Ποικίλη Στοά, Δ, 1884: 217.

[3] «συμπαθή και μουσόληπτον παρθένον, επίζηλον του νεωτέρου ημών Παρνασσού σέμνωμα».

[4] Το ποίημα μπορεί να το διαβάσει κανείς εδώ https://www.lifo.gr/various/den-epidioko-doxan-oyde-poiitrias-fimin. Το ποίημα γραμμένο τον Νοέμβριο του 1875 παρουσιάστηκε από τον Κωστή Παλαμά (ψευδώνυμο Ονολουλού) στη πολιτικοσατυρική εφημερίδα Μη χάνεσαι, 449 (2 Απριλίου 1883): 8. Αναδημοσιεύεται επίσης στην Ανθολογία Ελληνίδες Ποιήτριες 1857 – 1940 της Αθηνάς Ταρσουλή (1951: 31).

[5] Εφημερίς των Κυριών, Θ, 402 (11 Ιουνίου 1895).

[6] Ντενίση, Σ. (2014). Ανιχνεύοντας την «αόρατη» γραφή. Γυναίκες και γραφή στα χρόνια του ελληνικού Διαφωτισμού- Ρομαντισμού. Αθήνα: Νεφέλη.

[7] Για το περιοδικό Ιλισσός, βλ. http://pleias.lis.upatras.gr/index.php/ilissos/index

 

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...