Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2011

Αξιολόγηση της χρήσης των παρεχόμενων υπηρεσιών της βιβλιοθήκης του ΕΑΠ από φοιτητές εξΑΕ


του Κυριάκη Κωνσταντίνου 

Εισαγωγή

Το νέο κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον που δημιουργήθηκε ως απότοκο τόσο της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας όσο και της ανάπτυξης των τεχνολογιών της πληροφορίας και των επικοινωνιών σε συνάρτηση με την εδραίωση και παγίωση της δημοκρατίας (τουλάχιστον σε μεγάλο μέρος του δυτικού κόσμου) διαμόρφωσε τις προϋποθέσεις για την υιοθέτηση ευέλικτων εκπαιδευτικών μεθόδων, όπως είναι η εξ αποστάσεως εκπαίδευση (εφεξής εξΑΕ), με σκοπό την άρση των ανισοτήτων (κατά το δυνατόν) και την παροχή εκπαιδευτικών και μαθησιακών ευκαιριών σε όλους.  Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι βιβλιοθήκες των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων ανέπτυξαν λειτουργίες και υπηρεσίες με τέτοιο τρόπο ώστε να ανταποκρίνονται στις διαφοροποιημένες πληροφοριακές ανάγκες διαφορετικών κοινοτήτων χρηστών.

Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η αξιολόγηση της χρήσης των παρεχόμενων ψηφιακών υπηρεσιών των ακαδημαϊκών βιβλιοθηκών από τους φοιτητές εξΑΕ, χρησιμοποιώντας ως μελέτη περίπτωσης τη βιβλιοθήκη του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου (ΕΑΠ).   Έτσι, διατυπώνεται ο στόχος της έρευνας και ερμηνεύεται γιατί είναι σημαντική η διερεύνησή του.  Έπειτα σκιαγραφείται το θεωρητικό πλαίσιο της έρευνας και στη συνέχεια γίνεται μια προσπάθεια κριτικής ανάλυσης της βιβλιογραφίας ώστε στη βάση των ελλειμμάτων που παρουσιάζουν άλλες συναφείς έρευνες να θεμελιωθούν τα ερευνητικά ερωτήματα της προτεινόμενης (πιλοτικής) έρευνας. 
Ο στόχος της προτεινόμενης έρευνας
            Η αξιολόγηση της χρήσης των παρεχόμενων ψηφιακών υπηρεσιών των ακαδημαϊκών βιβλιοθηκών από τους φοιτητές εξΑΕ αποσκοπεί να διερευνήσει και να εξηγήσει το «τι» αξιολογείται, το «γιατί» είναι σημαντικό να αξιολογηθεί, από «ποιους» αξιολογείται και, τέλος, «πως» η αξιολόγηση συνεισφέρει στην κεκτημένη γνώση.  Η συγκεκριμένη έρευνα αποκτά ιδιαίτερη σημασία στο πλαίσιο της σύγχρονης εποχής, αφού η υπερπαραγωγή πληροφορίας δημιουργεί ζητήματα τόσο σχετικά με τη διαχείρισή της όσο και με την αξιοποίησή της.  Έτσι, οι υπηρεσίες που αναπτύσσουν οι βιβλιοθήκες των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων αποσκοπούν στην εξυπηρέτηση των διαφοροποιημένων πληροφοριακών αναγκών των διαφορετικών χρηστών, οι οποίοι επισκέπτονται τον δικτυακό τους τόπο με σκοπό να αντλήσουν πληροφορίες και υλικό, είτε για προσωπική χρήση είτε στο πλαίσιο των σπουδών τους.  Ειδικότερα, για τους φοιτητές εξΑΕ η χρήση των ψηφιακών υπηρεσιών λειτουργεί υποστηρικτικά ή και συμμετοχικά (Κόκκινος, 2005) στην εκπαιδευτική και ερευνητική τους δραστηριότητα. 
Το θεωρητικό πλαίσιο της προτεινόμενης έρευνας
            Τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα μια αλυσίδα αιτιακών παραγόντων, όπως άνοδος του κόστους εργασίας, μαζική είσοδος των γυναικών στην αγορά εργασίας, ανάγκη σε εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό, αλματώδη ανάπτυξη των επιστημών και της τεχνολογίας, θα καταστήσουν την αρχική τυπική εκπαίδευση ή κατάρτιση ανεπαρκή για όλο το «life span» του σύγχρονου ανθρώπου και θα επαυξήσουν την ανάγκη για συνεχή επιμόρφωση και ενημέρωση μέσα από την παροχή εκπαιδευτικών ευκαιριών.  Έτσι, διάφορα εκπαιδευτικά ιδρύματα και άλλοι σχετικοί φορείς θα ανταποκριθούν στο κοινωνικό αίτημα για ευέλικτα εκπαιδευτικά συστήματα και θα οργανώσουν με τη μεθοδολογία της εξΑΕ ολοκληρωμένους κύκλους  προγραμμάτων σπουδών, ώστε αφενός να ικανοποιήσουν ατομικές και κοινωνικές ανάγκες και αφετέρου να καλύψουν «ελλείμματα» σε γνώσεις και δεξιότητες που παρουσιάζονται στην αγορά εργασίας.
            Η δυναμική της εξΑΕ διαφαίνεται από μια έρευνα (ECAR Respondent Summary, 2003, σ. 2), η οποία αναφέρει πως το 70% των αμερικάνικων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων προσφέρουν εξΑΕ, ενώ σύμφωνα με στοιχεία του Centre National dEnseignement a Distance (CNED) στην Ευρώπη υπάρχουν περισσότεροι από 3000000 φοιτητές εγγεγραμμένοι σε προγράμματα εξ αποστάσεως σπουδών (Κόκκινος, 2005). Αυτές οι εξελίξεις διαμορφώνουν ορισμένες τάσεις στο σύγχρονο εκπαιδευτικό τοπίο, οι οποίες δεν θα μπορούσαν να αφήσουν ανεπηρέαστη την οργάνωση και λειτουργία των βιβλιοθηκών των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων, στη βάση του γεγονότος ότι η βιβλιοθήκη όχι μόνο υποστηρίζει αλλά και προωθεί, ενίοτε δε και «παράγει» εκπαιδευτικό και ερευνητικό έργο.
Τα ακαδημαϊκά ιδρύματα ακολουθώντας τις σύγχρονες τάσεις αναπτύσσουν εξ αποστάσεως εκπαίδευση.  Με τα υπολογιστικά κέντρα που διαθέτουν έχουν την υποδομή για να δρομολογήσουν προγράμματα εξ αποστάσεως εκπαίδευσης. Οι βιβλιοθήκες όμως είναι εκείνες οι οποίες πρέπει να διαχειριστούν το ψηφιακό περιεχόμενο αλλά και να παρέχουν πληροφόρηση και υποστήριξη.  Διακρίνονται δύο ορατοί και ταυτόχρονα βασικοί ρόλοι: α) ανάπτυξη και διαχείριση ψηφιακού περιεχομένου και β) παροχή υπηρεσιών πληροφόρησης.  Το ψηφιακό περιεχόμενο αποκτά βαρύνουσα σημασία στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση σε αντιδιαστολή με τη συμβατική εκπαίδευση και μάλιστα είναι σε θέση να προσελκύσει και περισσότερους χρήστες.   Παράλληλα, οι εξ αποστάσεως χρήστες της βιβλιοθήκης πρέπει να έχουν στη διάθεση τους τις ίδιες υπηρεσίες και επομένως τις ίδιες ευκαιρίες, όπως και οι συμβατικοί χρήστες.  Είναι σημαντικό στην εκπαίδευση από απόσταση να διατηρηθεί το σκεπτικό των προσαρμοσμένων υπηρεσιών προς το χρήστη (student-centered focus), όπως συμβαίνει και για τη συμβατική εκπαίδευση και τους χρήστες εντός πανεπιστημίου (on-campus).  Οι ανάγκες των χρηστών είναι οι ίδιες και στις δυο περιπτώσεις και επομένως και οι παρεχόμενες υπηρεσίες πρέπει να είναι και ισοδύναμες.
Έτσι, για να μπορέσουν οι ακαδημαϊκές βιβλιοθήκες να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις και τις ανάγκες της νέας εκπαιδευτικής πραγματικότητας πρέπει να υιοθετήσουν ορισμένες στρατηγικές[1], στο πλαίσιο της ευρύτερης πολιτικής των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων που τις στεγάζουν, ώστε να καλύπτουν τις ανάγκες των χρηστών με αποτελεσματικότητα.  Ωστόσο, οι εξ αποστάσεως υπηρεσίες που προσφέρουν οι βιβλιοθήκες ουσιαστικά αφορούν στην «ψηφιοποίηση» συμβατικών υπηρεσιών, όπως ο διαδανεισμός βιβλίων, η ηλεκτρονική αποστολή υλικού, τα ηλεκτρονικά αιτήματα πληροφόρησης και η πρόσβαση σε ψηφιακές πηγές (Barron, 2002, όπ. αναφ. στο Κόκκινος, 2005).  Παρόλα αυτά παρατηρείται μια τάση ώστε να αναπτυχθούν υπηρεσίες όπως εκμάθησης, επικοινωνίας, παροχής πρόσβασης και πληροφόρησης και συμβουλευτικής, ώστε να δοθεί προστιθέμενη αξία στην εξΑΕ (Argentati, 1999). 
            Στο πλαίσιο αυτό οι ακαδημαϊκές βιβλιοθήκες θα μπορούσαν να μετατραπούν σε ένα ολοκληρωμένο περιβάλλον μάθησης από απόσταση (Distance Learning Environment), έτσι ώστε να ολοκληρώνουν το εκπαιδευτικό έργο του ιδρύματος που ανήκουν και παράλληλα να καλύπτουν τις πληροφοριακές, ερευνητικές και επικοινωνιακές ανάγκες των χρηστών που τις χρησιμοποιούν.  Για να συμβεί αυτό θα πρέπει η ακαδημαϊκή βιβλιοθήκη «να στραφεί από την κατοχή στην πρόσβαση (from ownership to access) και από την εκ των υστέρων συμμετοχή στην εκ των προτέρων ανάμειξη στην εκπαιδευτική διαδικασία (from re-active to pro-active involvement)» (Austen, 1998, όπ. αναφ. στο Κόκκινος, 2005, σ. 131).  Έτσι, η λειτουργία της βιβλιοθήκης στη διεργασία της μάθησης θα εκπληρώνει τρεις επιμέρους στόχους: τον πρακτικό, τον πολιτιστικό και τον κοινωνικό ή διανοητικό (Marchionini & Maurer, 1995). 
Κριτική ανάλυση της βιβλιογραφίας
            Σκοπός της ανάπτυξης ψηφιακών υπηρεσιών από τις ακαδημαϊκές βιβλιοθήκες είναι η κάλυψη εκπαιδευτικών και πληροφοριακών αναγκών.  Για να διαπιστωθεί, ωστόσο, κατά πόσο η βιβλιοθήκη πληροί την αποστολή της, κρίνεται σκόπιμη η αξιολόγηση της ποιότητας και της διαχείρισης των παρεχομένων υποστηρικτικών υπηρεσιών προς το διδακτικό και ερευνητικό εκπαιδευτικό έργο, αλλά και προς τη δυνητική κοινότητα χρηστών που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τις πληροφορίες της.  Έτσι, μέσω της αξιολόγησης μπορούν να διερευνηθούν δύο κεντρικά ερωτήματα σχετικά με τα παραπάνω: γιατί να αξιολογούμε τις ψηφιακές υπηρεσίες των ακαδημαϊκών βιβλιοθηκών και τι αξιολογούμε σε αυτές.
            Ως προς το «γιατί» της αξιολόγησης θα μπορούσε κανείς να ορίσει πέντε άξονες: α) τη χρηστικότητα, τη λειτουργικότητα και τα (τυχόν) προβλήματα της βιβλιοθήκης, β) τις τεχνολογίες της βιβλιοθήκης, γ) την ικανοποίηση των αναγκών των χρηστών, δ) την ικανοποίηση της κοινότητας που απευθύνεται και ε) τον θεσμικός της ρόλος και την οργανωτική της αποστολή.  Ως προς το «τι» της αξιολόγησης θα μπορούσε κανείς να επισημάνει την ανάγκη αξιολόγησης των παρακάτω: εξοπλισμός και προγράμματα, πληροφοριακές διεργασίες, πληροφοριακούς πόρους, προϊόντα και υπηρεσίες, πληροφοριακές λειτουργίες, το περιβάλλον του πληροφοριακού συστήματος, το λογισμικό, την πληροφοριακή υπηρεσία κ.ά. (Τζεβελέκου, 2005).
            Έτσι, αρκετές εμπειρικές έρευνες εστιάζουν τα ερευνητικά τους ερωτήματα σε κάποια από τα προαναφερθέντα στοιχεία.  Για παράδειγμα, η έρευνα των Χατζημαρή, Ζουπάνου (2002) εξετάζει ζητήματα συμμετοχής των ακαδημαϊκών ελληνικών βιβλιοθηκών σε συνεργατικά δίκτυα, παροχής σε πηγές πληροφόρησης μέσω του Παγκόσμιου Ιστού, σε υπηρεσίες ενημέρωσης, εκπαίδευσης και πληροφόρησης κ.ά., με στόχο την ανάπτυξη νέων υπηρεσιών και την προώθηση της δυνατότητας πρόσβασης στις πληροφορίες για όλους, στο πλαίσιο της δια βίου μάθησης.  Η έρευνα της Παναγιώτογλου (2002) χρησιμοποιεί και αναλύει τα στοιχεία της έρευνας της British Library (1998) σχετικά με τη χρήση των προσφερόμενων βιβλιοθηκονομικών υπηρεσιών από τους φοιτητές ψηφιακής και εξ αποστάσεως εκπαίδευσης.  Η έρευνα της Λεκίδου (1999) παρουσιάζει με διαγράμματα την αποτελεσματικότητα των υπηρεσιών διαδανεισμού της Πολυτεχνικής Σχολής.  Η έρευνα του Kazmer (2002) επικεντρώνεται στις ανάγκες για υλικό, υποστήριξη, υπηρεσίες κ.ά. των φοιτητών εξΑΕ του πανεπιστημίου του Ιλλινόις και η έρευνα του Κόκκινου (2005) εξετάζει τη χρήση της βιβλιοθήκης του ΕΑΠ από τους εξΑΕ φοιτητές του πανεπιστημίου.
            Ο θεωρητικός προβληματισμός των διαφόρων εμπειρικών ερευνών επικεντρώνεται στον κοινό στόχο της συνεχούς βελτίωσης του επιπέδου των παρεχόμενων υπηρεσιών των ακαδημαϊκών βιβλιοθηκών προς τους δυνητικούς χρήστες και της ικανοποιητικής κάλυψης των πληροφοριακών αναγκών τους.  Για να επισυμβεί αυτό θα πρέπει το σύνολο των υπηρεσιών της βιβλιοθήκης να ανταποκρίνεται στα αιτήματα, ατομικά ή και ομαδικά, των χρηστών – «πελατών» της.  Έτσι, ο θεωρητικός προβληματισμός που επιστεγάζει τα περισσότερα ερευνητικά ερωτήματα σχετίζεται με την ποιότητα, την απόδοση και τη λειτουργικότητα των ψηφιακών υπηρεσιών των ακαδημαϊκών βιβλιοθηκών.  Στο επίκεντρο, αν όχι όλων, τουλάχιστον, των περισσότερων ερευνών βρίσκεται ο χρήστης και οι ανάγκες του.  Σκοπός των ψηφιακών υπηρεσιών των ακαδημαϊκών βιβλιοθηκών είναι να εξυπηρετήσουν όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερα την κάλυψη των αναγκών αυτών. 
Ωστόσο, στο σύνολο των εμπειρικών ερευνών διαπιστώνεται ο χαμηλός βαθμός διείσδυσης της βιβλιοθήκης στον πληθυσμό – χρήστη, ως αποτέλεσμα ελλιπούς πληροφόρησης (π.χ. Κόκκινος, 2005) ή και αρνητικών εικόνων, σχετικά με το βαθμό που θα μπορούσε η βιβλιοθήκη να εξυπηρετήσει τις ανάγκες τους.  Παράλληλα, διαπιστώνεται η ανάγκη για εκπαίδευση των χρηστών στις νέες τεχνολογίες που αναπτύσσουν οι βιβλιοθήκες και στην εκμάθηση των νέων υπηρεσιών, π.χ. του διαδανεισμού (Παναγιώτογλου, 2002).  Τέλος, διαπιστώνεται η ανάγκη για ανάπτυξη των πληροφοριακών πόρων της βιβλιοθήκης και της στελέχωσής της από κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό (Χατζημαρή – Ζουπάνος, 2002). 
Στο γνωστικό περιβάλλον της κοινωνίας της πληροφορίας ο ρόλος της ακαδημαϊκής βιβλιοθήκης αναβαθμίζεται και αποκτά ουσιαστική σημασία στη διαχείριση και χρήση της πληροφορίας.  Επίσης, η βιβλιοθήκη, μέσα σε ένα ψηφιοποιημένο περιβάλλον, αποδεσμεύεται από τοπικούς και χρονικούς περιορισμούς και μπορεί να υποστηρίξει το διδακτικό και ερευνητικό έργο όχι μόνο του ιδρύματος που τη στεγάζει αλλά και του συνόλου της εκπαιδευτικής και ακαδημαϊκής κοινότητας.  Για τους λόγους αυτούς οι περισσότερες εμπειρικές έρευνες αξιολόγησης της χρήσης των ψηφιακών υπηρεσιών των ακαδημαϊκών βιβλιοθηκών εξετάζουν ζητήματα σχετικά με την ικανοποίηση των χρηστών, τις παρεχόμενες υπηρεσίες και τις τεχνολογίες, αλλά και τα βιβλιοθηκονομικά χαρακτηριστικά και την «αρχειακή» λειτουργία της βιβλιοθήκης και θέτουν ως πρωταρχικό τους στόχο την ποιότητα και την ανάπτυξη των λειτουργιών και προγραμμάτων τους.    
Οι εμπειρικές έρευνες, που αναφέρθηκαν παραπάνω, καταφεύγουν στη στατιστική και στα ποσοστά για να ισχυροποιήσουν τα συμπεράσματα και τους ισχυρισμούς τους.  Από την άλλη, είναι αναπόφευκτη αναγκαιότητα οι δείκτες και οι μετρήσεις στο σύγχρονο διαφοροποιημένο εκπαιδευτικό περιβάλλον, αν πράγματι η έρευνα επιδιώκει να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα και να διαμορφώσει αποτελεσματικά κριτήρια και ισχυρές πολιτικές για την ανάπτυξη του συνολικού εκπαιδευτικού τοπίου. Έτσι, ακολουθούν την ποσοτική μέθοδο για τη διερεύνηση των ερωτημάτων που θέτουν, εκκινώντας από συγκεκριμένες υποθέσεις και στη βάση των συλλεγόμενων στοιχείων «βλέπουν» αν αυτές επιβεβαιώνονται ή αντίθετα διαψεύδονται.  Η φύση, δηλαδή, της ανάλυσης της πληροφορίας είναι «αναγωγική» (Γεωργίου,1999).    
Σε όλες τις εμπειρικές έρευνες οι ισχυρισμοί τεκμηρίωσης είναι δύο ειδών: περιγραφικοί και εξηγητικοί (Bird κ.ά., 1999).  Τα εργαλεία περιγραφής των δεδομένων είναι οι στατιστικοί πίνακες και τα διαγράμματα. Οι ερευνητές συνοδεύουν τα ποσοστικοποιημένα αποτελέσματα της έρευνάς τους με περιεκτικό σχολιασμό. Κάποιες από τις έρευνες κάνουν χρήση δευτερογενών δεδομένων (Παναγιώτογλου, 2002), ενώ οι υπόλοιπες (Kazmer, 2002.  Λεκίδου, 1999. Χατζημαρή – Ζουπάνος, 2002. Κόκκινος, 2005) χρησιμοποιούν στοιχεία που έχουν συλλέξει οι ίδιοι οι ερευνητές. 
Για παράδειγμα, η έρευνα της  British Library στηρίζεται σε δομημένο ερωτηματολόγιο (1998, όπ. αναφ. Παναγιώτογλου, 2002), όπως και η έρευνα του Κόκκινου (2005), το οποίο όμως περιείχε και ανοικτού τύπου ερωτήματα.  Για την έρευνα των Χατζημαρή – Ζουπάνου (2002) σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε βάση δεδομένων.  Για την έρευνα της Λεκίδου (1999) συλλέχθηκαν στοιχεία από το αυτοματοποιημένο σύστημα της βιβλιοθήκης.  Μόνο η έρευνα του Kazmer (2002) στηρίχτηκε σε συνεντεύξεις με τους φοιτητές σε μακρό χρόνο.   Για τους σκοπούς των ερευνών επιλέχθηκε ο πληθυσμός – στόχος από διαφορετικές κατηγορίες ατόμων ή ομάδων (π.χ. προπτυχιακοί φοιτητές, μεταπτυχιακοί κ.ά.).  Στη συνέχεια, ομαδοποιήθηκαν και κωδικοποιήθηκαν οι απαντήσεις και τέλος συντάχθηκε το report με τη λεπτομερή αναφορά των ευρημάτων και τα συμπεράσματα και τις προτάσεις της έρευνας.
Στο πλαίσιο της ποιοτικής αναβάθμισης των ψηφιακών υπηρεσιών των ακαδημαϊκών βιβλιοθηκών διαμορφώνονται και αναπτύσσονται δείκτες αποτίμησης και απόδοσης (πρόχειρα θα μπορούσε κανείς να συμβουλευτεί τους δείκτες που προτείνει η Μ.Ο.Β.Α.Π.)[2] που αφενός βοηθούν στην εξαγωγή συγκριτικών και συγκρίσιμων στοιχείων για τη λειτουργία των βιβλιοθηκών (βιβλιοθηκονομικά και οικονομικά: έκταση βιβλιοθήκης, θέσεις ανάγνωσης, προσωπικό, συλλογές, πληροφοριακό υλικό, στοιχεία μηχανοργάνωσης, χρηματοδότηση, δαπάνες κ.ά.) και αφετέρου δημιουργούν το πλαίσιο για να «ελέγχει» κανείς τι χρειάζεται να βελτιώσει έτι περαιτέρω.  Ωστόσο, όλοι αυτοί οι δείκτες σπάνια λένε κάτι για την ικανοποίηση των αναγκών των χρηστών.  Γι’ αυτό, ίσως, θα έπρεπε να διαμορφωθεί και ένα άλλο πλαίσιο αξιολόγησης με ανοικτού τύπου ερωτηματολόγια και συνεντεύξεις των χρηστών ή ακόμη και ομάδες συζητήσεων που θα εστίαζε στις ουσιαστικές ανάγκες των χρηστών (ευκολία πρόσβασης στο υλικό, διευρυμένο ωράριο λειτουργίας, τηλεφωνική υποστήριξη ή εναλλακτικά ασύγχρονη υποστήριξη κ.ά.).  Παράλληλα, σκόπιμο είναι να διοργανωθούν τακτικά σεμινάρια εκπαίδευσης των χρηστών στις νέες τεχνολογίες που χρησιμοποιούνται από τις βιβλιοθήκες και τις νέες μεθόδους αναζήτησης και έρευνας στο «σώμα» των πληροφοριακών πόρων που διαθέτει (πληροφοριακή παιδεία).
Η ψηφιακή βιβλιοθήκη είναι αρωγός και συμπαραστάτης τόσο του διδακτικού όσο και του ερευνητικού έργου.  Ιδιαίτερα στο online γνωστικό περιβάλλον της κοινωνίας της πληροφορίας και της ψηφιακής διδασκαλίας ή της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης καλείται να ανταποκριθεί στις υψηλές απαιτήσεις της νέας εποχής για να καλύψει τις εκπαιδευτικές και πληροφοριακές ανάγκες των χρηστών της.  Έτσι, πρέπει να αναπτύξει τις υποδομές της, την «αρχειακή» της λειτουργικότητα και, ταυτόχρονα, να «προσαρμοστεί» στα καινούργια αιτήματα της εποχής.
Τα ερευνητικά ερωτήματα της προτεινόμενης έρευνας
            Στη βάση του παραπάνω σχολιασμού διαπιστώνεται η χαμηλή διείσδυση των ψηφιακών υπηρεσιών στους φοιτητές εξΑΕ και διατυπώνονται ορισμένες προτάσεις για την ανάπτυξη της διεπαφής ανάμεσα στους χρήστες και στη βιβλιοθήκη, ώστε δυνητικά ολοένα και μεγαλύτερο μέρος των φοιτητών εξΑΕ να γίνουν χρήστες των παρεχόμενων υπηρεσιών και να ικανοποιούν τις ανάγκες τους τόσο σε πληροφοριακό όσο και σε ερευνητικό ή εκπαιδευτικό επίπεδο.  Η σχεδιαζόμενη (πιλοτική) έρευνα στοχεύει μέσα από τη συλλογή δεδομένων με δομημένες συνεντεύξεις και την ανάλυση περιεχομένου των δεδομένων (Cohen & Manion, 1994) να διερευνήσει αν πράγματι οι φοιτητές εξΑΕ χρησιμοποιούν και σε ποιο βαθμό της ψηφιακές υπηρεσίες των ακαδημαϊκών βιβλιοθηκών, για ποιους λόγους η διείσδυση είναι (αν πράγματι είναι) χαμηλή και τις στάσεις τους απέναντι σε αυτές.  
            Τα ερωτήματα που θα τεθούν σχετικά με την αξιολόγηση των χρήσεων και των χρηστών αφορούν σε ζητήματα όπως: ποιος είναι ο χρήστης, τι ενδιαφέρει τον χρήστη, πώς αναζητά ο χρήστης τις πληροφορίες που χρειάζεται και γιατί αναζητά αυτές τις πληροφορίες.  Το ερώτημα «ποιος» σχετίζεται με δημογραφικά δεδομένα. Οι χρήστες μπορεί να είναι είτε εσωτερικοί στο σύστημα της ψηφιακής βιβλιοθήκης είτε εξωτερικοί.  Στην περίπτωση των εξωτερικών χρηστών υπάρχουν διαφορετικά επίπεδα στην πυραμίδα της πληροφόρησης: πρωτοβάθμιας, δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, οι επαγγελματίες χρήστες, οι υψηλού επιπέδου πανεπιστημιακοί, οι ερευνητές χρήστες.  Ακολουθώντας αυτή την κατάταξη των δημογραφικών δεδομένων κάθε χρήστη η αξιολόγηση εστιάζει στον τύπο του χρήστη και στη κατανομή του ανάμεσα στα διάφορα επίπεδα.  Το ερώτημα «τι» αφορά την περιοχή ενδιαφέροντος του χρήστη. Αυτό είναι το κύριο σημείο της χρήσης μιας ψηφιακής βιβλιοθήκης. Στην αξιολόγηση θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί η κατανομή των περιοχών ενδιαφέροντος ως κριτήριο.  Το τρίτο σημείο σχετίζεται με την ερώτηση «πώς», δηλαδή με τους τρόπους που οι χρήστες αναζητούν τις πληροφορίες.  Οι χρήστες μπορούν να υιοθετήσουν  δύο κυρίως στρατηγικές. Η πρώτη μέθοδος αφορά την άμεση αναζήτηση του αντικειμένου, κατά βάση μέσω μεγάλων μηχανών αναζήτησης, για το τον προσδιορισμό συγκεκριμένων κομματιών πληροφορίας.  Η δεύτερη μέθοδος αφορά την «παραδοσιακή» διαδικασία περιπλάνησης.   Στη στρατηγική αυτή μπορεί να περιλαμβάνονται πιο συστηματικές προσεγγίσεις, μπορεί ο χρήστης να χρησιμοποιεί ένα ταξινομικό σχήμα, ώστε να περιορίσει την περιπλάνηση.  Για το σκοπό της αξιολόγησης μπορεί να ληφθεί υπόψη η κατανομή των χρηστών ανάμεσα σε αυτές τις μεθόδους.  Τέλος, ο λόγος για τον οποίο ο χρήστης κάνει την αναζήτηση μπορεί να θεωρηθεί ως απάντηση στο «γιατί».  Για κάποιους χρήστες μπορεί η αναζήτηση πληροφοριών να είναι  απλά ευχαρίστηση ή ενδιαφέρον, για κάποιους άλλους η πληροφόρηση μπορεί να είναι αντικείμενο κριτικής ανάλυσης εκπαιδευτικών ή ερευνητικών σκοπών, ενώ για άλλους πάλι μπορεί η αναζήτηση πληροφοριών να είναι σημαντική για τη σύνθεση νέων εργασιών μέσω της παραπομπής, του σχολιασμού και της επεξήγησης.  Για το σκοπό της αξιολόγησης μπορεί να φανεί χρήσιμο κριτήριο η κατανομή των χρήσεων ανάμεσα σ΄ αυτές τις κατηγορίες.
Ειδικότερα, για να προσεγγιστεί κατά το δυνατόν ο σκοπός της έρευνας, δηλαδή η αξιολόγηση της χρήσης των ψηφιακών υπηρεσιών της βιβλιοθήκης του ΕΑΠ από τους φοιτητές εξΑΕ, θα αναλυθεί σε μερικότερους στόχους ώστε να γίνει ευκολότερη η προσπέλασή του.  Έτσι, θα διερευνηθούν ερωτήματα σχετικά με το:
Α) κατά πόσο είναι εύκολη η χρήση των ψηφιακών υπηρεσιών της βιβλιοθήκης του ΕΑΠ,
Β) κατά πόσο είναι ικανοποιημένοι από το πληροφοριακό και εκπαιδευτικό συμπληρωματικό υλικό που αναζητούν (και αν αναζητούν πράγματι) κατά τη διάρκεια των σπουδών τους,
Γ) πως αξιολογούν την υπάρχουσα λειτουργία των ψηφιακών υπηρεσιών της βιβλιοθήκης,
Δ) κατά πόσο θεωρούν πως η βιβλιοθήκη παρέχει εκπαιδευτικό έργο.
Στη βάση των παραπάνω αξόνων θα τεθούν μερικότερα ερωτήματα ώστε τα υποκείμενα της έρευνας να μπορέσουν να εκφράσουν τις αντιλήψεις και τις γνώμες τους σχετικά με τις παρεχόμενες ψηφιακές υπηρεσίες της βιβλιοθήκης του ΕΑΠ και παράλληλα να διατυπωθούν οι ανάγκες τους (σε υλικό; σε υποστήριξη; σε υπηρεσίες;) και να διαπιστωθεί αν αυτές καλύπτονται από το υπάρχον πλαίσιο λειτουργίας της βιβλιοθήκης. Έτσι, θα διερευνηθούν οι κάτωθι μεταβλητές:
Α1) της προσαρμοστικότητας των υπηρεσιών στην ευκολία του χρήστη,
Α2) των τρόπων επικοινωνίας των χρηστών με τις ψηφιακές υπηρεσίες της βιβλιοθήκης (διεπαφή),
Α3) του ωραρίου λειτουργίας της βιβλιοθήκης και την επάρκεια του χρόνου δανεισμού ή ανάκτησης της πληροφορίας,
Α4) της ενημερότητας των χρηστών για το εύρος των παρεχόμενων υπηρεσιών,
Β1) της αναζήτησης συμπληρωματικού υλικού κατά τη διάρκεια των σπουδών τους,
Β2) τι είδους υλικό αναζητούν (βιβλία, άρθρα, λογισμικό κ.ά.),
Β3) ποια υπηρεσία επισκέπτονται συχνότερα,
Β4) για ποιους άλλους λόγους επισκέπτονται τη βιβλιοθήκη,
Β5) της διαθεσιμότητας του υλικού για on ή off line χρήση,
Β6) της δυνατότητας να φωτοτυπήσουν το υλικό που αναζητούν,
Β7) της ικανοποίησης από την αναζήτησή τους,
Β8) της βοήθειας που λαμβάνουν στην προσπάθεια ανάκτησης μιας πληροφορίας,
Γ1) την επάρκεια των συλλογών και των άλλων πληροφοριακών πηγών (βάσεις δεδομένων, ψηφιακός κατάλογος περιοδικών, διαδανεισμός κ.ά.),
Γ2) την ευκολία πρόσβασης και πρόσκτησης του υλικού,
Γ3) της ικανοποίησης από τη χρήση,
Γ4) της ενημέρωσης για τις παρεχόμενες υπηρεσίες,
Δ1) της παροχής εκπαιδευτικού και ερευνητικού έργου από τις βιβλιοθήκες,
Δ2) της σημασίας των εφαρμοζόμενων εκπαιδευτικών τεχνικών στη χρήση της βιβλιοθήκης,
Δ3) της θετικής ή αρνητικής χρήσης της βιβλιοθήκης στην εκπαιδευτική διαδικασία και
Δ4) της αναγκαιότητας ανάπτυξης των ψηφιακών υπηρεσιών της βιβλιοθήκης στην εξΑΕ.
Θα πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί πως η εμπειρική έρευνα είναι πιλοτική και ως εκ τούτου ο πληθυσμός αναφοράς δεν εξασφαλίζει αντικειμενικότητα καθώς τα αποτελέσματα αφορούν στα συγκεκριμένα υποκείμενα της έρευνας (συνολικά στο πλαίσιο της έρευνας ερωτήθηκαν, με τη τεχνική της ημι-δομημένης συνέντευξης με ανοικτού τύπου απαντήσεις, πέντε φοιτητές εξΑΕ).  Άλλωστε η έννοια της εγκυρότητας και της αξιοπιστίας σε μια εμπειρική έρευνα, η οποία ακολουθεί την ποιοτική μεθοδολογία, έχει να κάνει περισσότερο με τη κατάθεση απόψεων και γνωμών από τον βιωματικό και εμπειρικό κόσμο των υποκειμένων που συμμετέχουν στην ερευνητική διαδικασία και άρα θα πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη οι μεταβλητές του χρόνου και του χώρου της έρευνας καθώς και άλλων παραγόντων, όπως η συναισθηματική κατάσταση των υποκειμένων τη δεδομένη στιγμή, παλαιότερες εμπειρίες τους από τη χρήση βιβλιοθηκών κ.ά.  
            Έτσι, η προτεινόμενη έρευνα θα σχεδιαστεί στη βάση των παραπάνω ερωτημάτων και θα διερευνήσει καταρχήν την πληροφοριακή παιδεία (information literacy) των εμπλεκομένων ώστε να διαπιστωθούν ανάγκες και ελλείμματα και να προταθούν τρόποι αντιμετώπισής τους, με την ανάπτυξη δεξιοτήτων (life skills) μέσα από μια σειρά σχεδιασμένων και στοχευμένων δράσεων.  Παράλληλα, θα διερευνηθούν ουσιαστικές ανάγκες των φοιτητών της εξΑΕ τόσο σε πληροφοριακό υλικό όσο και σε υπηρεσίες ώστε να αναπτυχθούν οι πληροφοριακές υπηρεσίες των ψηφιακών ακαδημαϊκών υπηρεσιών (reference services) και οι εκπαιδευτικές τους πηγές (learning resources). 
Συμπεράσματα
         Η σχεδιαζόμενη (πιλοτική) έρευνα στοχεύει να αξιολογήσει τη χρήση των παρεχόμενων ψηφιακών υπηρεσιών των ακαδημαϊκών βιβλιοθηκών από τους φοιτητές εξΑΕ.  Στο πλαίσιο του νέου διαφοροποιημένου εκπαιδευτικού περιβάλλοντος, και καθώς ολοένα αυξάνεται ο αριθμός των ανθρώπων που επιλέγουν να εκπαιδευτούν με τη μέθοδο της εξ αποστάσεως μάθησης, οι βιβλιοθήκες οφείλουν να αναπτύξουν λειτουργίες και υπηρεσίες τέτοιες που να ανταποκρίνονται στη νέα (ψηφιακή και εικονική) πραγματικότητα.  Έτσι, θα πρέπει να διαμορφώσουν πολιτικές και στρατηγικές «φιλικές» προς τον χρήστη και, παράλληλα, υποστηρικτικές και συμμετοχικές.  Ωστόσο, από την επισκόπηση της βιβλιογραφίας διαφάνηκε πως ακόμη δεν έχει επιτευχθεί ο επιθυμητός βαθμός διεπαφής ανάμεσα στη βιβλιοθήκη και τον χρήστη.  Γι αυτό η έρευνα στοχεύει να διερευνήσει τους πιθανούς λόγους και τα αίτια αυτής της «απόστασης», σε μια σειρά από παράγοντες που αφορούν τόσο τον χρήστη όσο και τις παρεχόμενες υπηρεσίες. 
Βιβλιογραφία
Argentani, C. (1999). “Library – University Partnerships in Distance Learning”. 65th IFLA Council and General Conference, Bangkok, Thailand, August 20 –28. Διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο: http://www.ifla.org/IV/ifla65/papers/084-165e.htm (04/01/2008).
Βαρσαμίδου, Α., Ρες, Γ. (2007). Αναγκαιότητα – σημαντικότητα της αξιολόγησης στα Ανοικτά Πανεπιστήμια – Προτεινόμενο αξιολογικό μοντέλο του διοικητικού μηχανισμού και των Υπηρεσιών Βιβλιοθήκης του ΕΑΠ. 4th International Conference in Open and Distance Learning. Forms of Democracy in Education: Open Access and Distance Education. Αθήνα: Προπομπός, σ. 267 – 273.
Bird M., Hammersley M., Gomm R., Woods P., (1999). Εκπαιδευτική Έρευνα στην πράξη. Εγχειρίδιο Μελέτης. Πάτρα: ΕΑΠ.
Γεωργίου, Δ. (1999). T. Q. C. Καλλιέργεια της Ολικής Ποιότητας ως μοχλού ανάπτυξης των Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών. Στο Διημερίδα με θέμα: Στατιστική και Ολική Ποιότητα Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών, 19 – 20 Νοεμβρίου. Διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο: http://mopab.lib.uoi.gr/activities/activitiesgre01.pht#2. (31/10/2007). 
Γεωργίου, Π. (1999). «Συνεχής Παρακολούθηση και Αξιολόγηση της Ποιότητας Παροχής Υπηρεσιών: Αναγκαιότητα, Παράμετροι, Μέθοδοι – Αξιοποίηση στοιχείων στα πλαίσια της Στρατηγικής Ανάπτυξης και Καθημερινής Λειτουργίας της Βιβλιοθήκης». Στο Διημερίδα με θέμα: Στατιστική και Ολική Ποιότητα Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών, 19 – 20 Νοεμβρίου. Διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο: http://mopab.lib.uoi.gr/activities/activitiesgre01.pht#2. (31/10/2007).
Coen, L., Manion, L. (1994). Μεθοδολογία Εκπαιδευτικής Έρευνας (4η έκδοση). Αθήνα: Μεταίχμιο.

Δημητρόπουλος, Ε. Γ. (52004). Εκπαιδευτική Αξιολόγηση.  Η Αξιολόγηση της Εκπαίδευσης και του Εκπαιδευτικού Έργου. Αθήνα: Γρηγόρης.
ECAR Respondent Summary (2003). Evolving Campus Support Models for E Learning Courses
Ζάχος, Γ. Κ. (1999). Έρευνα χρήσης των Βιβλιοθηκών του Πανεπιστημίου των Ιωαννίνων. Στο Διημερίδα με θέμα: Στατιστική και Ολική Ποιότητα Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών, 19 – 20 Νοεμβρίου. Διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο: http://mopab.lib.uoi.gr/activities/activitiesgre01.pht#2. (31/10/2007).
HeadLine Newsletter (1999). What do users want from the hybridlibrary? HeadLine Newsletter. Διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο: http://www.headline.ac.uk (20/04/2008).
Kazmer, M. M. (2002). «Distance education students speak to the library: here’s how you can help even more». The Electronic Library, vol. 20, no. 5, pp. 395 – 400.
Κόκκινος, Δ. (2005). Πολιτικές παροχής εξ αποστάσεως εκπαίδευσης από τις Ακαδημαϊκές Βιβλιοθήκες στον ευρωπαϊκό χώρο. Διπλωματική εργασία. Αθήνα.
Λεκίδου, Μ. (1999). Διαχείριση Στατιστικών Στοιχείων Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών. Στο Διημερίδα με θέμα: Στατιστική και Ολική Ποιότητα Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών, 19 – 20 Νοεμβρίου. Διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο: http://mopab.lib.uoi.gr/activities/activitiesgre01.pht#2. (31/10/2007).
Marchionini, G. & Maurer, H. (1995). “The Roles of Digital Libraries in Teaching and Learning”. Communications of the ACM, vol. 38, no.4 (April 1995), pp. 67 – 75.
Νικολοπούλου, Β. (1999). Συλλογή Στατιστικών Στοιχείων Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών 1998 – 1999. Στο Διημερίδα με θέμα: Στατιστική και Ολική Ποιότητα Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών, 19 – 20 Νοεμβρίου. Διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο: http://mopab.lib.uoi.gr/activities/activitiesgre01.pht#2. (31/10/2007).
Παναγιώτογλου, Π. (2002). Υπηρεσίες των Σύγχρονων Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών προς τους Φοιτητές Ψηφιακής και Εξ Αποστάσεως Εκπαίδευσης. Σύγχρονη Βιβλιοθήκη, 18, 16 – 22.
Roes, H. (2001). “Digital Libraries and Education: Trends and Opportunities”. DLib Magazine, vol. 7, no. 7/8. Διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο: http://www.dlib.org/dlib/july01/roes/07roes.html (31/10/2007).
Rosenberg, M. J. (2001). E- learning, Strategies for delivering knowledge in the digital age. Mc Graw Hill.
SCONUL (2004). Information support for eLearning: principles and practice.  Διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο: http://www.sconul.ac.uk/pubs_stats/pubs/Information_Support_for_eLearning_Final.pdf (02/04/2008).
Τζεβελέκου, Κ. (2005). Ψηφιακές Βιβλιοθήκες. Η Μέτρηση της Ποιότητας Υπηρεσιών στις Ψηφιακές Βιβλιοθήκες. Διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο: http://dlib.ionio.gr/ctheses/0405tab522k/tzevelekou_DLQuality.ppt (10/11/2007).
Χατζημαρή, Σ. & Ζουπάνος, Σ. (2002). Οι υπηρεσίες των ελληνικών επιστημονικών βιβλιοθηκών σε απομακρυσμένους χρήστες μέσω του παγκόσμιου ιστού: μια πρώτη καταγραφή. Σύγχρονη Βιβλιοθήκη, 13, 31 – 43.         

           




[1] Για μια σύνοψη των στρατηγικών που θα μπορούσαν να υιοθετήσουν οι ακαδημαϊκές βιβλιοθήκες βλ. Roes, H. (2001).



[2] Βλ. δικτυακό τόπο: http://www.mobap.gr

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...