Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2016

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Το Κρυφό Μανδράκι (1906)

Αποτέλεσμα εικόνας για αλέξανδρος παπαδιαμάντης 
 
Χριστούγεννα ποὺ ἔμελλαν νὰ κάμουν τὴν χρονιὰν ἐκείνην οἱ χριστιανοί, οἱ ἄνθρωποι τοῦ χωριοῦ! Ἂν ἐπερίμεναν ἀπὸ τὸν μπαρμπα-Στάθην τὸν Γροῦτσον μὲ τὴν βάρκαν του, τὴν πολλάκις καλαφατισμένην* καὶ πισσωμένην, νὰ τοὺς φέρῃ ἀρνιὰ νὰ φᾶνε! Οἱ καιροὶ ἦσαν τόσον ἀκατάστατοι, μὲ ὅλα τὰ χιόνια ποὺ εἶχε ρίξει γύρω στὰ βουνὰ ― ἕως τὴν παραθαλασσίαν, στὴν ἄμμο τοῦ γιαλοῦ εἶχαν καταβῆ τὰ χιόνια. Καὶ μέσα στὸ χωρίον εἶχε πιάσει τὸ χιόνι. Καὶ ὅλαι αἱ στέγαι τῶν οἰκιῶν, ἀπὸ πλάκες ἢ ἀπὸ κεραμίδια, εἶχον καλυφθῆ ἀπὸ παχὺ λευκὸν στρῶμα. Καὶ εἰς ὅλους τοὺς δρόμους καὶ τὰ σοκάκια τοῦ χωριοῦ εἶχε σωρευθῆ γόνα τὸ χιόνι πρὸς μεγάλην χαρὰν τοῦ Μιχαλιοῦ τῆς Μερεγκλίνας καὶ ὅλων τῶν ξυπολύτων παιδιῶν τῆς γειτονιᾶς, ὁποὺ δὲν ἄφησαν γριὰν ἢ νέαν, ἢ κορίτσι ἢ παιδὶ ποὺ νὰ φορῇ παπούτσια νὰ περάσῃ, χωρὶς νὰ τῆς σπάσουν τὴν στάμναν, ἢ νὰ τὴν στραβώσουν στὸ ἕνα μάτι, ἢ τὴν κουφάνουν ἀπὸ τὸ ἕνα αὐτὶ μὲ τοὺς τεραστίους καὶ πολὺ σφιχτοὺς βώλους χιόνος, ὁποὺ ἐξεσφενδόνιζον ἐναντίον των. Ἐκολλοῦσαν μεγάλες μπάλες ἀπὸ χιόνι, τὰς ἐξώγκωναν ἐπ᾿ ἄπειρον, καὶ τὰς ἐσώρευον μπροστὰ στὴν αὐλὴν τῆς Μερεγκλίνας· ὁ Μιχαλιός, ὅστις εἶχε παιδιόθεν μέγα δαιμόνιον πλαστικῆς, ἐσχεδίαζεν ἕνα πελώριον κολοσσὸν εἰς σχῆμα ἀνθρώπου ― Τούρκου ἢ λευκοῦ Ἀράπη, μὲ τὸ σαρίκι καὶ μὲ τὴν τσιμπούκα του. Ἀκολούθως ἐπῆρεν ἀπὸ τὸ κατώγι τὴν «στάφνη», ναυπηγικὴν μπογιὰν ἀπὸ κοκκινόχωμα τοῦ πατρός του τοῦ μαστρο-Γιώργου τοῦ Μερεγκλῆ, κ᾿ ἐζωγράφιζε κόκκινον τὸν λευκὸν Ἀράπην ― κόκκινα μάτια, κόκκινα φρύδια, κόκκινα γένεια καὶ μαλλιά, κόκκινην καπόταν καὶ βράκαν, ὅλα κατακόκκινα. Ἦτο φοβερὸν τὴν θέαν τὸ τέρας ἐκεῖνο τῆς ἐκ χιόνος ἀνδριαντοποιΐας.

Μὲ αὐτὸν τὸν καιρὸν ἐβγῆκε τὴν νύκτα, βαθιὰ πρὸ τῆς χαραυγῆς, ἀπὸ τὸ σπιτάκι του, σιμὰ στὸν αἰγιαλόν, ὁ μπαρμπα-Στάθης ὁ Γροῦτσος, φορῶν τοὺς ναυτικοὺς μαμτζάδες*, ἤτοι τὰ ὑψηλὰ ἄνω τοῦ γόνατος ὑποδήματά του, κατέβη μὲ βαρὺ βῆμα, τρῖζον ἐπὶ τῆς χιόνος εἰς τὴν ἀποβάθραν, ἔσυρε τὴν μπαρούμα τῆς βάρκας του, ἐπήδησε μέσα, κ᾿ ἐξύπνησε τὸν δεκαπεντούτην υἱόν του, τὸν Στεφανήν, ὅστις ἐκοιμᾶτο πολὺ ζεστὰ ὑποκάτω στὴν πλώρην τῆς βάρκας.

― Σήκω, παιδί μ᾿, παιδί μ᾿! Στεφανή, σήκω, Στεφανή!
Τὸν ἔσεισε βιαίως, κ᾿ ἐτράβηξε τὴν τσέργα* νὰ τὸν ξεσκεπάσῃ.
― Σῦκο! εἶπε μέσα στὸν ὕπνον του ὁ Στεφανής. Καὶ ποῦ βρέθηκε τὸ σῦκο;
―Ἐκεῖ ποὺ θὰ πᾶμε, Στεφανή, εἶπεν ὁ γερο-Γροῦτσος, θὰ βρῇς πολλὰ σῦκα νὰ φᾷς, Στεφανή! Ἀκόμα καὶ κοκκόσες* θὰ βρῇς, γιὰ νὰ κάμῃς σουτζούκια.
Ὁ γερο-Γροῦτσος ἐμιμεῖτο ἐδῶ τὴν διάλεκτον τῶν κατοίκων τοῦ χωρίου τοῦ Πηλίου, πρὸς τὴν ἀκτὴν τοῦ ὁποίου ἐσκόπευε νὰ ταξιδεύσῃ· κοκκόσες ὠνόμαζαν ἐκεῖ τὰ καρύδια.
*
* *
Ὁ Στεφανὴς ἐσηκώθη, ἐκρύωσεν, ἐζεστάθη. Ἔπιασε τὸ κουπί. Ὁ γέρων εἶχε σηκώσει ἤδη τὸ σίδερο, τὴν ἄγκυραν τῆς βάρκας, κ᾿ ἔκαμε τὸ πανί, ἔπιασε τὴν σκόταν κ᾿ ἐκάθισεν εἰς τὴν πρύμνην νὰ κυβερνήσῃ. Ὁ ἄνεμος, ἄστατος, ἐφαίνετο νὰ εἶναι μᾶλλον γραῖος, ἢ νὰ κλίνῃ πρὸς τὸν λεβάντην, αὐτὸ τὸ πρωί. Ἄμποτε νὰ τὸν ἐπήγαινε σορόκον. Τὸν γερο-Γροῦτσον δὲν τὸν ἔμελεν ἂν θὰ ἔρριχνε βροχὴν ἢ νερόχιονον ― διὰ νὰ ψηλώσῃ πάλιν τραμουντάνα, νὰ πέσῃ ἄλλο χιόνι αὔριον τὸ πρωί. Ἤρκει νὰ μποροῦσε ν᾿ ἀρμενίσῃ πρύμα.

Ἔκαμψαν τὸ Καλαμάκι, παρέπλευσαν τὶς Κουκουναριές, ἔφθασαν εἰς τὴν Ἁγίαν Ἑλένην, τὴν δυτικωτέραν ἀκτήν. Ἑπτὰ ἢ ὀκτὼ μιλίων διάστημα. Εἶχαν νὰ πλεύσουν ἀκόμη ἄλλο τόσον, διὰ νὰ φθάσουν εἰς τὸν ἀντικρινὸν μικρὸν ὅρμον, τὸν Πλατανιᾶν, παρὰ τὴν ἄκραν τῆς Σηπιάδος. Ἀλλ᾿ ἐκεῖ τὸν ηὗραν μαΐστρον κατάμπροστα.

Ὁ γερο-Στάθης, εἶχε περιπλεύσει μὲ αὐτὴν τὴν βάρκαν, τὴν πολλάκις καλαφατισμένην καὶ πισσωμένην, καὶ μὲ ἄλλας πρὸ αὐτῆς, ἑκατοντάκις αὐτὴν τὴν νῆσόν του, εἶχεν ἐπισκεφθῆ τρισεκατοντάκις ὅλας τὰς γειτονικὰς ἀκτὰς καὶ τοὺς ὅρμους. Καὶ δὲν ἵδρωνεν εὔκολα τὸ μάτι του. Ἐμαϊνάρισε τὸ πανί, κ᾿ ἐδοκίμασε νὰ πλεύσῃ μὲ τέσσαρα κουπιά, δύο χειριζόμενος αὐτός, καὶ δύο ὁ υἱός του, ἐναντίον τοῦ ἀνέμου. Ἀλλ᾿ ὁ μαΐστρος ἐφαίνετο ὅτι τὸν ἐσυνερίζετο κ᾿ ἐθύμωνε περισσότερον. Ὅσον ἐδοκίμαζε νὰ προχωρήσῃ αὐτός, τόσον τὸν ἐξέπεφτεν* ὁ ἄνεμος, φουρτούνα, κιαμέτ*.

Ἐδοκίμασε νὰ λοξοδρομήσῃ ὀλίγον πρὸς λίβα, διὰ νὰ προσπαθήσῃ νὰ ὑπερφαλαγγίσῃ τὸν ἄνεμον, μὲ ἡμιαναπεπταμένον τὸ πανί. Ἀλλ᾿ ὁ ἄνεμος τώρα ἐγίνετο σχεδὸν πονέντης, ἐτρέπετο πρὸς δυσμάς, κ᾿ ἐτίναζε τὰ κύματα εἰς τὴν πλώρην καὶ εἰς τὴν πλευρὰν τῆς βάρκας, κ᾿ ἐμαγκάνιζεν* ὅλην τὴν σκάφην, κ᾿ ἔπνιγε τὸν μπαρμπα-Στάθην καὶ τὸν υἱόν του, φουρτούνα, ξίδι!

Ἐμαϊνάρισε πάλιν, κ᾿ ἐδοκίμασε μὲ τὰ κουπιά, νὰ «τοῦ πάρῃ τὸ χνῶτο» τοῦ ἀνέμου, ἐκ τοῦ ἀντιθέτου μέρους, πρὸς ἀνατολάς. Ἀλλ᾿ ἡ σκάφη ἐκλυδωνίζετο μέχρις ἀγωνίας κ᾿ ἐκινδύνευε νὰ συντριβῇ καθ᾿ ἑαυτὴν πρὶν προφθάσῃ νὰ βουλιάξῃ. Θάλασσα, κιαμέτ!
*
* *
Ὁ γερο-Γροῦτσος ἀνέκρουσε πρύμνην. Ἦτο παραμονὴ Χριστουγέννων, καὶ εἶχε λογαριάσει νὰ ἐπιστρέψῃ, πρὶν ξημερώσῃ ἡ ἑορτή, εἰς τὴν νῆσόν του, διὰ νὰ φέρῃ εἰς τὸν Γιάννην τὸν Μπόζαν, τὸν χασάπην, τὰ ὀλίγα ἀρνιά, τὰ ὁποῖα εἶχεν ἐμπιστευθῆ ἐκεῖνος εἰς ἕνα κολλήγαν του, εἰς τὰ πέρα χωρία, ὅπως χρησιμεύσουν διὰ τὴν ἑορτήν. Καὶ τώρα ἐβασίλευεν ὁ ἥλιος τῆς παραμονῆς, ἥλιος λοξὰ βαδίζων βραχὺν δρόμον εἰς μίαν ἄκρην τ᾿ οὐρανοῦ, καὶ αὐτὸς ἄπρακτος καὶ ντροπαλὸς ἐπόδιζεν εἰς μίαν ἔρημον ἀκτὴν τῆς νήσου του. Ὤ, ἐκεῖ ἦτο πεπρωμένον νὰ κάμῃ Χριστούγεννα, τὴν χρονιὰν ἐκείνην!
*
* *
Ἐνύχτωσε, κι ὁ γερο-Ντανάκιας μαζὶ μὲ τὴν κόρην του τὴν Βασώ, κορασίδα ἕνδεκα χρόνων, εἶχε κλεισθῆ εἰς τὴν καλύβην του πλησίον εἰς τὴν ἔρημον ἀκτὴν τῆς Τουρκόβιγλας, βορειότερον ὀλίγον ἀπὸ τὴν Ἁγίαν Ἑλένην. Ἡ κόρη εἶχεν ἀνάψει τὸν λύχνον, κ᾿ ἐπῆρε νὰ πλέξῃ τὴν κάλτσα της. Ὁ πατήρ της τῆς εἶπε:
― Δὲ δουλεύουν ἀπόψε· ξημερώνει Χριστούγεννα.
Ἡ μικρὴ ἀφῆκε τὴν κάλτσα της καὶ εἶπε:
― Κ᾿ εἶν᾿ ἀλήθεια, πατέρα, πὼς ἔρχονται τώρα οἱ καλλικαντζάροι;
―Ἀκοῦς ἐκεῖ! ὄρεξη νά ᾽χῃς· μιλιούνια.
― Εἶναι τόσοι πολλοί; εἶπε μὲ φρίκην ἡ κόρη. Καὶ τί κάνουν;
― Φωλιάζουν στὶς καπνοδόχους… φτύνουν ἀπάνω στὶς σοῦβλες μὲ τὸ γουρουνίσιο κρέας… Δέρνουν τὰ μικρὰ κορίτσια, ὅσα δὲν κάνουν φρόνιμα.
―Ἀλήθεια;
―Ἔρχονται καὶ χτυποῦν τὶς πόρτες, τὴν νύχτα…
Μόλις εἶπε τὴν λέξιν αὐτὴν ὁ Ντανάκιας, κ᾿ ἡ πόρτα τῆς καλύβης ἐκρούσθη βιαίως· ντούκ! ντούκ!
Τῆς μικρῆς Βασῶς τὸ αἷμα ἐπάγωσεν. Ὁ πατήρ της ὁ ἴδιος τὰ ἐχρειάσθη.
―Ἀνοῖξτε! εἶπεν ἀνδρικὴ χονδρὴ φωνή. Εἴμαστε καλοὶ ἄνθρωποι.
Ὁ Ντανάκιας ἐδίστασεν. Εἶτα ἔλαβε θάρρος, ἀφοῦ ἐπίστευεν ὅτι δὲν ἦσαν καλλικάντζαροι.
― Ποιοὶ εἶστε;
― Εἶμ᾿ ἐγώ, ὁ μπαρμπα-Στάθης ὁ Γροῦτσος, ὁ καϊκτσής, κι ὁ Στεφανὴς ὁ γυιός μου.
Ὁ Ντανάκιας ἤνοιξε τὴν θύραν, εἰσῆλθεν ὁ γερο-Γροῦτσος καὶ ὁ υἱός του.
― Καλῶς σᾶς ηὕραμε!
― Καὶ ποῦ βρεθήκατε δῶ, στὸ Μανδράκι; ἠρώτησεν ὁ χωρικός.
Μανδράκι ἐκαλεῖτο γραφικῶς ὁ μικρὸς θαλάσσιος ὁρμίσκος, μία ἀγκάλη ὡραία τῆς ἀκτῆς, μὲ χαμηλὴν ὄχθην γύρω-γύρω, ὁμοιάζουσα πράγματι μὲ μάνδραν αἰγοβοσκοῦ μὲ τὸν γυρτὸν φράκτην της. Ἡ καλύβα τοῦ Ντανάκια ἀπεῖχε δέκα βήματα ἀπὸ τὸ Μανδράκι.
― Ποῦ σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο; ἐπανέλαβεν ὁ ἐρημίτης.
Ὁ Ντανάκιας ἐκατοίκει ἐκεῖ ἐντὸς μεγάλου κτήματος τὸ ὁποῖον ἐξάνοιγε* κ᾿ ἐκαλλιέργει ὁ ἴδιος, ὡς κολλήγας καὶ συνιδιοκτήτης μὲ ἕνα ἄνθρωπον τῆς πόλεως. Σπανίως ἔβλεπεν ἐκεῖ ἐπισκέπτας, καὶ μάλιστα τὴν νύκτα.
Ὁ μπαρμπα-Στάθης ὁ Γροῦτσος διηγήθη τὴν μικρὰν Ὀδύσσειάν του.
― Καὶ τώρα θὰ κάμουμε μαζὶ Χριστούγεννα ἐδῶ στὴν ἐρημιά;
― Κατὰ πῶς φαίνεται, ἐστέναξεν ὁ γερο-Ντανάκιας! Κ᾿ ἔτσι δὲν ἔχετε ἀρνιὰ κάτω στὸ χωριό;
― Ποῦ νὰ τὰ βροῦμε;
― Καὶ γιατί δὲ σφάζουν φραγκόκοττες, πατέρα; ἠρώτησεν ἡ μικρὴ Βασώ.
Ὅλοι ἐγέλασαν.
Ὁ Στεφανής, πρὶν εἰσέλθωσιν εἰς τὴν καλύβην, εἶχεν ἀκούσει γρυλλισμὸν ἐκεῖ πλησίον, καὶ εἶχε διακρίνει ἀμυδρῶς εἰς τὸ σκότος μίαν γουρούναν δεμένην εἰς ἕνα παλούκι, μὲ τὰ χοιρίδιά της.
― Πατέρα, εἶπεν ἀνήσυχος, κρυφὰ εἰς τὸ οὖς τοῦ μπαρμπα-Στάθη, ἔρχεσαι νὰ κλέψουμε τὴ γουρούνα μὲ τὰ γουρουνόπουλα, νὰ τὴν πᾶμε στὸ χωριό;… καὶ νὰ ποῦμε τοῦ Μπόζα, νά, αὐτὰ ηὕραμε, αὐτὰ σοῦ φέρνουμε!
― Σιώπα!
Ὣς τόσον, κατὰ τὸ «δίδου σοφῷ ἀφορμήν», ὁ μπαρμπα-Στάθης ἐσοφίσθη, καὶ εἶπεν εἰς τὸν Ντανάκιαν:
― Νὰ μὴ σοῦ βρίσκονται τίποτε ἀρνάκια, Γιάννη;
― Εἶχα δυὸ-τρία.
― Μοῦ τὰ δίνεις;… νὰ πάω ἀσπροπρόσωπος στὸ χωριό;… γιὰ νὰ σοῦ σηκώσω καὶ σένα τὸ βάρος, γλήγορα.
― Θὰ φύγουμε ἀπ᾿ τὴ ζεστασιά, πατέρα;… Φουρτούνα, κιαμέτ!
―Ὅπου εἶναι τώρα, θὰ μπονατσάρῃ.
― Καὶ θὰ τὰ πληρώσῃς, καπετὰν Στάθη; Ἔχεις λεπτά;
Ὁ Στάθης ἐξεκομβώθη, κ᾿ ἐξήγαγε μίαν σακκούλαν ἀπὸ τὸν κόλπον του, κρεμαμένην ἀπὸ τὸν τράχηλον. Ἔβγαλε πέντε ἢ ἓξ ἀργυρᾶ τάλληρα.
― Νά, πάρε, Γιάννη.
Ὁ Ντανάκιας ἔτρεξε, κ᾿ ἔφερε τ᾿ ἀρνιά, ὅσα εἶχε.
Ὁ Στάθης ὁ Γροῦτσος τὰ ἐμβαρκάρισε, καὶ ἀπέπλευσε μὲ τὸν υἱόν του. Ὁ ἄνεμος εἶχε κοπάσει. Ἔβαλαν πλώρην διὰ τὸ μεσημβρινὸν χωρίον, ὅπου ἔφθασαν εἰς τὰς δύο μετὰ τὰ μεσάνυκτα ― τὴν ὥραν ὅπου ἡ χαρμόσυνος κλαγγὴ τῶν κωδώνων ἐκάλει τοὺς πιστοὺς εἰς τὴν νυκτερινὴν Ἀκολουθίαν τῶν Χριστουγέννων.


Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2016

[τρία χαϊκού]


1. Στεγνό ποτάμι

στις όχθες του επάνω

κείται μια δάφνη



2. Ούτε μια σκέψη

ολόκληρο πρωινό

που ν' ανασαίνει 



3. Πικρή Ελένη

κουφάρια ξεχειλίζει

τυφλό ποτάμι

Roni Horn, Untitled (from the series Still Water (The River Thames, for Example)), 1999



Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2016

Κουβάρια ονείρων





Ζαρωμένοι από τον φόβο και την ανασφάλεια άνθρωποι στις σκιές της γωνίας περιμένουν να τραφούν με τα αποφάγια που πέφτουν από τα τραπέζια των ισχυρών.
Μόλις τελειώσουν τα αφεντικά το δείπνο τους, οι ζαρωμένοι από τον φόβο και την ανασφάλεια άνθρωποι κάνουν τη λάντζα, σφουγγαρίζουν το πάτωμα και έπειτα τρώνε λαίμαργα το λιγοστό και κρύο φαγητό τους από ένα σκουριασμένο κονσερβοκούτι.
Καμιά φορά καπνίζουν κιόλας ένα τσιγάρο.
Ή βλέπουν από το μικρό τους φεγγίτη ένα κομμάτι ουρανό.
Καμιά φορά πάλι –φροντίζουν τα αφεντικά για αυτό- διασκεδάζουν με πληγωμένες μουσικές και πλαστική ελευθερία.
Κλειδωμένοι μέσα στο μικρό τους κελί.
Που είναι ο κόσμος τους.
Μικρός.
Και σε ένα μικρό κόσμο, μόνο μικρά όνειρα μπορούν να κάνουν.
Ο καθένας και το μικρό του όνειρο.
Που δεν τολμά να το μπερδέψει με το όνειρο του άλλου.
Να κάνουν ένα κοινό κουβάρι από όνειρο.
Λίγο μεγαλύτερο.
Και ακόμα μεγαλύτερο.
Που να μην χωρά πια στο κελί τους.
Να σπάσει τους τοίχους.
Να ξεχυθεί από τα παράθυρα.
Να πλημμυρίσει τη χώρα.
Να ανεβεί στον ουρανό.
Σαν καπνός από κερί της προσευχής.
Ένας ουρανός δεκτικός και μεγάλος.
Γιατί το κουβάρι όνειρο ολοένα και μεγαλώνει.
Και άλλα όνειρα μπερδεύονται μαζί του.
Και άλλα κουβάρια όνειρα.
Και άλλα.
Από όλα τα μέρη της γης.
Και οι άνθρωποι παύουν πια να είναι ζαρωμένοι και ανασφαλείς και φοβισμένοι.
Και αποκτούν ολοένα και περισσότερα ανθρώπινα χαρακτηριστικά.
Και ο ουρανός μεγαλώνει και μεγαλώνει και μεγαλώνει.
Και χαμόγελο ανθίζει στα πρόσωπα των ανθρώπων, και μάτια και αυτιά.
Και κυλά ξανά στο σώμα τους αίμα.
Και επιθυμία να ζήσουν.
Όχι ζαρωμένοι και φοβισμένοι.
Όχι με αποφάγια.
Αλλά να ζήσουν.
Κάτω από τον μεγάλο ουρανό.
Που χωρά τα κουβάρια όνειρα όλων των ανθρώπων.
Από κάθε μεριά της γης.
Άνθρωποι που επιθυμούν να ζήσουν τη ζωή τους.
Αυτή τη μικρή ζωή τους.
Όπως επιθυμούν οι ίδιοι όμως κι όχι τα αφεντικά.
Όχι ζαρωμένοι, ανασφαλείς και φοβισμένοι.
Όχι με δανεικά όνειρα από τα αφεντικά.
Αλλά με τα δικά τους κουβάρια όνειρα.
Όλοι μαζί, ενωμένοι και ασφαλείς και χορτασμένοι.
Επειδή μπορούν.
Γιατί είναι πολλοί μαζί.
Και τα αφεντικά λίγα.
Και επειδή
άλλη ζωή, εξόν από αυτή, να ζήσουν δεν έχουν…

Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2016

[γλώσσες ονείρων]


περίπου κάθε δυο βδομάδες

μας λένε οι επιστήμονες πως

χάνεται και μια γλώσσα από τον κόσμο μας.

πόσο μικραίνει η πραγματικότητα

πόσο φτωχαίνει έτσι

ο κόσμος των ονείρων

Oskar Kokoschka, The dreaming boys, 1908


Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2016

Ανθρωποτρίμματα




Η συντηρητική συναίνεση, στα μέσα προς τέλη της δεκαετίας του ’90, των σοσιαλιστικών κομμάτων και η στροφή προς τον σοσιαλφιλελευθερισμό διαμόρφωσαν τις προϋποθέσεις για την άγρια νεοφιλελεύθερη επέλαση, η οποία σάρωσε στο διάβα της κάθε έννοια κοινωνικής δικαιοσύνης, ισότητας και πολιτικής ελευθερίας. 
Ήδη από τις προηγούμενες δεκαετίες, γύρω στα ’70 και ’80, είχε ξεκινήσει, με προμηθευτές τα ΜΜΕ και τις θεωρίες του μάρκετινγκ, η διάχυση μιας ατομικιστικής ιδεολογίας, η οποία αποπολιτικοποιούσε και παθητικοποιούσε κάθε εν δυνάμει αντίσταση σε αυτήν, προβάλλοντας καταναλωτικές εικόνες ηδονισμού και ευωχίας. 
Παράλληλα, μετακύλιε την ευθύνη κάθε έλλειψης στο άτομο, το οποίο δεν ήταν αρκετά ικανό, έξυπνο, άριστο κτλ. για να έχει όλα τα καλά ‘του Αβραάμ και  του Ισαάκ’ που του προσφέρονται απλόχερα από τις αγορές και αρκεί να απλώσει το χέρι του για να τα απολαύσει. 
Σταδιακά, τα άτομα αναδιπλώνονται στον ιδιωτικό τους μικρόκοσμο, σε μια μικροκάψουλα ιδιωτικής ασφάλειας, πολιτικής απάθειας και γενικευμένου κομφορμισμού, ενδιαφέρονται για τα ιδιωτικά τους αγαθά και αδιαφορούν για τα κοινά, τα οποία, με τη συναίνεση διεφθαρμένων κυβερνώντων, καρπώνονται μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες.  
Η εκχώρηση όμως της ελευθερίας για την ασφάλεια θα έχει δραματικές συνέπειες.  Καθώς οι πολυεθνικές εταιρείες μονοπωλούν τις αγορές –και επομένως την οικονομία – τις αναγορεύουν ως τον μοναδικό θεό στον οποίο όλοι -άτομα, κράτη και κυβερνήσεις- πρέπει να θύουν. Έτσι, τα μονοπώλια με τη δυνατότητα ανεξέλεγκτης κίνησης κεφαλαίων και πόρων διαβρώνουν και απορρυθμίζουν σύνορα και έθνη, κατορθώνουν να κατεδαφίζουν δικαιώματα εργασίας, ασφάλειας και ελευθερίας, και ταυτόχρονα να έχουν καταστροφικές συνέπειες στο οικοσύστημα και στο περιβάλλον.  
  
Η αγορά, η νέα θεότητα του σύγχρονου κόσμου, αποικειοποιεί το φαντασιακό των ατόμων και υπαγορεύει –από μόνη της ή εξυπηρετώντας τα συμφέροντα κάποιων;- τους όρους του παιχνιδιού.  Ενός παιχνιδιού που καλεσμένοι δεν είμαστε όλοι, αλλά μόνο λίγοι, λιγότεροι παίζουν και ακόμη πιο λίγοι κερδίζουν.
Οι υπόλοιποι –τρίμματα και περιττοί- δεν χωρούν στο γήπεδο και πρέπει να αποβληθούν. 
Στην αρχή αποβάλλονται άνθρωποι από χώρες εξωτικές, στην άλλη πλευρά του κόσμου, Χιλή, Νικαράγουα, Ισημερινός… Αργότερα, ολοένα ακούγονταν ονόματα πιο οικεία και χώρες πιο κοντινές που κι αυτές απέβαλαν ανθρώπους γιατί ήταν περιττοί, δεν χωρούσαν στο γήπεδο. 
Ως την ημέρα που η κρίση –το άλλο πρόσωπο της αγοράς- ενέσκηψε και στη δική μας χώρα και ζητούσε να αποβάλουμε ανθρώπους…
Και εμείς αποβάλλουμε… γιατί ακόμα δεν ήρθε η σειρά μας να αποβληθούμε από το γήπεδο και επειδή έχουμε ξεχάσει τι θα πει να οργανώνεσαι, να αντιδράς, να διεκδικείς, να αντιστέκεσαι…
Γιατί οι άνθρωποι δεν είναι νούμερα στους ογκούμενους τραπεζικούς λογαριασμούς κάποιων, δεν είναι οικονομία, δεν είναι τρίμματα.
Οι άνθρωποι είναι αυτοί που μέσα από την αλληλεγγύη και τη συντροφικότητα, μέσα από την αγάπη, μπορούν να διαμορφώσουν μια νέα συναίνεση, ένα καινούριο παιχνίδι που να τους χωρά όλους.  Με συγκρούσεις και πολιτικές διαμάχες, όπως είναι φυσικό, αλλά όχι με σχέδια εξαθλίωσης και φυσικής εξόντωσης του Άλλου.
Επειδή ο Άλλος είναι Εγώ. 

Hieronymus Bosch, The last judgement (detail)


  
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...