Η Ηλέκτρα στον Αισχύλο και στο Σοφοκλή
του
Κώστα Κυριάκη
Εισαγωγή
Ο μύθος, ως κώδικας που μεταφέρει αρχέτυπα, εξαρτάται
από το εκάστοτε πολιτισμικό και ερμηνευτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο
ενεργοποιείται, διαφορετικά κάθε φορά, και επομένως αντιστέκεται στην ερμηνεία,
αφού κάθε αποκωδικοποίησή του είναι σαν να τον κωδικοποιεί ξανά.[1]
Τον μύθο της Ηλέκτρας, με ουσιαστικές παραλλαγές, πραγματεύτηκαν
και οι τρεις τραγικοί, έτσι ώστε ο καθένας να παρουσιάσει το δικό του
επιχείρημα ανάλογα με τις κρατούσες κοινωνικές, πολιτικές και ηθικές αντιλήψεις της δεδομένης
ιστορικής στιγμής. Ο
Αισχύλος εστιάζει στην απόδοση δικαιοσύνης μέσα από το δίπολο ύβρις – τίσις, ο
Σοφοκλής στη φιλοσοφική έννοια της δίκης, ως αποκατάσταση της
διαταραγμένης τάξης του κόσμου, και ο Ευριπίδης στην ατομική ευθύνη και στην
απομυθοποίηση θεών και ηρώων.[2] Και
οι τρεις, ωστόσο, χρησιμοποιούν το μυθικό πρότυπο με σκοπό να ιχνηλατήσουν τη σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο.
Από τη
Λαοδίκη[3] στην Ηλέκτρα: το
μυθολογικό υλικό
Η τραγική ποίηση αντλούσε κατά κύριο λόγο το θεματολογικό της
υλικό από τους ηρωικούς μύθους του απώτερου παρελθόντος. Πηγές της ήταν η επική παράδοση (Όμηρος,
Ησίοδος, επικός κύκλος), η λυρική ποίηση (αρχαϊκός λυρισμός, Πίνδαρος,
Βακχυλίδης), αλλά και οι τοπικοί μύθοι που αποτελούσαν το σώμα μιας προφορικής
παράδοσης και ενός πολιτισμού πριν από τη γραφή.[4]
Οι ηρωίδες του μύθου μορφοποιούν τέσσερις αρχετυπικές ιδέες
που μοιάζουν να αποτελούν τις βασικές συνιστώσες της έννοιας γυναίκα για την
αρχαιοελληνική σκέψη: τον έρωτα, τη
θυσία, τη δύναμη και τη γνώση. Η Ηλέκτρα,
στην τραγική παράδοση, μορφοποιεί το θέμα της θυσίας «που συμπλέει απόλυτα με
την ιδέα της γυναίκας που προσφέρεται και αναλώνεται, υπακούοντας στις επιταγές
και τους νόμους της πατριαρχίας, όπως αυτές εκφράζονται μέσα από την
συγγένεια».[5]
Η Ηλέκτρα, κόρη του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμήστρας, είναι
συνδεδεμένη με την τελευταία φάση του μύθου για τον οίκο των Ατρειδών, την
εκδίκηση δηλαδή του Ορέστη για τον φόνο του πατέρα του από την μητέρα του και
τον Αίγισθο. Αν και σποραδικές αναφορές
στην τραγική μοίρα του Αγαμέμνονα απαντούν ήδη στα ομηρικά έπη (Οδύσσεια,
α35-43, 293-302, γ193-200, 255-316, δ90-92, 514-537, λ405-434), η Ηλέκτρα
απουσιάζει και από την Ιλιάδα και από την Οδύσσεια. Το ίδιο συμβαίνει και με τα ποιήματα του
επικού κύκλου.[6] Η πρώτη αναφορά στο όνομα τής Ηλέκτρας, ως μια από τις κόρες του Αγαμέμνονα
και της Κλυταιμήστρας, βρίσκεται στο έργο του Ησιόδου Γυναικών Κατάλογος
(απ.23a15 Merkelbach-West). Το πρώτο σημαντικό
βήμα για τη διαμόρφωση του μύθου των Ατρειδών, έτσι όπως παραδίδεται από την
αττική τραγωδία, πραγματοποιείται από το λυρικό ποιητή Στησίχορο (7ος/6ος
αι. π.Χ.), ο οποίος συνέθεσε μια Ορέστεια, που, όπως φαίνεται από τα
σωζόμενα αποσπάσματα, επηρέασε τους τραγικούς σε μεγάλο βαθμό.[7] Ο Στησίχορος μνημονεύει πως παρέλαβε αρκετά
στοιχεία του μύθου από τον αρχαιότερο λυρικό ποιητή Ξάνθο (7ος αι.
π.Χ.) και κυρίως το όνομα και την ετυμολογία της Ηλέκτρας (α + λέκτρον) που
εκείνος είχε προτείνει.[8] Τέλος στον ΧΙ Πυθιόνικο (17-25) του
Πινδάρου βρίσκονται συγκεντρωμένα όλα τα στοιχεία που μαρτυρούνται και στους
τραγικούς, καθώς ο ποιητής διερωτάται για τους λόγους που ώθησαν την Κλυταιμήστρα στο
φόνο του Αγαμέμνονα.
F. Leighton, 1869. Η Ηλέκτρα στο τάφο του Αγαμέμνωνα |
Η
Ηλέκτρα στις Χοηφόρους του Αισχύλου και στην Ηλέκτρα του Σοφοκλή:
ο σκηνικός της ρόλος
Η πραγμάτευση του μύθου της Ηλέκτρας από τον
Αισχύλο γίνεται στο δεύτερο έργο της τριλογίας του Ορέστεια, τις Χοηφόρους,
που διδάχθηκε το 458 π.Χ. Η Ηλέκτρα των Χοηφόρων,
παρούσα στη σκηνή ως τον στίχο 584 (ενώ το έργο συνεχίζεται για άλλους τόσους
στίχους περίπου), διαδραματίζει ένα ρόλο περιορισμένο αλλά ουσιαστικό για τη
μετέπειτα δράση του Ορέστη. Εμφανίζεται
μαζί με τις σκλάβες Τρωαδίτισσες, αντίδουλος και η ίδια (στ. 135), να
κατευθύνεται προς τον τάφο του δολοφονημένου πατέρα της για να προσφέρει
εξιλαστήριες χοές (στ. 84 κ.εξ.).
Αμήχανη και συγκρατημένη στη στιχομυθία της με το χορό, υπακούει στις
παροτρύνσεις των δμωών γυναικών (στ. 84) και προσεύχεται για μια δίκαιη
αντεκδίκηση (στ. 144) χωρίς, ωστόσο, να ασεβήσει προς τους θεούς (στ. 122) και
έτσι να δειχτεί σωφρονεστέρα […] της μητρός της (στ.
141-142). Στον τάφο του πατέρα της
συναντιέται με τον αδερφό της Ορέστη, που είχε επιστρέψει από την εξορία και τον
υποδέχεται ως πατέρα, μητέρα, αδερφή και αδερφό μαζί (στ.238-243). Από το στόμα του Ορέστη πληροφορείται για τον
χρησμό του Δελφικού θεού (στ. 270 κ.εξ.) και από τον στ.315 και έως την έξοδό
της από τη σκηνή θα ψάλει μαζί με τον Ορέστη ένα λυρικό θρήνο, κατά τον οποίο η
κλιμάκωση του πάθους θα δώσει «διέξοδο στην προσωπική της πικρία και
αγανάκτηση, όμως το βασικό αίτημα που προβάλλει ανάγλυφο, καθώς η Ηλέκτρα
εκθέτει τη φρίκη του φόνου του Αγαμέμνονα, είναι το αίτημα της δίκης».[9] Στη συνέχεια, ο Ορέστης μαθαίνει από το χορό
για το όνειρο της Κλυταιμήστρας (στ. 513 κ. εξ.) και εκθέτει το σχέδιο δράσης
του που περιέχει δόλον (στ. 553 κ.εξ.) και αναθέτει στην Ηλέκτρα να
φυλάσσει τάν οίκω καλώς (στ. 579).
Η Ηλέκτρα δεν εμφανίζεται ξανά στη σκηνή.
Στην Ηλέκτρα του Σοφοκλή, που
διδάχθηκε πιθανότερα στα 414 π.Χ.,[10] η
πλοκή οργανώνεται με άξονα τις συναισθηματικές μεταπτώσεις και αντιδράσεις της
ηρωίδας απέναντι στους δολοφόνους του πατέρα της. Η κατάστασή της γενικά θεωρείται χειρότερη
από αυτή των Χοηφόρων. Βρίσκεται
παγιδευμένη στο παλάτι, κακοντυμένη και πεινασμένη (στ. 190-192, 1177-1183) και
της απαγορεύεται να επισκεφθεί ακόμη και τους βωμούς των θεών (στ.
911-912). Η Ηλέκτρα εισάγεται στη σκηνή,
εκτελώντας μια θρηνητική μονωδία σε λυρικούς ανάπαιστους που παρουσιάζουν
έκδηλα τόσο το χαρακτήρα της, όσο και τη δραματική κατάσταση που βρίσκεται: η
ακούσια υποταγή υποδαυλίζει την εκδικητική μανία και την ελπίδα για τον ερχομό
του αδερφού (στ. 86-120).[11] Στην
πάροδο (στ. 121-250) ο χορός, που αποτελείται από Μυκηναίες γυναίκες,
προοικονομώντας τη σκηνή με τη Χρυσόθεμη, προειδοποιεί την Ηλέκτρα για το
υπερβολικό της μίσος που έχει κάνει εχθρούς της τους φορείς της εξουσίας και
εκείνη, έχοντας επίγνωση του λόγου της, ανταπαντά πως το υπερβολικό της πάθος
οφείλεται στον υπερβολικό της πόνο (στ. 221-222). Στο πρώτο επεισόδιο (στ.251-471) η
Κλυταιμήστρα τρομαγμένη από ένα απειλητικό όνειρο έστειλε τη Χρυσόθεμη για να
προσφέρει χοές στον τάφο του Αγαμέμνονα, όμως η Ηλέκτρα, και με τη βοήθεια του
χορού, πείθει την αδερφή της να προσφέρει στο νεκρό τα δικά της αφιερώματα και
να παρακαλέσει να συνδράμει στην εκδίκηση.
Στο μέσο του έργου εισάγεται ο αγώνας λόγων της Ηλέκτρας με την
Κλυταιμήστρα (στ. 516-633). Η νίκη της
Ηλέκτρας που υπερασπίζεται το δίκαιο φαίνεται να υποχωρεί κάτω από την πλαστή
είδηση του θανάτου του Ορέστη και η Ηλέκτρα βυθίζεται σε μια δυστυχία αδιέξοδη
(στ.634-822). Σε μια δεύτερη σκηνή με τη
Χρυσόθεμη (στ.871-1057) η Ηλέκτρα αποφασίζει να δράσει και ζητά τη συμπαράστασή
της αλλά εκείνη αρνείται. Το θρηνητικό
ξέσπασμα της Ηλέκτρας, καθώς αγκάλιαζε την υδρία που πίστευε πως μέσα της
βρίσκεται η στάχτη του αγαπημένου της αδερφού, θα συνταράξει τον Ορέστη και θα
οδηγήσει στη σκηνή της αναγνώρισης (στ.1098-1383). Από εδώ και πέρα η δράση εξελίσσεται ραγδαία
και η Ηλέκτρα συνοψίζει το μίσος της για την μητέρα αμήτορα (στ. 1154)
με την κραυγή: παίσον, ει σθένεις, διπλήν (στ. 1415).
Ασπασία Παπαθανασίου |
Η
τραγική μοναξιά της Ηλέκτρας
Η δραματολογική επεξεργασία του κοινού μυθολογικού
υλικού στους δυο τραγικούς διαφέρει καθώς διαφοροποιείται η αντίληψή τους για
τη θέση του ανθρώπου στον κόσμο και τη σχέση του με το θείο. Ωστόσο, και στα δυο έργα η Ηλέκτρα μοιάζει
απολησμονημένη,[12]μιας και ο χρησμός του
Απόλλωνα αποδίδεται στον Ορέστη. Αυτός
είναι ο εντολοδόχος και ο εκτελεστής της θεϊκής επιταγής.
Στις Χοηφόρους του Αισχύλου η Ηλέκτρα μεταφέρει το
πολιτισμικό πρότυπο του ρόλου της γυναίκας που, στο πλαίσιο μιας πατριαρχικής
κοινωνίας, καλείται να συντηρήσει άσβεστο το οικογενειακό μίσος της
εκδίκησης. Η μητροκτονία χρησιμεύει ως
σύμβολο του περάσματος από την μητριαρχία στην πατριαρχία και ως πρόφαση για να
διατυπώσει ο Αισχύλος το έσχατο επιχείρημά του για μια διαλεκτική δικαιοσύνη σε
έναν κόσμο που μεταβαίνει από τη φυλετική στην πολιτική κοινωνία, από τη δίκη
στο νόμο.
Η Ηλέκτρα παρουσιάζεται με «αρχαϊκή μονολιθικότητα», [13] το
πένθος της είναι στατικό και στομώνει.
Χρειάζεται ένας εξωτερικός καταλύτης ( π.χ. ο χορός ή ο Ορέστης) για να
το κινητοποιήσει. Δέσμια των κοινωνικών
δομών και της ‘γυναικείας φύσης’ της αναγνωρίζει την αδυναμία της για άμεση
δράση και εναποθέτει τις ελπίδες της σε ένα εξωκοσμικό δίκαιο και στην
επιστροφή του αδερφού της.
Το δραματικό σύμπαν του Αισχύλου κινείται σε τρία επίπεδα:
θεϊκό, ανθρώπινο και υποχθόνιο. Και τα
επίπεδα αυτά δεν είναι στεγανά αλλά αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. Ο ατομικός χαρακτήρας και η δράση των ηρώων
που κυκλοφορούν στις τραγωδίες του ερμηνεύονται υπό το πρίσμα της ύπαρξης και
παρέμβασης των θεών στα ανθρώπινα πράγματα.
«Στο επίκεντρο του αισχύλειου δράματος βρίσκονται η πράξη και η ενοχή, η
αναζήτηση μιας εξήγησης για τον τρόπο με τον οποίο ο καθένας είναι υπεύθυνος
για τις πράξεις του, παρόλο που τα πάντα καθορίζονται από τη θέληση των θεών
και ένα άτομο μπορεί να τιμωρηθεί για ένα κληρονομικό αμάρτημα. […] Ωστόσο η παντοδυναμία τους δεν καταργεί
την ανθρώπινη βούληση ούτε την επικαθορίζει».[14] Ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος για τις πράξεις
του και οδηγείται στην καταστροφή μόνο όταν παραβιάζει την τάξη και τη
δικαιοσύνη του Δία.
Η αρχή της απόδοσης της δικαιοσύνης, η δίκη, «είναι ο νόμος
της φύσης που δηλώνει ένα γεγονός, και επίσης ο ηθικός νόμος που εντέλλεται το
καθήκον».[15] Ο δράστης ενός εγκλήματος
επωμίζεται αναπόφευκτα και τις συνέπειές του: […] δράσαντα παθείν (Χοηφόροι,
313). Έτσι, η πράξη του φόνου
εμφανίζεται όχι ως προσωπική εκδίκηση ενός ατόμου, αλλά ως μέρος μιας κοσμικής
σύγκρουσης για την αποκατάσταση της διαταραχθείσας ισορροπίας των δυνάμεων της
φύσης και του σύμπαντος. Στις Χοηφόρους,
έργο μεταβατικό, στο μέσο της τριλογίας, γίνεται αντιληπτή μια διαίσθηση για
την αποτυχία αυτού του συστήματος απόδοσης δικαιοσύνης και η μέριμνα για κάτι
καινούριο που θα ξεπερνά την εκδίκηση. Η
πάλη ανάμεσα στο παλιό που φεύγει και στο καινούριο που έρχεται παίρνει στο
έργο πολλά ονόματα και κωδικοποιείται στη σύγκρουση ανάμεσα στον Απόλλωνα και στις
Ερινύες, στη Γη και στον Ουρανό, στο Φως και στο Σκοτάδι. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο λόγος, ο δόλος και το έργο ανήκουν
στον Ορέστη και η Ηλέκτρα αποσύρεται στο βάθος του πίνακα ως πρόσωπο που σχεδόν
αγνοείται από το μεγάλο αγώνα.
Στην Ηλέκτρα του Σοφοκλή περιγράφεται με δραματικούς
όρους η λειτουργία ενός φυσικού νόμου, που αποζητά την αποκατάσταση της φυσικής
ισορροπίας, που διαταράχθηκε βίαια με το φόνο του Αγαμέμνονα. Η Ηλέκτρα, ως πρόσωπο, αναπαριστά ένα είδος
συλλογικού γυναικείου ασυνειδήτου, μεταφέροντας το πρότυπο τού ανταγωνισμού
μητέρας- κόρης και ταυτόχρονα κατοχυρώνοντας τήν ιδιαίτερη σημασία αυτής της
σχέσης για τη διαμόρφωση της ταυτότητας του θηλυκού.[16] Η ιδιαιτερότητα του σοφόκλειου
δράματος εστιάζεται στη συσπείρωση όλων των δραματικών γεγονότων γύρω από τον
κεντρικό ήρωα. Αν και τον άνθρωπο εξακολουθούν να
τον κυβερνούν οι ίδιοι θεοί,[17]όπως
και στον Αισχύλο, τώρα έχουν αποσυρθεί σε δεύτερο πλάνο και παρεμβαίνουν κυρίως
με το να προλέγουν και όχι με το να εξαναγκάζουν. Ο άνθρωπος εντάσσεται με τους δικούς του
όρους σε ένα σκοπό και δε δεσμεύεται παρά μόνο από το ήθος του. Στο έργο του δεν τίθενται υπό κρίση ούτε για
αθώωση ούτε για καταδίκη η Μοίρα, η Ηλέκτρα ή ο Ορέστης. Η δίκη εδώ είναι η φυσική τάξη των γεγονότων.
Η Ηλέκτρα «ψυχικά πληγωμένη, συναισθηματικά αφοσιωμένη και
ηθικά ταγμένη»[18]στο χρέος να εκπληρώσει το
δίκαιο της εκδίκησης, διακινείται από το μίσος, από την κυριαρχία των
ενορμήσεων του θανάτου πάνω στις ερωτικές ενορμήσεις, που την παγιδεύουν σε
έναν χώρο αφανισμού τόσο του εαυτού, όσο και του άλλου. Το μίσος της έχει διπλή εστίαση. Από τη μια, η θυσία της Ιφιγένειας γεννά
μίσος προς τον πατροκτόνο, αφού ταυτίζεται με την νεκρή αδερφή της και
αντιλαμβάνεται πως εν δυνάμει κινδυνεύει.
Το μίσος όμως αυτό που την εκβάλλει από την πατριαρχική γενεαλογία
«μεταστρέφεται σε εξιδανίκευση του πατέρα και μέσα από το μηχανισμό της ταύτισης
με τον επιτιθέμενο, επιτίθεται η ίδια σε αυτούς που έχουν επιτεθεί στον αρχικό
θύτη: η Ηλέκτρα μισεί την Κλυταιμήστρα γιατί έκανε στον Αγαμέμνονα αυτό που η
ίδια ήθελε να του κάνει».[19] Από
την άλλη, η αδυναμία να ταυτιστεί με την επιβλητική μητριαρχική φιγούρα της
Κλυταιμήστρας κάνει την Ηλέκτρα να νιώθει το μέγεθος της δικής της
ελλειμματικότητας και να συνειδητοποιεί
τη θνητότητά της. Έτσι, ο
αφανισμός του εαυτού και του άλλου μοιάζει ως μοναδική απόδειξη της
ελλειμματικότητας και της μητέρας της.
Η Ηλέκτρα μεταχειρίζεται το πάθος της ως φυγή από την
πραγματικότητα και ταυτόχρονα ως επιστροφή σε αυτήν. Η μύηση στο πάθος την φέρνει κοντά στους
θεούς και παράλληλα την αποσπά από τους άλλους ανθρώπους.[20] Η
σταδιακή απομάκρυνση από τον γύρω κόσμο, καθώς καταρρέουν ένα- ένα τα
στηρίγματα της ελπίδας της, ωθεί την Ηλέκτρα στη δράση (στ.1019-1020). Η στιγμή της δράσης που ακυρώνεται από την
εμφάνιση του Ορέστη δεν αφαιρεί το ηρωικό μεγαλείο της απόφασης, την τραγική
της επιλογή, μια επιλογή που την υπαγορεύει κυριαρχικά η απόλυτη μοναξιά μέσα στην
οποία είχε βυθιστεί η ηρωίδα.[21] Η
απόφαση της δράσης είναι η απέλπιδα πράξη επικοινωνίας ενός ανθρώπου που
αντιλαμβάνεται πως το θεϊκό σχέδιο τον υπερβαίνει ή τον αγνοεί. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο στην Ηλέκτρα «ανήκει
μόνο το μερίδιο των θρήνων»[22] και
μόνο ο λόγος της που ή την αθωώνει ή την καταδικάζει ή και τα δύο μαζί, ταυτόχρονα.
Συμπεράσματα
Και στα δυο έργα η Ηλέκτρα μαζί με τον αδερφό της
Ορέστη κατασκευάζουν έναν κώδικα κοινωνικής ηθικής, ο οποίος διαπλέκεται γύρω από το
στημονικό άξονα της τιμής και της αιδούς και σύμφωνα με αυτόν κρίνουν και
καταδικάζουν την Κλυταιμήστρα και τον Αίγισθο.
Στην ουσία όμως ακολουθούν και οι ίδιοι τον νόμο της αντεκδίκησης που
έχει τις ρίζες του στο απώτερο παρελθόν.
Και στους δυο ποιητές φαίνεται να καταδικάζεται αυτή η "λογική" (Χοηφόροι,
στ. 141-142 και Ηλέκτρα, στ. 1042) και να προβάλλεται η έννοια του
νόμου.
Οι διαφορές, όμως,
στον τρόπο χειρισμού των κοινών θεματικών μοτίβων και στη σύσταση των
πραγμάτων δηλώνει και τη διαφορετική οπτική των δυο δραματουργών τόσο σε ζητήματα αισθητικής, όσο και ιδεολογίας. Ο Αισχύλος στο έσχατο ερώτημα για την ουσία
και το νόημα του είναι απαντά με μια θεοδικία, ενώ ο Σοφοκλής με το ήθος
των ηρώων του.
Βιβλιογραφία.
Ανδριανού,
Ε., Ξιφαρά, Π., Αρχαίο Ελληνικό Θέατρο.
Ο Δραματικός Λόγος από τον Αισχύλο ως τον Μέναδρο, Πάτρα: ΕΑΠ 2001.
Αλεξανδρίδη,
Α., « Ηλέκτρα ή ο χρόνος που δεν κυλά», Επτά Ημέρες της Καθημερινής,
20/08/2000.
Γεωργουσόπουλος,
Κ., «Η σχεδία των δακρύων», Τα Νέα, 22/08/1984.
Γιόση,
Μ.Ι., Μύθος και Λόγος στον Σοφοκλή, Αθήνα: Καρδαμίτσας 1996.
Γιόση,
Μ.Ι., «Σοφοκλής», στο: Ε. Αλεξίου, Ι. Αναστασίου, κ.ά., Γράμματα Ι: Αρχαία
Ελληνική και Βυζαντινή Φιλολογία, τ.Α΄, Αρχαϊκή και Κλασική περίοδος,
Πάτρα: ΕΑΠ 2001.
Ζέρβα, Γ.,
«Ψυχαναλύοντας την Ηλέκτρα», Επτά Ημέρες της Καθημερινής, 16/06/2002.
Κοτταρίδη,
Α., «Η γυναίκα στην αρχαιοελληνική σκέψη», Επτά Ημέρες της Καθημερινής,
20/08/2000.
Brunel, P., Ο μύθος της Ηλέκτρας, μτφρ.
Κλ. Μιτσοτάκη, Αθήνα: 1992.
Herington, J., Αισχύλος, μτφρ. Μ. Γιούνη,
Θεσσαλονίκη: Βάνιας 1988.
Jaeger, W., Παιδεία, μτφρ. Γ. Βερροίου,
Αθήνα: 1968.
Kitto, H. D. F., Η Αρχαία Ελληνική Τραγωδία,
μτφρ. Λ. Ζενάκος, Αθήνα: Παπαδήμας 2001, στ΄έκδ..
Lesky, A., Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής
Λογοτεχνίας, μτφρ. Α. Τσοπανάκης, Θεσσαλονίκη: Κυριακίδης 1990, ε΄έκδ..
Lesky, A., Η τραγική ποίηση των αρχαίων
Ελλήνων, τ. Α΄, Από τη γένεση του είδους ως τον Σοφοκλή, μτφρ. Ν.Χ.
Χουρμουζιάδης, Αθήνα: ΜΙΕΤ 2001, δ΄έκδ..
Murray, G., Αισχύλος. Ο δημιουργός της Τραγωδίας, μτφρ. Β. Γ.
Μανδηλαρά, Αθήνα: Καρδαμίτσας 1993, β΄έκδ..
Nesselrath, G-H., (επιμ.), Εισαγωγή στην
Αρχαιογνωσία, τ.Α΄, Αρχαία Ελλάδα, μτφρ. Ι. Αναστασίου, Ι. Βάσση, κ.
ά. , Αθήνα: Παπαδήμας 2001.
Romilly, J.de, Αρχαία Ελληνική Τραγωδία,
μτφρ. Μ. Καρδαμίτσα- Ψυχογιού, Αθήνα: Καρδαμίτσας 1997, β΄έκδ..
[1] Βλ.
Γ. Ζέρβα, «Ψυχαναλύοντας την Ηλέκτρα», Επτά Ημέρες της Καθημερινής,
16/06/2002, σ. 31-32.
[2] Στην
εργασία αυτή θα ασχοληθούμε με τον ρόλο της Ηλέκτρας στις Χοηφόρους του
Αισχύλου και στο ομώνυμο έργο του Σοφοκλή.
[3] Ο
μελικός ποιητής Ξάνθος αναφέρει πως το αρχικό όνομα της Ηλέκτρας ήταν Λαοδίκη
και έτσι αναφέρεται και στην Ιλιάδα, Ι, 145.
[4] Μ.Ι.
Γιόση, «Σοφοκλής», στο: Ε. Αλεξίου, Ι. Αναστασίου, κ.ά., Γράμματα Ι: Αρχαία
Ελληνική και Βυζαντινή Φιλολογία, τ.Α΄, Αρχαϊκή και Κλασική περίοδος,
Πάτρα: ΕΑΠ 2001, σ. 236.
[5] Α.
Κοτταρίδη, «Η γυναίκα στην αρχαιοελληνική σκέψη», Επτά Ημέρες της
Καθημερινής,20/08/2000, σ. 32.
[6] Στα Κύπρια
ανιχνεύονται μεμονωμένες πληροφορίες για τη θυσία της Ιφιγένειας και στους Νόστους
για τη συζυγοκτονία της Κλυταιμήστρας και τη μητροκτονία του Ορέστη, πρβλ.
Πρόκλου Χρηστομάθεια 80 και 277 Severyns αντίστοιχα.
[7] Για
τις διαφορές της Ορέστειας του Στησιχόρου και των έργων των τραγικών
πρβλ. Μ.Ι. Γιόση, Μύθος και Λόγος στον Σοφοκλή, Αθήνα: Καρδαμίτσας 1996,
σ. 149.
[9] Μ.Ι.
Γιόση, Μύθος και Λόγος στον Σοφοκλή, ό.π., σ. 151.
[10] Για
τα προβλήματα χρονολόγησης του έργου πρβλ. A. Lesky,
Η τραγική ποίηση των αρχαίων Ελλήνων, τ. Α΄, Από τη γένεση του είδους
ως τον Σοφοκλή, μτφρ. Ν.Χ. Χουρμουζιάδης, Αθήνα: ΜΙΕΤ 2001, δ΄έκδ., σ.
382-383.
[11]Στο
ίδιο, σ. 384-385.
[13] H-G. Nesselrath
(επιμ.), Εισαγωγή στην Αρχαιογνωσία, τ.Α΄, Αρχαία Ελλάδα, μτφρ.
Ι. Αναστασίου, Ι. Βάσση, κ. ά. , Αθήνα: Παπαδήμας 2001, σ. 229.
[14] Στο
ίδιο, σ. 228.
[15] G. Murray, Αισχύλος. Ο δημιουργός της Τραγωδίας, μτφρ. Β. Γ.
Μανδηλαρά, Αθήνα: Καρδαμίτσας 1993, β΄έκδ., σ. 157.
[16] Βλ.
Γ. Ζέρβα, ό.π. , σ. 31.
[17] Βλ. A. Lesky, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής
Λογοτεχνίας, μτφρ. Α. Τσοπανάκης, Θεσσαλονίκη: Κυριακίδης 1990, ε΄έκδ., σ.
414.
[18] Γ.
Ζέρβα, ό.π. , σ. 32.
[19] Α.
Αλεξανδρίδη, « Ηλέκτρα ή ο χρόνος που δεν κυλά», Επτά Ημέρες της
Καθημερινής, 20/08/2000, σ. 13.
[20] Ο
Σοφοκλής, άλλωστε, την παρουσιάζει αντιστικτικά με τη Χρυσόθεμη για να δηλώσει
το ιδιαίτερο μέγεθος του ήθους της ηρωίδας του.
[21] J. de Romilly,
Αρχαία Ελληνική Τραγωδία, μτφρ. Μ. Καρδαμίτσα- Ψυχογιού, Αθήνα:
Καρδαμίτσας 1997, β΄έκδ., σ. 108-109.
[22] Κ.
Γεωργουσόπουλος, «Η σχεδία των δακρύων», Τα Νέα, 22/08/1984.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.