Τρίτη 4 Ιουνίου 2013

Εμπόριο και Τέχνες στην εποχή του Χαλκού



ΤΟ ΕΜΠΟΡΙΟ ΚΑΙ ΟΙ ΤΕΧΝΕΣ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ
του Κώστα Κυριάκη

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Με τη σκιαγράφηση του ιστορικού - πολιτιστικού πλαισίου και την εξέταση χαρακτηριστικών παραδειγμάτων από το χώρο της τέχνης θα ανιχνεύσω τη συμβολή του εμπορίου στο διάλογο των πολιτισμών στη διάρκεια της Ύστερης εποχής του Χαλκού.

ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ - ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Ο οψιανός που βρέθηκε σε στρώματα της Μεσολιθικής περιόδου, γύρω στο 8000 π.Χ., στο σπήλαιο Φράγχθι της Αργολίδας, αποτελεί τεκμηριωμένη υπόθεση πως το Αιγαίο ήταν ήδη σε αυτήν την τόσο πρώιμη εποχή ένα πλευστό πέλαγος[1].  Σε όλη την περίοδο της Χαλκοκρατίας θα παραμείνει ένας σημαντικός δίαυλος επικοινωνίας και εμπορίου, με τα κυκλαδονήσια να λειτουργούν ως φυσική γέφυρα, μεταξύ του Μινωικού και του Ελλαδικού πολιτισμού[2]
Οι Κυκλαδίτες πρώτα, αργότερα οι Μινωίτες, και τους τελευταίους αιώνες της Χαλκής Εποχής οι Μυκηναίοι, οργανώνουν ένα ευρύ πλέγμα επαφών με τους λαούς της Ανατολικής Μεσογείου, για να εξασφαλίσουν πρώτες ύλες απαραίτητες για την ανάπτυξή τους.  Μια σειρά ναυαγίων διαδοχικών φάσεων της εποχής του Χαλκού, όπως στο Ακρωτήριο των Ιρίων (κοντά στις Σπέτσες), στο Ακρωτήριο της Χελιδονίας, στο Ulu Burun (Ν. Τουρκία) ή στο Κφαρ Σαμίρ (Ισραήλ) πιστοποιούν τις επαφές αυτές. 
Τα δρομολόγια που εκτελούσαν στους θαλάσσιους δρόμους της εποχής τα εμπορικά πλοία ήταν από τα λιμάνια της Κρήτης[3] κατευθείαν στην Αίγυπτο, αλλά στην επιστροφή ακολουθούσαν τη Συροπαλαιστινιακή ακτή, χρησιμοποιώντας το λιμάνι της Ras Samra (Ugarit), πόλη της Β. Συρίας και από εκεί μια χερσαία αρτηρία προωθούσε τα προϊόντα (κυρίως γεωργικά προϊόντα, αρωματικό λάδι, πήλινα αγγεία, κοσμήματα, είδη μικροτεχνίας, όπλα και εργαλεία) στην κοιλάδα του Ευφράτη και στη Βαβυλώνα.  Από την Ugarit τραβούσαν προς τη Ρόδο και από εκεί είτε προς την Κάσο και Κάρπαθο είτε προς τις Κυκλάδες[4].
Η διακίνηση πολυτελών ή και φθαρτών ειδών, αλλά και η ανταλλαγή τεχνογνωσίας, τεχνητών και ιδεών[5] τόσο ως αποτέλεσμα της πύκνωσης των εμπορικών συναλλαγών όσο και ως προϊόντα ανταλλαγής δώρων μεταξύ ηγεμόνων δημιουργεί τις προϋποθέσεις εκείνες που επηρεάζουν ενεργά τις εξελίξεις στις τέχνες είτε αυτό έχει να κάνει με την τεχνική κατασκευής και το υλικό είτε με την τεχνοτροπία, τη θεματογραφία ή την εικονογραφία που επιλέγεται. 
Για παράδειγμα στην Κρήτη ανιχνεύτηκε και εντοπίστηκε μεγάλος αριθμός αντικειμένων μίμησης ανατολικής προέλευσης, που υποδεικνύουν και το βαθμό διείσδυσης ξένων πολιτιστικών προτύπων.  Και δεν πρέπει να λησμονείται η αρχιτεκτονική των ανακτόρων, το ιεραρχημένο κοινωνικοπολιτικό σύστημα, η γραφή καθώς και τα στοιχεία θρησκευτικής ιδεολογίας που μαρτυρούν ευρύτερες ανατολικές επιδράσεις.  Επίσης δεν πρέπει να υποβαθμίζονται οι ενδο-κοινοτικές επαφές ή τα δημιουργήματα εκείνα που είναι επιτόπια γεννήματα του Αιγαιακού πνεύματος.
Ωστόσο, η μεγάλη διαφορά που παρατηρείται ανάμεσα στην τέχνη του Αιγαίου και εκείνης των λαών της Ανατολής είναι «η ανωνυμία των μορφών και η απαλλαγή από τα σύμβολα του δεσποτισμού»[6], το ανθρώπινο μέτρο, η κίνηση και η ζωντάνια και ο φυσιοκρατικός χαρακτήρας των παραστάσεων.  Όλα αυτά δηλώνουν ένα λαό πιο ελεύθερο στις εκφράσεις και στα αισθήματά του και ίσως λιγότερο περιορισμένο από κυβερνητικές παρεμβάσεις[7]. 
Κατά την περίοδο που οι ερευνητές έχουν ονομάσει Pax Minoica, η ειρήνη που εξασφαλίζεται, προπαντός στο εσωτερικό, οδηγεί σε νέα ανθοφορία των τεχνών και του εμπορίου και σε αναμφισβήτητη ακτινοβολία της Κρήτης.  Αυτό είναι φανερό από το γεγονός ότι τα πιο σημαντικά έργα των Μινωιτών τεχνιτών βρέθηκαν έξω από αυτήν[8].  Τα κρητικά προϊόντα ταξιδεύουν σε ολόκληρο το Αιγαίο, εκτός ίσως από τα νησιά του Βορρά.  Κρήτες εγκαθίστανται στη Ρόδο (Τριάντα) και στην Κω (Σεράγια), καθώς και στις ακτές της Μ. Ασίας (Ιασό και Μίλητο).  Συνάπτουν νέες σχέσεις με τη Θήρα, τη Μήλο και την Κέα.  Αναβαθμίζεται η αποικία στο Καστρί (Κύθηρα), ενώ στα ανατολικά επισκέπτονται την Κάσο και την Κάρπαθο.  Στην ηπειρωτική Ελλάδα ποτέ άλλοτε η μινωική επιρροή δεν ήταν τόσο ισχυρή.  Διευρύνονται οι σχέσεις με την Αίγυπτο, την Εγγύς Ανατολή, τη Συρία και ιδιαίτερα την Παλαιστίνη[9].

Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ ΣΤΙΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΕΣ  ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΤΕΧΝΩΝ
Κεραμική
Από το 1600-1450 π.Χ. περίπου οι Μινωίτες κατέχουν την πρωτοπορία στην τέχνη της κεραμικής, δημιουργώντας πάνω στην τεχνοτροπία «σκοτεινού επί ανοιχτού» καινούργιους ρυθμούς, όπως το Φυτικό (με χαρακτηριστικό μοτίβο το «χελώνιο») ή το Θαλάσσιο (με μοτίβα όπως τα χταπόδια, ο ναυτίλος, το θαλάσσιο βραχώδες τοπίο με φύκια).    
Τα αγγεία αποτελούσαν ένα σημαντικό είδος εμπορίου τόσο για το περιεχόμενό τους όσο και ως είδη οικιακής χρήσης ή έργα τέχνης.  Για παράδειγμα οι αποθηκευτικοί ψευδόστομοι αμφορείς, με κόσμηση χταποδιού, ως διακριτικό έμβλημα της κρητικής τους προέλευσης, με εξειδικευμένο, κατάλληλο για μεταφορά υγρών σχήμα, είναι το τυπικό δοχείο του διαμετακομιστικού εμπορίου της εποχής.
Αυτούς τους ρυθμούς και τα σχήματα (όπως ο ψευδόστομος αμφορέας, αλλά επίσης και ευρύστομες πρόχοι, ημισφαιρικά κύπελλα κεφτιού, ρυτά κ.ά.) αρχίζουν να μιμούνται οι Κυκλαδίτες τεχνίτες.  Ιδιαίτερα στην ηπειρωτική Ελλάδα οι ξαφνικές μινωικές επιδράσεις που αρχίζουν να εμφανίζονται στις αρχές της ΥΜ I φάσης[10], οφείλονται είτε σε απόκτηση πολύτιμων αντικειμένων από τους Μυκηναίους, ως δηλωτικά κύρους και γοήτρου είτε, όπως μαρτυρά η μελέτη των μετάλλινων αγγείων των Μυκηνών, σε επιτόπου παρουσία ειδικευμένων Κρητών στην κατεργασία του πηλού και του χαλκού[11].
Μετά το 1450 π.Χ. η κεραμική των εργαστηρίων της Κνωσού, δέχεται πολλές ελλαδικές επιδράσεις, όπως αυτές που εμφανίζονται στους μνημειώδεις τρίωτους αμφορείς ανακτορικού ρυθμού με την αυστηρή και ψυχρή διακόσμηση.  Κοντά σε αυτά τα αγγεία εισάγονται από την ηπειρωτική Ελλάδα κύλικες διακοσμημένες κατά τον Ευφυραϊκό τρόπο[12].  Προοδευτικά επιβάλλεται μια τυποποίηση στη διακόσμηση που «περιορίζεται σε μια ζώνη στο σώμα των αγγείων με επάλληλες ταινίες πάνω και κάτω από αυτήν»[13].
Ωστόσο παρατηρείται μια ανανέωση στο θεματολόγιο, με τη δημιουργία του «Εικονιστικού ρυθμού».  Ορισμένοι αμφοροειδείς κρατήρες φέρουν διακόσμηση αρμάτων που οδηγούν ανθρώπινες μορφές (επιρροή από τοιχογραφίες).  Το τοπίο δηλώνεται σχηματικά, με μοτίβα όπως ψάρια ή φυτά.  Παρόλο που τα πιο ονομαστά δείγματα έχουν ανακαλυφθεί σε τάφους της Κύπρου έχουν όμως κατασκευαστεί στον Αιγαιακό χώρο[14].
Τοιχογραφίες
 Αρχείο:Saffron gatherersSantorini-3.jpg
Τόσο η κεραμική όσο και οι τοιχογραφίες αντλούν τη θεματική τους από τα σφραγιστικά μοτίβα[15]που έχουν προϋπάρξει στην τέχνη της Ανατολής.  Ωστόσο, εκκινούν αντίστροφα από τις σφραγίδες: από γεωμετρικά για να καταλήξουν σε εικονιστικά μοτίβα.  Αποτελούν είτε μεγάλες συνθέσεις είτε μικρογραφικές σκηνές.  Το θεματολόγιό τους κοινό στον Αιγαιακό χώρο έχει χαρακτήρα φυσιοκρατικό και ενίοτε αφηγηματικό ή θρησκευτικό (π.χ. "Κροκοσυλλέκτριες"[16]).  Στις ανασκαφές του ανακτόρου της El-Daba, στην Αίγυπτο, οι ταφικές τοιχογραφίες απεικονίζουν εμπορικές ανταλλαγές ανάμεσα σε αξιωματούχους της Αιγύπτου και Κρήτες, Σύριους, Λίβυες, Αφρικανούς[17].
Σφραγιδογλυφία
Οι σφραγίδες είναι δημιούργημα του διοικητικού συστήματος του ανακτορικού πολιτισμού[18].  Τα σχήματά τους είναι: φακόσχημο, αμυγδαλόσχημο, σχήμα πεπιεσμένου κυλίνδρου και το σφραγιστικό δαχτυλίδι.  Σε αυτές παρατηρείται ένα αμάλγαμα μινωικών, κυπριακών, ανατολικών και αιγαιακών στοιχείων.  Για παράδειγμα «οι κύλινδροι από ελεφαντόδοντο εισάγουν στο Αιγαίο θέματα από τη Μ. Ανατολή (λιοντάρι, άνδρες σε μονομαχία, αράχνες κτλ.), ενώ οι πρισματικές σφραγίδες από στεατίτη διακοσμούνται κυρίως με επιτόπια μοτίβα (ψάρι, ταύρος, πουλιά κτλ.)»[19].  Η πλούσια μυθολογική και ιδεολογική διακόσμηση δηλώνει πως κατασκευάζονταν σε κέντρα, όπου το πολιτιστικό τους περιεχόμενο θα γινόταν άμεσα κατανοητό.

Λιθογλυφία
Οι τεχνίτες της πέτρας επεξεργάζονταν το βασάλτη, πορφυρίτη, λιπαρίτη, οψιανό, χλωρίτη, στεατίτη, την ορεία κρύσταλλο, τα ποικίλα φλεβωτά μάρμαρα με τολμηρή φαντασία.  Η καταγραφή των υλικών δηλώνει το φάσμα των επαφών που πραγματοποιούνται για να εισαχθούν στην Κρήτη αυτά τα υλικά και από εκεί μέσω των Κυκλάδων να φτάσουν στην ηπειρωτική Ελλάδα.
Στους λακκοειδείς τάφους των Μυκηνών διασταυρώνονται ποικίλες πολιτισμικές παραδόσεις με διάφορες πολιτιστικές καινοτομίες και κατακτήσεις.  Έτσι η κύμβη από ορεία κρύσταλλο σε σχήμα πάπιας που βρέθηκε στον τάφο Ο του ταφικού κύκλου Β των Μυκηνών «θυμίζει αντίστοιχα ιερά σκεύη με μορφή πτηνού από την Αίγυπτο»[20].  Στην Αίγυπτο άλλωστε κατασκευάζονταν λίθινα αγγεία από την αρχή της Προδυναστικής περιόδου[21].  Αυτά τα σχήματα υιοθετούν και οικειοποιούνται μεταβάλλοντάς τα οι Μινωίτες λιθοξόοι[22].
Μεταλλοτεχνία
Ο χαλκός εισαγόταν είτε από την ανατολή είτε από την Κύπρο σε μορφή ταλάντων.  Πολύ γρήγορα οι τεχνίτες αφομοιώνουν τις, ανατολικής προέλευσης, τεχνικές της επένδυσης και της ένθεσης, παράλληλα με της έκκρουσης και της τόρευσης[23].
Ως προς τη θεματική υπάρχουν γεωμετρικά θέματα, αλλά παράλληλα και φυσιοκρατικά ή ανθρώπινων δραστηριοτήτων, για παράδειγμα τα δύο χρυσά κύπελλα του Βαφειού, στα οποία εικονίζεται σύλληψη ταύρων, το μόνωτο κύπελλο με τα χταπόδια από τα Δενδρά και το ασημένιο «ρυτό της πολιορκίας» από τις Μυκήνες.  Η τεχνοτροπία μαρτυρά συγχώνευση τόσο μινωικών όσο και ελλαδικών αισθητικών τάσεων[24].
Περίτεχνης διακόσμησης είναι τα εγχειρίδια που ακολουθούν την ένθετη τεχνική από τους λακκοειδείς τάφους των Μυκηνών (τάφοι IV και V του ταφικού κύκλου Α): λιοντάρια που τρέχουν με ιπτάμενο καλπασμό, κυνήγι λιονταριού κι από την άλλη όψη λιοντάρι που επιτίθεται σε αντιλόπη, το τρίτο δείχνει αιλουροειδή που κυνηγούν πουλιά σε νειλωτικό τοπίο[25].  Γίνεται έτσι φανερός ο συνδυασμός στοιχείων τόσο της Μ. Ανατολής και της Αιγύπτου όσο και μινωικών π.χ. ο ιπτάμενος καλπασμός και η οκτώσχημες ασπίδες αλλά και μυκηναϊκών π.χ. σκηνές κυνηγιού που απεικονίζονται συχνά στις επιτύμβιες στήλες, στις τοιχογραφίες ή στις σφραγίδες.  
Πρέπει επίσης να αναφερθούν και τα πιο εντυπωσιακά ευρήματα αυτών των τάφων (σφυρήλατης, έκκρουστης ή έκτυπης τεχνικής) που είναι οι χρυσές προσωπίδες, αγαπητό έθιμο κυρίως των Αιγυπτίων.
Μικρογλυπτική και Κοσμηματοποιία
mikinaiki-periodos.jpgΤόσο στη μικρογλυπτική (ελεφαντόδοντο - φαγεντιανή) όσο και στην κοσμηματοποιία παρατηρείται η συγχώνευση της επιτόπιας παράδοσης με τις ανατολικές ή μινωικές επιδράσεις και τεχνικές.  Μετά το 1450 ιδιαίτερα στην ελεφαντουργία επιτυγχάνεται στις Μυκήνες μια ακμή[26] και τα επιτεύγματα των δημιουργών ταξιδεύουν από την Κύπρο ως τη Συρία[27].

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Η ιστορία αλλά και τα ευρήματα από το χώρο της Α. Μεσογείου μαρτυρούν ένα ευρύτατο πλέγμα επαφών και επικοινωνίας των λαών που συνεισφέρουν στο πολιτιστικό ψηφιδωτό της Ύστερης εποχής του Χαλκού, διαμορφώνοντας ένα κοινό πολιτισμικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο, ανάλογα με τις ιδιαιτερότητές του, χτίζει ο κάθε λαός τον πολιτισμό του.

Βιβλιογραφία
Επτά Ημέρες, Ο Νεολιθικός Πολιτισμός στην Ελλάδα, ένθετο περιοδικό Επτά Ημέρες, εφ. Η Καθημερινή της 16/06/1996.
Επτά Ημέρες, Ανατολική Μεσόγειος 2000 χρόνια π.Χ, ένθετο περιοδικό Επτά Ημέρες, εφ. Η Καθημερινή της 19/03/2000.
Α. Παπαγιαννοπούλου, Δ. Πλάντζος, Κ. Σουέρεφ, Τέχνες Ι: Ελληνικές Εικαστικές Τέχνες, τομ. Α': Προϊστορική και Κλασική Τέχνη, Πάτρα 1999.
Μ. Τιβέριος, Εισαγωγή στην Αρχαία Ελληνική Τέχνη, Αθήνα: Ίδρυμα Γουλανδρή - Χορν, 1995.
H. Bengtson, Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδος, μτφρ. Α. Γαβρίλη, Αθήνα: εκδ. Μέλισσα 1991.
A. Houser, Κοινωνική Ιστορία της Τέχνης, τομ. Α': Προϊστορικοί Χρόνοι, Αρχαία Ανατολή, Ελλάδα, Ρώμη, Μεσαίωνας, μτφρ. Τ. Κονδύλη, Αθήνα: Κάλβος χ.χ.
S. Hood, Η Τέχνη στην Προϊστορική Ελλάδα, μτφρ. Μ. Παντελίδου - Θ. Ξένος, Αθήνα: εκδ. Καρδαμίτσας 1993 (γ' έκδ.).
C. Mosse - A. Schnapp-Gourbeillon, Επίτομη Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας (2000-31π.χ.), μτφρ. Λ. Στεφάνου, Αθήνα: εκδ. Παπαδήμα 1999 (2η έκδ.).
R. Treuil, P. Darcque, J. -Cl. Poursar, G. Touchais, Οι Πολιτισμοί του Αιγαίου, μτφρ. Ο. Πολυχρονοπούλου - Α. Φίλιππα - Touchais, Αθήνα: εκδ. Καρδαμίτσα 1996.




[1] Ο Νεολιθικός Πολιτισμός στην Ελλάδα, ένθετο περιοδικό Επτά Ημέρες, εφ. Η Καθημερινή της 16/06/1996, σ. 3.
[2] Α. Παπαγιαννοπούλου, Δ. Πλάντζος, Κ. Σουέρεφ, Τέχνες Ι: Ελληνικές Εικαστικές Τέχνες, τομ. Α': Προϊστορική και Κλασική Τέχνη, Πάτρα 1999, σ. 23 και σ. 60.
[3] Ολόκληρο το χωροταξικό διάγραμμα των πόλεων και των οικισμών δηλώνει σαφέστατα τον προσανατολισμό της Κρήτης προς την Ανατολή, το Νότο, και το Βορρά. Βλ. Χ. Μπένγκτσον, Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδος, μτφρ. Α. Γαβρίλη, Αθήνα: εκδ. Μέλισσα 1991, σ. 43.
[4] Για τους εμπορικούς δρόμους των Μινωιτών βλ. στο ίδιο, σ. 43.  Επίσης "Ανατολική Μεσόγειος 2000 χρόνια π.Χ.", ένθετο περιοδικό Επτά Ημέρες, εφ. Η Καθημερινή της 19/03/2000, σ. 12.  C. Mosse - A. Schnapp-Gourbeillon, Επίτομη Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας (2000-31π.χ.), μτφρ. Λ. Στεφάνου, Αθήνα: εκδ. Παπαδήμα 1999 (2η έκδ.), σ. 68.  Για την αξιολόγηση των σχέσεων μεταξύ Κρήτης και Αιγύπτου και την ερμηνεία του ονόματος Κεφτιού βλ. R. Treuil, P. Darcque, J. -Cl. Poursar, G. Touchais, Οι Πολιτισμοί του Αιγαίου, μτφρ. Ο. Πολυχρονοπούλου - Α. Φίλιππα - Touchais, Αθήνα: εκδ. Καρδαμίτσα 1996, σ.σ. 336-338.  Αξίζει να σημειωθεί πως αργότερα οι Μυκηναίοι πατώντας στους ίδιους θαλάσσιους δρόμους θα δείξουν έντονο ενδιαφέρον και για πηγές μεταλλευμάτων της Ιταλικής χερσονήσου, βλ. Α. Παπαγιαννοπούλου κ.ά., Τέχνες Ι: Ελληνικές Εικαστικές Τέχνες, τομ. Α': Προϊστορική και Κλασική Τέχνη, ό.π., σ. 136.                                                     
[5] Μ. Τιβέριος, Εισαγωγή στην Αρχαία Ελληνική Τέχνη, Αθήνα: Ίδρυμα Γουλανδρή - Χορν, 1995, σ. 14.
[6] Α. Παπαγιαννοπούλου κ.ά., Τέχνες Ι: Ελληνικές Εικαστικές Τέχνες, τομ. Α': Προϊστορική και Κλασική Τέχνη, ό.π., σ. 15/
[7] A. Houser, Κοινωνική Ιστορία της Τέχνης, τομ. Α': Προϊστορικοί Χρόνοι, Αρχαία Ανατολή, Ελλάδα, Ρώμη, Μεσαίωνας, μτφρ. Τ. Κονδύλη, Αθήνα: Κάλβος χ.χ., σ. 73 και σ. 76, όπου αναφέρεται πόσο επιδέξια η Κρήτη ξεφεύγει από τον κίνδυνο της τυποποίησης εξηγώντας μερικά το φαινόμενο από τον ρόλο που έπαιζε η πόλη στη ζωή των Μινωιτών. 
[8] Χ. Μπένγκτσον, Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδος, ό.π., σ. 44.
[9] C. Mosse - A. Schnapp-Gourbeillon, Επίτομη Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας (2000-31π.χ.), ό.π., σ. 69 και R. Treuil, P. Darcque, J. -Cl. Poursar, G. Touchais, Οι Πολιτισμοί του Αιγαίου, ό.π., σ.σ. 338-343 όπου και γίνεται αναφορά στο "αποικιακό σύστημα" και στη διάκριση ανάμεσα σε "εμπορεία" και "προτεκτοράτα".                                                                                                                                                                         
[10] Χ. Μπένγκτσον, Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδος, ό.π., σ. 46.
[11] βλ. R. Treuil, P. Darcque, J. -Cl. Poursar, G. Touchais, Οι Πολιτισμοί του Αιγαίου, ό.π., σ.341
[12] δηλ. με ένα μοναδικό κόσμημα σε κάθε πλευρά του αγγείου.
[13] Α. Παπαγιαννοπούλου κ.ά., Τέχνες Ι: Ελληνικές Εικαστικές Τέχνες, τομ. Α': Προϊστορική και Κλασική Τέχνη, ό.π., σ. 71.
[14] βλ. S. Hood, Η Τέχνη στην Προϊστορική Ελλάδα, μτφρ. Μ. Παντελίδου - Θ. Ξένος, Αθήνα: εκδ. Καρδαμίτσας 1993 (γ' έκδ.), σ. 50 και Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος Α' (Προϊστορία και Πρωτοιστορία), Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών 1970, σ. 255.                                     
[15] βλ. R. Treuil, P. Darcque, J. -Cl. Poursar, G. Touchais, Οι Πολιτισμοί του Αιγαίου, ό.π., σ.317, όπου υποστηρίζει αντίθετα πως οι σφραγίδες δανείζονται θεματικά από τις τοιχογραφίες.
[16] Από την Ξεστή 3, στο Ακρωτήρι της Θήρας.
[17] Α. Παπαγιαννοπούλου κ.ά., Τέχνες Ι: Ελληνικές Εικαστικές Τέχνες, τομ. Α': Προϊστορική και Κλασική Τέχνη, ό.π., σ. 35.  Αξίζει να σημειωθεί πως ο Φαραώ Άμωσις κόσμησε τις βεράντες του παλατιού του με τοιχογραφίες ταυροκαθαψίων σε μινωικό στυλ.
[18] Μαρτυρείται ωστόσο και η αποτροπαϊκή τους χρήση σε φυλαχτά που χρονολογούνται από την 4η π.χ. χιλιετία και βρέθηκαν στον χώρο της Μεσοποταμίας.
[19] Α. Παπαγιαννοπούλου κ.ά., Τέχνες Ι: Ελληνικές Εικαστικές Τέχνες, τομ. Α': Προϊστορική και Κλασική Τέχνη, ό.π., σ. 100.
[20] Στο ίδιο, σ. 81.
[21] S. Hood, Η Τέχνη στην Προϊστορική Ελλάδα, ό.π., σ. 167.
[22] Στο ίδιο, σ. 181, όπου περιγράφεται πώς ο Μινωίτης λιθοξόος μετατρέπει ένα αιγυπτιακό πιθοειδές σε σχήμα αλάβαστρου σε αμφορέα τοπικού σχήματος.                                                                                                    
[23] R. Treuil, P. Darcque, J. -Cl. Poursar, G. Touchais, Οι Πολιτισμοί του Αιγαίου, ό.π., σ. 369.
[24] Στο ίδιο, σ. 369.
[25] Α. Παπαγιαννοπούλου κ.ά., Τέχνες Ι: Ελληνικές Εικαστικές Τέχνες, τομ. Α': Προϊστορική και Κλασική Τέχνη, ό.π., σ.σ. 85-86.
[26] Ήδη στα ευρήματα των λακκοειδών τάφων (μύκητες, λαβές, διακοσμητικά επιθέματα, πυξίδες) παρατηρούμε πέρα από τις όποιες επιδράσεις και πρωτότυπα χαρακτηριστικά.
[27]R. Treuil, P. Darcque, J. -Cl. Poursar, G. Touchais, Οι Πολιτισμοί του Αιγαίου, ό.π., σ. 370 και Α. Παπαγιαννοπούλου κ.ά., Τέχνες Ι: Ελληνικές Εικαστικές Τέχνες, τομ. Α': Προϊστορική και Κλασική Τέχνη, ό.π., σ. 129.
                                                                                                                                                                        

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...