Τετάρτη 4 Απριλίου 2012

Ο δεσμός του βρέφους με το πρόσωπο φροντίδας

Ο δεσμός του βρέφους με το πρόσωπο φροντίδας προς το τέλος του 1ου έτους
Του Κυριάκη Κωνσταντίνου
Εισαγωγή
Ένα από τα κρίσιμα ερωτήματα που διατυπώνονται από την αναπτυξιακή ψυχολογία αφορά στο αν η ανάπτυξη του ατομικού οργανισμού (οντογένεση) είναι μια σταδιακή διεργασία συσσώρευσης μικρών ποσοτικών αλλαγών ή μια σειρά ποιοτικών μετασχηματισμών, η οποία «σηματοδοτείται από περιόδους γοργής αλλαγής και αιφνίδιας εμφάνισης νέων μορφών σκέψης και δράσης» (Cole & Cole, 2002: 35).  Το παραπάνω ερώτημα ταλάνισε και δίχασε τους θεωρητικούς στο μεγαλύτερο μέρος του περασμένου αιώνα.  Ωστόσο φαίνεται να επικρατεί η άποψη ότι η ανάπτυξη του βρέφους είναι συνεχής και ασυνεχής ταυτόχρονα (Νόβη – Καλτσούνη, 2008: 143).  Σε αυτό καταλήγει και ο Houde (2007) στο βιβλίο του Η ψυχολογία του παιδιού, στο οποίο χρησιμοποιεί το επίθετο – όρο ‘παράξενος’ (biscornu), με την ερμηνεία αυτού «που έχει μια ακανόνιστη μορφή.  Σύνθετο και περίεργο.  Ασυνήθιστο» (σ.142) για να χαρακτηρίσει την ανάπτυξη του βρέφους με όρους δυναμικών συστημάτων και όχι ευθύγραμμα (Houde, 2007: 19). Τα διάφορα τμήματα της διεργασίας ανάπτυξης «αλλάζουν προς άλληλα, ως μέρη ενός ολοκληρωμένου βιο-κοινωνικο-συμπεριφορικού συστήματος μέσα στο πολιτισμικό του πλαίσιο» (Cole & Cole, 2002: 306).  Έτσι, οι διάφορες αναπτυξιακές διεργασίες που πραγματοποιούνται σχετικά ανεξάρτητες στις ξεχωριστές βιολογικές, αντιληπτικο-κινητικές, γνωστικές και κοινωνικές σφαίρες συγκλίνουν σε κάποιες περιόδους της βρεφικής ηλικίας για να πραγματοποιήσουν μια βιο-κοινωνικη-συμπεριφορική μεταστροφή στη γενική οργάνωση της συμπεριφοράς του βρέφους, σηματοδοτώντας ταυτόχρονα την έναρξη ενός νέου σταδίου ανάπτυξης (Cole & Cole, 2002: 295).
Στην πορεία από τη βρεφική στη νηπιακή ηλικία θα συναντήσουμε τρεις βιο-κοινωνικο-συμπεριφορικές μεταστροφές, οι οποίες χαρακτηρίζονται με νέες μορφές συναισθηματικής έκφρασης. Η πρώτη εμφανίζεται στην περίοδο των 2,5 – 3 μηνών με σημαντικότερη μορφή συναισθηματικής έκφρασης την ανάπτυξη του κοινωνικού χαμόγελου, η δεύτερη στον 7ο – 9ο μήνα με την εμφάνιση ενός νέου σχήματος κοινωνικής συμπεριφοράς, τον δεσμό, και, τέλος, η τρίτη στην ηλικία των 2 ετών με την απόκτηση από το παιδί της αίσθησης του εαυτού.  Η παρούσα εργασία θα επικεντρωθεί στο δεσμό που αναπτύσσουν τα βρέφη με το πρόσωπο φροντίδας πριν το τέλος του 1ου έτους και ειδικότερα στο πώς αναπτύσσεται αυτή η μορφή συναισθηματικής έκφρασης και ποια είναι η φύση της.  

1. Η οντογένεση του δεσμού

Από τη πρώτη μεταγενετική στιγμή τα βρέφη συναλλάσσονται με τα πρόσωπα που τους παρέχουν φροντίδα, ήτοι αυτούς που τους παρέχουν «τους απαραίτητους βιολογικούς και πολιτισμικούς πόρους» (Cole & Cole, 2002: 300) έτσι ώστε να διασφαλίζονται οι πρωταρχικές συνθήκες της ζωής: τροφή και ασφάλεια.  Ωστόσο, σε αυτή την πρώτη περίοδο η συναλλαγή είναι ακόμη ασυντόνιστη.  Σε λίγες όμως μέρες αρχίζει η διεργασία της αμοιβαίας προσαρμογής, η οποία παρέχει τη βάση πάνω στην οποία θα οικοδομηθεί η μετέπειτα ανάπτυξη.  Η διαμόρφωση ενός συναισθηματικού ‘δεσμού’ με τον άλλο είναι συνθήκη πρωταρχικής σημασίας για την ανάπτυξη (φυλογενετικά και οντογενετικά, Grossmann & Grossmann, 1990: 31) και εδραιώνεται μέσα από μια αμφίδρομη σχέση συναλλαγής και αλληλεπίδρασης.  Από τον 7ο – 9ο μήνα  τα βιολογικά, κινητικο-αισθητικά, γνωστικά και κοινωνικά γεγονότα που συμβαίνουν στο βρέφος συγκλίνουν για να δημιουργήσουν μια βιο-κοινωνικο-συμπεριφορική μεταστροφή, «η οποία εισάγει ένα ποιοτικά νέο στάδιο ανάπτυξης» (Cole & Cole, 2002: 360).  Έτσι, προς το τέλος του 1ου έτους τα βρέφη αναπτύσσουν νέες μορφές συναισθηματικής έκφρασης, σημαντικότερη των οποίων θεωρείται ότι είναι ο δεσμός με το πρόσωπο φροντίδας.  Αυτή η ‘προσκόλληση’ (‘attachment’) είναι μια στενή συναισθηματική σχέση μεταξύ δύο ανθρώπων, οι οποίοι καθιερώνουν ένα αμοιβαίο σύστημα ανατροφοδότησης και ομοιόστασης (Holmes, 2009: 130).  Ωστόσο, το ερώτημα που προκύπτει είναι πώς αναπτύσσεται ο δεσμός που ενώνει τους ανθρώπους και ποια η φύση του; 

2. Οι αναπτυξιακές διεργασίες που προηγούνται της δημιουργίας του δεσμού

            Μια σειρά βιολογικών, αντιληπτικο-κινητικών, γνωστικών και κοινωνικών αλλαγών είναι χαρακτηριστικές και παρατηρήσιμες στην ηλικία των 2,5 – 3 μηνών ως και στο 1ο έτος, και πάντως διαμορφώνουν με την αλληλενέργειά τους το πλαίσιο της εμφάνισης του δεσμού. 
2.1 Βιολογικές διεργασίες
            Στην παραπάνω ηλικιακή περίοδο παρατηρούνται αλλαγές στις αναλογίες του σώματος, στους μύες και στα οστά, αλλά και διαφορές στους ρυθμούς ανάπτυξης των φύλων  Ίσως, η σημαντικότερη των βιολογικών αλλαγών σχετίζεται με την ανάπτυξη της πρόσθιας περιοχής του μετωπιαίου φλοιού του εγκεφάλου, η οποία παρέχει στο βρέφος τη δυνατότητα συντονισμού πιο σύνθετων μορφών δραστηριότητας, αλλά, κυρίως, διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη της εκούσιας συμπεριφοράς.  Το βρέφος μπορεί να αναστείλει την πρώτη του παρόρμηση, έτσι ώστε να μπορεί να σκεφτεί πριν δράσει (Cole & Cole, 2002: 315). 
2.2 Αντιληπτικο-κινητικές διεργασίες
            Από τους 2,5 μήνες και μέχρι τον πρώτο χρόνο το βρέφος αναπτύσσει το άπλωμα των χεριών για το πιάσιμο αντικειμένων (συνδυασμός αντιληπτικής και κινητικής ικανότητας, βλ. Νόβη – Καλτσούνη, 2008: 102).  Όμως, η ουσιαστικότερη αναπτυξιακή αλλαγή είναι η μετακίνηση, δηλαδή η ικανότητα να κινείται για να εξερευνήσει και ανακαλύψει το περιβάλλον του.  Η απόκτηση της κινητικής ικανότητας από το βρέφος το χωρίζει από τη μητέρα του (ή το πρόσωπο φροντίδας) με τρόπο που αλλάζει τις βασικές συνθήκες της παραπέρα ανάπτυξης (Cole & Cole, 2002: 318).
2.3 Γνωστικές διεργασίες 
            Αν και υπάρχει διάσταση των ειδικών για τη φύση των γνωστικών διεργασιών στο παραπάνω χρονικό πλαίσιο, ωστόσο παρατηρούνται αλλαγές στην ικανότητα της μνήμης να συγκρατεί περισσότερα αντικείμενα, τα οποία μπορούν να ανακληθούν (μονιμότητα αντικειμένου, Houde, 2007: 43 – 61) όταν απουσιάζουν από το οπτικό πεδίο των βρεφών.  Παράλληλα, αντιλαμβάνονται το πλήθος και τις κατηγορίες αντικειμένων (Houde, 2007: 63 – 98). 
2.4 Κοινωνικές διεργασίες
            Οι αλλαγές στη βιολογική, αντιληπτικο-κινητική και στη γνωστική σφαίρα διαμορφώνουν τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη νέων μορφών κοινωνικής συμπεριφοράς.  Έτσι, παρατηρούνται επιφυλακτικότητα (ίσως και ως απότοκο της ανάκλησης), άγχος προς τα άγνωστα πρόσωπα (βλ. συνθήκη του ξένου στο Bretherton, 1997: 463) και άγχος αποχωρισμού (οικουμενικό αίσθημα, Νόβη – Καλτσούνη, 2008: 126. Cole & Cole, 2002: 408), κοινωνική εκλεκτικότητα, συναισθηματική αναφορά, ήτοι η συμπεριφορά κατά την οποία το βρέφος παρακολουθεί προσεκτικά το πρόσωπο φροντίδας για να δει πώς ερμηνεύει ασυνήθιστα συμβάντα, η οποία παραπέμπει στη νέα συναισθηματική σχέση ανάμεσα στο βρέφος και στο πρόσωπο φροντίδας, με παραδείγματα δευτερογενούς διϋποκειμενικότητας, η ανάπτυξη της ‘ιδιολέκτου’ κ.ά.
            Αυτές οι νέες μορφές συναισθηματικής έκφρασης ονομάζονται «δεσμός» και αποτελούν ένα νέο, διαρκές, είδος συναισθηματικού δεσίματος ανάμεσα στο βρέφος και σε συγκεκριμένους ανθρώπους (Cole & Cole, 2002: 351).      
3. Θεωρίες αναφορικά με τη δημιουργία του δεσμού  
3.1 Θεωρίες βιολογίας / ωρίμανσης
            Οι θεωρίες βιολογίας/ωρίμανσης θεωρούν την ανάπτυξη μια βιολογική διαδικασία.  Επιστημολογικά αντιστοιχούν στη φαινομενολογία ή στον υπαρξισμό (Κάτσιου – Ζαφρανά, 2009: 206) και πρεσβεύουν ότι η γνώση και η πραγματικότητα αναλύονται στη βάση της εσωτερικής εμπειρίας του εαυτού μας.  Έτσι, ο δεσμός αναπτύσσεται στη βάση της ικανοποίησης βιολογικών ενστίκτων (Freud στο Shaffer, 2004: 405) και στην ανάπτυξη ενός αισθήματος εμπιστοσύνης (Erikson στο Shaffer, 2004: 405).  Οι θεωρίες αυτές ουσιαστικά ανατράπηκαν από τα πειράματα του H. Harlow (Cole & Cole, 2002: 394 – 397), τα οποία έδειξαν ότι η σωματική επαφή είναι σημαντικότερη από την τροφή στη δημιουργία δεσμού. 
3.2 Θεωρίες περιβάλλοντος / μάθησης 
            Οι θεωρίες περιβάλλοντος/μάθησης θεωρούν το περιβάλλον, ενεργώντας μέσα από τους μηχανισμούς της μάθησης, ως καθοριστικό στη διαμόρφωση της ανάπτυξης (Cole & Cole, 2002: 80).  Επιστημολογικά αντιστοιχούν στον εμπειρισμό (Κάτσιου – Ζαφρανά, 2009: 207) και πρεσβεύουν ότι η γνώση είναι το αποτέλεσμα πληροφοριών από το εξωτερικό περιβάλλον που το άτομο λαμβάνει και επεξεργάζεται δια μέσου των αισθήσεων.  Έτσι, ο δεσμός αναπτύσσεται ως μηχανισμός ισορροπίας ανάμεσα στην ανάγκη του βρέφους για ασφάλεια και της ανάγκης του για ποικίλες εμπειρίες μάθησης (Bowlby στο Cole & Cole, 2002: 393).  Ωστόσο, η θεωρία του Bowlby για τον δεσμό αναφέρεται σε αλληλεπιδραστικές διεργασίες, οι οποίες δηλώνουν εν μέρει αποδοχή ψυχαναλυτικών και εν μέρει ηθολογικών θέσεων, με αποτέλεσμα να αποκλείουν την ταξινόμηση της θεωρίας του σε αυτή την κατηγορία (Bowlby, 2005). 
3.3 Θεωρίες κονστρουκτιβισμού
            Οι θεωρίες του κονστρουκτιβισμού αποδίδουν στο παιδί ενεργητικό ρόλο στη διαμόρφωση της προσωπικής του ανάπτυξης (Cole & Cole, 2002: 82).  Επιστημολογικά ο κονστρουκτιβισμός πρεσβεύει ότι ένα ερέθισμα αποτελεί ερέθισμα για κάποιον μόνο τη στιγμή που αυτός ο κάποιος θα δράσει ή απαντήσει σε αυτό.  Έτσι, η ικανότητα ανάπτυξης δεσμού εξαρτάται, εν μέρει, από το επίπεδο διανοητικής ανάπτυξης του βρέφους (Schaffer στο Shafer, 2004: 407).
 3.4 Θεωρίες του πολιτισμικού πλαισίου
            Οι θεωρίες του πολιτισμικού πλαισίου δίνουν έμφαση στην κουλτούρα και στις εμπειρίες.  Ο δεσμός καθορίζεται στενά από πολιτισμικές επιταγές (Bretherton, 21997: 478) στη βάση της κοινωνικής αλληλεπίδρασης.  Έτσι, ο δεσμός διαμορφώνεται από την ανάγκη των βρεφών να αναπτύξουν μια ασφαλή βάση (χωρική θεωρία του δεσμού) πριν αποπλεύσουν για μη οικείες καταστάσεις (Ainsworth στο Shafer, 2004: 405) και, ταυτόχρονα, από την επιθυμία του βρέφους να θεωρείται από έναν «ιδιαίτερο» ενήλικο ως «ξεχωριστό» (Fraiberg, 1977, όπως αναφέρεται στο Βορριά, κ.ά, 2006: 23). 
4. Η φύση του δεσμού
            Η ιδέα ενός πρωτογενούς, αυθύπαρκτου ψυχολογικού, διαδραστικού πλαισίου –sui generis- ανάμεσα στη μητέρα και στο βρέφος, που δεν σχετίζεται με τη σεξουαλικότητα του βρέφους και τη φροϋδική προσέγγιση, εντοπίζεται γύρω στο 1935 στο βιβλίο του I. Suttie, The Origins of Love and Hate (Holmes, 2009: 48).  Το 1937 ο ηθολόγος K. Lorenz παρατήρησε και κατέγραψε μια έμφυτη ή ενστικτώδη συμπεριφορά των νεογνών ορισμένων ειδών, τα οποία ακολουθούν κινούμενα αντικείμενα (συνήθως τη μητέρα τους) και αναπτύσσουν  ‘αποτύπωση’ [μνημονικό εντύπωμα] σε αυτά (Lorenz, 1937: 245 – 273).  Αν και τα βρέφη δεν αποκτούν προσκόλληση μέσω της ‘αποτύπωσης’ (Stratton, 1983: 301 – 309) έχουν κληρονομήσει ορισμένα χαρακτηριστικά που τους είναι απαραίτητα για να καταφέρουν να αναπτυχθούν: είναι βιολογικά προγραμματισμένα να δημιουργούν ‘δεσμό’ με τα πρόσωπα που τα φροντίζουν[1] (Μόττη – Στεφανίδη, 1989: 150).  Ο Bowlby, ωστόσο, ανέδειξε την ανάγκη συναισθηματικής επένδυσης αυτής της σχέσης, έτσι ώστε να αποτελέσει την κινητήρια δύναμη για να θεωρηθεί η μητέρα ως ο ‘σημαντικός άλλος’ και να αποτελέσει την εστία ασφάλειας του βρέφους (Bowlby, 2005).    

Σύνοψη  

Στην ηλικία των 7 μηνών περίπου τα βρέφη εμφανίζουν ένα νέο σχήμα κοινωνικής συμπεριφοράς που συνδέεται με την αυξημένη ικανότητά τους να κινούνται, να κατηγοριοποιούν και να θυμούνται.  Απότοκο των παραπάνω αναπτυξιακών διεργασιών είναι η εμφάνιση νέων κοινωνικών συμπεριφορών, όπως άγχος αποχωρισμού, φόβου και αναστάτωσης όταν έρθουν σε επαφή με ξένους, αλλά και εμπιστοσύνης (διαθεσιμότητας) και ασφάλειας στο πρόσωπο φροντίδας.  Το βρέφος μετεωρίζεται ανάμεσα στο ενδιαφέρον και στο φόβο, στην εξερεύνηση και στην ασφάλεια.  Ο δεσμός που αναπτύσσεται ανάμεσα στο βρέφος και στο πρόσωπο φροντίδας μπορεί να θεωρηθεί το σημείο ισορροπίας σε αυτό το εκκρεμές.  


Βιβλιογραφία
Ελληνόγλωσση 
Βορριά, Π., Σαραφίδου, Ε., Παπαληγούρα, Ζ., Λαμπίδη, Α, Κοντοπούλου, Α. (2006). Οι επιπτώσεις της παρεχόμενης φροντίδας στο δεσμό ‘μητέρας’ – βρέφους σε βρέφη του Κέντρου Βρεφών «Μητέρα». Ψυχολογία, 13 (2), 21 – 36.
Bretherton, I. (1997). Η καταγωγή της θεωρίας της προσκόλλησης: John Bowlby και Mary Ainsworth. Στο Γ. Κουγιουμουτζάκης (επιμ.). Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Παρελθόν, Παρόν και Μέλλον. (σσ. 443 – 489). Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
Cole, M., & Cole, S. R. (2002). Η ανάπτυξη των παιδιών. Η αρχή της ζωής: εγκυμοσύνη, τοκετός, βρεφική ηλικία (τ. Α΄). Αθήνα: Τυπωθήτω – Γ. Δάρδανος.
Hayes, N. (1998). Εισαγωγή στην Ψυχολογία (τ. Β΄). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Holmes, J. (2009). Ο John Bowlby & η Θεωρία του Δεσμού. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Houde, O. (2007). Η ψυχολογία του παιδιού. Αθήνα: Το Βήμα γνώση.
Κάτσιου – Ζαφρανά, Μ. (2009). Εγκέφαλος και Εκπαίδευση. Θεσσαλονίκη: Κυριακίδης.
Μόττη – Στεφανίδου, Φ. (1989). Η επίδραση του δεσμού μητέρας – βρέφους στην εξέλιξη της προσωπικότητας του νηπίου. Εκλογή (Ιούλιος – Αύγουστος – Σεπτέμβριος), 82, 150 – 155.
Νόβη – Καλτσούνη, Χ. (2008). Εξέλιξη του παιδιού στο κοινωνικό περιβάλλον. Η ανάπτυξη του παιδιού στο κοινωνικό περιβάλλον. Εγχειρίδιο μελέτης. Πάτρα: ΕΑΠ.
Shaffer, D. R. (2004). Εξελικτική Ψυχολογία. Παιδική ηλικία και εφηβεία. Αθήνα: Έλλην.  

Ξενόγλωσση
Bowlby, J. (2005). The making and breaking of affectional bonds. London, New York: Routledge. 
Grossmann, K. E., & Grossmann, K. (1990). The Wider Concept of Attachment in Cross-Cultural Research. Human Development, 33, 31 – 47.
Lorenz, K. (1937). The companion in the bird’s world. Auk , 54, 245 – 273.
Stratton, P. M. (1983). Biological preprogramming of infant behavior. Journal of Child Psychology and Psychiatry, 24 (2), 301 – 309.


[1] Το πρόσωπο φροντίδας μπορεί να είναι ένα ή και περισσότερα.  Έτσι η μονοπρόσωπη / μονοτροπική προσκόλληση του Bowlby τίθεται σε αμφισβήτηση από την έρευνα των Schaffer & Emerson (1964, όπως αναφέρεται στο Hayes, 1998: 135), τα ευρήματα της οποίας δηλώνουν την κοινωνικότητα των βρεφών (πολυπρόσωπες προσεγγίσεις).  Τα βρέφη διαμορφώνουν ‘δεσμό’ με τα πρόσωπα που καταφέρουν να αλληλεπιδράσουν (μορφές αλληλεπίδρασης: συνεξάρτηση, συναλλαγή, χαμόγελο, κλάμα) και όχι κατά συνθήκη με εκείνα που τα φροντίζουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...