Η μέρα είναι σκοτεινή
Προσπαθώ να διανύσω την απόσταση
Από το φεγγάρι στο φως
Μα πριν ακόμα φτάσω στα μισά
Ασθμαίνω σαν παλιό φορτηγό στην ανηφόρα
Σίγουρα το κάπνισμα δεν ωφελεί
Σε τέτοιες μαραθώνιες προσπάθειες
Ούτε ότι το μυαλό κολλάει
Σαν βελόνα παλιού πικάπ
Συνεχώς στις ίδιες και στις ίδιες λέξεις
Θα μου πεις
«Προδοσία» και πώς να συγχωρέσεις
Όμως έτσι είναι ο άνθρωπος
Σηκώνεται από τα χώματα, τινάζει τα χώματα και προχωρά
Προχωρά να συναντήσει το σκυλί του
Ή μια στέγη ή ένα πιάτο αμαρτωλές φακές
Ή τον άλλο άνθρωπο
Πάνω στον γλυκό ύπνο
Καμιά φορά όμως στήνεται ένα σκηνικό βίας
Αίματος και θανάτου
Που κάνει την τρίχα σου να ορθώνεται
Όπως η ουρά της γάτας όταν βρίσκεται σε οίστρο
Με την κοιλιά θεληματική
Και τα μάτια όλο υποσχέσεις
Μέσα στα νεκροταφεία κατοικούν οι άλλοι άνθρωποι
Μα οι σκιές τους κάθε βράδυ σε κουβεντιάζουν
Τον χειμώνα γύρω από τη φωτιά του καστανά
Την άνοιξη στις φωλιές των χελιδονιών
Το καλοκαίρι δίπλα στο γέλιο –σαν πένθιμη κωδωνοκρουσία- των κυμάτων
Και το φθινόπωρο στο λιβάδι με τα χρυσάνθεμα
Και τους αγάπανθους από το ποίημα του Σεφέρη
Τρέχω συνεχώς μακριά σου
Και δεν απομακρύνομαι ούτε ένα χιλιοστό από σένα
Σε κουβαλώ μέσα μου
Πιο πολύ δική μου
Απ’ όσο δικός μου είμαι εγώ
Τρώω με τα χέρια σου
Κοιτώ με τα μάτια σου
Σκέφτομαι με τις λέξεις σου
Γίνομαι εσύ χωρίς εσένα
Και δε με νοιάζει πια
Α τίποτα δε με νοιάζει πια
Μόνο να πνίγω νοερά κουτάβια στο ποτάμι
Όνειρα που δε θα μεγαλώσουν ποτέ
Φυτά που δε θα βλαστήσουν
Ζωές που δε θα αιματωθούν
Επειδή δεν χρειάζεται πια
Τόσος πόνος τόσο αίμα τόση ζωή
Για να συντηρούμε ζωντανή τη ζωή
Που δεν αξίζει να ζει κανείς
Και λέω να φύγω πια από αυτό το ποίημα
Γιατί κλείνουν τα μάτια μου και νυστάζω
Και η μέρα είναι ακόμα σκοτεινή και δύσκολη
Και δεν μπορώ άλλο να περπατώ
Κουράστηκα
Και άλλο δεν πάει πια
Προσπαθώ να διανύσω την απόσταση
Από το φεγγάρι στο φως
Μα πριν ακόμα φτάσω στα μισά
Ασθμαίνω σαν παλιό φορτηγό στην ανηφόρα
Σίγουρα το κάπνισμα δεν ωφελεί
Σε τέτοιες μαραθώνιες προσπάθειες
Ούτε ότι το μυαλό κολλάει
Σαν βελόνα παλιού πικάπ
Συνεχώς στις ίδιες και στις ίδιες λέξεις
Θα μου πεις
«Προδοσία» και πώς να συγχωρέσεις
Όμως έτσι είναι ο άνθρωπος
Σηκώνεται από τα χώματα, τινάζει τα χώματα και προχωρά
Προχωρά να συναντήσει το σκυλί του
Ή μια στέγη ή ένα πιάτο αμαρτωλές φακές
Ή τον άλλο άνθρωπο
Πάνω στον γλυκό ύπνο
Καμιά φορά όμως στήνεται ένα σκηνικό βίας
Αίματος και θανάτου
Που κάνει την τρίχα σου να ορθώνεται
Όπως η ουρά της γάτας όταν βρίσκεται σε οίστρο
Με την κοιλιά θεληματική
Και τα μάτια όλο υποσχέσεις
Μέσα στα νεκροταφεία κατοικούν οι άλλοι άνθρωποι
Μα οι σκιές τους κάθε βράδυ σε κουβεντιάζουν
Τον χειμώνα γύρω από τη φωτιά του καστανά
Την άνοιξη στις φωλιές των χελιδονιών
Το καλοκαίρι δίπλα στο γέλιο –σαν πένθιμη κωδωνοκρουσία- των κυμάτων
Και το φθινόπωρο στο λιβάδι με τα χρυσάνθεμα
Και τους αγάπανθους από το ποίημα του Σεφέρη
Τρέχω συνεχώς μακριά σου
Και δεν απομακρύνομαι ούτε ένα χιλιοστό από σένα
Σε κουβαλώ μέσα μου
Πιο πολύ δική μου
Απ’ όσο δικός μου είμαι εγώ
Τρώω με τα χέρια σου
Κοιτώ με τα μάτια σου
Σκέφτομαι με τις λέξεις σου
Γίνομαι εσύ χωρίς εσένα
Και δε με νοιάζει πια
Α τίποτα δε με νοιάζει πια
Μόνο να πνίγω νοερά κουτάβια στο ποτάμι
Όνειρα που δε θα μεγαλώσουν ποτέ
Φυτά που δε θα βλαστήσουν
Ζωές που δε θα αιματωθούν
Επειδή δεν χρειάζεται πια
Τόσος πόνος τόσο αίμα τόση ζωή
Για να συντηρούμε ζωντανή τη ζωή
Που δεν αξίζει να ζει κανείς
Και λέω να φύγω πια από αυτό το ποίημα
Γιατί κλείνουν τα μάτια μου και νυστάζω
Και η μέρα είναι ακόμα σκοτεινή και δύσκολη
Και δεν μπορώ άλλο να περπατώ
Κουράστηκα
Και άλλο δεν πάει πια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.