Ο Παρθενώνας και τα νεοκλασικά κτήρια της Εθνικής
Βιβλιοθήκης και της Αμερικάνικης Πρεσβείας
του Κώστα Κυριάκη
Εισαγωγή
Από την
ίδρυση του ελληνικού κράτους (1832) ως και το πρώτο μισό
του 20ού αι. κυρίαρχη τάση της νεοελληνικής αρχιτεκτονικής αναδείχθηκε ο
νεοκλασικισμός, που χαρακτηρίζεται, όμως, από κάποια
εκλεκτική διάθεση. Έτσι, ο σχεδιασμός
δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων βασίστηκε σε πρότυπα της αρχαιότητας. Στην παρούσα εργασία θα μελετήσουμε τον Παρθενώνα,
ο οποίος στάθηκε πρότυπο της Εθνικής Βιβλιοθήκης και της Αμερικάνικης Πρεσβείας.
Παρθενώνας
Ο
Παρθενώνας, το όνομα του οποίου σημαίνει οίκος, δηλαδή ιερό της παρθένου (ενν.
Αθηνάς), εκφράζει απόλυτα την πολιτική, κοινωνική και πολιτιστική ανάπτυξη της
Αθήνας του Χρυσού Αιώνα, "όπου το ανθρώπινο πνεύμα υλοποιείται και αποκτά
μια ορατή αιώνια μορφή, ενώ την ίδια στιγμή τα υλικά στοιχεία
μεταστοιχειώνονται σε φορείς των πιο υψηλών και ανέκφραστων μηνυμάτων"[1].
Ο Παρθενώνας διαδέχθηκε άλλους ναούς
που βρίσκονταν στην ίδια θέση τουλάχιστον από τις αρχές του 6ου αι.
π.Χ.. Αποτελεί δηλαδή τη συνέχεια μιας
παλαιότερης ναοδομικής παράδοσης. Έτσι,
με την κατασκευή του κλασικού Παρθενώνα επιτυγχάνονται, ακολουθώντας τα
ιστορικά γεγονότα και υπαγορευμένοι από ιδεολογικές και αισθητικές ανάγκες,
παλαιότεροι και νέοι στόχοι: ναός της Αθηνάς Παρθένου, άξιος της Παναθηναϊκής
εορτής, μνημείο της Δημοκρατίας, μνημείο παλαιότερων και νεότερων νικών[2].
Οι εργασίες οικοδόμησης του ναού πάνω
στο πώρινο θεμέλιο - στυλοβάτης[3] -, το οποίο
χρησιμοποιήθηκε στον Προπαρθενώνα[4], άρχισαν το 447 π.Χ.
και περατώθηκαν το 438 π.Χ. με την αφιέρωση του κολοσσικού χρυσελεφάντινου
αγάλματος της Αθηνάς. Οι τελευταίες
γλυπτικές εργασίες στα αετώματα του Παρθενώνα ολοκληρώθηκαν το 432 π.Χ..
Το έργο συντελέστηκε με δημόσια
χρηματοδότηση. Σπουδαιότερη πηγή ήταν τα
αργυρωρυχεία του Λαυρίου. Ο αριθμός των
τεχνιτών έφτανε τους 200 και των γλυπτών τους 50[5]. Ωστόσο, πολλοί περισσότεροι ήταν αυτοί που
απασχολούνταν στα λατομεία του Πεντελικού, στην κατασκευή αμαξών, οικοδομικών
μηχανών και σε άλλες εργασίες. Στο έργο
συμμετείχαν αθηναίοι πολίτες, πολίτες άλλων πόλεων και δούλοι με σταθερή
αμοιβή.
Ο Περικλής συνέλαβε το μεγαλεπήβολο
σχέδιο της ανέγερσης του Παρθενώνα, ενώ την εκτέλεση του έργου ανέλαβαν οι
αρχιτέκτονες Ικτίνος και Καλλικράτης, σε στενή συνεργασία, όμως, με τον γλύπτη
Φειδία, ο οποίος τα "πάντα διείπε και πάντων επίσκοπος ην".
Πρόκειται για το μεγαλύτερο δωρικό ναό
της αρχαιότητας (οι άλλοι δύο, του Σελινούντα και του Ακράγαντα, δεν
ολοκληρώθηκαν ποτέ), και το μόνο που είναι κατασκευασμένος ολόκληρος από πεντελικό
μάρμαρο - εκτός από το στυλοβάτη που είναι κατασκευασμένος από
ασβεστόλιθο. Επίσης, είναι ο μόνος
δωρικός ναός του οποίου και οι 92 μετόπες φέρουν ανάγλυφες παραστάσεις[6].
Ο Παρθενώνας, ως κτίριο, ακολουθεί
έναν άγνωστο στην υπόλοιπη Ελλάδα ναϊκό τύπο: οκτάστυλος περίπτερος δωρικός
ναός με εξάστυλο αμφιπρόστυλο σηκό, αποτελούμενο από τον κυρίως ναό και ένα
οπίσθιο διαμέρισμα. Διαπιστώνεται,
επίσης, ταυτισμός αρχιτεκτονικών μορφών και δομικών στοιχείων σε μεγάλη έκταση[7].
Ο στυλοβάτης, το ανώτερο επίπεδο του
κλιμακωτού κρηπιδώματος πάνω στο οποίο στηρίζεται ο Παρθενώνας, έχει μήκος 69,5
μ. και πλάτος 30,8 μ. Η αναλογία του
πλάτους προς το μήκος του βρίσκεται σε σχέση 4:9. Αυτή που ονομάζεται "χρυσή
τομή". Και είναι η κυριαρχούσα αναλογία
στα διάφορα μέρη από το στυλοβάτη ως το θριγκό.
Είναι η ίδια σχέση που ρυθμίζει τη διάμετρο των κιόνων προς το
μεταξόνιο, το ύψος του ναού προς το πλάτος του, το πλάτος του κυρίως ναού προς
το μήκος του, ενώ το πλάτος του ναού προς το ύψος έχει μια σχέση 16:81[8].
Το περιστύλιο - πτερό - η κιονοστοιχία
που περιβάλλει το ναό αποτελείται από 46
κίονες, όλους δωρικού ρυθμού. Οκτώ
κίονες (αντί γα έξι όπως συνηθιζόταν) κατά πλάτος και 17 κατά μήκος (μετράμε
δύο φορές τους γωνιακούς κίονες). Έτσι,
δημιουργείται η κλασική σχέση α: 2 α + 1. Για να επιτευχθεί αυτό, οι κίονες γίνονται
λεπτότεροι (σχέση διαμέτρου: ύψος 1: 5,48) και τοποθετούνται σε ασυνήθιστη
πυκνότητα (μεταξόνιο= 2,25). Η
ελαφρότητα του θριγκού ενισχύει τη
ραδινή κορμοστασιά των κιόνων. Έξι
δωρικοί κίονες κοσμούν την όψη του προδόμου και έξι του οπισθόδομου, πίσω από
τους κίονες του πτερού, δημιουργώντας την ψευδαίσθηση δίπτερου ναού, όπως οι
ναοί της Ιωνίας. Με την πυκνότητα των
κιόνων του πτερού, που υποχρεώνουν τον επισκέπτη να δει την κιονοστοιχία ως ένα
ενιαίο και αδιαίρετο σύνολο, επιτείνεται παράλληλα η στενότητα των χώρων-στοών
που δημιουργούνται ανάμεσα στο πτερό και στον κυρίως ναό.
Μια άλλη ιδιομορφία ήταν η ύπαρξη
ζωφόρου, που περιέτρεχε το σηκό σε όλο του το μήκος και αποτελεί ίσως την πιο
φανερή από τις ιωνικές επιδράσεις. Το
θέμα της ζωφόρου δεν είναι επουράνιο, όπως των γλυπτών της ανατολικής πλευράς,
ούτε ηρωικό-μυθικό όπως των άλλων πλευρών.
Είναι ένα αθηναϊκό θέμα: περιλαμβάνονται Αθηναίοι διαφόρων τάξεων σε
ομάδες που αντιστοιχούν στην αθηναϊκή πολιτειακή οργάνωση[9].
Η πυκνή και νευρώδης εξωτερική
διαμόρφωση έρχεται σε υπολογισμένη αντίθεση προς την άνεση του εσωτερικού χώρου[10]. Σε κάτοψη το κτίριο παρουσιάζει την εξής
διαίρεση από ανατολικά προς τα δυτικά: πρόδομος, σηκός (που ονομαζόταν και
εκατόμπεδος ναός), κυρίως Παρθενώνας και οπισθόδομος. Στο εσωτερικό υπήρχε δωρική κιονοστοιχία σχήματος
"Π" σε δύο ορόφους (δίτονη κιονοστοιχία) που δημιουργούσε ένα υπερώο,
από το οποίο ο επισκέπτης παρατηρούσε από διαφορετικά σημεία το χρυσελεφάντινο
άγαλμα της Αθηνάς, το οποίο βρισκόταν στο βάθος του σηκού. Με αυτό τον τρόπο έσπαζε ο επιμήκης άξονας
του κεντρικού κλίτους και προκαλούσε ακόμη πιο έντονη την αίσθηση του
πλάτους. Στην πρόσοψη του σηκού είχαν
ανοιχτεί δύο παράθυρα για να μπαίνει φως.
Έτσι, φαίνεται πως η κατασκευή του ναού είχε εναρμονιστεί με το άγαλμα
που επρόκειτο να τοποθετηθεί σε αυτόν[11]. Δηλαδή, "ο ναός αποτελεί και μνημείο
μέσα στον χώρο, αλλά και δημιουργεί εσωτερικό χώρο που προσδιορίζει και την
εξωτερική του μορφή"[12].
Ο κυρίως Παρθενώνας χρησίμευε για τη
φύλαξη του συμμαχικού ταμείου που είχε μεταφερθεί από τη Δήλο στην Αθήνα και
άλλων πολύτιμων αντικειμένων. Στον
οπισθόδομο φυλάσσονταν τα πολύτιμα αφιερώματα της Αθηνάς. Η οροφή του στηριζόταν σε τέσσερις ιωνικούς
κίονες. Ο χώρος του οπισθόδομου έκλεινε
με κάγκελα που ένωναν τους κίονες μεταξύ τους.
Η στέγη ολόκληρου το ναού, μαζί με τους στρωτήρες, τους καλυπτήρες και
τα ακροκέραμα, ήταν μαρμάρινη, αλλά στηριζόταν σε μεγάλους ξύλινους δοκούς[13]. Πολλά τμήματα του γλυπτού διακόσμου, του
επιστυλίου και των φατνωμάτων της οροφής έφεραν γραπτό διάκοσμο με κόκκινο,
μπλε και χρυσό χρώμα.
Η θέση των γλυπτών του Παρθενώνα στο
κτίριο αντιστοιχούν σε τρία συμβολικά κοσμικά επίπεδα: στο γήινο (ζωφόρος), στο
μυθικό (μετόπες) και στο ουράνιο (αετώματα).
Παρουσιάζουν μια κατά μήκος ιεράρχηση επειδή η ανατολική πλευρά του ναού
ήταν σπουδαιότερη της δυτικής. Οι
γλυπτικές συνθέσεις υπηρετούν πλήρως όχι μόνο τα εικονογραφικά θέματα, αλλά και
την ανάγκη εκμετάλλευσης του διαθέσιμου κάθε φορά χώρου. Το τετράγωνο της μετόπης ευνοεί τα αυτοτελή
θέματα, το επίμηκες της ζωφόρου τα συνεχόμενα, ενώ το τριγωνικό των αετωμάτων
θέτει ειδικούς περιορισμούς ύψους, επιβάλλοντας ιεράρχηση από το μέσον προς τα
άκρα[14]. Στις περισσότερες μετόπες όπως και στο δυτικό
αέτωμα τα γλυπτά προβάλλουν τον αγώνα ως έννοια, δηλαδή ως αέναη σχέση
αντίθετων δυνάμεων: υπερφυσικών, φυσικών, ιστορικών, κοινωνικών, ακόμη και
εσωτερικών του ανθρώπου ως άτομο.
Οι ασύλληπτες εκλεπτύνσεις, οι
αδιόρατες αποκλίσεις από την κατακόρυφο και την οριζόντια κατεύθυνση και οι
αρμονικές αναλογίες υπηρετούσαν την αισθητική λειτουργία του κτιρίου. Ο στυλοβάτης παρουσίαζε ελαφρά τυμπανοειδή
καμπύλωση, οι ραδινοί κίονες απέκλιναν από την κατακόρυφο προς το κέντρο του
ναού και η συνολική σχεδίαση ήταν πυραμοειδής[15]. Έτσι, επιτυγχάνονταν μια κίνηση προς τα μέσα
και προς τα πάνω που μετέτρεπε τον Παρθενώνα σε ένα παλλόμενο οργανικό
σύνολο. Για να κατανοηθεί αυτό, αρκεί να
αναφερθεί πως όχι μόνο κανένας λίθος του κτιρίου δεν μπορούσε να έχει ορθογώνιο
σχήμα (αλλά τραπεζοειδές) αλλά και ότι σχεδόν κάθε λίθος έχει εντελώς δικό του
σχήμα και μοναδική θέση μέσα στο σύνολο, γιατί η καμπύλωση και οι κλίσεις
δημιουργούσαν διαφορές γωνιών και επιφανειών σε κάθε σημείο του κτιρίου[16].
Για τις εκλεπτύνσεις αυτές έχει
υποστηριχθεί από άλλους ότι αποτελούν οπτικές διορθώσεις, δηλαδή μέσο
εξουδετέρωσης ανεπιθύμητων οπτικών απατών, και από άλλους ένα εξαιρετικής
καλλιτεχνικής ευαισθησίας δημιούργημα, "μόνος σκοπός του οποίου είναι να
προσδίδει στα αρχικώς άψυχα, τυποποιημένα γεωμετρικά σχήματα έναν παλμό ζωής,
ανάλογο προς τον (…) μυϊκό τόνο του σώματος ανθρώπων και ζώων"[17].
Καθώς ο επισκέπτης περνά το Προπύλαια,
δεξιά του υψώνεται ο μεγάλος όγκος του Παρθενώνα, σε λοξή κάπως θέση, έτσι ώστε
να του προσφέρεται μια συνολική παράσταση με τον συνδυασμό της δυτικής με τη
βορινή όψη[18], και αριστερά του το
μικρότερο Ερεχθείο (Μνησικλής, 421 π.Χ.).
Η διάταξη, η ισορροπία και η σχέση τους χαρακτηρίζεται από επιτηδειότητα
γιατί δεν υπάρχει συμμετρία μεταξύ τους.
Μέσα από την αντίθεση ο όγκος του Παρθενώνα, τοποθετημένος για να
φαίνεται από παντού με φόντο τον ουρανό, εμφανίζεται ως ένα μοναδικό
πολεοδομικό επίτευγμα.
Το σχέδιο Schinkel
Με την
ίδρυση το 1832 του ελληνικού βασιλείου ξεκινά και η διαδικασία συγκρότησης των
βασικών χαρακτηριστικών της ελληνικής εθνικής ταυτότητας. Σημαντικό βάρος έπεσε στα στοιχεία εκείνα που
αναδείκνυαν την αίσθηση συνέχειας ανάμεσα στην κλασική αρχαιότητα και τους
νεοέλληνες. Αυτή η αντιμετώπιση του
παρελθόντος προσδιοριζόταν ως ένα βαθμό από τη βούληση των νεοελλήνων να
ανταποκριθούν στην εικόνα που είχε διαμορφωθεί στη δυτική Ευρώπη για την Ελλάδα
από την Αναγέννηση και μετά, όπου η αρχαία ελληνική σκέψη είχε αναχθεί σε
πρότυπο της πολιτικής σκέψης και της πνευματικής εξέλιξης[19].
Μέσα σε αυτό το ιδεολογικό κλίμα, το
οποίο αντιστοιχούσε στα οράματα του ρομαντικού ευρωπαϊκού κινήματος, οι Βαυαροί
που θα εγκατασταθούν στην Ελλάδα θα μεταφέρουν αυτούσιο το πολιτισμικό πλαίσιο
της πατρίδας τους. Θέτοντας σε κίνηση
τους μηχανισμούς επικράτησης της ιδεολογίας της κυρίαρχης τάξης και της
διάδοσής της στα υπόλοιπα αστικά στρώματα θα συνδράμουν στην επικράτηση του
νεοκλασικισμού, ο οποίος παρέχει μια ψευδαίσθηση ελληνικότητας, ικανοποιεί τη
νεοαποκτηθείσα αστική νοοτροπία και καλύπτει απαιτήσεις μέσα από τη μορφή, όπως
αυστηρότητα ύφους, μνημειακή εμφάνιση, προβολή του χρήστη[20].
Παράλληλα, η ελληνική κοινωνία θα
επιδιώξει την αποκάθαρση των αρχαιολογικών χώρων από όλα τα μνημεία του
πρόσφατου παρελθόντος. Σε αυτή την
κατεύθυνση δε θα κινηθούν μόνο οικοπεδούχοι,
οι οποίοι επιδίωκαν το στενό ιδιωτικό τους συμφέρον αλλά και ανασκαφικές
αποστολές που κατέστρεφαν όλα τα μεταγενέστερα στρώματα, ώσπου να αποκαλυφθούν
οι κλασικές αρχαιότητες[21]. Ο προσανατολισμός ήταν σαφής.
Το επάγγελμα της αρχιτεκτονικής
αντιμετωπίστηκε από τους ιδρυτές του σύγχρονου κράτους σαν καλή τέχνη μέσα από
τα δημιουργήματα της οποίας θα ξαναζωντάνευαν οι χαμένες δόξες του
παρελθόντος. Η εισαγωγή του
νεοκλασικισμού, που ανθούσε εκείνη την εποχή στην Ευρώπη και στην Αμερική,
θεωρήθηκε το φυσιολογικότερο γεγονός[22], αφού οι αντιλήψεις
της εποχής στην Ελλάδα ταυτίζονταν πλήρως με τους ιδεολογικούς και αισθητικούς
προσανατολισμούς του.
Πολλοί Γερμανοβαυαροί - κυρίως -
αρχιτέκτονες επισκέπτονται την Ελλάδα, μιας και προσφέρεται για μορφολογικές
ασκήσεις και ρομαντικές αναζητήσεις. Ο Karl Friedrich von Schinkel, ρομαντικός κλασικιστής, που ωστόσο
δεν επισκέφτηκε ποτέ την Ελλάδα, διατύπωσε το 1834 μια τολμηρή πρόταση για τη
δημιουργία των ανακτόρων του Όθωνα στην Ακρόπολη.
Στο κέντρο της σύνθεσης βρισκόταν ο
Παρθενώνας, ως διακοσμητικό στοιχείο των ανακτορικών κήπων. Πίσω του τα νέα κτίσματα υποτάσσονταν στον
όγκο του. Ανάμεσά τους παρεμβαλλόταν
ένας κήπος. Τα ανάκτορα θα περιορίζονταν
στο ανατολικό άκρο του βράχου[23]. Έτσι, απηχώντας την ρομαντική εκδοχή του
ευρωπαϊκού νεοκλασικισμού νέα κτίρια θα συνδυάζονταν με παλιά ερείπια. Στην πρόταση αυτή ο Schinkel ακολουθεί συγκεκριμένες αρχές: ασύμμετρη τοποθέτηση των μονώροφων όγκων
στο χώρο, των οποίων ο ημιυπαίθριος χαρακτήρας τους αφήνει ανοικτούς χώρους για
να περιτρέχονται από κιονοστοιχίες και πρόστυλα, με αυλές, πέργκολες και
αίθρια, ελεύθερα διατεταγμένα σε διάφορα επίπεδα. Σε όλους αυτούς τους χώρους διεισδύει το
πράσινο των δέντρων και των καλλωπιστικών φυτών, δείχνοντας έναν σεβασμό προς
τις κλιματικές συνθήκες[24].
Ο Schinkel διατύπωσε μια οριακή πρόταση.
Μπορεί να ήταν "ιεροσυλία" το χτίσιμο των ανακτόρων στην
Ακρόπολη, άλλωστε την πρόταση "(…) όλοι την αντέκρουσαν"[25], αλλά πρέπει να
εννοηθεί πως πρόκειται για μια μελέτη σύνθεσης τοπίου με κτίσματα που έδειχνε
ευαισθησία απέναντι στις κλιματολογικές συνθήκες του τόπου και δήλωνε με έμφαση
την τόλμη του νεοκλασικισμού να αναμετρηθεί με τα κλασικά κτίσματα.
Τα σχέδια αυτά απορρίφθηκαν γιατί ήδη
ο Παρθενώνας είχε καταλάβει τη θέση του ύψιστου έργου της αρχιτεκτονικής στον
κόσμο και είχε αρχίσει η "κάθαρσή" του από μεταγενέστερες προσθήκες
και η απαλλαγή του από νεότερες χρήσεις, που είχαν προκαλέσει ωστόσο
ιδεολογικές συγκρούσεις. Επίσης, ένας
άλλος λόγος απόρριψης της πρότασης ήταν, φυσικά, το υπέρογκο κόστος της
κατασκευής δυσανάλογο με τα πενιχρά οικονομικά μέσα που διέθετε το νεοσύστατο
βασίλειο εκείνη την εποχή.
Η Εθνική Βιβλιοθήκη
Η Εθνική
Βιβλιοθήκη (Βαλλιάνειος) κατασκευάστηκε σε σχέδιο του Θεόφιλου Χάνσεν και
οικοδομήθηκε με την γενική επίβλεψη του Ερνέστο Τσίλερ. Το έργο αποπερατώθηκε το 1903. Το ποσό που δαπανήθηκε για την ανέγερση του
μεγάρου ήταν δωρεά από τους αδερφούς Μαρίνο, Ανδρέα και Παναγή Βαλλιάνο, οι
ανδριάντες των οποίων, έργα του Γ. Μπονάνου (1900), βρίσκονται στην είσοδο του
κτιρίου.
Το μέγαρο είναι χτισμένο με πεντελικό
μάρμαρο όπως και ο Παρθενώνας. Το
πρόπυλό του είναι δωρικού ρυθμού, εξάστυλο, όπως συνήθως οι δωρικοί ναοί. Έχει ως πρότυπο τη δυτική πλευρά του
Παρθενώνα, που όμως είναι οκτάστυλη. Οι
κίονες πατούν σε κρηπίδωμα από πεντελικό μάρμαρο και εδώ διαφοροποιείται από
τον Παρθενώνα που το κρηπίδωμά του είναι πώρινο. Η ζωφόρος, οι μετόπες και το αέτωμα δε φέρουν
ανάγλυφες παραστάσεις. Έτσι, τονίζεται η
λιτότητα, κεντρικό χαρακτηριστικό της λειτουργίας του ελληνικού
νεοκλασικισμού. Παράλληλα, η σύνδεση των
κιόνων με μαρμάρινο κιγκλίδωμα και οι δύο ημικυκλικές σκάλες αναγεννησιακού
ρυθμού που καταλήγουν στο πρόπυλο τονίζουν την πρόσμιξη του νεοκλασικισμού με
στοιχεία εκλεκτικισμού, δημιουργώντας μια καινούργια αισθητική πρόταση.
Αμερικανική Πρεσβεία
Γύρω στα
τέλη της δεκαετίας του ’50 παρατηρείται στην ελληνική αρχιτεκτονική μια έμφαση
στη μνημειακότητα, τονίζοντας ακόμη περισσότερο στοιχεία του κλασικού
παρελθόντος. Αυτή η εξέλιξη προήλθε
κυρίως από αμερικάνικες επιδράσεις.
Η Αμερικανική Πρεσβεία στην Αθήνα,
χτίστηκε από τον W. Gropius, ανάμεσα στα 1957-1961.
Ο αρχιτέκτονας υποστήριξε πως είχε
εμπνευστεί από τον Παρθενώνα. Το κτίριο
είναι αυστηρά συμμετρικό, ένα τετράγωνο με περιμετρική κιονοστοιχία, απομίμηση
ενός περίπτερου ναού. Η Πρεσβεία
επενδύθηκε με ελληνικό λευκό μάρμαρο και με γαλάζια κεραμική, ενώ πλαισιώθηκε
με ελληνικά σύμβολα του τόπου: ελιές, κυπαρίσσια, άγριους θάμνους. Η αντιπαράθεση στον Παρθενώνα δεν
περιοριζόταν στην προβολή του όγκου αλλά τονιζόταν μορφολογικά με τη μεταφορά
του αρχαίου κίονα στο σύγχρονο ιδίωμα.
Τα τζάμια στην πρόσοψη πρόσφεραν προστασία από τον ήλιο κι έτσι το
κτίριο από μάρμαρο και γυαλί αποκτούσε λειτουργικότητα και μορφολογική αξία,
ασκώντας επίδραση στα μετέπειτα αρχιτεκτονικά οικοδομήματα.
Με αυτό τον τρόπο επιβαλλόταν στην
Ελλάδα η αμερικανική αρχιτεκτονική κάτω από το πρόσχημα της ελληνικότητας, ενώ
κατ' ουσία προωθούσε την αναβίωση του κλασικισμού, που ήταν το αίτημα των
αμερικάνων αρχιτεκτόνων εκείνης της εποχής[26].
Επίλογος
Οι αναβιώσεις
της κλασικής αρχιτεκτονικής τροφοδοτούν τις αναζητήσεις της σύγχρονης
αρχιτεκτονικής όχι μόνο σε μορφολογικά αλλά και λειτουργικά ζητήματα, τα οποία
απορρέουν από τις αισθητικές και ιδεολογικές ή ιδεολογηματικές αρχές της κάθε
εποχής.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Μ. Ανδρόνικος,
"Κλασική Τέχνη", Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Γ2,
Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών 1972.
Α. Αντωνιάδης, Σύγχρονη Ελληνική Αρχιτεκτονική, Αθήνα
Κ. Καραγκούνη 1979.
Χ. Ιακωβίδης, Νεοελληνική Αρχιτεκτονική και Αστική
Ιδεολογία, Αθήνα - Γιάννινα: Δωδώνη 1982.
Μ. Κορρές,
"Αρχιτεκτονική και Ιστορία", ένθετο περιοδικό Επτά Ημέρες, εφ. Η Καθημερινή [13/11/1994].
Μ. Κορρές, Γ.Α.
Πανέτσος, T. Seki (επιμ.), Ο Παρθενών. Αρχιτεκτονική και Συντήρηση, Αθήνα:
Ίδρυμα Ελληνικού Πολιτισμού 1996.
Π. Τουρνικιώτης
(επιμ.), Ο Παρθενώνας και η ακτινοβολία
του στα νεώτερα χρόνια, Αθήνα: Μέλισσα 1994.
Ι. Τραυλός, Νεοκλασική Αρχιτεκτονική στην Ελλάδα, Αθήνα:
Εμπορική Τράπεζα 1967.
Δ. Φιλιππίδης, Τέχνες Ι: Ελληνικές Εικαστικές Τέχνες,
Επισκόπηση της Ελληνικής Αρχιτεκτονικής και Πολεοδομίας. Ιστορία της Ελληνικής Αρχιτεκτονικής και
Πολεοδομίας, Πάτρα: ΕΑΠ 2001.
Δ. Φιλιππίδης, Νεοελληνική Αρχιτεκτονική. Αρχιτεκτονική Θεωρία και Πράξη (1830-1980)
σαν Αντανάκλαση των Ιδεολογικών Επιλογών της Νεοελληνικής Κουλτούρας, Αθήνα:
Μέλισσα 1984.
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
[1]
Μ. Ανδρόνικος, "Κλασική Τέχνη", Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Γ2,
Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών 1972, σ. 283.
[2]
βλ. Μ. Κορρές, Γ.Α. Πανέτσος, T. Seki (επιμ.), Ο
Παρθενών. Αρχιτεκτονική και Συντήρηση, Αθήνα: Ίδρυμα Ελληνικού Πολιτισμού
1996, σ. 12.
[3]
Μήκους 78 μ. και συμπαγής σε όλη του την έκταση,
κτισμένος με πειραϊκούς λίθους βάρους δύο τόνων και εδράζεται σε μεγάλες
λαξευτές οριζόντιες βαθμίδες του βράχου.
[4]
Πιθανή χρονολογία οικοδόμησης του 1ου
μαρμάρινου Παρθενώνα το 490 π.Χ. Γύρω
στο 485 π.Χ. πιθανή διακοπή της νεοδομίας.
[5]
βλ. Μ. Κορρές, Γ.Α. Πανέτσος, T. Seki (επιμ.), Ο Παρθενών.
Αρχιτεκτονική και Συντήρηση, ό.π., σ. 12.
[7]
Βλ. Π. Τουρνικιώτης (επιμ.), Ο Παρθενώνας και η ακτινοβολία του στα νεώτερα χρόνια, Αθήνα:
Μέλισσα 1994, σ. 59.
[8]
Βλ. Μ. Ανδρόνικος, "Κλασική Τέχνη", Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Γ2,
ό.π., σ. 282.
[9]
βλ. Π. Τουρνικιώτης (επιμ.), Ο Παρθενώνας και η ακτινοβολία του στα νεώτερα χρόνια, σ. 58.
[10]
βλ. Μ. Ανδρόνικος, "Κλασική Τέχνη", Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Γ2,
ό.π., σ. 282.
[12]
Μ. Ανδρόνικος, "Κλασική Τέχνη", Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Γ2,
ό.π., σ. 281.
[14]
βλ. Μ. Κορρές, Γ.Α. Πανέτσος, T. Seki (επιμ.), Ο
Παρθενών. Αρχιτεκτονική και Συντήρηση, ό.π., σ. 13.
[16]
Μ. Ανδρόνικος, "Κλασική Τέχνη", Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Γ2,
ό.π., σ. 282-283.
[17]
Μ. Κορρές, "Αρχιτεκτονική και Ιστορία",
ένθετο περιοδικό Επτά Ημέρες, εφ. Η
Καθημερινή [13/11/1994], σ. 11.
[18]
βλ. Δ. Φιλιππίδης, Τέχνες Ι: Ελληνικές Εικαστικές Τέχνες, Επισκόπηση της Ελληνικής
Αρχιτεκτονικής και Πολεοδομίας. Ιστορία
της Ελληνικής Αρχιτεκτονικής και Πολεοδομίας, Πάτρα: ΕΑΠ 2001, σ. 37.
[20]
βλ. Χ. Ιακωβίδης, Νεοελληνική Αρχιτεκτονική και Αστική Ιδεολογία, Αθήνα - Γιάννινα:
Δωδώνη 1982, σ. 30-31.
[21]
βλ. Δ. Φιλιππίδης, Νεοελληνική Αρχιτεκτονική.
Αρχιτεκτονική Θεωρία και Πράξη (1830-1980) σαν Αντανάκλαση των
Ιδεολογικών Επιλογών της Νεοελληνικής Κουλτούρας, Αθήνα: Μέλισσα 1984, σ.
78
[22]
βλ. Α. Αντωνιάδης, Σύγχρονη Ελληνική Αρχιτεκτονική, Αθήνα Κ. Καραγκούνη 1979, σ. 15.
[23]
βλ. Δ. Φιλιππίδης, Τέχνες Ι: Ελληνικές Εικαστικές Τέχνες, Επισκόπηση της Ελληνικής
Αρχιτεκτονικής και Πολεοδομίας. Ιστορία
της Ελληνικής Αρχιτεκτονικής και Πολεοδομίας, ό.π., σ. 33.
[24] Βλ. Δ. Φιλιππίδης, Νεοελληνική
Αρχιτεκτονική. Αρχιτεκτονική Θεωρία και
Πράξη (1830-1980) σαν Αντανάκλαση των Ιδεολογικών Επιλογών της Νεοελληνικής
Κουλτούρας, ό.π., σ. 78.
[25] Ι. Τραυλός, Νεοκλασική
Αρχιτεκτονική στην Ελλάδα, Αθήνα: Εμπορική Τράπεζα 1967, σ. 22-23.
[26]
Βλ. Δ. Φιλιππίδης, Νεοελληνική Αρχιτεκτονική.
Αρχιτεκτονική Θεωρία και Πράξη (1830-1980) σαν Αντανάκλαση των
Ιδεολογικών Επιλογών της Νεοελληνικής Κουλτούρας, ό.π., σ. 276-277.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.