Στον καιρό της βίας...
George Labica, Η βία; Ποια βία;
(μετ. Χρήστος Βαλλιάνος και Τάσος
Μπέτζελος,
πρόλογος - επίμετρο Στάθης
Κουβελάκης,
Αθήνα: Εκδόσεις Εκτός Γραμμής,
2014, σσ. 206.)
του Παναγιώτη Σωτήρη
Ζούμε στην εποχή της καταδίκης της
βίας εναντίον όλων, από τη βία εναντίον των ανθρώπων μέχρι τη βία εναντίον
του τελευταίου έμβιου όντος. Και όμως την ίδια στιγμή η πραγματική βία, από
αυτούς που δηλώνουν ότι καταδικάζουν τη βία αυξάνεται. Από τα μη επανδρωμένα
αεροπλάνα που με ιδιαίτερη συχνότητα θα αναλάβουν να πραγματοποιήσουν τις
εξωδικαστικές δολοφονίες που οι ΗΠΑ επισήμως αναλαμβάνουν, μέχρι τους
συνεχιζόμενους «πολέμους κατά της τρομοκρατίας», την αυξανόμενη
στρατιωτικοποίηση των δυνάμεων καταστολής, την αύξηση των περιθωρίων άμεσης
“βιοπολιτικής” παρέμβασης επί σωμάτων, την κατακόρυφη αύξηση όλων των μορφών
περιορισμών στην ελεύθερη κίνηση, τις βίαιες απαγορεύσεις διαδηλώσεων, τις
περιφραγμένες πόλεις, συχνά με ένοπλους φρουρούς, την τεράστια αύξηση των
ιδιωτικών στρατών, είτε με τη μορφή των «επίσημων» εταιριών υπηρεσιών
ασφαλείας (ένας τεράστιος κλάδος παγκοσμίως) και των εταιριών μισθοφόρων,
είτε με τη μορφή των ιδιωτικών στρατών των μεγάλων εγκληματικών οργανώσεων,
με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τις μεγάλες συμμορίες στο Μεξικό. Η βία,
στην πραγματικότητα, σήμερα ξεχειλίζει από διάφορους πόρους μέσα στις
σύγχρονες κοινωνίες.
Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και το
Χόλυγουντ, αυτό το ιδιότυπο αντηχείο – ενίοτε και δοκιμαστικός σωλήνας – των
κοινωνικών, πολιτικών και ιδεολογικών πρακτικών, σήμερα δεν επενδύει τόσο στη
βία των «κακών» όσο σε μια αυτοαναφορική και εντυπωσιακά πλεονάζουσα βία από
τη μεριά του κράτους. Το πιο ανησυχητικό, για να δώσουμε ένα παράδειγμα, στο
πρόσφατο πορνογράφημα Zero Dark Thirty,
είναι ότι όλη η ταινία λειτουργεί όχι απλώς ως μια νομιμοποίηση της τελικής,
καθόλου ηρωικής και εξαιρετικά κυνικής και «επαγγελματικής» εκτέλεσης του
Μπιν Λάντεν, αλλά ως μια διεστραμμένη υποβολή μιας διαρκούς προσμονής γι’
αυτήν, ως εάν να αποτελεί την απωθητική αλλά και επιθυμητή ερωτική κορύφωση.
Την ίδια στιγμή όλη η πρόσφατη περίοδος της οικονομικής κρίσης και της
τρέχουσας απόπειρας για μια φυγή προς τα εμπρός ενός ακόμη πιο βίαιου
νεοφιλελευθερισμού, αναδεικνύει ακόμη περισσότερο τη σιωπηλή (και κάποιες
φορές όχι και τόσο σιωπηλή) βία του σύγχρονου καπιταλισμού, αναδεικνύοντας
έναν πυρήνα βίαιου εξαναγκασμού και απαλλοτρίωσης που ποτέ δεν αναιρέθηκε. Οι
χρηματοπιστωτικές φούσκες μετασχηματίστηκαν στη βία των μαζικών εξώσεων στις
ΗΠΑ και στην Ισπανία. Οι πολιτικές λιτότητας εξωθούν στην Ελλάδα αλλά και
συνολικά στον ευρωπαϊκό Νότο εκατομμύρια ανθρώπων στην εξαθλίωση και αρκετούς
από αυτούς είτε στην αυτοκτονία είτε στο θάνατο εξαιτίας της κατάρρευσης των
συστημάτων υγείας και κοινωνικής προστασίας. Οι πολιτικές της Ευρώπης -
Φρούριο, η περίφημη λογική της «απώθησης» των μεταναστών και των προσφύγων
δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια προσπάθεια για βίαιη απομάκρυνσή τους, με
συνειδητό σχεδιασμό για θανατηφόρα περιστατικά βύθισης και πνιγμών, ώστε να
μαθευτούν και να αποτρέψουν όσους άλλους θα ήθελαν να έρθουν.
Είναι σαφές επομένως ότι η βία δεν
έχει πάψει να αποτελεί στοιχείο του τοπίου μας. Αντίθετα, θα μπορούσε κανείς
να πει ότι η ίδια η εξέλιξη των όρων άρθρωσης της ηγεμονίας, η απουσία
οποιουδήποτε θετικού προτάγματος για τις υποτελείς τάξεις, αυτή η ακραία
εκδοχή παθητικής επανάστασης που μπορεί να υποσχεθεί μόνο τη «συλλογική
ενοχή», αναγκαστικά απαιτεί πολύ περισσότερο βίαιη αντιμετώπιση των υποτελών
τάξεων και των πρακτικών τους. Δεν είναι τυχαίο ότι στις ΗΠΑ η εξέλιξη και
εξάπλωση των αστυνομικών πρακτικών, σε αντίστροφη δυναμική με τις κοινωνικές
παροχές, αποτελεί μια κατεξοχήν προσπάθεια βίαιης κατασταλτικής αντιμετώπισης
της φτώχειας και συνολικά των υποτελών τάξεων. Δεν είναι απλώς ότι τις αντιμετωπίζουν
υπό ένα πρίσμα «επικινδύνων τάξεων», όσο ότι αναγκαστικά (αυτο)περιορίζεται η
ίδια η οπτική τους, η ίδια η ματιά τους, είτε κανείς ορίζεται εντός του
πλαισίου, είτε αποτελεί μια δυνάμει βίαιη και προς καταστολή παρέκκλιση.
Όλα αυτά φτιάχνουν ένα τοπίο βίας
και μέσα στα κείμενά του ο Λαμπικά αναδεικνύει με ιδιαίτερα οξύ τρόπο όλες
αυτές τις εκφάνσεις μιας τέτοιας βίας. Και έχει ενδιαφέρον το όλο του σχήμα.
Καταρχάς ο Λαμπικά αρνείται να
δώσει ένα μονοδιάστατο ορισμό της βίας. Η βία ορίζει ένα σύνολο πρακτικών και
μορφών πάντα εν καταστάσει, μέσα σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο. «Η βία,
ακραία μορφή της οποίας θεωρείται συχνά η τρομοκρατία, δεν μπορεί να θεωρηθεί
έννοια. Δεν μπορεί να εγκλειστεί σε ένα μονοδιάστατο ορισμό. Οι μορφές της
διαφέρουν σε τέτοιο βαθμό ώστε είναι αδύνατο και ίσως αυθαίρετο να τους
αποδώσουμε ένα κοινό παρονομαστή». (σ. 33-34) Αυτό για τον Λαμπικά έχει
ορισμένες εξειδικεύσεις.
α) Η βία συνδέεται με την οδύνη
και υπάρχει μόνο σε ένα συγκεκριμένο και κάθε φορά καθορισμένο από τη συγκυρία
πλαίσιο.
β) Χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή,
ιδίως εάν μιλάμε για τον καπιταλισμό, στις δύο αλληλοδιαπλεκόμενες μορφές
βίας: τη βία που αφορά την ίδια την καπιταλιστική παραγωγή, τη βία της ίδιας
της συσσώρευσης, που δεν είναι ποτέ ένα απλό «συναινετικό» συμβόλαιο
εργασίας, αλλά μια βίαιη απαλλοτρίωση και ιδιοποίηση, μια συγκρουσιακή
κοινωνική σχέση, αλλά και την πολιτική βία της κρατικής εξουσίας που
ταυτόχρονα εγγυάται και εξασφαλίζει την αναπαραγωγή και δραστικότητα της
πρώτης βίας.
γ) Και είναι αυτή η διαλεκτική που
κατά τον Λαμπικά παραγνωρίζει ο κλασικός μαρξιστικός οικονομισμός. Αντίθετα,
για τον Λαμπικά όχι μόνο δεν πρέπει να υποτιμήσουμε αυτή την πλευρά της βίας
της συσσώρευσης αλλά και να αναδείξουμε τη μορφή παροξυσμού που παίρνει
σήμερα.
Αυτός είναι ο λόγος που μιλάω για
μετατόπιση της βίας από τις πίσω αίθουσες των μπιστρό στα διοικητικά
συμβούλια, στα επιτελεία και τα πολιτικά γραφεία των υπουργών. Το ΔΝΤ, για να
περιοριστούμε σε αυτόν τον διεθνή οργανισμό, επικεφαλής του οποίου τέθηκε πρόσφατα
ένας γάλλος σοσιαλιστής, δεν είναι τίποτα άλλο από μια πραγματική ένωση
κακοποιών, τα θύματα της οποίας ανέρχονται σε εκατομμύρια (σ. 70).
Για τον Λαμπικά η αντιτρομοκρατική
υστερία και όλο το φάσμα των ειδικών ρυθμίσεων δεν είναι τίποτα άλλο παρά η προσπάθεια
νομιμοποίησης αυτής της πολιτικής, αλλά και έμπρακτα όλων των μορφών βίαιης
αντιμετώπισης των κινημάτων και των αντιστάσεων. Με τα λόγια του ίδιου, «το
δίκαιο αναστέλλει το δίκαιο» (σ. 72). Άλλωστε, πλευρά των ρυθμίσεων αυτών
είναι και η εξασφάλιση της ατιμωρησίας των κυριάρχων. Ειδική πλευρά όλων
αυτών και μια ανοιχτά λογοκριτική πρακτική:
«Η
λογοκρισία και οι απαγορεύσεις πλήττουν μέχρι και τις λέξεις: ο ιμπεριαλισμός
είναι αποδεκτός, όχι όμως και η εκμετάλλευση· αντί του καπιταλισμού
γίνεται λόγος για παγκοσμιοποίηση· αντί των αλλοτριώσεων
γίνεται λόγος για ανισότητες· αντί του λαού για πολίτες·
αντί των τάξεων για κοινότητες κλπ.» (σ. 73).
Για τον Λαμπικά η «σιωπηλή βία»
αυξάνεται στην πραγματικότητα και ένα από τα πρώτα καθήκοντα είναι να την
ανακαλύψουμε, να την αποκαλύψουμε, να τη δούμε εκεί όπου προσπαθούν να μας
πείσουν ότι δεν είναι ορατή.
«Ωστόσο, η πραγματική βία [...]
εκτείνεται επίσης στο εργοστάσιο που βρίσκεται στην αιχμή της τεχνολογίας,
στα ανακαινισμένα κεντρικά γραφεία μιας μεγάλης τράπεζας, στο πετρελαιοφόρο
διπλού κύτους, στην εκμετάλλευση του διαγονιδιακού καλαμποκιού, στα ταμεία
των σουπερμάρκετ, στα στάδια όλων των αθλημάτων και τις ολυμπιακές πισίνες,
στο πληροφοριακό κέντρο νιοστής γενεάς, ή στο συγκρότημα πολυτελών κατοικιών
[...] Η βία βασιλεύει στους θεσμούς της παγκόσμιας διακυβέρνησης, στη
Διοίκηση του ΝΑΤΟ, στις πολυεθνικές των τροφίμων, των φαρμάκων και της μόδας.
Κρύβεται στην κρατική εκδικητικότητα που επιφυλάσσει στους πολιτικούς
κρατούμενους μια τύχη χειρότερη από εκείνη των κρατούμενων του κοινού
ποινικού δικαίου, στις αποφάσεις για πάγωμα των μισθών, για την επιβάρυνση
της συμμετοχής των ασφαλισμένων στην κοινωνική ασφάλιση, ή στις αποφάσεις για
την εγκατάσταση ραντάρ ή καμερών παρακολούθησης … Έχει το πρόσωπο των σταρ
και των παρουσιαστών των τηλεοπτικών σόου, που πουλάνε σαν όνειρο την
κουλτούρα των Ντίσνεϊλαντ, το πρόσωπο του δημοσιογράφου της “πληροφόρησης”
που παραπληροφορεί και αποβλακώνει» (σ. 76-77).
Ουσιαστικά, στο σχήμα του Λαμπικά
η βία γίνεται ταυτόχρονα το κοινό στοιχείο για όλες τις σύγχρονες μορφές
εξαναγκασμού και καπιταλιστικής ισχύος, είναι το κοινό στοιχείο που επιτρέπει
να εξετάσουμε από κοινού πλευρές της ίδιας συγκυρίας, της ίδια ιστορική φάση,
μια σειρά από φαινόμενα από την παγκοσμιοποίηση και τον πόλεμο κατά της
τρομοκρατίας μέχρι τις καθημερινές μορφές επιτήρησης και τις πειθαρχικές
πρακτικές των σύγχρονων κρατών.
Όμως, το πιο βασικό για τον
Λαμπικά δεν είναι απλώς να απαριθμήσει τις μορφές της βίας, εμφανούς και
σιωπηλής στο σύγχρονο κόσμο. Ο Λαμπικά κυρίως θέλει να αποδομήσει την άρνηση
της βίας, την απαίτηση, εν μέσω όλης αυτής της βίας, να καταδικαστεί «η βία
από όπου και εάν προέρχεται», δηλαδή να καταδικαστούν οι ίδιες οι πρακτικές
αντίστασης και διεκδίκησης χειραφέτησης από τη μεριά των υποτελών τάξεων, σε
όλες τις μορφές που μπορεί αυτό να παίρνει. Στην πραγματικότητα είναι η
απώθηση, η αποσιώπηση και η διαγραφή οποιασδήποτε αναφοράς στη δυνατότητα
μιας επαναστατικής πολιτικής. Δεν είναι τυχαίο έτσι ότι στέκεται τόσο πολύ στην
καταδίκη της βίας από τη μεριά αριστερών και κομμουνιστικών κομμάτων, ως ένα
κατεξοχήν στοιχείο που αποτυπώνει την τάση τους για ενσωμάτωση και αποδοχή
του πλαισίου της παγκοσμιοποίησης και του «υπαρκτού νεοφιλελευθερισμού».
Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και
ο διάλογος και η πολεμική του απέναντι σε όσες απόψεις προσπάθησαν κυρίως να
θεμελιώσουν το ασυμφιλίωτο ανάμεσα σε οποιαδήποτε πολιτική της χειραφέτησης
και τη βία, από τον Μπαλιμπάρ μέχρι το Φαούστο Μπερτινότι. Αυτή άλλωστε είναι
μια οικεία πολεμική: είναι η πολεμική ότι το ιστορικό κομμουνιστικό και
επαναστατικό κίνημα είχε υπερτιμήσει τη βία, δεν αντιλαμβανόταν ότι με την
επιμονή σε μια βίαιη ανατροπή εργαλειοποιεί τη βία και αφήνει ένα ίχνος που
διαστρέφει την προοπτική της χειραφέτησης. Στην πραγματικότητα αυτή η
πολεμική παραπέμπει σε μια νεοκαντιανή αντίληψη περί της αναγκαίας ομολογίας
ανάμεσα σε μέσα και σκοπούς. Εάν θέλουμε μια κοινωνία ισότητας, ισονομίας και
δικαιοσύνης αυτή δεν μπορούμε να τη χτίσουμε με τη βία. Και βέβαια, αυτό στο
στόχαστρο βάζει την ίδια την εμπειρία του ιστορικού κομμουνιστικού κινήματος.
Είναι η λογική ότι απέτυχε η ΕΣΣΔ γιατί ξεκίνησε βίαια. Αυτό μοιάζει να είναι
το σχήμα. Αφήνοντας κατά μέρος ότι στην επαναστατική περίοδο της αστικής
τάξης ακόμη και οι εκπρόσωποί της αναγνώριζαν την αξία της βίας (ήταν ο
Τζέφερσον που είπε ότι το «αίμα των τυράννων ποτίζει το δέντρο της
ελευθερίας»), το βασικό με αυτή τη θέση είναι ότι αποτελεί προκαταβολική
άρνηση οποιασδήποτε έννοιας επαναστατικής πολιτικής. Γι’ αυτό και στρέφεται ενάντια
σε τέτοιες απόψεις ο Λαμπικά.
Το κλειδί στην απάντηση του
Λαμπικά είναι ακριβώς η αδυναμία να ορίσουμε τη βία, η αδυναμία να δώσουμε
ένα γενικευτικό ορισμό στη βάση του οποίου να συγκροτήσουμε και την καταδίκη
της. «Η βία δεν αποτελεί έννοια. Ο όρος παραπέμπει σε ένα πλήθος
μορφές, από τις αιματηρές ως τις ειρηνικές, από τη βόμβα μέχρι την
εργοστασιακή πειθαρχία, από τον φόνο που διαπράττει κάποιος μαινόμενος μέχρι
την ύπαρξη του συστήματος, δηλαδή τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Κατά
συνέπεια, δεν υπάρχει βία παρά εν καταστάσει» (σ. 49). Σε αυτή τη βάση δεν
μπορεί να οριστεί και εύκολα ποια είναι η βία που πρέπει να καταδικαστεί.
Ο Λαμπικά ούτε εργαλειοποιεί ούτε
ιεροποιεί τη βία. Όπως λέει χαρακτηριστικά, η βία δεν είναι επιλογή (σ.
52), ενώ μας υπενθυμίζει ότι πολλές φορές οι καταπιεσμένοι προφανώς και
προτιμούν «μη βίαιες» μορφές πάλης, αλλά και είναι έτοιμοι να αντισταθούν με
όποιο μέσο χρειάζεται. Αυτό επιβάλλει τη «διάκριση μεταξύ βίας των
κυρίαρχων και βίας των κυριαρχούμενων» την ίδια στιγμή που η
«κρατική τρομοκρατία δεν
πρέπει να συγχέεται με την τρομοκρατία που την αντιπαλεύει και η οποία
αποκαλείται αντίσταση. Η Ιντιφάντα, με όλες τις μορφές της, συνιστά
κατ’ ουσίαν απάντηση στην κατοχή και επιτρέπει στον παλαιστινιακό λαό να
στέκεται όρθιος. Η ιρακινή αντίσταση υποχρέωσε τον ιμπεριαλισμό σε ήττα» (σ.
53).
Εδώ ας μας επιτραπεί μια ακόμη
παρατήρηση. Από πολλές πλευρές γίνεται προσπάθεια να παρουσιαστούν, σε έναν
ανθρωπολογικό πυρήνα τους, όλες οι μορφές βίας ως ισότιμες, ως όλες εξίσου
βάναυσες. Όντως υπάρχει κάτι το σκληρό π.χ. στο να χτυπήσεις ή να σκοτώσεις
κάποιον, όμως δεν υπάρχει καμιά σύγκριση ανάμεσα στο γερμανό γραφειοκράτη που
έκανε μαθηματικούς υπολογισμούς για τη βέλτιστη αναλογία ανάμεσα στον όγκο
του θαλάμου αερίων και την ποσότητα αερίου, τον Μακναμάρα, υπουργό Άμυνας των
ΗΠΑ στη διάρκεια του πολέμου του Βιετνάμ, που ξεκίνησε την καριέρα του
κάνοντας ποσοτικές προβλέψεις για τον αριθμό θυμάτων από μαζικούς βομβαρδισμούς
και σχεδίαζε τις αποστολές βομβαρδιστικών ώστε να είναι πιο θανατηφόρες, τους
χειριστές των μη επανδρωμένων αεροπλάνων που πανηγυρίζουν επειδή μόλις
βομβάρδισαν ένα χωριό στο Αφγανιστάν, και τον αντάρτη ή τον «τρομοκράτη».
Στους πρώτους υπάρχει ένας κυνισμός που δεν θα τον βρούμε στους δεύτερους.
Αξίζει τον κόπο να δούμε την
τοποθέτηση του Λαμπικά σε αντιπαράθεση με τα βασικά υποδείγματα που έχουν
προταθεί σε σχέση με την ερμηνεία της βίας στο πλαίσιο της σύγχρονης
ριζοσπαστικής κοινωνικής θεωρίας. Από τη μια έχουμε όλη την προβληματική που
προέρχεται από την αντίληψη του Φουκώ για την πειθαρχική εξουσία και τον
παραγωγικό χαρακτήρα τους, αντίληψη αναμφίβολα γόνιμη, ιδίως εάν αξιοποιηθεί
για την ερμηνεία του ρόλου της βίας και του εξαναγκασμού μέσα στην καπιταλιστική
συσσώρευση, και η οποία παρότι εντοπίζει τη διαρκή δραστικότητα των
αντιστάσεων, εντούτοις δεν κατορθώνει να θεωρητικοποιήσει το χειραφετητικό
χαρακτήρα της βίας των υποτελών. Από την άλλη, το νήμα που από τον Μπένγιαμιν
καταλήγει στον Αγκάμπεν και που ταυτόχρονα επιμένει στον εξοντωτικό χαρακτήρα
της βίας των κυριάρχων αλλά και το μεσσιανικό χαρακτήρα που μπορεί να έχει η
βία των υποτελών, άποψη που έχει τον κίνδυνο μιας μεταφυσικής της βίας και
προς τις δύο κατευθύνσεις. Αντίθετα, η τοποθέτηση του Λαμπικά κατορθώνει να
συνδυάζει όλες τις βασικές πλευρές της βίας: Εντοπίζει τόσο την «παραγωγική»
διάσταση της βίας σε σχέση με τη συσσώρευση όσο και τη βαναυσότητα της βίας
των κυριάρχων, την ίδια στιγμή που τονίζει και αποδέχεται και τη δυνατότητα
μιας βίας των υποτελών που να είναι χειραφετητική.
Άλλωστε, το βασικό για τον Λαμπικά
είναι ακριβώς να υπερασπιστεί την έννοια της επαναστατικής βίας και
κατ’ επέκταση της ίδιας της επαναστατικής πολιτικής. Αυτό είναι και το
κεντρικό θέμα του μεγαλύτερου από τα δοκίμιά του που περιλαμβάνονται στο
σχολιαζόμενο βιβλίο.
Για τον Λαμπικά η επανάσταση είναι
μια τάση του πραγματικού εγγεγραμμένη μέσα στην ίδια την καθημερινότητα των
καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Επομένως το ερώτημα της επανάστασης
προκύπτει μέσα από την ίδια την όξυνση των αντιθέσεων και των ανισοτήτων μέσα
στο σύγχρονο κόσμο. Ο συγγραφέας προσφέρει μια εντυπωσιακή παράθεση των
μορφών που παίρνει αυτή η συνολική επιδείνωση των κοινωνικών συνθηκών σε όλο
τον κόσμο, αποδεικνύοντας ταυτόχρονα μια μοναδική ικανότητα να παρουσιάζει
μέσα στην ίδια παράγραφο τη θέση των προλεταρίων στη Δύση, με τις νέες μορφές
ελαστικής εργασίας, την κατάσταση και την ένταση της εκμετάλλευσης μέσα στον
παγκόσμιο Νότο, με τον Παλαιστίνιο ή τον Ιρακινό αντάρτη. Δείγμα εάν θέλετε
ενός πραγματικού διεθνιστή –της πράξης όπως έδειξε η στάση του απέναντι στο
εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα στην Αλγερία – που ταυτόχρονα δεν παρέλειπε να
σημειώνει ότι το πεδίο όπου κατά κύριο λόγο διεξάγεται η ταξική πάλη είναι το
εθνικό κράτος. Γι’ αυτό το λόγο και προσφέρει μια εκτεταμένη και ιδιαίτερα
καυστική σε κάποια σημεία αποτίμηση και παρουσίαση της καθεστωτικής
μετάλλαξης των περισσότερων κομματιών της Αριστεράς. Το ερώτημα επομένως της
επανάστασης είναι η μόνη εφικτή λύση απέναντι στη σύγχρονη πραγματικότητα. «Αν
αντιθέτως, θεωρούμε απαραίτητη την αλλαγή προκειμένου να εξορκίσουμε τους
θανατηφόρους κινδύνους της “νέας παγκόσμιας τάξης πραγμάτων ” ,
δεν θα μπορέσουμε να αποφύγουμε εφεξής την παραδοχή ότι η εναλλακτική δεν
βρίσκεται πίσω μας, αλλά μπροστά μας. Και ότι απαιτεί να επανεξετάσουμε το
μοναδικό δρόμο που παραμένει ανοιχτός, το δρόμο που μας προσφέρει η έννοια
της επανάστασης.» (σ. 133-4). Εξ ου και το κάλεσμά του να αποκτήσει
ξανά η έννοια της επανάστασης την οξύτητά της.
Για τον Λαμπικά, η επανάσταση
είναι μια κατά βάση δημοκρατική διαδικασία. Είναι η πραγμάτωση της
δημοκρατίας, ιδίως εάν δεν ξεχνάμε ότι ο φιλελευθερισμός, παλιός και νέος,
παραμένει ένας μεγάλος πολέμιος της δημοκρατίας, είναι ο αντίπαλος της λαϊκής
δημοκρατικής διεκδίκησης. Αυτό δεν έχει σχέση μόνο με την αυταρχική του τάση,
έχει να κάνει με τον τρόπο που σήμερα διεκδικεί να καταστρέψει ακόμη και
πολιτισμούς και τρόπους έκφρασης, την ίδια τη γλώσσα και ό, τι μπορούσε να
σημασιοδοτήσει. Ουσιαστικά για τον Λαμπικά ο φιλελευθερισμός υπονομεύει την
ίδια την πολιτική. Απέναντι σε αυτό η διεκδίκηση της δημοκρατίας και της
ισότητας ουσιαστικά σημαίνει να χαράξουμε εκ νέου μια έννοια επαναστατικής
πολιτικής. Μόνο που αυτό δεν σημαίνει ούτε επανάληψη ούτε μοντέλα, αλλά αναμέτρηση
με την ίδια την αντιφατικότητα και την πρωτοτυπία της συγκυρίας. «Να
εμπιστευτούμε την ιστορία σημαίνει να αναγνωρίσουμε κάτι πασιφανές, ότι
δηλαδή οι καταστάσεις αλλάζουν, ότι οι επαναλήψεις σπανίζουν και ότι οι
έννοιες οφείλουν να ανταποκρίνονται στην κίνηση του πραγματικού. Οι
κοινωνικές τάξεις μαθαίνουν» (σ. 146). Άλλωστε. «η επαναστατική
διαδικασία δεν είναι αντικείμενο διαταγμάτων και το πρόγραμμά της υπάρχει
μόνο στη δράση της» (σ. 147).
Πρέπει να θέσουμε τις βάσεις της
δημοκρατίας εκεί όπου αυτή είναι ακόμα άγνωστη, να την εδραιώσουμε εκεί όπου
είναι αδύναμη ή πρόσφατη, για να την αποκαταστήσουμε εκεί όπου έχει
κακοποιηθεί, να την υπερασπιστούμε εκεί που δέχεται επιθέσεις, να τη
διευρύνουμε εκεί όπου είναι ισχυρή, και τέλος να μην σταματήσουμε να την
πηγαίνουμε «μέχρι τέλους», εφόσον έχει διανοιχτεί ο επαναστατικός δρόμος (σ.
148).
Μόνο που αυτή η διεκδίκηση μιας
σύγχρονης εκδοχής της δημοκρατίας ως διεκδίκησης επαναστατικής ανατροπής
απέναντι στη βία του πλανητικού καπιταλισμού, σημαίνει και αποδοχή της
αναγκαιότητας, του αναπόφευκτου της επαναστατικής βίας. Και αυτή η βία, η βία
της αντίστασης και της διεκδίκησης της χειραφέτησης, η βία της επαναστατικής
χειραφέτησης, είναι μια βία απελευθερωτική.
Προέρχεται από τον στερημένο, το
φτωχό, τον αποκλεισμένο, όλους αυτούς που «δεν αντέχουν άλλο», και για τους
οποίους όλοι οι δρόμοι διαφυγής είναι αποκλεισμένοι. Η νεαρή Παλαιστίνια που
με την αυτοσχέδια βόμβα της ανατινάσσεται σε μια ντισκοτέκ του Ισραήλ
σκοτώνει λιγότερους «αθώους αμάχους» απ’ όσους θα σκότωνε εάν είχε υπό τον
έλεγχό της μια μπουλντόζα, ένα τανκ, ή ένα αεροπλάνο οπλισμένο με πυραύλους,
ή επίσης αν ήταν σκυμμένη πάνω σ’ ένα χάρτη επιτελείου σε κάποιο αρχηγείο. Η
δική της τεχνολογία είναι το σώμα της. Δεν διαθέτει παρά μόνο τη ζωή της για
να υπερασπιστεί τη γη που θέλουν να της κλέψουν. Δικαίως ο λαός τη θεωρεί
ηρωίδα. Το όνομά της θα αναγράφεται στο μνημείο που θα εγερθεί στο κέντρο της
Αλ Κουντς, της πρωτεύουσας του μελλοντικού της κράτους. Όσο και εάν η
κυρίαρχη βία παριστάνει την πληττόμενη, μιλώντας για «αντίποινα», στην
πραγματικότητα η βία των κυριαρχούμενων είναι απλώς απάντηση και ποτέ
πρωτοβουλία. Σύμφωνα με την εύστοχη διατύπωση του Ζαν Ζενέ η βία του
καταπιεσμένου είναι απελευθερωτική, η βία του καταπιεστή είναι βαναυσότητα
(σ. 176-177).
Από όλα αυτά μπορούμε να βγάλουμε
κρίσιμα συμπεράσματα. Οποιαδήποτε λογική γενικής καταδίκης της βίας υποτιμά,
πρώτα από όλα, ότι αναγκαστικά η αντίσταση στη συστημική βία του σύγχρονου
καπιταλισμού ενέχει ένα στοιχείο βίας: Η περιφρούρηση μιας απεργίας, η
απόκρουση των απεργοσπαστών, η επανακατάληψη μιας πλατείας, το να κλειστεί
ένα αφεντικό στο γραφείο του, όπως γίνεται στη Γαλλία, το να πέσει το δίκτυο
ενός πανεπιστημίου για να μη γίνει μια παρωδία «ηλεκτρονικής ψηφοφορίας», το
να διαλυθεί η συνεδρίαση ενός δημόσιου οργάνου (πειθαρχικό και ποινικό
αδίκημα πλέον), το να καταστραφούν οι μπουλντόζες που θα κόψουν ένα δάσος για
να γίνει ένα μεταλλείο, το να μην ανοίξει ένα μαγαζί μια Κυριακή, η
αντιπαράθεση με τις στρατιωτικοποιημένες δυνάμεις καταστολής, είναι μερικά
παραδείγματα. Επιπλέον, πλευρές της ίδιας της υλικότητας της αστικής εξουσίας
συνεπάγονται ότι αυτό που κλασικά ορίστηκε ως «συντριβή του αστικού κράτους»
δεν μπορεί παρά να είναι βίαιο, την ίδια στιγμή που οποιοδήποτε βήμα κοινωνικού
μετασχηματισμού αναγκαστικά θα χρειαστεί να αναμετρηθεί με το ενδεχόμενο και
βίαιης αντίδρασης από τη μεριά του συνασπισμού εξουσίας.
Όμως, στη σχέση ανάμεσα στον
κοινωνικό μετασχηματισμό και τη βία αναδεικνύονται πραγματικές αντιφάσεις και
κίνδυνοι. Καταρχάς οφείλουμε να επιμείνουμε ότι η βία δεν μπορεί παρά να
αποτελεί εξαίρεση. Οποιαδήποτε εκδοχή κανονικοποίησης και
συστηματοποίησης της βίας εκ των πραγμάτων ενέχει το μετασχηματισμό της σε
συμμετρική εκδοχή εξουσιαστικών μορφών (και αυτή είναι η διάκριση
επαναστατικής και κρατικής τρομοκρατίας). Χρησιμοποιώντας για παράδειγμα την
εμπειρία της Σοβιετικής Ένωσης αυτό είναι το χάσμα που χωρίζει τα όποια
έκτακτα μέτρα της περιόδου του Εμφυλίου Πολέμου από τη συστηματική κρατική
βία των εκκαθαρίσεων της δεκαετίας του 1930. Και γι’ αυτό το λόγο χρειάζεται
να επιμένουμε στη διάκριση ανάμεσα σε κοινωνική και πολιτική βία και ένοπλη
δράση, όπου η δεύτερη αποτελεί οριακή εκδοχή που προϋποθέτει ένα ανέβασμα της
ταξικής πάλης στα όρια της αποσταθεροποίησης, διαφορετικά είναι αλυσιτελής.
Έπειτα, η βία δεν μπορεί ποτέ να είναι αυτοσκοπός αλλά να υποτάσσεται σε ένα
πολιτικό αποτέλεσμα οριζόμενο σε συνάρτηση με τη συνείδηση, την επιλογή, την
πρακτική των ίδιων των λαϊκών μαζών, φροντίζοντας παράλληλα να λογοδοτεί προς
αυτές. Ακόμη, η επαναστατική βία δεν μπορεί να είναι εργαλειακή,
λογική που στο όριό της καταλήγει στην αντίληψη των «παράπλευρων απωλειών»,
αλλά θα πρέπει να βλέπει ότι σκοπός και μέσα οφείλουν να είναι σε διαλεκτική
σχέση. Η βία δεν μπορεί να είναι ποτέ μόνο «καταστρεπτική», θα πρέπει να έχει
και το στοιχείο της οικοδόμησης, της δημιουργίας, της διαμόρφωσης
εναλλακτικών κοινωνικών σχέσεων, ακριβώς όπως στις υπαρκτές εμπειρίες λαϊκών
στρατών ποτέ ο «πόλεμος» δεν ήταν η κυρίαρχη πολιτική λειτουργία. Τέλος, η
βία δεν μπορεί παρά να είναι δημοκρατική, με την έννοια ότι θα πρέπει
να είναι επιλογή των ίδιων των υποκειμένων και όχι να προωθείται στο όνομά
τους.
Η τοποθέτηση του Λαμπικά έχει μια
επικαιρότητα και μέσα στη δική μας συγκυρία. Η πρωτοφανής ακολουθία του
«παλλαϊκού ξεσηκωμού» από το 2010 και μετά, με το σχεδόν εξεγερσιακό
χαρακτήρα της, κλόνισε το πολιτικό σύστημα, διαμόρφωσε πλευρές μιας συνθήκης
ηγεμονικής κρίσης, έβαλε το θέμα μιας πολιτικής ακολουθίας, που θα μπορούσε
να ανοίξει το δρόμο ακόμη και για επαναστατικές ανατροπές.
Το ερώτημα που τέθηκε και τίθεται
είναι εάν και σε ποιο βαθμό θα υπάρξει μια αναγκαστικά βίαιη σύγκρουση με όσα
οδήγησαν στη συνθήκη καταστροφής: τη βία του χρέους, το θεσμικό εκβιασμό της
ΕΕ και του ευρώ. Αφορά, ακόμη, την επιμονή σε μια «συντακτική διαδικασία» που
θα διαμορφώσει άλλα περιθώρια δημοκρατικού κοινωνικού ελέγχου αλλά και ένα
«μεταβατικό» πρόγραμμα που θα συγκρούεται με τη συστημική βία του
«εμπεδωμένου νεοφιλελευθερισμού», θα αποτελεί «παραβίαση των κανόνων» και θα
προϋποθέτει μια υπερβάλλουσα ισχύ του λαϊκού παράγοντα. Μέρος αυτής της
προσπάθειας είναι και το ξεδίπλωμα μαζικών αγώνων και μαζικών κινηματικών
«τετελεσμένων γεγονότων».
Οποιαδήποτε προσπάθεια για την
αναμέτρηση με αυτά τα ερωτήματα, για την αριστερή αναμέτρηση με τις
πραγματικές δυνατότητες της συγκυρίας, θα πρέπει να αποδεχτεί ότι με τον έναν
ή τον άλλο τρόπο μιλάμε για μια διαδικασία που έχει το στοιχείο της βίαιης
σύγκρουσης, της ρήξης, της επικαιρότητας μιας πρωτότυπης επαναστατικής
διαδικασίας.
Σε μια τέτοια κατεύθυνση οι
οριοθετήσεις που βάζει ο Λαμπικά, αυτή η όμορφη και σημαντική μορφή του
ευρωπαϊκού μαρξισμού και του γαλλικού κομμουνιστικού κινήματος, παραμένουν
παραπάνω από επίκαιρες.
Η συγκεκριμένη έκδοση, πέραν της
πολύ καλής μετάφρασης του Χρήστου Βαλλιάνου και του Τάσου Μπέτζελου,
περιλαμβάνει και εισαγωγή και επίμετρο από το Στάθη Κουβελάκη, που προσφέρουν
μια εξαιρετικά τεκμηριωμένη παρουσίαση τόσο της πολιτικής και θεωρητικής
διαδρομής του Λαμπικά, αναδεικνύοντας όχι μόνο τη συνεισφορά του στη
θεωρητική προσέγγιση του ζητήματος της βίας, αλλά και τη σημαντική παρέμβαση
που είχε τόσο στη μεταπολεμική μαρξιστική συζήτηση, όσο και στην αναζήτηση
μιας αριστερής απάντησης στην κρίση του κομμουνιστικού κινήματος. Ταυτόχρονα,
αναδεικνύεται και το σημαντικό ήθος ενός ανθρώπου που δεν υπήρξε ποτέ απλώς
«διανοούμενος» αλλά πάντα πρώτα και κύρια αγωνιστής. Και αυτό είναι ίσως το
πιο σημαντικό. Όπως παρατηρεί ο Στάθης Κουβελάκης στην κατακλείδα της
παρουσίασης που κάνει για τη ζωή και το έργου του Λαμπικά: «Γι’ αυτό και
σήμερα, σε μια εποχή που εμφανίζονται συνάμα καινούργιες δυνατότητες και
τρομακτικοί κίνδυνοι για το εγχείρημα της ανθρώπινης απελευθέρωσης, έχουμε
τόσο ανάγκη όχι μόνο το έργο του, αλλά εξίσου, τολμάμε να πούμε, και το
υποδειγματικό του θάρρος» (σ. 29).
|