του Κώστα Κυριάκη
Εισαγωγή
Στην εργασία αυτή παρουσιάζω
συνοπτικά τις βασικές λειτουργίες, οι οποίες αποτελούν τον άξονα προβληματικής
μουσειολογικών και μουσειογραφικών παραμέτρων και προδιαγραφών σχετικά με το
ρόλο, το σκοπό και το στόχο μιας (υποθετικής) κατασκευής ενός «Αρχαιολογικού
Μουσείου Αρχαίων Ελληνικών Μουσικών Οργάνων» στους Δελφούς, τόπος λατρείας του Απόλλωνα, ο οποίος σχετίζεται
άμεσα με τη λειτουργία της μουσικής. Μέσα
σε αυτό το πλαίσιο η εργασία αναπτύσσεται προς τρεις κατευθύνσεις: τη
διαχείριση των συλλογών του μουσείου, την εκθεσιακή πρακτική και την
επικοινωνία με το κοινό, επισημαίνοντας τα σημεία εκείνα που θα καθιστούσαν το
όλο οργανωτικό εγχείρημα λειτουργικό και αποδοτικό, αφού τελικό αίτιο της
έκθεσης των συλλογών ενός μουσείου είναι η γνώση σε συνάρτηση με την ψυχαγωγία
του επισκέπτη.
Η
σημασία της έννοιας μουσείο στις μέρες
μας είναι πολυσύνθετη και δυναμική. Το
μουσείο εννοείται ως ένας πολυδύναμος πολιτιστικός χώρος, ο οποίος προάγει τη
γνώση και την αναψυχή προς όφελος του κοινωνικού συνόλου (Νούσια, 2003). Ωστόσο, το μουσείο, ως οργανισμός, πρέπει να
επιτελεί ορισμένες βασικές λειτουργίες που αφορούν στη διαχείριση ενός
αντιπροσωπευτικού (ομοειδούς) συνόλου αντικειμένων, δηλαδή των συλλογών του. Οι
βασικές λειτουργίες, λοιπόν, του μουσείου θα μπορούσαν να συνοψιστούν στο
περιεχόμενο των συλλογών του, με την έννοια της διαχείρισης (θα δούμε παρακάτω
τι σημαίνει αυτό), και στο σκοπό που αυτές θέλουν να εξυπηρετήσουν, μέσω της
έκθεσης και της επικοινωνίας τους με το κοινό.
Η πρόταση που καταθέτω για την ίδρυση
ενός νέου θεματικού «Αρχαιολογικού Μουσείου Αρχαίων Ελληνικών Μουσικών Οργάνων»
στους Δελφούς στηρίζεται, αφενός, στις συλλογές αρχαίων ελληνικών μουσικών
οργάνων και, αφετέρου, στις συλλογές από ειδώλια, ανάγλυφα, αγγεία, ξύλινους ή
πήλινους πίνακες ζωγραφικής, τοιχογραφίες, ψηφιδωτά κ. ά. με παραστάσεις σκηνών
μουσικής, που υπάρχουν διάσπαρτες σε διάφορα μουσεία και ιδιωτικές συλλογές ανά
την υφήλιο. Παράλληλα, το μουσείο θα
είναι εξοπλισμένο με όλα τα σύγχρονα τεχνολογικά και μουσειολογικά δεδομένα
έτσι ώστε να υπηρετήσει καλύτερα τον στόχο του, ο οποίος θα είναι η μελέτη και
η διάδοση της αρχαίας Ελληνικής μουσικής πράξης και θεωρίας.
Το περιεχόμενο των συλλογών του
μουσείου (θα επανέλθουμε σε αυτές αναλυτικότερα) και ο εκπαιδευτικός στόχος που
θέλει να εξυπηρετήσει καθορίζουν τόσο την εκπόνηση του μουσειολογικού
προγράμματος όσο και τις προδιαγραφές της μουσειολογικής και μουσειογραφικής
μελέτης. Έτσι, η γενική χωροθέτηση του
μουσείου αναπτύσσεται, κυρίως, σε δύο επίπεδα: στο επίπεδο του εκθεσιακού χώρου
των μουσικών υλικών καταλοίπων του παρελθόντος και στο επίπεδο του
αποθηκευτικού και ερευνητικού χώρου αυτών των υλικών καταλοίπων. Ταυτόχρονα, η κτιριολογική μελέτη δεν θα
παραλείψει να σχεδιάσει απαραίτητους χώρους για την ανάπτυξη των παράπλευρων
λειτουργιών ενός μουσείου που θέλει να είναι σύγχρονο και να αποτελεί πόλο
έλξης του κοινού όχι μόνο για τις συλλογές του και τα ερευνητικά του
προγράμμάτα αλλά και για την αναψυχή και την ψυχαγωγία των επισκεπτών του. Γι' αυτό, θα ληφθεί ιδιαίτερη μέριμνα για την
κατασκευή αμφιθεάτρου, χώρου εκδηλώσεων, κέντρου μουσικής και χώρου
παιδαγωγικών προγραμμάτων. Οι χώροι
αυτοί σε συνδυασμό με το καφεστιατόριο και το πωλητήριο του μουσείου
διαμορφώνουν έναν πολυδύναμο πολιτιστικό χώρο, ο οποίος μπορεί και θέλει να
λειτουργήσει ως μια διαφορετική πρόταση αξιοποίησης του ελεύθερου χρόνου των
πολιτών.
Βασικές
λειτουργίες του μουσείου, όπως είπαμε παραπάνω, είναι η διαχείριση των συλλογών
του, η αντιπροσωπευτική έκθεση αυτών και η επικοινωνία του μουσείου, ως
οργανισμού αλλά και ως οργανωμένου χώρου, με το κοινό. Ας τις δούμε μία - μία πιο
αναλυτικά.
Η
διαχείριση των συλλογών του μουσείου προϋποθέτει κατ' αρχάς τη διευκρίνιση της
έννοιας συλλογή. Στη σύγχρονη εποχή, λοιπόν, η
μουσειολογική ερμηνεία της έννοιας συλλογή
αναφέρεται στην επιλογή, αντιπροσώπευση και ταξινόμηση ενός συστηματικά
συγκεντρωμένου συνόλου ομοειδών υλικών αντικειμένων (Νούσια, 2003). Έτσι, σε πρώτη φάση, θα πρέπει το ίδρυμα ή ο
οργανισμός (ή σε έσχατη περίπτωση ο συλλέκτης ιδιώτης) να οριοθετήσει το
περιεχόμενο των συλλογών του και εν συνεχεία να αποκτήσει εκείνα τα υλικά
αντικείμενα που θα εξυπηρετήσουν καλύτερα, και δη αντιπροσωπευτικότερα, το
ρόλο, το σκοπό και το στόχο της σύστασης της συλλογής. Πώς όμως αποκτά και εμπλουτίζει κανείς μια
συλλογή; Πώς αποκτούμε, στην περίπτωση
μας, υλικά αντικείμενα και αρχαιολογικές μαρτυρίες γύρω από τις μουσικές
δραστηριότητες των αρχαίων Ελλήνων; Κατ'
αρχήν, μέσω του διαρκή δανεισμού (permanent lending), ή δανεισμού επί παρακαταθήκη, από
άλλα μουσεία ή και ιδιώτες μεμονωμένων αντικειμένων ή και ολόκληρων συλλογών,
πάντα συναφών με το περιεχόμενο των συλλογών που θέλουμε να έχει το δικό μας
μουσείο. Επίσης, κάποια αντικείμενα θα
αποκτηθούν είτε με αγορά (από ιδία έσοδα) είτε με δωρεά ή χορηγία είτε, τέλος,
με ευρήματα (νέων) ανασκαφών ή και τυχαία.
Είδαμε,
λοιπόν, τους τρόπους απόκτησης (acquisitions) των συλλογών που θα αποτελέσουν τη
δυναμική για τη δημιουργία της ιδιαίτερης και διακριτής οντότητας του μουσείου
και οριοθετήσαμε το περιεχόμενο τους: υλικά κατάλοιπα μουσικών οργάνων και
αρχαιολογικές μαρτυρίες που αναφέρονται στις μουσικές δραστηριότητες των
αρχαίων Ελλήνων. Ωστόσο, δεν θα
εκθέσουμε όλα τα αντικείμενα που θα συλλέξουμε, αλλά μόνο ένα αντιπροσωπευτικό
δείγμα αυτών, για λόγους, αφενός, οικονομίας χώρου και, αφετέρου, επειδή η
συσσώρευση πολλών ομοειδών αντικειμένων της ίδιας εποχής ή χρήσης δεν
συνεισφέρει στη γνώση και στην απόλαυση του επισκέπτη, αλλά αντίθετα κουράζει
και απομακρύνει. Για το λόγο αυτό,
κάποια αντικείμενα θα πάρουν το δρόμο της έκθεσης και κάποια θα αποθηκευτούν
στους βοηθητικούς χώρους του μουσείου, για να μελετηθούν από τους ερευνητές
και, ίσως, να εκτεθούν σε άλλη περίσταση και σε άλλο χρόνο ή και χώρο. Η διαδικασία επιλογής των αντικειμένων που θα
εκτεθούν τελικά είναι μια σύνθετη εργασία που περιλαμβάνει αρκετά στάδια:
ταξινόμηση, έρευνα και μελέτη, τεκμηρίωση. Αλλά αυτό που μόλις περιγράψαμε δεν είναι παρά
το μεσαίο στάδιο της όλης διαδικασίας. Προηγείται,
αμέσως μόλις αποκτηθεί ένα αντικείμενο, η αναγνώριση, η εξακρίβωση και η
καταγραφή του και έπεται η διατήρηση, η συντήρηση και η αποκατάστασή του, ήτοι
η επεξεργασία του.
Θα εστιάσω, ωστόσο, στο μεσαίο και
στο τελευταίο στάδιο της διαδικασίας για να τονίσω τη σημασία που έχει για το
μουσείο και την πρακτική του τόσο η έρευνα, η μελέτη και η τεκμηρίωση του
αντικειμένου όσο και η διατήρηση, η συντήρηση και η αποκατάστασή του. Η πρώτη τριάδα των λέξεων που χρησιμοποίησα
σχηματίζει το απαραίτητο και αναγκαίο υπόβαθρο για την έκθεση του αντικειμένου,
ενώ η δεύτερη τριάδα λέξεων συνοψίζει τον προστατευτικό ρόλο του ίδιου του
μουσείου σε σχέση με τα αντικείμενα που περιέχονται στις συλλογές του. Η έρευνα και η μελέτη του αντικειμένου θα
συνεισφέρει στις γνώσεις μας γύρω από τον υλικό πολιτισμό μιας περιόδου, αφού
τα αντικείμενα είναι φορείς πολιτισμικών πληροφοριών και αξιών, ενώ, παράλληλα,
θα το κατατάξει, σε συνάρτηση και με τα υπόλοιπα αντικείμενα της συλλογής, σε
ένα ιεραρχικό σύστημα ταξινομικής και τυπολογικής κατηγορίας. Γίνεται εμφανές ότι η μελέτη του αντικειμένου
πρέπει και οφείλει να ακολουθεί ένα συγκεκριμένο και σαφώς ορισμένο
μεθοδολογικό μοντέλο (π.χ. φυσικά γνωρίσματα του αντικειμένου, συστατικά της
κατασκευής του, ιστορία και χρήση του, ένταξή του στο οικείο πολιτισμικό
περιβάλλον κ. ά.), που θα εξυπηρετεί την
ταξινόμηση, αλλά και θα προχωρά σε περαιτέρω ανάλυση και ερμηνεία των
σημασιολογικών του εννοιών. Η τεκμηρίωση
(documentation) θα
καταγράψει όλες τις πληροφορίες και τα στοιχεία που θα ανακύψουν από τη μελέτη
και την έρευνα του αντικειμένου: τα χαρακτηριστικά του, την προέλευση του, το
ιστορικό του κ. ά. Αναφέρω, παρεκβατικά,
το διεθνές πρότυπο σύστημα καταγραφής μουσειακών αντικειμένων που έχει
συνταχθεί από τη CIDOC (Διεθνής Επιτροπή Τεκμηρίωσης) του ICOM (Διεθνές Συμβούλιο Μουσείων) και
περιλαμβάνει τα εξής κύρια μέρη: εγγραφή και αποδοχή του αντικειμένου από το
μουσείο αμέσως με την απόκτησή του, καταγραφή, αποδελτίωση, μετακίνηση και
καταχώριση εξόδου.[1] Όσον αφορά στη διατήρηση (preservation), συντήρηση (conservation) και αποκατάσταση (restoration) των υλικών καταλοίπων του
παρελθόντος και των αρχαιολογικών μαρτυριών, με σκοπό την προστασία και
φροντίδα τους από παράγοντες φθοράς (π.χ. περιβαλλοντικούς, βιολογικούς,
ανθρώπινους ή και φυσικών καταστροφών), αυτές θα ανατεθούν σε εξειδικευμένες
ομάδες συντηρητών και ειδικών επιστημόνων που θα εργάζονται σε μόνιμη ή
περιοδική βάση στο εργαστήριο συντήρησης στο υπόγειο του κτηρίου (ερευνώντας
τρόπους αναχαίτισης των μηχανισμών αποσύνθεσης των αντικειμένων και
αποκαλύπτοντας πρόσθετα στοιχεία για το αντικείμενο, στοιχεία που εμφανίζονται
μόνο κατά ή μετά τη διαδικασία συντήρησης) και θα βρίσκονται σε άμεση
συνεργασία με τους επιμελητές του μουσείου.
Αφού
περιέγραψα σε αδρές γραμμές τους τρόπους διαχείρισης των συλλογών του μουσείου
θα περάσω στην επόμενη ενότητα της παρουσίασης μου, η οποία αφορά στο νέο
θεματικό «Αρχαιολογικό Μουσείο Αρχαίων Ελληνικών Μουσικών Οργάνων» στους
Δελφούς, η οποία αναφέρεται στην εσωτερική οργάνωση του χώρου της έκθεσης και
στην ερμηνευτική μου πρόταση για την παρουσία των εκθεμάτων στον χώρο.
Με την
έννοια έκθεση αναφέρεται η λογική της
τοποθέτησης και της προβολής συνόλων ή μεμονωμένων αντικειμένων στον ειδικά
διαμορφωμένο χώρο έτσι ώστε αυτά να μεταδίδουν στον επισκέπτη μηνύματα και
νοηματικές πληροφορίες που σχετίζονται με τον υλικό πολιτισμό (Νούσια,
2003). Αυτό, φυσικά, σε ένα πρώτο
επίπεδο. Γιατί, σε ένα δεύτερο επίπεδο,
κάθε έκθεση αντικειμένων είναι ερμηνευτική και άρα υπόφορη σε ιδεολογικές
χρήσεις (άλλωστε, η ιδεολογική χρήση των υλικών αντικειμένων είναι δεδομένη ήδη
από τη συλλογή τους και την αξιοποίησή τους ως φορέων πολιτισμικών αξιών). Έτσι, η λογική της προβολής των αντικειμένων
στο χώρο όσο και ο ίδιος ο διαμορφωμένος χώρος προσδιορίζονται από τις
πολιτισμικές συνθήκες της εποχής και εκφράζουν την κυρίαρχη ιδεολογία της.
Έρχομαι,
λοιπόν, στη διατύπωση και κατάθεση της πρότασής μου σχετικά με το νέο μουσείο:
πιστεύω πως τα κατάλοιπα από τα μουσικά όργανα των αρχαίων Ελλήνων πρέπει να
αναπτύσσονται θεματικά, με βάση την ηχογόνο πηγή (π. χ. χορδόφωνα ή έγχορδα, αερόφωνα
ή πνευστά και κρουστά) και σε αυτή την κατηγοριοποίηση να εντάσσονται και οι
άλλες αρχαιολογικές μαρτυρίες (π.χ. ο αρπιστής ή τριγωνοεκτελεστής της Κέρου,
2400 - 2200 π. Χ., θα κατατασσόταν στην θεματική κατηγορία των έγχορδων, στην
υποκατηγορία των έγχορδων πολύχορδων, και δη στην υποοικογένεια της άρπας, στην
οποία ανήκει το τρίγωνο = είδος άρπας με
τριγωνικό σχήμα).
Η διακλάδωση, λοιπόν, του κυρίου θέματος της
έκθεσης σε μερικά και, κατά το μάλλον ή ήττον, αυτόνομα υποθέματα διαμορφώνει
και την κύρια προϋπόθεση για την οργάνωση της κάτοψης του εσωτερικού χώρου του
μουσείου. Η κάτοψη θα πρέπει να χωριστεί
σε ακτινωτά διατεταγμένους χώρους («αστεροειδής» οργάνωση) (Νούσια, 2003) έτσι
ώστε να δημιουργηθούν αυτόνομοι χώροι και ελευθερία επιλογής στη ροή
κυκλοφορίας των επισκεπτών. Έτσι, ο
επισκέπτης κατασκευάζει τις δικές του αφηγηματικές διαδρομές γύρω από το «αφήγημα»
της αρχαίας ελληνικής μουσικής. Ωστόσο,
η έκθεση πρέπει να στηρίζεται τόσο στα υλικά αντικείμενα, δηλαδή, κυρίως, στα
μουσικά όργανα, όσο και στη μετάδοση νοημάτων και ιδεών, γύρω από τη σημασία
της μουσικής στην αρχαιότητα. Για το
λόγο αυτό προτείνουμε τη διαμόρφωση ενός κατάλληλου χώρου ώστε σε αυτόν να
πραγματοποιούνται κατά καιρούς περιοδικές θεματικές εκθέσεις που θα αφορούν
στις μουσικές δραστηριότητες των αρχαίων Ελλήνων, π.χ. «Μουσική και Δημόσιος
Βίος», «Μουσική και Θρησκεία» κ. ά. Συνοψίζοντας το περιεχόμενο της πρότασής
μου, θεωρώ πως η τυπολογία της έκθεσης των μουσικών οργάνων των αρχαίων Ελλήνων
θα πρέπει να είναι θεματική και μωσαϊκή και παράλληλα πραγματιστική και νοηματική.
Συνεχίζω
με τη διατύπωση ορισμένων προτάσεων που εικάζω ότι θα συμβάλουν έτι περαιτέρω
στην καλύτερη οργάνωση της λειτουργικότητας της έκθεσης όσο και του εκθεσιακού
χώρου. Κατ' αρχάς τα αντικείμενα/εκθέματα θα πρέπει να τοποθετηθούν σε σύγχρονες
προθήκες με ψυχρό φωτισμό, ώστε να προβάλλονται κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο
και ταυτόχρονα να εξασφαλίζονται οι απαραίτητες προδιαγραφές για τη διατήρησή
τους. Επίσης, είναι δυνατό κάποια
αντικείμενα να τοποθετηθούν ελεύθερα μέσα σε κόγχες και ράφια που θα
διαμορφωθούν από υλικά με διαδεδομένη χρήση κατά την περίοδο της αρχαιότητας
(π.χ ξύλο, πέτρα, πηλός κ. ά.). Βασική
προϋπόθεση της επιτυχίας της έκθεσης είναι οι ανοιχτοί χώροι, με μεγάλη
ορατότητα, που δε θα φυλακίζουν το μάτι του επισκέπτη και η λειτουργική χρήση
των (όποιων) χωρισμάτων: καμπύλα και κεκλιμένα χωρίσματα που θα εξασφαλίζουν
την οργανική ροή στον τρόπο διάταξης των αντικειμένων. Επίσης, καθοριστικής
σημασίας είναι η χρήση χρώματος στην εσωτερική τοιχοποιία όσο και ο χρωματισμός
των διαχωριστικών χωρισμάτων. Τέλος, ειδική μέριμνα θα πρέπει να ληφθεί για τις
συμπληρωματικές πηγές φωτισμού, πέρα από το φυσικό φως, όπως ράγες σημειακού
φωτισμού, incandescent και neon φώτα
κ. ά.
Στον άξονα αντικείμενο - πληροφορία
προτείνουμε τον εμπλουτισμό της έκθεσης με γραφιστικές εφαρμογές και
ενημερωτικά κείμενα, όπως λεζάντες, επιγραφές, οπτικές απεικονίσεις, οπτικά και
ηχητικά εφέ, ανακατασκευές, στατικές ή μηχανικές μακέτες, σχέδια,
σχεδιαγράμματα, χάρτες και φωτογραφίες που θα παρέχουν στον επισκέπτη
εμπεριστατωμένη πληροφόρηση για τη χρήση και την προέλευση των μουσικών οργάνων
αλλά και θα τα συνδέουν με τις γενικότερες ιστορικοκοινωνικές συνθήκες της
εποχής που τα διαμόρφωσαν.
Τέλος,
στο ισόγειο του κτηρίου και ειδικότερα στο χώρο εισόδου θα πρέπει να
διατίθενται έντυπο ενημερωτικό υλικό και πωλητέα είδη (ανακατασκευές μουσικών
οργάνων, βιβλία, φωτογραφίες, εκπαιδευτικές μουσειοσκευές κ. ά.), ενώ θα πρέπει
σε αυτόν τον χώρο να έχουν αναρτηθεί ειδικές ενημερωτικές πινακίδες που θα
παρουσιάζουν τη δομή των συλλογών του μουσείου κατά αίθουσα και ηλεκτρονικά
συστήματα ξενάγησης με οθόνες αφής.
Η
μουσειολογική μελέτη λαμβάνει ιδιαίτερη μέριμνα για την εσωτερική χωροθέτηση
των λειτουργιών του μουσείου και αποτελεί πυξίδα της κτιριολογικής μελέτης που
θα ακολουθήσει για την κατασκευή του. Συνοπτικά αναφέρω πως οι λειτουργίες ενός
σύγχρονου μουσείου διακρίνονται σε βασικές λειτουργίες, σε λειτουργίες
υποδοχής, επιμέλειας και συντονισμού.[2]
Έτσι, στην περίπτωση μας, η μόνιμη έκθεση του μουσείου, δηλαδή η θεματική
έκθεση των αρχαίων ελληνικών μουσικών οργάνων και η περιοδική θεματική έκθεση
θα αναπτύσσονται στο ισόγειο του κτηρίου. Στον ίδιο χώρο, δηλαδή στο ισόγειο, θα βρίσκονται
η είσοδος, οι πληροφορίες, τα βεστιάρια, οι τουαλέτες για το κοινό και τα Α. Μ.
Ε. Α. και το πωλητήριο. Στο υπόγειο του κτηρίου θα βρίσκονται οι αποθηκευτικοί
και εργαστηριακοί χώροι, χώροι υποδομών (π.χ. τεχνικών κατασκευών), η
βιβλιοθήκη, το κέντρο τεκμηρίωσης και το κέντρο μελέτης των συλλογών, τα
γραφεία των διοικητικών υπηρεσιών και των δημοσίων σχέσεων. Στο άνω διάζωμα θα
βρίσκονται η αίθουσα του αμφιθεάτρου, το κέντρο μουσικής, αίθουσες χρήσεις
πολυμέσων και προβολών, τουαλέτες και το καφεστιατόριο. Η πρόσβαση από τον ένα χώρο στον άλλο θα
εξασφαλίζεται είτε από σκάλες είτε από ασανσέρ, ενώ ιδιαίτερη μέριμνα θα ληφθεί
για τα Α. Μ. Ε. Α. (ράμπες ανόδου, αναβατόρια, ειδικά ασανσέρ και κατάλληλα
διαμορφωμένες τουαλέτες).
Για την πραγματοποίηση, ωστόσο, της
μόνιμης έκθεσης του «Αρχαιολογικού Μουσείου Αρχαίων Ελληνικών Μουσικών Οργάνων»
στους Δελφούς θα χρειαστεί η συνεργασία και η συμμετοχή μιας σειράς ειδικών
επιστημονικών και τεχνικών ομάδων, με διακριτούς ρόλους σε κάθε επιμέρους
στάδιο της διαδικασίας, πάντα, όμως, υπό την επίβλεψη του συντονιστή και των
επιμελητών της έκθεσης. Τα διάφορα
στάδια της διαδικασίας (προετοιμασίας, ανάπτυξης, εφαρμογής, λειτουργίας και
αξιολόγησης) περιλαμβάνουν ένα πλήθος από συγκεκριμένες δραστηριότητες (π.χ. μελέτη
σκοπιμότητας, συγγραφή θέματος, σχεδιαστική μελέτη χώρου, ανάπτυξη
εκπαιδευτικού υλικού, εφαρμογή εκπαιδευτικών προγραμμάτων, συγγραφή έκθεσης
μελέτης αξιολόγησης κ. ά.) που εκτελούνται από εξειδικευμένες ομάδες εργασίας
(π.χ. σχεδιαστές, υπεύθυνους εκπαιδευτικών προγραμμάτων, τεχνίτες, ερευνητές
αξιολόγησης κ. ά.) έτσι ώστε να υλοποιηθούν ο σκοπός και οι στόχοι της έκθεσης.[3]
Τελειώνοντας
την παρουσίαση απομένει να πραγματευτώ τους τρόπους επικοινωνίας του μουσείου
με το κοινό. Κατ' αρχάς η πρώτη επαφή
του κοινού με το μουσείο γίνεται από την εξωτερική πρόσοψη του κτηρίου. Για τον λόγο αυτό επισημαίνω την ανάγκη της
οργανικής και αρμονικής ένταξης του κτηρίου στο δομημένο χώρο και στο φυσικό
περιβάλλον και παράλληλα την ευκολία πρόσβασης σε αυτό (π.χ. να είναι κτισμένο
πάνω σε έναν κεντρικό άξονα κυκλοφορίας).
Δεν θα επιμείνω περισσότερο σε αυτό γιατί δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητες
της μουσειολογικής και μουσειογραφικής μελέτης, αφού αφορά στην αρχιτεκτονική
του κτηρίου. Εδώ θα αναφερθώ ουσιαστικά
στους τρόπους προβολής των εκθεμάτων και των συλλογών του μουσείου τόσο μέσα
από παράπλευρες δραστηριότητες όσο και από την κύρια δραστηριότητα του
μουσείου, δηλαδή την επαφή του μουσείου με το κοινό δια μέσου της έκθεσης των
υλικών του αντικειμένων.
Σχετικά
με τις παράπλευρες δραστηριότητες του μουσείου θα αναφέρω τις διάφορες
εκδηλώσεις, διαλέξεις, εκδόσεις, εκπαιδευτικές δραστηριότητες κ. ά. που θα
μπορούσαν να αναπτυχθούν στο πλαίσιο της επαφής ενός ευρύτερου κοινού με τον
μουσειακό χώρο. Ας μη ξεχνάμε πως το
θεματικό μουσείο απευθύνεται κυρίως σε ένα ειδικό κοινό με συγκεκριμένους
προβληματισμούς και απόψεις έτσι ώστε να μην είναι εύκολη η προσέλευση σε αυτό
ενός κοινού με γενικά ενδιαφέροντα. Γι'
αυτό είναι σημαντικό οι διάφορες μουσειολογικές δραστηριότητες καθώς και οι
οργανωμένοι χώροι υποδοχής και αναψυχής που θα προσφέρει στους επισκέπτες του
να λαμβάνουν σοβαρά υπ' όψη τους αυτή την παράμετρο.
Σχετικά
τώρα με την ίδια την εκθεσιακή πρακτική, πιστεύω πως η τυπολογία του κτηρίου, η
λειτουργική προβολή των εκθεμάτων στον χώρο, η χρήση των πολυμέσων και των
συμμετοχικών εκθεμάτων σε συνδυασμό με τη λειτουργία του μουσείου ως πολυδύναμο
πολιτιστικό κέντρο θα ενισχύσει την επισκεψιμότητά του. Ωστόσο, για να
ενισχύσει τη θέση του και να διαδραματίσει αξιόλογο παιδευτικό ρόλο στην
πολιτιστική ζωή των Δελφών το μουσείο πρέπει να ακολουθήσει μια πολιτική επαφής
με το κοινό μέσω διαφόρων στρατηγημάτων, όπως π.χ. της υιοθέτησης αρχών του
σύγχρονου marketing, της καθιέρωσης ημέρας ελεύθερης εισόδου ή της δωρεάν
εισόδου για κάποιες ηλικίες, της ανάπτυξης εκπαιδευτικών προγραμμάτων με τη
συμμετοχή των σχολείων της περιοχής, της έκδοσης οδηγών - καταλόγων των
συλλογών και των εκθέσεών του (με την υποστήριξη του Ταμείου Αρχαιολογικών
Πόρων) κ. ά.
Καταλήγοντας, οφείλω να σημειώσω πως
η εμπειρία της επίσκεψη σε ένα μουσείο είναι αποτέλεσμα του συνδυασμού τριών
παραγόντων που αλληλεπιδρούν (interactive model)[4] μεταξύ τους: του κοινωνικού, του
ατομικού και του χωρικού. Το μουσείο, λοιπόν, οργανώνεται στη λογική της
πολλαπλής εμπειρίας που συνδυάζει τη δια βίου μάθηση, τη γνώση, την επικοινωνία
και τη ψυχαγωγία σε έναν ενιαίο και λειτουργικό χώρο και στοχεύει στην
ενεργητική συμμετοχή του πολίτη, έτσι ώστε να εξασφαλίσει μια νέα προσέγγιση
για τον πολιτισμό, που θα έχει ως άξονα αναφοράς τον άνθρωπο – δημιουργό και φορέα
αυτού του πολιτισμού.
Σύνοψη
Η
υποθετική μουσειολογική και μουσειογραφική μελέτη για την κατασκευή ενός νέου «Αρχαιολογικού
Μουσείου Αρχαίων Ελληνικών Μουσικών Οργάνων» στους Δελφούς αναπτύχθηκε προς
τρεις κατευθύνσεις: τη διαχείριση των συλλογών του μουσείου, την εκθεσιακή
πρακτική και την επικοινωνιακή πολιτική του μουσείου με το κοινό. Συνοψίζοντας
τα επιμέρους καταλήγουμε πως η αλλαγή παραδείγματος στον τρόπο χρήσης και
λειτουργίας των μουσείων στον 20ό αιώνα μετατοπίζει το κέντρο βάρους από τα
αντικείμενα στον άνθρωπο-χρήστη και διαμορφώνει νέες συνθήκες τόσο στη διαχείριση των
συλλογών όσο και στην εκθεσιακή πρακτική που αποσκοπούν στην ενεργητική
συμμετοχή του πολίτη καθιστώντας έτσι το μουσείο ως (κοινωνικό και ατομικό)
χώρο γνώσης και απόλαυσης. Ωστόσο, η
συλλογή των υλικών αντικειμένων και η διαχείρισή τους, η λογική της προβολής
των εκθεμάτων και η οργανωτική δομή του χώρου (εσωτερικού και εξωτερικού) δεν
είναι άμοιρες από ιδεολογικές επικαλύψεις που απηχούν διαφορετικές αντιλήψεις
για τους τρόπους έκθεσης και διαχείρισης των υλικών καταλοίπων του
παρελθόντος.
Βιβλιογραφία
(Βιβλία που
συμβουλεύτηκα)
Ανδρόνικος Μ., Χατζηδάκις Μ.,
Καραγιώργης Β., Τα Ελληνικά Μουσεία,
Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών 1974.
«Εθνική Πινακοθήκη. 100 χρόνια», εφ. Η Καθημερινή, περ.
Επτά Ημέρες, 26/11/2000.
Καρούζου Σ.,
Εθνικό Μουσείο. Γενικός Οδηγός, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών 1982.
Μουσούρη Θ., «Μουσεία για όλους; Προγράμματα προσέγγισης στο διεθνή χώρο», περ. Αρχαιολογία και Τέχνες, τχ. 73, 1999, σ. σ. 65
- 69.
Μουσείο Μπενάκη, «Ανοιγμα στον 21°
αιώνα», εφ. Η Καθημερινή, περ.
Επτά Ημέρες, 24/09/2004.
Νούσια Τ., «Διαχείριση Συλλογών
Μουσειακών Αντικειμένων», στο: Γκαζή Α. & Νούσια Τ.,
Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο, τ. Γ',
Μουσειολογία, μέριμνα για τις Αρχαιότητες, Πάτρα: ΕΑΠ 2003, σ. σ.
17 - 121.
«Οι θησαυροί του Μουσείου Μπενάκη»,
εφ. Η Καθημερινή, περ.
Ετντά Ημέρες, 20/02/1994.
«Το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο», εφ. Η Καθημερινή, περ.
Επτά Ημέρες, 15/05/1994.
[2004/2005]
[1]
Για τα μέρη αυτά βλ. αναλυτικότερα Νούσια Τ., «Διαχείριση Συλλογών Μουσειακών
Αντικειμένων», στο: Γκαζή Α. & Νούσια Τ., Αρχαιολογία στον
Ελληνικό Χώρο, τ. Γ', Μουσειολογία, μέριμνα για τις
Αρχαιότητες, Πάτρα: ΕΑΠ 2003, σ. σ. 47 - 48.
[2] Στο ίδιο, σ. σ. 111-113.
[3] Στο ίδιο, σ. σ. 81 - 83.
[4] Στο ίδιο, σ. σ. 109-110.