Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2012

Κοινωνιογλωσσολογία Vs. Κριτική Ανάλυση Λόγου

Η σχέση γλώσσας και κοινωνίας: Κοινωνιογλωσσολογία Vs. Κριτική Ανάλυση Λόγου

Του Κυριάκη Κωνσταντίνου

Εισαγωγή
            Στην εργασία αυτή εξετάζω τη σχέση γλώσσας και κοινωνίας από τη σκοπιά δύο γλωσσολογικών ρευμάτων: της κοινωνιογλωσσολογίας και της κριτικής ανάλυσης λόγου (ΚΑΛ).  Χωρίζω την εργασία σε δύο μέρη.  Στο πρώτο θα συγκρίνω τις απόψεις των δύο ρευμάτων ως προς τις εξής θεματικές: α) γλωσσική ποικιλότητα και κοινωνική δομή, β) γλωσσική ποικιλότητα και κοινωνική ποικιλότητα.  Στο δεύτερο μέρος θα αναδείξω τις διαφορές των δύο ρευμάτων μέσα από επιλεγμένα παραδείγματα, όπως είναι η περίπτωση του φύλου, της ‘τοποθέτησης’ και της μελέτης της γλωσσικής συμπεριφοράς θεσμών.  
1. Η σχέση γλώσσας και κοινωνίας στην κοινωνιογλωσσολογία και στην κριτική ανάλυση λόγου
1.1 Γλωσσική ποικιλότητα και κοινωνική δομή
            Η κοινωνιογλωσσολογία μελετά τη διάδραση της γλώσσας με την κοινωνία.  Ειδικότερα, μελετά, από τη μια, τη γλωσσική ποικιλότητα σε σχέση με την κοινωνική δομή και, από την άλλη, τις διαφορετικές κοινωνικές λειτουργίες της γλώσσας (το πώς, δηλαδή η γλωσσική ποικιλότητα σχετίζεται με την κοινωνική ποικιλομορφία) (Holmes 2008).  Σύμφωνα με τους θεωρητικούς της κοινωνιογλωσσολογίας, όλες οι γλωσσικές ποικιλίες πρέπει να μελετούνται σε σχέση με τα κοινωνικά συμφραζόμενα μέσα στα οποία χρησιμοποιούνται, αφού το νόημα είναι απότοκος της διάδρασης του γλωσσικού με το κοινωνικό.  Ωστόσο, το κοινωνικό εκλαμβάνεται «ως δεδομέν[ο], αποτελούμεν[ο] από κοινωνικές ομάδες που οριοθετούνται βάσει δημογραφικών χαρακτηριστικών» (Παυλίδη 2011).  Σε αυτή την πλαισίωση, η κοινωνιογλωσσολογία επιχειρεί να περιγράψει συναρθρώσεις ανάμεσα σε γλωσσικά στοιχεία και ανεξάρτητες κοινωνικές μεταβλητές (π.χ. κοινωνικά χαρακτηριστικά ομιλητή, περίσταση επικοινωνίας κ.ά.), χωρίς να προσπαθεί να ερμηνεύσει τα γενεσιουργά αίτια της κοινωνιογλωσσολογικής ποικιλότητας (Holmes 2008: 82 – 86), δηλαδή το πώς οι γλωσσικές ποικιλίες εμπλέκονται στην αναπαράσταση της κοινωνικής πραγματικότητας (Στάμου 2005: 5).  Επομένως, η κοινωνιογλωσσολογία θεωρεί ότι η γλώσσα καθορίζεται από την κοινωνία (Στάμου 2005: 5). 
            Η ΚΑΛ εκκινεί από διαφορετική θεωρητική αφετηρία σε σχέση με την κοινωνιογλωσσολογία.  Θεωρεί ότι η γλώσσα βρίσκεται σε συνεχή διαλεκτική σχέση με την κοινωνία (Stubbs 1983: 8).  Τη διαλεκτική σχέση ανάμεσα στη γλώσσα και στην κοινωνία την ονομάζει ‘Λόγο’ (Στάμου 2005: 2).  Σε αυτή την πλαισίωση, η ΚΑΛ επιχειρεί να καταγράψει τις σχέσεις ανάμεσα στη γλώσσα και στις κοινωνικές δομές (Halliday 1978), δηλαδή πώς μέσω των γλωσσικών ποικιλιών μπορούν να αποκαλυφθούν οι αναπαραστάσεις της κοινωνικής πραγματικότητας, ώστε να αναδειχτούν οι τρόποι με τους οποίους ο ‘Λόγος’ συμβάλλει στη διαιώνιση και στην αλλαγή του κοινωνικού (Fairclough 1995).  Επομένως, γλώσσα και κοινωνία βρίσκονται σε μια διαρκή σχέση αλληλεπίδρασης και αλληλεξάρτησης (Αρχάκης & Κονδύλη 2004: 37).
Η κοινωνιογλωσσολογία αντιμετωπίζει τη γλώσσα εργαλειακά, ως όργανο μετάδοσης πληροφοριών τόσο για τον χρήστη όσο και το κοινωνικό περιβάλλον που αυτός ανήκει.  Σύμφωνα με τον Labov, 1971, το μεγαλύτερο μέρος των γλωσσικών κανόνων μένει ανεπηρέαστο από τις κοινωνικές αξίες, οι οποίες επιδρούν συχνότερα στις εξαρτημένες γλωσσικές μεταβλητές (μορφολογία, φωνολογία).  Συνεπώς, η γλωσσική ποικιλομορφία αντιμετωπίζεται ως απότοκος της κοινωνικής θέσης.  Όπως σημειώνει η Στάμου «ο-η ομιλητής –τρια Χ χρησιμοποιεί την προφορά Ψ επειδή ανήκει σε μια κοινωνική τάξη Ω» (Στάμου, 2005: 5).  Ωστόσο, τα ίδια τα πορίσματα των μελετών της κοινωνιογλωσσολογίας υποστηρίζουν τη διαλεκτική σχέση γλώσσας και κοινωνίας, αφού η χρήση της γλώσσας στην επικοινωνιακή της αλληλόδραση θεωρείται ως προϋπόθεση για την ανάλυση των γλωσσικών φαινομένων και όχι η δομή της.  Επομένως, η κοινή θεωρητική αφετηρία εδώ είναι ότι «ο σκοπός τον οποίο εξυπηρετεί η γλώσσα καθορίζει και τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο είναι διαμορφωμένη» (Αρχάκης & Κονδύλη, 2004: 40), τονίζοντας την αλληλεπίδραση του γλωσσικού με το κοινωνικό, διαμεσολαβούμενα από το νόημα.   
            Σε αυτή τη γραμμή, η κοινωνιογλωσσολογία θα ενισχύσει τη θέση της ΚΑΛ για τη διαλεκτική γλώσσας και κοινωνίας, αφού οι γλωσσικές ποικιλίες καθορίζονται από τις περιστάσεις επικοινωνίας, δηλαδή ένα άτομο μπορεί να «επιλέξει» να υιοθετήσει την πρότυπη ποικιλία είτε για αναπαραγωγή της κοινωνικής του θέσης (η γλώσσα επηρεάζεται από την κοινωνία) είτε για κοινωνική ανέλιξη (η γλώσσα επηρεάζει την κοινωνία).  Φυσικά, εδώ το κρίσιμο σημείο είναι η λέξη «επιλογή», αφού όπως σημειώνει ο Fairclough, 2011, ένας από τους τρόπους που δουλεύει η ιδεολογία είναι να δημιουργεί την ψευδαίσθηση της επιλογής.
1. 2 Γλωσσική ποικιλότητα και κοινωνική ποικιλότητα
Η κοινωνιογλωσσολογία θεωρεί πως η σχέση αλληλεπίδρασης γλώσσας και κοινωνίας συγκροτεί μερικώς τη σκέψη των μελών μιας κοινωνικής ομάδας στον τρόπο που αντιλαμβάνονται και εκφράζουν την πραγματικότητα (Αρχάκης & Κονδύλη 2004: 43).  Οι θεωρητικές προκείμενες, ωστόσο, που υιοθετεί η κοινωνιογλωσσολογία στη μελέτη της γλώσσας καταδεικνύουν κυρίως το φιλελεύθερο πνεύμα τη εποχής, αφού δίνοντας έμφαση σε ατομικές (γλωσσικές) πραγματώσεις, τις οποίες θεωρεί ‘ελεύθερες’ επιλογές, δεν αμφισβητεί τον κοινωνικό επικαθορισμό του ‘υποκειμένου’ και, επομένως, δίχως ουσιαστική αμφισβήτηση της γλώσσας ως δομικής οντότητας (Graddol 2001a: 35). 
Η ΚΑΛ επίσης εδράζεται σε μια φιλελεύθερη ανθρωπιστική κατανόηση των κοινωνικών διεργασιών, αλλά αντί να εστιάζει στη συμπεριφορά μεμονωμένων ατόμων που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους ενδιαφέρεται περισσότερο στο πώς οι κοινωνικές δομές περιορίζουν με συστηματικό τρόπο τη δράση των ατόμων, και ακόμα επιχειρεί να αναδείξει ότι οι τρόποι αυτοί εξυπηρετούν τα συμφέροντα των κυρίαρχων κοινωνικών τάξεων (Graddol 2001b: 74).  Επομένως, σκοπός της ΚΑΛ δεν είναι η γλωσσική ανάλυση ενός ‘κειμένου’ αλλά μέσω αυτού η κοινωνική ανάλυση και αποκάλυψη των ιδεολογικών του παραμέτρων, με στόχο την κριτική γλωσσική επίγνωση, δηλαδή την ενημερότητα των ομιλητών ότι ενίοτε και οι ίδιοι διαμορφώνουν εν μέρει τη μειονεκτική τους θέση εντός του κοινωνικού.  Η ΚΑΛ, λοιπόν, εξετάζει τη γλώσσα ως κοινωνική πρακτική (Fairclough 1989: 20), η οποία χρησιμοποιείται για να ανιχνεύει την ιδεολογία, δηλαδή όλα όσα θεωρούνται κοινά, φυσικά και δεδομένα χαρακτηριστικά του λόγου των ατόμων, με στόχο την ‘αποφυσικοποίηση’ των αναπαραστάσεων της κοινωνικής πραγματικότητας που οικοδομούνται μέσω της γλώσσας.       
Σύμφωνα με τα παραπάνω, η κοινωνιογλωσσολογία αντιμετωπίζει την ταυτότητα του κοινωνικού υποκειμένου ως ενιαία και μονολιθική, σε μια ουσιοκρατική κατεύθυνση, η οποία θεωρούσε ότι η ταυτότητα είναι μια ‘οντότητα’ συνυφασμένη με το άτομο.  Η κοινωνιογλωσσολογία δηλαδή έχει εστιάσει στη χρήση της γλώσσας ως σύμβολο διαφορετικών και διακριτών κοινωνικών ρόλων και ταυτοτήτων, με αποτέλεσμα να εκλαμβάνει την κοινωνική ποικιλότητα ως δήλωση ένταξης σε μια κοινωνική ομάδα (Στάμου 2005: 6), διαιωνίζοντας τις μειωτικές απεικονίσεις ανθρώπων διαχωρισμένων στη βάση της τάξης, του φύλου ή της φυλής.  Η επαναληπτικότητα των απεικονίσεων μέσω και διαμέσου διαφόρων και διαφορετικών ‘κειμένων’ έχει ως αποτέλεσμα να βιώνονται και πιστεύονται ως ‘αληθινές’, διαμορφώνοντας κοινωνικούς δεσμούς[1] που εδραιώνονται στην επικύρωση ότι ‘πράγματι έτσι είναι (ή έτσι θα έπρεπε να είναι) ο κόσμος’.  Επομένως, σε αυτό το πλαίσιο, διαφαίνεται ότι ο λόγος είναι συστατικό υλικό της ιδεολογίας (Parker 2011: 292). 
Η ΚΑΛ θεωρεί ότι η ταυτότητα του ατόμου οικοδομείται στη βάση αντιφατικών και αποσπασματικών, ενίοτε και συγκρουόμενων λόγων.  Τους λόγους αυτούς το άτομο τους χρησιμοποιεί για να κατασκευάσει τόσο την κοινωνική πραγματικότητα, όσο και τον εαυτό του, ως υποκείμενο που αντιλαμβάνεται την ‘πραγματικότητα’.  Η ΚΑΛ προσπαθεί να αποκαλύψει τη διαδικασία κατά την οποία το άτομο μαθαίνει να αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως ‘υποκείμενο’, μέσω των ‘θέσεων υποκειμένου’, στις οποίες διάφοροι λόγοι το τοποθετούν (Κωνσταντινίδου 1999: 222).  Σε αυτή την πλαισίωση, το νόημα διαμορφώνεται από τις επιλογές που κάνουν ή δεν κάνουν τα άτομα (Kress 1989, όπως αναφέρεται στο Μπονίδης 2004: 143) μέσα από το αποθεματικό των διαθέσιμων λόγων που κυκλοφορούν στην κοινωνία τους. Συνεπώς, η ΚΑΛ εξετάζει τη γλώσσα ως κοινωνικό σημειωτικό σύστημα (Halliday 1978), το οποίο χρησιμοποιείται για αναπαράσταση και σημειοδότηση (Kress 1990).     
2. Παραδείγματα που αναδεικνύουν τις διαφορές της κοινωνιογλωσσολογίας και της κριτικής ανάλυσης λόγου
2.1 Παράδειγμα ως προς τη θεματική ‘γλωσσική ποικιλότητα και κοινωνική δομή’
2.1.1 Η περίπτωση του φύλου
Όπως ήδη έχω αναφέρει η κοινωνιογλωσσολογία εστιάζει τον φακό της στη διερεύνηση του πώς αλλάζει η γλώσσα σε σχέση με τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των ομιλητών της, δηλαδή πώς «διαφοροποιείται η γλώσσα ανάλογα με τις κοινωνικές ομάδες που τη χρησιμοποιούν» (Αρχάκης & Κονδύλη 2004: 64).  Έτσι, επικεντρώνεται στη μελέτη της κοινωνικής γλωσσικής διαφοροποίησης σε ένα συγκεκριμένο χώρο.  Κλασικά παραδείγματα, ανάμεσα σε άλλα, είναι η έρευνα του Trudgill, 1974, 1975, στο Νόριτς και της Cheshire, 1978, στο Ρέντιγκ (Αρχάκης & Κονδύλη 2004: 72 - 75). Σε αυτές τις μελέτες, ως προς την ανεξάρτητη μεταβλητή του φύλου, διαπιστώθηκε ότι οι γυναίκες τείνουν να προτιμούν τους αποκλίνοντες από τη νόρμα τύπους.  Η συμπεριφορά αυτή ερμηνεύτηκε ως αντίδραση στην παραδοσιακή αντίληψη, η οποία θέτει τη γυναίκα σε υποδεέστερη θέση.  Οι γυναίκες δείχνουν με την υιοθέτηση κοινωνικά αναγνωρισμένων γλωσσικών τύπων ότι επιδιώκουν να αποκτήσουν την κοινωνική θέση που έχουν στερηθεί (Αρχάκης & Κονδύλη 2004: 151).  Σε αυτό το πλαίσιο, η γλωσσική διαφοροποίηση των δύο φύλων ανάγεται σε διαφορετικές τοποθετήσεις κοινωνικών ρόλων και όχι στη φυσική, βιολογική, διαφοροποίηση.
Αντίθετα, η ΚΑΛ εστιάζει στο γεγονός ότι οι διαφορετικές τοποθετήσεις των κοινωνικών ρόλων επηρεάζουν δραστικά το γλωσσικό νόημα, εξυπηρετώντας και διαιωνίζοντας τις σχέσεις κυριαρχίας του ενός φύλου πάνω στο άλλο (Cameron 1992).  Η γλωσσική ανισότητα που υποκρύπτει και διατηρεί την ανισότητα των δύο φύλων μπορεί να ανιχνευτεί και σε βασικά συστήματα ανάλυσης του συστήματος της νέας ελληνικής, όπως:
·         στη μορφολογία, π.χ. το οικογενειακό όνομα των γυναικών είναι η γενική κτητική του επιθέτου του πατέρα ή του συζύγου, επίθεμα του αρσενικού επαγγελματικού ονόματος σε υψηλού κύρους επαγγέλματα κ.ά.,
·         στη σύνταξη, π.χ. χρησιμοποίηση του αρσενικού, ισχυρού γένους, για να αναφερθεί μια ομάδα ανδρών και γυναικών ή και μόνο γυναικών,
·         στη σημασιολογία, π.χ. λέξεις και εκφράσεις που συνδέονται με τη γυναίκα έχουν συχνά μειωτική συνδήλωση (Αρχάκης & Κονδύλη 2004: 153 – 156).
2.2 Παράδειγμα ως προς τη θεματική ‘γλωσσική ποικιλότητα και κοινωνική ποικιλότητα’ 
2.2.1 Η περίπτωση της τοποθέτησης (positioning)
            Η κοινωνιογλωσσολογία μελετά εξαρτημένες μεταβλητές (γλωσσικοί τύποι) σε σχέση με ανεξάρτητες μεταβλητές (κοινωνικά χαρακτηριστικά) με σκοπό να αντιστοιχίσει κάποιους από τους γλωσσικούς τύπους σε δομικά κοινωνικά χαρακτηριστικά του ομιλητή, που θεωρούνται σταθερά και δεδομένα, όπως για παράδειγμα η έρευνα του Labov, 1972, στη Ν. Υόρκη.  Αντίθετα, η ΚΑΛ θεωρεί ότι ο κόσμος είναι μεταβαλλόμενος και διαπραγματεύσιμος και, συνεπώς, κατασκευάζεται μέσω των λόγων, οι οποίοι προσφέρουν θέσεις υποκειμένου.  Οι θέσεις υποκειμένου έχουν συνέπειες τόσο για τη διαμόρφωση της υποκειμενικότητας όσο και για τις διαφορετικές αναπαραστάσεις του κόσμου και της εμπειρίας.  Το υποκείμενο, λοιπόν, οικοδομεί την ταυτότητά του (η οποία συνήθως είναι πληθυντικού αριθμού: ταυτότητες) επιλέγοντας από τους διαθέσιμους λόγους που κυκλοφορούν στην κοινωνία.  Οι επιλογές αυτές είναι ιδεολογικά ‘επικαθορισμένες’ και οικοδομούν διαφορετικές αναπαραστάσεις της πραγματικότητας.  Επομένως, το νόημα διαμορφώνεται από τις επιλογές που γίνονται ή δεν γίνονται κάθε φορά από τους χρήστες της γλώσσας.  Για παράδειγμα, οι επιλογές που γίνονται σε επίπεδο λεξιλογίου (Stamou & Paraskevopoulos 2004) ή στο συντακτικό επίπεδο, δηλαδή ποιος ή τι τοποθετείται σε θέση υποκειμένου σε μια πρόταση, έχουν τη δυνατότητα να δώσουν έμφαση ή να μετριάσουν τον ρόλο του δράστη (Στάμου & Παρασκευόπουλος 2006).  Συνεπώς, το υποκείμενο, εφόσον υιοθετήσει κάποια θέση ως δική του, αναπόφευκτα βλέπει τον κόσμο από την οπτική γωνία αυτής της θέσης, η οποία κατασκευάζει διαφορετικές κοινωνικές και ψυχολογικές πραγματικότητες (Davies & Harré 1999: 35).  Έτσι, η ΚΑΛ αναδεικνύει την αναπαραστατική λειτουργία της γλώσσας, δηλαδή ότι μέσα από την κοινωνική ποικιλότητα δεν εκφράζεται μόνο η κοινωνική ταυτότητα του ατόμου, αλλά συχνά και μια διαφορετική κοσμοθεωρία, εντός της ίδιας γλώσσας (Στάμου 2005: 6).    
2. 3 Από τη μελέτη της γλωσσικής συμπεριφοράς ατόμων στη μελέτη της γλωσσικής συμπεριφοράς των θεσμών 
Η κοινωνιογλωσσολογία εστιάζει στην καθημερινή ομιλία, θεωρώντας τον λόγο ως ατομική αντίδραση, ενώ η ΚΑΛ εστιάζει στις ιδεολογικές δυνάμεις που καθιστούν τις κοινωνικές πρακτικές ‘δυνατές’, θεωρώντας τον λόγο ως  πολιτική διεργασία.  Επομένως, η μεθοδολογική στόχευση των δύο ρευμάτων διαφέρει ως προς τη συλλογή του υλικού.  Η κοινωνιογλωσσολογία μελετά κυρίως τη γλωσσική συμπεριφορά ατόμων που ανήκουν σε διαφορετικές κοινωνικές ομάδες.  Η ΚΑΛ εξετάζει λόγους που εκφωνούνται από μια θέση εξουσίας, όπως πολιτικό λόγο, επιστημονικό, διαφήμισης κττ. (Boutet 1999: 59), οι οποίοι επιδρούν στην ατομική και κοινωνική γλωσσική συμπεριφορά των ατόμων (Στάμου 2005: 7).
Συμπεράσματα
            Η σχέση γλώσσας και κοινωνίας εξετάζεται τόσο από την κοινωνιογλωσσολογία όσο και από την ΚΑΛ.  Ωστόσο, διαφαίνεται ότι τα δύο γλωσσολογικά ρεύματα έχουν ενίοτε διαφορετική στόχευση, αν και εκκινούν από την ίδια θεωρητική φιλελεύθερη παράδοση.  Η κοινωνιογλωσσολογία μελετά τη διεπαφή γλώσσας και κοινωνίας σε δοσμένη περίσταση επικοινωνίας, ωστόσο στη βάση προκατασκευασμένων κοινωνικών μεταβλητών. Σε αυτή την πλαισίωση, η κοινωνιογλωσσολογία δεν αμφισβητεί τον κοινωνικό επικαθορισμό του ‘υποκειμένου’ και, επομένως, δε θέτει σε αμφισβήτηση τη γλώσσα ως δομική οντότητα.  Αντίθετα, η ΚΑΛ θεωρεί ότι γλώσσα και κοινωνία βρίσκονται σε συνεχή διαλεκτική σχέση.  Όπως σημειώνει ο Stubbs «δεν υπάρχει χρήση γλώσσας που δεν εμπεριέχεται στην κοινωνία, όπως και δεν υπάρχει σχέση ανάμεσα στη γλώσσα και στην κοινωνία που δε γίνεται συνειδητή μέσω της ρηματικής αλληλεπίδρασης» (Stubbs 1983: 8).  Σε αυτή την πλαισίωση, η ΚΑΛ επιδιώκει, μέσω της ανάλυσης της γλωσσικής επικοινωνίας, να αποκαλύψει τις αναπαραστάσεις της κοινωνικής και ψυχολογικής πραγματικότητας που οικοδομούνται μέσω και διαμέσου της γλώσσας.  Όπως σημειώνει η Στάμου τα τελευταία χρόνια γίνεται αισθητή η τάση της κοινωνιογλωσσολογίας να υιοθετήσει θέσεις και πρακτικές της ΚΑΛ, διευρύνοντας το αντικείμενο της μελέτης της (Στάμου 2005: 4).     


Βιβλιογραφία
Αρχάκης, Α., & Κονδύλη, Μ. 2004. Εισαγωγή σε ζητήματα κοινωνιογλωσσολογίας. Αθήνα: Νήσος.
Boutet, J. 1999. Εισαγωγή στην κοινωνιογλωσσολογία. Αθήνα: Γρηγόρης.
Cameron, D. 1992. Feminism and linguistic theory. London: Macmillan.  
Davies, B., & Harré, R. 1999. Positioning and personhood. In. R. Harré, & L. van Lagenhove [Eds.] Positioning Theory: Moral contexts of intentional action. Oxford: Blackwell, 32 – 51.
Fairclough, N. 1989. Language and Power. Harlow: Longman.
Fairclough, N. 1995. Critical Discourse Analysis. The critical study of language. England: Pearson Education/Longman.
Fairclough, N. 2011. Συνέντευξη στον D. Graddol. Στο Παράλληλα Κείμενα για τη Θεματική Ενότητα «Γλώσσα, Κοινωνία και Εκπαίδευση». Πάτρα: ΕΑΠ.
Graddol, D. 2001a. Τρία μοντέλα για την περιγραφή της γλώσσας. Στο D. Graddol, & O. Boyd- Barrett (Eds.) Γλωσσική Ανάπτυξη. Κείμενα των ΜΜΕ: Συγγραφείς και Αναγνώστες (τ. Α΄). Πάτρα: ΕΑΠ, 19 – 40.
Graddol, D. 2001b. Συνεχής Λόγος. Στο D. Graddol, J. Maybin, & B. Sterer (Eds.) Γλωσσική Ανάπτξη. Εγχειρίδιο Μελέτης. Πάτρα: ΕΑΠ, 73 - 91.  
Halliday, M. A. K. 1978. Language as social semiotic: The social interpretation of language and meaning. London: Arnold.
Holmes, J. 2008. An Introduction to Sociolinguistics (3rd ed.). London: Pearson/Longman.
Kress, G. 1990. Critical Discourse Analysis. In R. Kaplan (Ed.) Annual Review of Applied Linguistics II. http://www.univ-paris3.fr/recherche/sites/edll/activities/CALI-0405/Bibliografie.doc [04/01/2012]
Labov, W. 1971. The study of language in its social context. In J. Fisman (Ed.) Advances in the sociology of language I: Basic concepts, theories and problem. Haag: Mouton, 52 – 216. 
Labov, W. 1972. Language in the inner city. Philadelphia: University of Pennsylvania Press. 
Κωνσταντινίδου, Ευ. 1999. Κατασκευάζοντας την ελληνική εθνική ταυτότητα: Η περίπτωση των σχολικών βιβλίων ιστορίας. Ψυχολογία, 6 (2), 221 – 226.
Μπονίδης, Κ. Θ. 2004. Το περιεχόμενο του σχολικού βιβλίου ως αντικείμενο έρευνας. Διαχρονική εξέταση της σχετικής έρευνας και μεθοδολογικές προσεγγίσεις. Αθήνα: Μεταίχμιο.
Parker, I. 1992. Discourse dynamics: Critical analysis for social and individual psychology. London: Routledge.
Parker, I. 2005. Qualitative Psychology: Introducing Radical Research. Buckingham: Open University Press.
Parker, I. 2011. Κριτική Πρακτική Λόγου στην Κοινωνική Ψυχολογία. Στο Ν. Μποζατζής & Θ. Δραγώνα (Επιμ.) Κοινωνική Ψυχολογία. Η στροφή στον λόγο. Αθήνα: Μεταίχμιο, 291 – 314. 
Παυλίδη, Θ. Σ. 2011. Κοινωνιογλωσσολογία. http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/glossology/show.html?id=102 [31/10/2011].   
Στάμου, Α. Γ. 2005. Η Κριτική Ανάλυση Λόγου. Συμπληρωματικές Σημειώσεις για το Μάθημα ‘Κοινωνιογλωσσολογία’. Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας: Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης.
Στάμου, Α. Γ., & Παρασκευόπουλος, Σ. 2006. Η γλώσσα των περιβαλλοντικών κειμένων: Η κριτική επίγνωση της γλώσσας στην Περιβαλλοντική Εκπαίδευση. Κριτική, Επιστήμη και Εκπαίδευση, 4, 45 – 55.
Stamou, A. G., & Paraskevopoulos, S. 2004. Images of Nature by Tourism and Environmentalist Discourse in Visitors’ Books: A Critical Discourse Analysis of Ecotourism. Discourse and Society, 15 (1), 131 – 155.
Stubbs, M. 1983. Discourse Analysis. The Sociolinguistic Analysis of Natural Language. Oxford: Blackwell Publishers Ltd. 



[1] Σύμφωνα με τον Parker, 2005, ‘Λόγος’ είναι η οργάνωση της γλώσσας σε συγκεκριμένα είδη κοινωνικών δεσμών.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...