Το Γλωσσικό Ζήτημα
του Κώστα Κυριάκη
του Κώστα Κυριάκη
Εισαγωγή
Το θέμα της παρούσας εργασίας αναφέρεται στο γλωσσικό διχασμό, στο «γλωσσικό ζήτημα»,[1] δηλαδή στη διάσχιση της ελληνικής γλώσσας σε προφορική ή κοινή ελληνική και σε γραπτή, αττικιστική ή αρχαΐζουσα γλώσσα.[2] Η εργασία αρθρώνεται σε τρία μέρη. Στο πρώτο ανιχνεύονται και περιγράφονται τα κυρίαρχα ρεύματα σχετικά με το «γλωσσικό ζήτημα» από την εποχή του Νεοελληνικού Διαφωτισμού και έως τις πρώτες δεκαετίες της ίδρυσης του νεοελληνικού κράτους. Στο δεύτερο γίνεται μια αδρή και συνοπτική ιστορική αναδρομή στην αφετηρία του «γλωσσικού ζητήματος», η οποία τοποθετείται στον 1ο και 2ο αιώνα της χριστιανικής χρονολόγησης και, τέλος, στο τρίτο μέρος εξετάζονται και αναλύονται οι εξελίξεις και οι λόγοι από τους οποίους προέκυψαν οι τρεις κυρίαρχες μορφές της ελληνικής γλώσσας στα χρόνια της ίδρυσης του νεοελληνικού κράτους.
Μέρος Πρώτο: Τα κυρίαρχα ρεύματα σχετικά με το «Γλωσσικό Ζήτημα»
Η διάσχιση της ελληνικής γλώσσας σε προφορική και γραπτή είναι ριζωμένη ήδη στον 1ο και 2ο αιώνα της χριστιανικής χρονολόγησης. Ωστόσο, αυτές οι δύο διακριτές μορφές της γλώσσας, ο λόγιος γραπτός λόγος και η προφορική ομιλία, συνυπήρχαν χωρίς ιδιαίτερες ανταγωνιστικές διαθέσεις εκατέρωθεν,[3] ως μέρος του ευρύτερου πλαισίου του πολιτισμικού δυϊσμού,[4] που χαρακτηρίζει τις προβιομηχανικές κοινωνίες. Όμως από τα μέσα του 18ου αιώνα ο γλωσσικός διχασμός της ελληνικής γλώσσας εξελίσσεται σε «γλωσσικό εμφύλιο»,[5] ως απότοκο των ιδεών και των ιδεολογημάτων του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Το πρόβλημα της αγωγής και της παιδείας, κατεξοχήν ζητούμενα του διαφωτιστικού χειραφετητικού προτάγματος, θα απασχολήσει και τους Έλληνες λόγιους. Έτσι θα τεθεί το ζήτημα της μορφής που οφείλει να υιοθετήσει το γλωσσικό όργανο του λαού, ώστε να «μετακενωθούν» οι φιλοσοφικές και επιστημονικές ιδέες της Δύσης στο υπόδουλο Γένος και κατά συνέπεια μέσα από την Παιδεία να διεκδικήσει την ελευθερία του. Ουσιαστικά, οι λόγιοι του Διαφωτισμού στέκονται ανάμεσα στην υιοθέτηση της δημοτικής γλώσσας, την οποία μιλάει και καταλαβαίνει ο λαός, και στην υιοθέτηση μιας αρχαΐζουσας γλώσσας, ώστε να μορφοποιηθεί ένα εθνικό ιδεώδες, στη βάση του αρχαίου ελληνικού, αλλά και βυζαντινού μεγαλείου.
Από τη μια μεριά, ο Τιμόθεος Κυριακόπουλος,[6] στο πλαίσιο του εκκλησιαστικού δημοτικισμού του 16ου – 17ου αιώνα,[7] χρησιμοποιεί μια μαχητική δημοτική γλώσσα και ο ιεροδιάκονος Ιώσηπος Μοισιόδακας (περ. 1725 – 1800) χρησιμοποιεί φυσικό «ύφος», τονίζοντας πως «η Κοινή δεν είναι μια άλλη γλώσσα, αλλά ένα άλλο ύφος, μια άλλη μορφή της ίδιας γλώσσας».[8] Από την άλλη, ο Ευγένιος Βούλγαρης (1716 – 1806) υπερασπίζεται την αρχαΐζουσα γλώσσα, ως γλώσσα της φιλοσοφίας και της επιστήμης, και μάλιστα με ιδιαίτερη οξύτητα. Στην υπερασπιστική («γλωσσαμυντική») γραμμή του Βούλγαρη θα τεθούν και οι Νικηφόρος Θεοτόκης (1731 – 1800),[9] ο Στέφανος Κομμητάς (περ. 1770 – 1830), ο Νεόφυτος Δούκας (περ. 1762 – 1845) και ο Λάμπρος Φωτιάδης (1752 – 1805).
Ανάμεσα σε αυτές τις δύο αντίπαλες απόψεις τοποθετείται αρχικά ο φαναριώτης λόγιος Δ. Καταρτζής (περ. 1730 – 1807), ο οποίος υποστήριξε την υιοθέτηση μιας «Κωνσταντινουπολίτικης Κοινής».[10] Έτσι, οι γλωσσικές του απόψεις βρίσκονταν περίπου στη «μέση», αλλά αργότερα εγκατάλειψε τις προσπάθειές του να γράψει στο ιδίωμα που είχε προτείνει, καταφεύγοντας σε μια «αιρετή» (μικτή) γλώσσα, «ίσως σε ανταπόκριση προς τον αυξανόμενο συντηρητισμό που παρατηρήθηκε ανάμεσα στους αριστοκράτες προστάτες του μετά τη Γαλλική Επανάσταση».[11]
Στη συνέχεια, ο Κοραής (1748 – 1833), εμβληματική μορφή του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, θα εκφράσει τις γλωσσικές του απόψεις, οι οποίες θα προκαλέσουν οξύτατες αντιγνωμίες, με αποτέλεσμα το «γλωσσικό ζήτημα» να ξεφύγει από τις «πολιτισμένες» διαμάχες του 18ου αιώνα και να πάρει τη μορφή «γλωσσικού εμφυλίου», χωρίζοντας ουσιαστικά τους λόγιους της εποχής σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα. Στη βάση της κοραϊκής ιδεολογίας βρίσκεται ο νεοκλασικισμός, ο οποίος του υπαγορεύει την «αποφυγή των ακροτήτων, την σύνθεση και την εξισορρόπηση των αντιθέσεων, την αριστοτελική μεσότητα».[12] Γράφει ο ίδιος «[…] κατέκρινα και τον άκρον αυτής εξελληνισμόν… και τον ολοτελή χυδαϊσμόν…Κι έκρινα ότι η μέση τούτων οδός ήτον η μόνη ευθεία […]».[13] Έτσι γίνεται ο κύριος εκφραστής της «μέσης οδού», απορρίπτοντας και τη «χυδαία» και τη «γλωσσηματική» μορφή της γλώσσας από τη μια, αλλά και την αρχαΐζουσα ή «μακαρονιστική» μορφή της γλώσσας από την άλλη, επιχειρηματολογώντας υπέρ μιας απλούστερης λόγιας δημοτικής,[14] η οποία όμως οφείλει να «καθαρισθεί» και να «καλλωπισθεί».[15] Σημειώνει, πάλι, ο ίδιος «[…] Ας καταγινώμεθα όλοι εις την μετά λογισμού διόρθωσιν της κοινής του γένους γλώσσης, της οποίας η τελείωσης κρέμεται από την εκλογήν των νοημάτων, από την εκλογήν των λέξεων και από την έντεχνον αυτών σύνθεσιν και συμπλοκήν».[16]
Η «μέση οδός» του Κοραή, δηλαδή μια γλώσσα που όδευε προς την καθαρεύουσα (καθαρίζουσα και καθαρισμένη), θα δεχθεί έντονες επιθέσεις ένθεν κακείθεν κατά τη διάρκεια των δύο επόμενων δεκαετιών που ακολούθησαν τη πρώτη της διατύπωση, το 1804. Ειδικότερα, από τη πλευρά των διαφωτιστικών κύκλων, που κατά τα άλλα συνέπλεαν με τις γενικότερες απόψεις του Κοραή,[17] εκδηλώθηκαν ενστάσεις και ειρωνείες (π.χ. Ι. Ρ. Νερουλός),[18] αλλά και από τους υπερασπιστές της αρχαΐζουσας θα εκδηλωθούν έντονες πολεμικές (π.χ. Κοδρικάς).[19] Και οι δύο πλευρές συνέκλιναν στην απόρριψη της κοραϊκής γλώσσας ως τεχνητής λύσης.[20] Οι εναλλακτικές προτάσεις που διατυπώθηκαν ήταν αλληλοαναιρούμενες και έτσι εδραιώθηκαν οι γλωσσικές αντιθέσεις που ταλάνισαν το έθνος τα επόμενα εκατόν πενήντα χρόνια περίπου.
Ο γλωσσικός διπολισμός (ή τριπολισμός) συνεχίστηκε αμείωτος ως τα χρόνια της Επανάστασης του 1821, με τη «μάχη των φυλλαδίων».[21] Με τη δημιουργία του ελεύθερου ελληνικού κράτους αναγεννάται ο αττικισμός κάτω από το βαρύ ιδεολογικό και πολιτικό κλίμα που διαμορφώθηκε μετά τη διατύπωση της θεωρίας του Fallmerayer (1790 – 1861)[22] και το νεοκλασικιστικό πνεύμα των Βαυαρών. Έτσι, τόσο στη διοίκηση όσο και στην εκπαίδευση[23] θα υιοθετηθεί η αρχαϊστική γλώσσα, με αποτέλεσμα η τεχνητή διγλωσσία να δημιουργεί διαφορά επικοινωνίας του λαού με τις κρατικές αρχές, κάτι που, ίσως, στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας να ήταν θετικό, αφού λειτουργούσε και ως μηχανισμός διαφοροποίησης, ωστόσο στα χρόνια του ελεύθερου κράτους αποτέλεσε αιτία κακοδαιμονίας και πόλωσης ανάμεσα στο λαό και το κράτος.
Αντίπαλο «δέος» στον εξαρχαϊσμό της ελληνικής διοικητικής και εκπαιδευτικής πολιτικής μηχανής θα αποτελέσουν τα Επτάνησα, τα οποία δεν είχαν ακόμη ενσωματωθεί στον εθνικό κορμό. Το 1859 δημοσιεύεται, σε μεταθανάτια έκδοση,[24] ο «Διάλογος» του Σολωμού (1798 – 1857), που προαγγέλλει τον μεταγενέστερο δημοτικισμό. Στο έργο αυτό απορρίπτονται τόσο η φαναριώτικη «κοινή διάλεκτος», όσο και η τεχνητή γλώσσα του Κοραή: «[Ποιητής] Οι ευχές οπού κάνω είναι για να ξαναζήσει η σοφία, και η σοφία δεν θέλει ξαναζήση ποτέ όσο γράφετε με τον τρόπο τον εδικόν σας».[25] Έτσι, ο Σολωμός «επικαλούμενος το μοντέλο των δυτικών ευρωπαϊκών ομιλούμενων γλωσσών»[26] θα προτείνει να αποτελέσει βάση για τη γραπτή γλώσσα η ζωντανή γλώσσα του λαού, επειδή κάθε άλλη προγραμματική και ρυθμιστική μορφή γλώσσας καταντάει ένα άνευρο γλωσσικό σύστημα, μια γλώσσα «η οποία μήτε ομιλιέται, μήτε άλλες φορές ομιλήθηκε, μήτε θέλει ποτέ ομιληθεί».[27]
Έτσι, στα χρόνια της ίδρυσης του ελληνικού κράτους κυριαρχούν τρεις διακριτές μορφές της ελληνικής γλώσσας, πολλαπλασιαστικές αν προσθέσουμε τοπικές διαλέκτους και τον ελλαδικό δημοτικισμό,[28] που κάθε μια εκφράζει και σημαίνει διαφορετικές απαντήσεις σε συγκεκριμένα και επιτακτικά ιδεολογικά, κοινωνικά και πολιτικά ερωτήματα.
Μέρος Δεύτερο: Η ιστορική αφετηρία του γλωσσικού ζητήματος
Η νίκη του Φιλίππου στη Χαιρώνεια και η δημιουργία μιας πανελλήνιας συμμαχίας στην Κόρινθο (το 338 π.Χ.), αλλά ιδιαίτερα η κατακτητική δράση του Μ. Αλέξανδρου διαμορφώνουν για πρώτη φορά στην ελληνική ιστορία τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για μια ενοποίηση του ελληνισμού και κυριαρχία του σε πολιτισμικά και γλωσσικά αλλότριες περιοχές. Έτσι, σταδιακά αρχίζουν να εξασθενίζουν και να αλλοιώνονται οι αρχαίες διάλεκτοι και παράλληλα η ελληνική γλώσσα να ενοποιείται στην ελληνιστική (ή αλεξανδρινή) Κοινή.[29] Η μεταβολή αυτή επισημαίνεται και ως μετάβαση από την αρχαία στη νεότερη ελληνική γλώσσα.[30]
Στο «μέγα πανελλήνιο»[31] που αρχίζει να διαμορφώνεται η Κοινή ως γλώσσα γραπτή συνέκλινε σε κάποια ομοιομορφία,[32] αλλά ως γλώσσα προφορική των συναλλαγών και της επικοινωνίας παρουσίαζε τοπικές διαφοροποιήσεις και αλλοιώσεις[33] ως προς το τυπικό, τη σύνταξη, τη φωνητική και το λεξιλόγιο. Έτσι, οι λόγιοι, ήδη από την εποχή του Αυτοκράτορα Αύγουστου (1ος π.Χ. αι.) αρχίζουν να εκδηλώνουν τη δυσαρέσκειά τους, που κορυφώνεται σε μαχητική αντίδραση στους επόμενους δύο αιώνες. Σε αυτούς προσχωρούν και όσοι αντιτίθενται στη νέα θρησκεία, τον Χριστιανισμό, η οποία υιοθετεί απλή γλώσσα για τη διάδοση του σωτηριολογικού της κηρύγματος. Η γλωσσική, ιδεολογική, αλλά και θρησκευτική διαμάχη ονομάστηκε αττικισμός,[34] από την απαίτηση των λογίων να γράφεται η γλώσσα σύμφωνα με τους γραμματικούς και συντακτικούς κανόνες της αρχαίας αττικής διαλέκτου. Ειδικότερα, η απήχηση του αττικισμού στη γλώσσα της «Δεύτερης Σοφιστικής»[35] έφτασε στο σημείο ώστε οι ρήτορες, ακόμη και τον 5ο ή και 6ο μεταχριστιανικό αιώνα, να προφέρουν τη γλώσσα διατηρώντας την αρχική της προσωδία και τον μουσικό της τονισμό.[36]
Η γλωσσική παλινδρόμηση που συντελέστηκε με το «επιστροφικό»[37] κίνημα των αττικιστών οδήγησε στον γλωσσικό διπολισμό και «βάθυνε το χάσμα ανάμεσα στη μειοψηφία των πεπαιδευμένων και στον απλό λαό».[38] Σε ολόκληρη την υπερχιλιόχρονη περίοδο του μεσαιωνικού ελληνισμού οι δύο γλώσσες θα συνυπάρχουν, αγνοώντας ουσιαστικά η μια την ύπαρξη της άλλης.
Μέρος Τρίτο: Οι εξελίξεις μέσα από τις οποίες προέκυψαν οι τρεις κυρίαρχες μορφές της ελληνικής γλώσσας στα χρόνια της ίδρυσης του νεοελληνικού κράτους
Ήδη από τον 11ο και 12ο αι. η ομιλούμενη γλώσσα αρχίζει να χρησιμοποιείται με λογοτεχνική πρόθεση. Ιδιαίτερα «σε περιοχές όπου παύει να ασκείται η επιβολή της αττικίζουσας γλώσσας που καλλιεργούνταν στην πρωτεύουσα του κράτους η λαϊκή γλώσσα αρχίζει να γράφεται σε όλο και καθαρότερη ιδιωματική μορφή».[39] Έτσι, στην αρχαΐζουσα (την «Ελληνική»), ως απότοκο της εντατικής καλλιέργειας της ουμανιστικής παιδείας, η οποία εκδηλώνεται με «πολυγλωσσία» στη γραπτή έκφραση των χρηστών της[40] αντιπαρατίθενται μια μορφή Κωνσταντινουπολίτικης Κοινής, λογιότερη και οιονεί «αστική», που διαμορφώνεται κυρίως από την εκκλησιαστική ρητορική και παίρνει τη μορφή «μικτής» γλώσσας, και μια λαϊκότερη διαλεκτική κοινή.
Αυτές οι τρεις μορφές γλώσσας ουσιαστικά αντιστοιχούν σε τρεις διακριτές κοινωνικές ομάδες του «προεπαναστατικού» ελληνισμού με διαφορετικά και εν πολλοίς αντικρουόμενα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα και επιδιώξεις. Έτσι, grosso modo, θα μπορούσε να αντιστοιχηθεί η αρχαΐζουσα γλώσσα στους οπαδούς της παλαιάς φεουδαρχικής και πατριαρχικής – εκκλησιαστικής κάστας, η λαϊκή (χυδαία) στους ριζοσπάστες και η «καθαρεύουσα», στη κοραϊκή εκδοχή της, στους μετριοπαθείς πρωτοαστούς.[41]
Η υιοθέτηση, αρχικά, μιας αρχαΐζουσας τεχνητής γλώσσας (νεοαττικισμός) από το νεόκοπο κράτος ήταν το αποτέλεσμα μιας σειράς αιτιών και συστημικών παραγόντων, που θα οδηγήσει τους Έλληνες λόγιους στην εγκατάλειψη του Διαφωτιστικού χειραφετητικού προτάγματος και την προσχώρησή τους στη Ρομαντική πολιτική σύλληψη της ιστορίας. Η ίδρυση του ελληνικού κράτους θα στηριχτεί στην αρχή των εθνικοτήτων, την οποία υπαγόρευε η διεθνής συγκυρία: το κάθε άτομο ανήκει σε ένα έθνος, το κάθε έθνος έχει δικαίωμα στην πολιτική του αυτοδιάθεση. Η συνάρτηση εθνικής ιδιαιτερότητας και πολιτικής αυτοδιάθεσης θεωρούνταν αυτονόητη, αν και εφόσον καταδεικνυόταν επαρκώς η εθνική ιστορική ιδιαιτερότητα της καθεμιάς συλλογικότητας που διεκδικούσε την πολιτική της αυτοδιάθεση.[42] Έτσι θα διαμορφωθεί το φαντασιακό ιδεολόγημα του νεόκοπου κράτους, που είχε προετοιμαστεί ήδη από τα χρόνια του Νεοελληνικού Διαφωτισμού και πιο πριν ακόμη, από την ανθρωπιστική παράδοση της Αναγέννησης, δηλαδή της ιστορικής συνέχειας που ερείδεται στην κοινή γλώσσα και στην καταγωγή από τους αρχαίους Έλληνες.[43]
Ωστόσο, αυτό το ιδεολόγημα θα τεθεί σύντομα υπό αμφισβήτηση: ο Βαυαρός ιστορικός J. Ph. Fallmerayer θα προσβάλλει το κεντρικό του έρεισμα αμφισβητώντας τη καταγωγή των Νεοελλήνων από τους αρχαίους Έλληνες. Οι Έλληνες λόγιοι θα θέσουν στο επίκεντρο των ερευνητικών τους ενδιαφερόντων την προσπάθεια απόκρουσης και κατάρριψης αυτής της θεωρίας. Έτσι, θα θέσουν το ζήτημα με όρους πολιτισμικούς: αφού ο ελληνισμός κατορθώνει και επιβιώνει ιστορικά, άρα είναι διαχρονικός, ενιαίος και μοναδικός. Στη βάση αυτού του επιχειρήματος θα οικοδομηθεί η αποκατάσταση της «ελληνικής ιστορικής συνέχειας»[44] και η επαναπραγμάτευση και ένταξη του Βυζαντίου στην εθνική κληρονομιά.[45]
Παράλληλα, η Ελληνική Επανάσταση είχε διεξαχθεί μέσα στο κλίμα της ευρωπαϊκής Παλινόρθωσης και αυτό είχε ως αποτέλεσμα την επιβολή της απολυταρχίας ως μορφή του πολιτεύματος του ελληνικού κράτους. Επίσης, οι θρησκευτικές αναβιώσεις του 1830 και του 1850 σε συνάρτηση με την απειλή που αντιπροσώπευε ο εκδυτικισμός του κράτους για μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας θα οδηγήσουν σε μια έξαρση του εθνικισμού, που θα βρει την έκφρασή του στη διατύπωση της Μεγάλης Ιδέας, από τον Κωλέττη, το 1844, σε μια εποχή που πληθαίνουν και οι (εδαφικές) διεκδικήσεις από τα όμορα βαλκανικά κράτη. Έτσι, η ιστορική συνέχεια του ελληνισμού νομιμοποιεί (και) επεκτατικές βλέψεις.[46]
Μέσα στο παραπάνω ιστορικό πλαίσιο ο γλωσσικός καθαρμός ανάγεται σε ζήτημα εθνικού γοήτρου. Ωστόσο, η προσπάθεια εξισορρόπησης ανάμεσα στις εκκλησιαστικές και φεουδαρχικές βλέψεις για ανασύσταση του Βυζαντίου και στον εκσυγχρονισμό και εκδυτικισμό του κράτους από μια ανερχόμενη αστική τάξη θα αποτυπωθεί και στη μορφή που θα πάρει το γλωσσικό ζήτημα. Η λύση του συμβιβασμού, της «μέσης» οδού του Κοραή, θα είναι η λύση που θα υιοθετήσει η επίσημη πολιτεία, προκρίνοντας τη καθαρεύουσα, ως επίσημη μορφή του γλωσσικού οργάνου του νεόκοπου κράτους. Και επιπρόσθετα με τη χρήση της καθαρεύουσας, ενός «καινούριου» γλωσσικού κώδικα, η επίσημη πολιτεία «αφουγκραζόταν» την ανάγκη της κοινωνίας για ένα ύφος «που εξαίρει, που μεγεθύνει, που υπερίπταται»,[47] από τη μια, ενώ από την άλλη αναχαίτιζε τον ανερχόμενο δημοτικισμό, ως κίνημα που μπορεί να απειλήσει τον παραδοσιακό τρόπο ζωής.[48]
Συμπεράσματα
Ο γλωσσικός διχασμός της ελληνικής γλώσσας έχει την ιστορική του αφετηρία στο κίνημα του αττικισμού που εκδηλώθηκε τον 1ο και 2ο αιώνα μ. Χ. Μέχρι τον 18ο αιώνα οι δυο (και πολλές φορές οι τρεις ή και περισσότερες) μορφές γλώσσας συνυπάρχουν αγνοώντας, ουσιαστικά, η μια την ύπαρξη της άλλης. Ωστόσο, στο πλαίσιο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού το «γλωσσικό ζήτημα», ως κατεξοχήν ζήτημα παιδείας, θα πάρει τη μορφή «γλωσσικού εμφυλίου», υποκρύπτοντας ή φανερώνοντας ιδεολογικές, πολιτικές και κοινωνικές αντιπαραθέσεις. Ο Κοραής θα προσπαθήσει να συμβιβάσει τις δυο γλωσσικές μορφές σε μια τεχνητή γλώσσα, την καθαρεύουσα, η οποία, λόγω και συστημικών αιτιών, θα αποτελέσει την επίσημη γλωσσική έκφραση του νεόκοπου ελληνικού κράτους. Μέσω της υιοθέτησης του γλωσσικού κώδικα της καθαρεύουσας το νεοσύστατο κράτος ουσιαστικά υποσημείωνε την ανάγκη του για συμβιβασμό και ενοποίηση της νεοελληνικής ταυτότητας, στη βάση μιας συντηρητικής προοπτικής, η οποία δεν επιθυμεί να έρθει σε ρήξη με τα κυρίαρχα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα της εποχής.
Βιβλιογραφία
Ανδριώτης, Ν., «Η Ελληνική Γλώσσα στους Μετακλασικούς Χρόνους» στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Ε΄, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών 1974.
Βελουδής, Γ., «Το γλωσσικό ταξίδι του Γιάννη Ψυχάρη», Το Βήμα, τχ. 14345 (19/12/2004).
Βελουδής, Γ., Ο Jakob Philipp Fallmerayer και η γένεση του ελληνικού ιστορισμού, Αθήνα: Ε.Μ.Ν.Ε. – Μνήμων 1982.
Βούρτσης, Ι., «Εξέλιξη και Διάλεκτοι της Ελληνικής Γλώσσας» στο Ι. Βούρτσης, Ε. Μανακίδου, Γ. Πασχαλίδης, Κ. Σμπόνιας, Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό. Η έννοια του πολιτισμού. Όψεις του ελληνικού πολιτισμού, τ. Α΄, Πάτρα: ΕΑΠ.
Beaton, R., Εισαγωγή στη Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία, μτφρ. Ε. Ζούργου – Μ. Σπανάκη, Αθήνα: Νεφέλη 1996.
Δασκαλάκης, Α., Α. Κοραής και Κοδρικάς: Η μεγάλη φιλολογική διαμάχη των Ελλήνων (1815 – 1821), Αθήνα: 1966.
Δημαράς, Κ. Θ., Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Αθήνα: Γνώση 92000.
Δημαράς, Κ. Θ., «Η ιδεολογική υποδομή του νέου ελληνικού κράτους. Η κληρονομιά των περασμένων, οι νέες πραγματικότητες, οι νέες ανάγκες» στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΓ΄, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών.
Δημητρίου, Σ. , Λεξικό Όρων Γλωσσολογίας Α΄, τ. 3., Αθήνα: Καστανιώτης 1983.
Falllmerayer, J. Ph., Περί καταγωγής των σημερινών Ελλήνων, μτφρ. Κ. Π. Ρωμανού, Αθήνα: 1984.
Ηλιού, Φ., «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» στο Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770 – 2000, τ. Β΄, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα 2003.
Καψωμένος, Σ., Από την Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας, Θεσσαλονίκη: ΑΠΘ/ΙΝΕ (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη) 1985.
Κιτρομηλίδης, Π., «Ιδεολογικά ρεύματα και πολιτικά αιτήματα κατά τον ελληνικό 19ο αιώνα» στο Γ. Β. Δερτιλής – Κ. Κωστής, Θέματα Νεοελληνικής Ιστορίας, Αθήνα – Κομοτηνή: Σάκκουλας 1991.
Κοπιδάκης, Μ. Ζ. (επιστ. επιμ.), Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα: ΕΛΙΑ 1999.
Μαστροδημήτρης, Π. Δ., Εισαγωγή στη Νεοελληνική Φιλολογία, Αθήνα: Δόμος 51990.
Λέκκας, Π., Η εθνικιστική ιδεολογία. Πέντε υποθέσεις εργασίας στην ιστορική κοινωνιολογία, Αθήνα: Ε.Μ.Ν.Ε. – Μνήμων 1992.
Μέγας, Α. Ε., Ιστορία του Γλωσσικού Ζητήματος, τ. Α΄ και Β΄, Αθήνα: Δωδώνη 1997.
Μπαμπινιώτης, Γ., Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Με σχόλια για τη σωστή χρήση των λέξεων, Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας 1998.
Μπαμπινιώτης, Γ., Συνοπτική Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 21985.
Μπαμπινιώτης, Γ., «Το Γλωσσικό Ζήτημα και η εξελικτική πορεία της ελληνικής γλώσσας μέχρι και την τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα», Αθήνα: Πάπυρος – Λαρούς – Μπριτάννικα, τ. «Ελλάς», χ.χ.
Mauss, M., «Les techniques du corps» στο Sociologie et Anthropologie, Paris : PUF 1950.
Πολίτης, Α., Ρομαντικά Χρόνια. Ιδεολογίες και Νοοτροπίες στην Ελλάδα του 1830 – 1880, Αθήνα: Ε.Μ.Ν.Ε. – Μνήμων 21998.
Πολίτης, Λ., Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Αθήνα: ΜΙΕΤ 51989.
Ροτζώκος, Ν., «Η Νεοελληνική Εθνική Ιδεολογία και η Εθνική Ιστοριογραφία» στο Γ. Μαργαρίτης, Σπ. Μαρκέτος, Κ. Μαυρέας, Ν. Ροτζώκος, Ελληνική Ιστορία. Νεότερη και Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, τ. Γ΄, Πάτρα: ΕΑΠ 1999.
Σταυρίδη – Πατρικίου, Ρ., «Οι όροι της αντιπαράθεσης», Ε Ιστορικά, τχ. 253 (16/09/2004).
Τριανταφυλλίδης, Μ., «Νεοελληνική Γραμματική: Ιστορική Εισαγωγή» στο Άπαντα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, τ. 3ος, Θεσσαλονίκη: ΑΠΘ/ΙΝΕ (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη) 1981.
Τριανταφυλλίδης, Μ., Άπαντα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, τ. 5ος, Θεσσαλονίκη: ΑΠΘ/ΙΝΕ (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη) 1981.
Τρυπάνης, Κ. Α., Ο Αττικισμός και το Γλωσσικό Ζήτημα, Αθήνα: 1984.
Τσοπανάκης, Α. Γ., «Η γλωσσική θεωρία του Κοραή και η γλώσσα του», Νέα Εστία, τ.114, τχ. 1355 (Χριστούγεννα 1983).
Χατζηδάκις, Γ. Ν., Σύντομος Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα: 1915.
Χριστόπουλος, Μ., Δεύτερη Σοφιστική. Η πνευματική παραγωγή των αυτοκρατορικών χρόνων, Αθήνα: Παπαδήμας 2002.
[1] «Γλωσσικό Ζήτημα» κατ’ αντιστοιχία με το «Ανατολικό Ζήτημα», βλ. Α. Ε. Μέγας, Ιστορία του Γλωσσικού Ζητήματος, τ. Α΄, Αθήνα: Δωδώνη 1997 (φωτομηχανική ανατύπωση της 1ης έκδοσης του 1925), σ. 10.
[2] Πρόκειται για το φαινόμενο της διγλωσσίας (diglossia), όπως χαρακτηρίζεται από την επιστήμη της γλωσσολογίας, και σημαίνει πως δυο διακριτές μορφές της ίδιας γλώσσας χρησιμοποιούνται παράλληλα από το ίδιο κοινωνικό σύνολο για διαφορετικούς σκοπούς. Βλ. Σ. Δημητρίου, Λεξικό Όρων Γλωσσολογίας Α΄, τ. 3., Αθήνα: Καστανιώτης 1983, σσ. 298 – 300.
[3] Βλ. Γ. Μπαμπινιώτης, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Με σχόλια για τη σωστή χρήση των λέξεων, Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας 1998, σ. 24.
[4] Με τον όρο «πολιτισμικός δυϊσμός» εννοούμε τη διάκριση ανάμεσα σε έναν «υψηλό», λόγιο, πολιτισμό και σε ένα λαϊκό πολιτισμό, που υπάρχουν παράλληλα μέσα στο εσωτερικό της ίδιας κοινωνίας. Για τον «πολιτισμικό δυϊσμό» βλ. M. Mauss, «Les techniques du corps» στο Sociologie et Anthropologie, Paris : PUF 1950, σσ. 365 – 386.
[5] Γ. Μπαμπινιώτης, ό.π.π.
[6] Βλ. Τιμόθεος Κυριακόπουλος, Προαγωγή της Χριστιανικής Κατήχησης, Βενετία: 1759.
[7] Για τον εκκλησιαστικό δημοτικισμό (κυριότεροι εκπρόσωποι: Η. Μηνιάτης, Φ. Σκούφος, Μ. Μαργούνιος, Μ. Πηγάς, Κ. Λούκαρις, Καλλίνικος ο Δ΄ κ.ά.) βλ. Μ. Τριανταφυλλίδης, «Νεοελληνική Γραμματική: Ιστορική Εισαγωγή» στο Άπαντα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, τ. 3ος, Θεσσαλονίκη: ΑΠΘ/ΙΝΕ (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη) 1981, σ. 430.
[8] Στο Γ. Μπαμπινιώτης, «Το Γλωσσικό Ζήτημα και η εξελικτική πορεία της ελληνικής γλώσσας μέχρι και την τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα», Αθήνα: Πάπυρος – Λαρούς – Μπριτάννικα, τ. «Ελλάς», χ.χ., σ. 39.
[9] Ο Νικηφόρος Θεοτόκης ήταν ο πρώτος που καθιέρωσε τον όρο «καθαρεύουσα», μαρτυρείται στο Κυριακοδρόμιο, γραμμένο το 1796. Ο όρος «δημοτική» μαρτυρείται από τον Π. Κοδρικά, το 1818.
[10] Βλ. για παράδειγμα την αλληλογραφία του με τον Λ. Φωτιάδη στο Α. Ε. Μέγας, ό.π., τ. Β΄, σσ. 23 – 33. Κοντά στην «Κωνσταντινουπολίτικη Κοινή» βρίσκονταν και οι Δ. Φιλιππίδης (1750 – 1832) και Γ. Κωνσταντάς (1758 – 1844), οι οποίοι έγραψαν τη Νεωτερική Γεωγραφία, Βιέννη: 1741, αλλά τελικά εγκατέλειψαν τη «γλωσσηματική» (ιδιωματική) τους προσπάθεια περνώντας και αυτοί σε μια «αιρετή» γλώσσα.
[11] R. Beaton, Εισαγωγή στη Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία, μτφρ. Ε. Ζούργου – Μ. Σπανάκη, Αθήνα: Νεφέλη 1996, σ. 374.
[12] Γ. Μπαμπινιώτης, ό.π., σ. 31 και Κ. Θ. Δημαράς, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Αθήνα: Γνώση 92000, σ. 261.
[13] Α. Κοραής, Επιστολή προς Λόγιον Ερμήν.
[14] Φ. Ηλιού, «Νεοελληνικός Διαφωτισμός» στο Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770 – 2000, τ. Β΄, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα 2003, σ. 20.
[15] Για τις γλωσσικές απόψεις του Κοραή βλ περισσότερα στο Α. Γ. Τσοπανάκης, «Η γλωσσική θεωρία του Κοραή και η γλώσσα του», Νέα Εστία, τ.114, τχ. 1355 (Χριστούγεννα 1983), σσ. 30 – 46.
[16] Α. Κοραής, Στοχασμοί αυτοσχέδιοι περί της ελληνικής παιδείας και γλώσσης.
[17] Φ. Ηλιού, ό.π.π.
[18] Θα στηλιτεύσει τη γλώσσα του Κοραή με τη κωμωδία του Κορακίστικα (1813). Για τις σατιρικές αντιδράσεις στη γλώσσα του Κοραή βλ. R. Beaton, ό.π., σσ. 380 – 381.
[19] Υπερασπιστής του ύφους της «Μεγάλης Εκκλησίας». Ωστόσο, ο ίδιος υιοθετεί μια γλώσσα συγγενική προς τη κοραϊκή γλώσσα. Βλ. Α. Δασκαλάκης, Α. Κοραής και Κοδρικάς: Η μεγάλη φιλολογική διαμάχη των Ελλήνων (1815 – 1821), Αθήνα: 1966, σσ. 25 – 42.
[21] Μαχητικά φυλλάδια με γλωσσικές απόψεις. Βλ. Π. Δ. Μαστροδημήτρης, Εισαγωγή στη Νεοελληνική Φιλολογία, Αθήνα: Δόμος 51990, σ. 47.
[22] J. P. Falllmerayer, Περί καταγωγής των σημερινών Ελλήνων, μτφρ. Κ. Π. Ρωμανού, Αθήνα: 1984 και Γ. Βελουδή, Ο Jakob Philipp Fallmerayer και η γένεση του ελληνικού ιστορισμού, Αθήνα: Ε.Μ.Ν.Ε. – Μνήμων 1982.
[23] Η αρχαΐζουσα θα εφαρμοστεί ακόμη και στο δημοτικό, έστω και αν ο πρώτος Γενικός Επιθεωρητής των Δημοτικών Σχολείων της Ελλάδος, Ι. Κοκκώνης (περ. 1796 – 1864), ιδρυτής της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας (1836), εκφράζει την αντίθεσή του.
[24] Είχε γραφτεί το 1824 – 1825.
[25] Δ. Σολωμός, Διάλογος.
[27] Δ. Σολωμός, Διάλογος.
[28] Για παράδειγμα Α. Χριστόπουλος (1772 – 1827) και Ι. Βηλαράς (1771 – 1823).
[29] Βλ. Σ. Καψωμένος, Από την Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας, Θεσσαλονίκη: ΑΠΘ/ΙΝΕ (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη) 1985, σ. 90.
[30] Βλ. Γ. Ν. Χατζηδάκις, Σύντομος Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα: 1915, σ. 71. Για ορισμένες χρήσιμες διασαφηνίσεις σχετικά με το πέρασμα από την αρχαία στη μεσαιωνική και νεότερη γλώσσα βλ. Γ. Μπαμπινιώτης, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Με σχόλια για τη σωστή χρήση των λέξεων, ό.π., σ. 20.
[31] Κ. Καβάφης, «Εις το Επίνειον».
[32] Βλ. Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας, επιστ. επιμ. Μ. Ζ. Κοπιδάκης, Αθήνα: ΕΛΙΑ 1999, σ. 85.
[33] Βλ. Ν. Ανδριώτης, «Η Ελληνική Γλώσσα στους Μετακλασικούς Χρόνους» στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Ε΄, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών 1974, σσ. 258 – 267 [259].
[34] Βλ. Κ. Α. Τρυπάνης, Ο Αττικισμός και το Γλωσσικό Ζήτημα, Αθήνα: 1984, σσ. 15 κ.ε. και Μ. Τριανταφυλλίδης, Άπαντα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, τ. 5ος, Θεσσαλονίκη: ΑΠΘ/ΙΝΕ (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη) 1981, σσ. 308 – 327.
[35] Για τη «Δεύτερη Σοφιστική» βλ . Μ. Χριστόπουλος, Δεύτερη Σοφιστική. Η πνευματική παραγωγή των αυτοκρατορικών χρόνων, Αθήνα: Παπαδήμας 2002.
[36] Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας, ό.π., σ. 119. Να σημειωθεί ότι η απώλεια της προσωδιακής προφοράς των λέξεων οδήγησε τους αλεξανδρινούς λόγιους στην επινόηση των τόνων, βλ. Ι. Βούρτσης, «Εξέλιξη και Διάλεκτοι της Ελληνικής Γλώσσας» στο Ι. Βούρτσης, Ε. Μανακίδου, Γ. Πασχαλίδης, Κ. Σμπόνιας, Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό. Η έννοια του πολιτισμού. Όψεις του ελληνικού πολιτισμού, τ. Α΄, Πάτρα: ΕΑΠ , σ. 287.
[37] Γ. Μπαμπινιώτης, Συνοπτική Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 21985, σ. 105.
[38] Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας, ό.π., σσ. 92 – 93.
[39] Σ. Καψωμένος, ό.π., σ. 88.
[40] Λ. Πολίτης, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Αθήνα: ΜΙΕΤ 51989, σ. 8.
[41] Βλ. Γ. Βελουδής, «Το γλωσσικό ταξίδι του Γιάννη Ψυχάρη», Το Βήμα, τχ. 14345 (19/12/2004).
[42] Βλ. Π. Λέκκας, Η εθνικιστική ιδεολογία. Πέντε υποθέσεις εργασίας στην ιστορική κοινωνιολογία, Αθήνα: Ε.Μ.Ν.Ε. – Μνήμων 1992, σσ. 85 – 92 και 124 – 125.
[43] Η συγκρότηση, ωστόσο, της ελληνικής εθνικής ταυτότητας άφηνε απ’ έξω έναν μεγάλο ιστορικό ενδιάμεσο: το Βυζάντιο: «Οποιαδήποτε αναφορά από την πλευρά των Νεοελλήνων στην (ιστορική / πολιτισμική) συγγένειά τους με τους βυζαντινούς θα υπονόμευε την προνομιακή θέση και ταυτότητα που διεκδικούσαν για τον εαυτό τους ως αυθεντικών απογόνων και κληρονόμων των αρχαίων», Ν. Ροτζώκος, «Η Νεοελληνική Εθνική Ιδεολογία και η Εθνική Ιστοριογραφία» στο Γ. Μαργαρίτης, Σπ. Μαρκέτος, Κ. Μαυρέας, Ν. Ροτζώκος, Ελληνική Ιστορία. Νεότερη και Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, τ. Γ΄, Πάτρα: ΕΑΠ 1999, σ. 219.
[44] Γ. Βελουδής, Ο Jakob Philipp Fallmerayer και η γένεση του ελληνικού ιστορισμού, ό.π., σσ. 29 – 42 και 63 – 80.
[45] Κ. Θ. Δημαράς, «Η ιδεολογική υποδομή του νέου ελληνικού κράτους. Η κληρονομιά των περασμένων, οι νέες πραγματικότητες, οι νέες ανάγκες» στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΓ΄, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, σσ. 473 – 475.
[46] Π. Κιτρομηλίδης, «Ιδεολογικά ρεύματα και πολιτικά αιτήματα κατά τον ελληνικό 19ο αιώνα» στο Γ. Β. Δερτιλής – Κ. Κωστής, Θέματα Νεοελληνικής Ιστορίας, Αθήνα – Κομοτηνή: Σάκκουλας 1991, σσ. 63 – 70.
[47] Α. Πολίτης, Ρομαντικά Χρόνια. Ιδεολογίες και Νοοτροπίες στην Ελλάδα του 1830 – 1880, Αθήνα: Ε.Μ.Ν.Ε. – Μνήμων 21998, σ. 134.
[48] Βλ. Ρ. Σταυρίδη – Πατρικίου, «Οι όροι της αντιπαράθεσης», Ε Ιστορικά, τχ. 253 (16/09/2004), σσ. 6 –7.