τι παράξενη μέρα κι αυτή
κάθομαι στην πολυθρόνα μου
χωρίς να μπορώ
να συγκεντρωθώ στο βιβλίο που διαβάζω
η σκέψη μου – τα μάτια μου
διαρκώς γλιστράνε έξω
στον δρόμο
που βρέχει από το πρωί
αγγέλους με ασημένια φτερά
ανάμεσά τους κι ο πατέρας μου
νέος και αδόκιμος ακόμα
όπως σ’ εκείνη τη φωτογραφία
στο γραφειάκι μου