Ρομαντισμός
Του Κώστα Κυριάκη
Εισαγωγή
Ο
Ρομαντισμός εμφανίζεται ως ένα πολυσχιδές κίνημα ιδεών στη λογοτεχνία, στις
τέχνες αλλά και στην πολιτική σκέψη ανάμεσα στη δεκαετία του 1770 και το πρώτο
ήμισυ του 19ου αιώνα.
Αναδύεται ως ριζική αντίδραση στην κλιμακούμενη κυριαρχία του
ορθολογισμού και εκφράζει μια νέα αντίληψη για τη ζωή και την τέχνη, δίνοντας
το προβάδισμα στη φαντασία και στην ειλικρίνεια (αυθεντικότητα) και
ανατρέποντας, άρδην, τις κυρίαρχες μεταφορές του δυτικού κοσμοειδώλου για τον
άνθρωπο, τη φύση και τις αξίες.
Η εργασία
αποτελείται από τρία μέρη. Στο πρώτο εξετάζω συνοπτικά τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες που ευνόησαν την ανάδυση
του Ρομαντισμού, στο δεύτερο το ιδεολογικό περιεχόμενο του κινήματος και στο
τρίτο τα είδη και τα θέματα του Ρομαντισμού, μέσα από τα ποιήματα «Το Εξωτικό»
του Γκαίτε, «Η Λίμνη» του Λαμαρτίνου και «Το Άπειρο» του Λεοπάρντι.
Οι συνθήκες που ευνόησαν την εμφάνιση
του Ρομαντισμού
Οι
φιλελεύθερες ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης (1789) θα πυροδοτήσουν μια σειρά
επαναστάσεων και εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή
ήπειρο και στις βρετανικές αποικίες της αμερικάνικης ηπείρου, που θα κορυφωθούν
με τις επαναστάσεις του 1848 στο Παρίσι, τη Βιέννη, το Βερολίνο, το Μιλάνο, τα
ιταλικά κράτη, την Πράγα και τη Βουδαπέστη και θα καταλήξουν με την εμφάνιση
μιας νέας μορφής κράτους, το κράτος- έθνος.
Έτσι, η Ευρώπη «εγκαταλείπει οριστικά το παλαιό καθεστώς και οδεύει προς
το φιλελεύθερο αστικό κράτος».
Η
διαλεκτική των επαναστάσεων και των αντεπαναστάσεων, η διαμάχη των φιλελεύθερων
και των μοναρχικών και κυρίως η διάσταση ανάμεσα στις ιδέες του Διαφωτισμού και
στα αποτελέσματά τους θα δημιουργήσει ένα κλίμα κοινωνικής, πολιτικής,
θρησκευτικής, αισθητικής και ηθικής
διαμαρτυρίας στους διανοούμενους της εποχής, που επαναστατούν και
αντιδρούν στις συμβατικότητες, τις προκαταλήψεις και τις καταχρήσεις της
εξουσίας τόσο των φεουδαρχών, όσο και των ανερχόμενων αστών, αντιπαραθέτοντας
στην ίδια για όλους λογική το ατομικό συναίσθημα και στην κοινωνία ως αφηρημένη
έννοια την πραγματικότητα των λαών ως γεωγραφικών, ιστορικών, θρησκευτικών και
γλωσσικών οντοτήτων.
Το ιδεολογικό περιεχόμενο του
Ρομαντισμού
Το
ρομαντικό κίνημα είχε διαφορετικές χρονικές αφετηρίες στις διάφορες ευρωπαϊκές
χώρες με αποτέλεσμα να μη μπορεί να γίνει λόγος για μια κοινή ρομαντική
ιδεολογία. Παρόλα αυτά, μπορούν να
ανιχνευθούν κοινά χαρακτηριστικά του Ρομαντισμού σε όλες τις λογοτεχνίες των
λαών της Ευρώπης. Κατ’ αρχάς, ο
Ρομαντισμός εκκινεί ως ριζοσπαστική αντίδραση στο νεοκλασικισμό, που πρόβαλλε
τη λογική ως το πιο ευγενικό χαρακτηριστικό του ανθρώπου, και εν μέρει στον Διαφωτισμό,
που πρόβαλλε την έννοια της προόδου ως αποτέλεσμα μιας δυναμικής και γραμμικής
πορείας της ανθρωπότητας προς την τελειοποίηση.
Η καχυποψία του
Ρομαντισμού για τον ορθολογισμό και την επιστημονική πρόοδο έχει τις ρίζες της στην κριτική για
την κοινωνία και τον πολιτισμό του Rousseau και στις σχετικιστικές απόψεις για
την ποικιλία της ανθρώπινης φύσης και την ξεχωριστή πολιτισμική ιδιοσυγκρασία
της κάθε διαφορετικής φυλής (Volksgeist) του Herder.
Οι ιδέες τους υιοθετήθηκαν από την κίνηση των νέων γερμανών συγγραφέων,
που ονομάστηκε Sturm und Drang: μία κίνηση που είχε δημιουργηθεί
από την ιδεαλιστική φιλοσοφία του I. Kant και είχε επηρεαστεί από τους
φιλοσόφους J. G. Fichte και F. W. J. von Schelling. Γι΄ αυτούς «η
αλήθεια βρίσκεται στον άνθρωπο, το απόλυτο μπορεί να συλληφθεί μόνο μέσω της
αυτοσυγκέντρωσης και να εκφρασθεί μέσω της μεσολάβησης της τέχνης». Η γνώση του ατομικού εγώ γίνεται προϋπόθεση
της γνώσης του σύμπαντος και ταυτίζεται, έτσι, η εξωτερική φύση με την ατομική
ψυχή: «όλος ο γερμανικός ρομαντισμός πηγάζει απ΄ αυτή την έμφυτη ενόραση της
κοσμικής ενότητας όπου τα αντίθετα συμπληρώνονται».
Από τη νοσταλγία ενός
χαμένου παραδείσου όπου βασίλευε η αρμονία των αντιθέτων και από την επίμονη
αναζήτηση για το απόλυτο απορρέει η υπαρξιακή αγωνία και το αίσθημα του
μοιραίου που «προξενούν μια βαθιά αίσθηση εξαπάτησης του ατόμου», «του
περιορισμένου μέσα σ’ ένα κόσμο πεπερασμένο και μεταβατικό, τον οποίο
απορρίπτει και περιφρονεί, με αλαζονεία γιατί αισθάνεται μοναδικός». Έτσι, ο ρομαντικός ήρωας δραπετεύει στη
λογοτεχνία για να κατευνάσει το αίσθημα ματαιότητας που του γεννούν τα
πράγματα: η λογοτεχνική φυγή είτε προς το παρελθόν, είτε προς το μέλλον είναι
φυγή από τον φόβο και την αβεβαιότητα που του γεννά το παρόν.
Ο άκρατος ιδεαλισμός και
η απόλυτη εξιδανίκευση της τέχνης συμπορεύονται παράλληλα με την έξαρση ενός
ατομικιστικού μυστικισμού που αναζητά την αλήθεια στην ενορατική γνώση και
συνδέεται με τον πρωτόγονο και μεσαιωνικό χριστιανισμό. Οι θεοσοφιστές και οι μυστικιστές, οι μεθοδιστές
στην Αγγλία και οι πιετιστές στη Γερμανία, που κινούνταν στο περιθώριο της
επίσημης εκκλησίας, αλλά και ο παραδοσιακός καθολικισμός, κήρυτταν την
επιστροφή στην αρχική καθαρότητα των ευρωπαϊκών εθνικών πολιτισμών, ως
εναλλακτική λύση στον οικουμενισμό του νέο-κλασικισμού. Έτσι, παρατηρείται μια στροφή στη γλώσσα του
λαού και στη μελέτη των λαϊκών παραδόσεων.
Η αφύπνιση μεσαιωνικών
θρύλων και παραδόσεων ή ιστοριών από το μυθολογικό παρελθόν των ευρωπαϊκών λαών
οδηγούν τον Ρομαντισμό, από τη μια, στο παράδοξο, το αλλόκοτο και το μυστηριώδες,
στην αισθητική του τρόμου και του θανάτου, και από την άλλη, στην αγάπη για το
πρωτόγονο, το φυσικό και το εξωτικό, στην αισθητική της πρωτοτυπίας και της
περιφρόνησης των κανόνων: «μια από τις παραλλαγές της στάσης αυτής είναι ο
σατανισμός […] η αρνητική θρησκευτικότητα, η οποία ορθώνεται εναντίον του Θεού,
και τα επιβαλλόμενα σε κάθε δημιουργία όρια».
Επίσης, ο Ρομαντισμός ως
πνευματικό κίνημα που προβάλλει το αίτημα για τη σύνδεση της τέχνης με τη ζωή
δε μένει αδιάφορος απέναντι στις κοινωνικές και πολιτικές ανακατατάξεις της
εποχής του. Για τους ρομαντικούς «η
ελευθερία είναι η ουσία του ανθρώπου: η ελευθερία να οργανώνεις πολιτικά τον
κόσμο, σε συμφωνία με τη λογική, και η ελευθερία να τον δημιουργήσεις καθ’
υπαγόρευση της φαντασίας». Έτσι,
επιδιώκουν την απελευθέρωση του ανθρώπου μέσω της απελευθέρωσης όλων των
ψυχικών, πνευματικών και κοινωνικών δυνάμεών του. Ταυτόχρονα, η ραγδαία εξάπλωση της
βιομηχανίας, με αιχμή το διώνυμο επιστήμη- τεχνική, δημιουργεί ελπίδες για
οικονομική και πολιτική ανάκαμψη, αλλά, παράλληλα, γεννά και διαψεύσεις, αφού η
τεχνική δεν αποτελεί πολιτιστικό αγαθό του λαού, αλλά, αντίθετα, αποτελεί
προνόμιο της αστικής τάξης. Έτσι, ο ρομαντικός καλλιτέχνης επιτίθεται στον
φιλισταϊσμό και στον κομφορμισμό της άρχουσας τάξης, προσπαθώντας να εξαλείψει
τη δυστυχία, τη φτώχεια και τη μιζέρια για το καλό του συνόλου. Η πολιτική στράτευσή του χαρακτηρίζεται από
μια εξιδανίκευση η οποία τις περισσότερες φορές καταλήγει στην ουτοπία:
απογοητευμένος από μια πραγματικότητα η οποία δεν του προσφέρει καμιά
δυνατότητα έξαρσης, πληγωμένος βαθιά από τους συνανθρώπους του οι οποίοι δεν
τον καταλαβαίνουν, συντετριμμένος από δυστυχίες πραγματικές, αισθανόμενος
περιορισμένος σ’ ένα κόσμο, όπου όλα δεν είναι παρά πρόσκαιρα ο ρομαντικός καλλιτέχνης
οδηγούμενος από μια ανικανοποίητη επιθυμία στρέφεται προς τη δημιουργία για να
ικανοποιήσει αφενός τον ισχυρό εγωτισμό του και αφετέρου να ικανοποιήσει την
ευαισθησία του, ώστε μέσω της φαντασίας να προσπελάσει το ιδανικό.
Αυτή η ανησυχία μπροστά στη ζωή στερεί τη
λογική από τη δύναμή της και οδηγεί στο ασαφές και στο συγκεχυμένο, στη
φαντασία και στο όνειρο, σε ό,τι, τέλος, μπορεί να αποστρέφεται το πραγματικό. Από τη στάση αυτή απορρέουν και τα κυρίαρχα
συναισθήματα που χαρακτηρίζουν τον ρομαντικό καλλιτέχνη: η αγάπη για τη φύση, η
θρησκευτική ανησυχία, το ερωτικό πάθος και η αναγκαιότητα της δημιουργίας.
«Το
Εξωτικό» του Γκαίτε, «Η Λίμνη» του Λαμαρτίνου και «Το Άπειρο» του Λεοπάρντι
Είδη και
θέματα της ρομαντικής ποίησης στα παραπάνω ποιήματα
Η προβολή του ατομικού εγώ και της
δημιουργικής ελευθερίας οδήγησε σε μια έκρηξη της ποιητικής ευαισθησίας, έτσι
ώστε ο ρομαντικός δημιουργός των αρχών του 19ου αιώνα να ταυτιστεί
με τον ποιητή: το ποίημα γίνεται αντιληπτό «ως ετερόκοσμος, ή δεύτερη φύση,
δημιουργημένο από τον εμπνευσμένο ποιητή-Θεό». Έτσι,
παραμερίστηκε ή υποβιβάστηκε η κλασικιστική θεωρία της μίμησης και τη θέση της
πήρε το αυθόρμητο ξεχείλισμα των συναισθημάτων του ποιητή, που προέρχεται από
τη φαντασία ή το ασυνείδητο, τις δυνάμεις εκείνες που αναδημιουργούν την
πραγματικότητα. Αν και «η ρομαντική
ποίηση δεν εντάχθηκε σε ενιαίο ευρωπαϊκό σύστημα»
παρουσιάζει ορισμένα κοινά θεματικά και τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά διακριτά σε
κάθε επιμέρους λογοτεχνία: μια καινούρια
αντίληψη της έννοιας της ποιητικής φαντασίας, αποδέσμευση από τα μορφικά
πλαίσια που επέβαλλαν τα παλαιότερα ποιητικά είδη και άρα προτίμηση για το
υβρίδιο, τη σύνθεση των αντιθέτων, το ατελές και αποσπασματικό, νέα αντίληψη
για τον κόσμο και τη φύση, προβολή των βιωματικών συγκινησιακών συναισθημάτων,
προβολή του ιστορικού και εθνικού παρελθόντος, θρησκευτική ανησυχία, μυθικό και
συμβολικό ύφος, μελαγχολία και μυστηριακά τοπία, απελπισμένο ή καταδικασμένο
ερωτικό πάθος, επαναστατικότητα, ειρωνεία, ως συντελεστή ελέγχου της
πληθωρικότητας των συναισθημάτων, κ.ά..
Παράλληλα, από πλευράς μορφολογίας ανανεώνεται το λεξιλόγιο, παρά τις
ρητορικές υπερβολές και τη μεγαληγορία, και την εικονοποιία, που μετατρέπεται
σε βασικό στοιχείο του ποιήματος, μαζί με τον ρυθμό και τα τεχνάσματα
συναισθησίας, δηλ. μια ηχητική εικονοποιία.
Η
ρομαντική μπαλάντα «Το Εξωτικό» του Γκαίτε ανήκει στην επικολυρική ποίηση που
ερανίζεται τη θεματική της από τις λαϊκές δοξασίες του Μεσαίωνα, που περιέχουν
ενίοτε και το στοιχείο του υπερφυσικού (στο ποίημα συμβολοποιείται από την
παρουσία του εξωτικού, δηλ. του ίδιου του θανάτου). Η επικολυρική ποίηση είναι «μια από τις πιο
δηκτικές αντιδράσεις στο ύφος που επέβαλε ο νεοκλασικισμός: το λαϊκό στοιχείο
αντίκρυ στην αριστοκρατία, ο αυθορμητισμός και η ανάμιξη των ειδών απέναντι στο
σεβασμό των κανόνων, το φανταστικό και ειδυλλιακό απέναντι στο αληθοφανές». «Η
Λίμνη» του Λαμαρτίνου ανήκει στη θεματική κατηγορία «ποίηση και φύση». Η λίμνη ως αναλλοίωτο εξωτερικό κάτοπτρο (άλλωστε
τα νερά των λιμνών δεν ανανεώνονται, αφού δεν επικοινωνούν με τη θάλασσα)
αντικαθρεφτίζει τα ρευστά εσωτερικά συναισθήματα του ποιητή και γίνεται το
σύμβολο μιας υπερφυσικής δύναμης, που μπορεί να αναχαιτίσει τη φθορά και τον
θάνατο, δίνοντας διάρκεια στη στιγμή, αλλά και να προβάλλει το αίσθημα
ματαιότητας που κυριεύει τον ποιητή από το πρόσκαιρο και παροδικό τής δικής του
ζωής. Τέλος, «Το Άπειρο» του Λεοπάρντι
ανήκει στη φιλοσοφική και θρησκευτική ποίηση.
Ο ποιητής εκκινεί να περιγράψει μια εικόνα της φύσης, που του μετάδωσε
το αίσθημα της ηδονής και του απείρου, γνωρίζοντας ωστόσο, πως αυτή η υπέρβαση
του χρόνου και της φθοράς είναι μια εφήμερη ψευδαίσθηση.
Η σχέση του
ποιητή με τη φύση και το χρόνο
Η λυρική ευαισθησία του
ρομαντικού ποιητή κωδικοποιείται στη σχέση του με τη φύση και τον χρόνο. Και στα τρία ποιήματα παρατηρείται μια
αλληλοδιάχυση της φύσης και του ανθρώπου: άλλοτε η φύση εμφανίζεται ως απειλή
(«Το Εξωτικό»), που ο άνθρωπος μάταια παλεύει να αποφύγει ή να απωθήσει, άλλοτε
εμφανίζεται ως αντανάκλαση των ρευστών και αμφίδρομων συναισθημάτων του («Η
Λίμνη») και άλλοτε εμφανίζεται ως αφορμή για στοχασμό πάνω στη ματαιότητα των
πάντων («Το Άπειρο»). Ωστόσο, η φύση και
στα τρία ποιήματα προσωποποιείται και εμφανίζεται ως αυτόνομος και ζωντανός
οργανισμός, εκφράζοντας, έτσι, τη νέα αντίληψη του Ρομαντισμού για τον οργανικό
και δυναμικό της χαρακτήρα, αντίληψη που αμφισβητεί την οντολογική
προτεραιότητα του αντικειμένου των αισθήσεων και δίνει προτεραιότητα στο
υποκειμενικό αίσθημα της βίωσής του.
Σε συνάρτηση με το
υποκειμενικό βίωμα της φύσης εμφανίζεται και η έννοια του χρόνου: άχρονος για
τη φύση («Το Εξωτικό» του Γκαίτε), ένχρονος για τον άνθρωπο: από το σημείο αυτό
εκκινεί και το αίσθημα μελαγχολίας και ενίοτε συγκαταβατικής πικρίας του
ρομαντικού ποιητή (: «Απ’ τη βαθιά την άβυσσον οπού μας καταπίνει/ απ’ την
αιωνιότητα οπού μας πλημμυρεί/ τίποτε, Χρόνε, τίποτε στο φως δεν αναδίνει,/ δεν
ξεφυτρώνει τίποτε…όλα τα τρως εσύ.
Λοιπόν, απ’ όσα εχάρηκα δε θ’ απομείνει τρίμμα,/ δεν θε ν’ αφήσω τίποτε
σ’ αυτήν τη μαύρη γη!/ Απ’ το γοργό μας πέρασμα δεν είναι τάχα κρίμα/ να μη
σωθεί ένα πάτημα, ω Χρόνε αδικητή;..).
Ωστόσο: «Σ’ αυτή τη θάλασσα γλυκό είναι το ναυάγιο»
αποφαίνεται, τελικά, με μια δόση ειρωνείας ο ποιητής.
Το ποιητικό
υποκείμενο των ποιημάτων
Στο ποίημα του
Γκαίτε το ποιητικό υποκείμενο εμφανίζεται ως εξωδιηγηματικό-ετεροδιηγηματικό
(αφηγείται μια ιστορία στην οποία δεν συμμετέχει), ενώ στα ποιήματα του
Λεοπάρντι και του Λαμαρτίνου ως ενδοδιηγηματικό-ομοδιηγηματικό (αφηγείται τη δική
του ιστορία). Αυτό συμβαίνει γιατί στο
ποίημα του Γκαίτε μόνο ένας εξωτερικός παρατηρητής, που επισκοπεί τη δράση ως
αυτόπτης μάρτυρας χωρίς να παρεμβαίνει, θα μπορούσε να περιγράψει τι βλέπει,
και γι’ αυτό ανοίγει και κλείνει το ποίημα, που στο κυρίως μέρος του
αναπτύσσεται σε ευθύ λόγο. Αντίθετα, στα
άλλα δύο ποιήματα το ποιητικό υποκείμενο είναι το ίδιο φορέας και εκφραστής των
συναισθημάτων του, αφού νιώθει την ανάγκη να αποτυπώσει σε δημιουργικό λόγο το
πλεόνασμα της συγκίνησής του, ερωτικής (στον Λαμαρτίνο), στοχαστικής (στον
Λεοπάρντι).
Επίλογος
Η αγωνία του ανέκφραστου εσωτερικού κόσμου που
προέρχεται από τη σχάση ανάμεσα στο πραγματικό και το ιδανικό, η διαπίστωση των
αντιφάσεων που ενυπάρχουν στην ίδια τη συνείδηση του ατόμου, η οδυνηρή αναζήτηση
προσωπικής ταυτότητας, το πνευματικό ανικανοποίητο σε συνδυασμό με μια
υπερβολική αισθαντικότητα, μελαγχολική ή απελπισμένη, η νοσταλγική διάθεση για
τα περασμένα και η υποκειμενική βίωση της φύσης, καθώς και η πίστη στην τέχνη
ως απόλυτη αξία συνοψίζουν ορισμένες από τις προτάσεις του ευρωπαϊκού
ρομαντισμού για μια νέα πρόσληψη και αντιμετώπιση – μέσω του πάθους και της
φαντασίας- της πραγματικότητας.
Βιβλιογραφία
Βαγενάς, Ν., Καγιαλής, Τ., κ.ά.
(επιλ.), Νεότερη Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία.
Ανθολόγιο μεταφράσεων, Αθήνα: ΟΕΔΒ 1999.
Προβατά, Δ., «Το πρώτο ήμισυ του 19ου
αιώνα. Ρομαντισμός», στο: Γκότση, Γ.,
Προβατά, Δ., Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας, τ. Β΄, Ιστορία της
Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας. Από τις αρχές
του 18ου έως τον 20ο αιώνα, Πάτρα: ΕΑΠ 2000.
Benoit- Dusausoy, A., Fontaine, G., (επιμ.), Ευρωπαϊκά Γράμματα:
Ιστορία της Ευρωπαικής Λογοτεχνίας, τ. Β΄, Αθήνα: Σοκκόλη 1999.
Furst, L.R., Ρομαντισμός, μτφρ. Ι.
Ράλλη- Κ. Χατζηδήμου, Αθήνα: Ερμής 1974.