Βεβαίως
τυγχάνω υποχρεωτικώς έλλην,
αλλά η χώρα μου με κουρελιάζει.
Δεν θάθελα να ξαναπατήσω στην Αθήνα.
Και είπα στη γυναίκα μου:
-όταν ψοφήσω, εδώ, στο Παρίσι,
να κάψεις το κουφάρι μου στο κρεματόριο
και να ρίξεις τις στάχτες μου στον υπόνομο.
Τέτοια είναι η διαθήκη μου.
Ο μπαγάσας ο Ηλίας Πετρόπουλος θα δραπετεύσει από τον κόσμο τούτο, που με πάθος αγάπησε, στις τρεις του Σεπτέμβρη του 2003.
Ο Guardian θα νεκρολογήσει τον Πετρόπουλο (Eve
Jackson), το Νοέμβρη του ίδιου έτους:
Elias Petropoulos, who has
died aged 75 in Paris, was a great chronicler of Greek popular culture and low
life. He was best known for his work on the rembetika songs of the urban
underworld, the so-called Greek blues, which, in 1968, he was the first to anthologise
and study in their social context. He wrote 80 books and innumerable articles
on such overlooked, despised or repressed subjects as Turkish coffee, street
names, hats, the Jews of Salonika, brothels, urban gangs, prison life and
cemeteries.
Essentially
an anarchist, Petropoulos preferred to remain outside the establishment, the
better to launch his occasional attacks on politicians, the police, the church,
academics and others he deemed hypocritical or malicious.
As well as
producing art and literary criticism, poetry and collages, he wrote by hand,
designing his own layouts and frequently illustrating his work with his own
delightfully crafted drawings. Other books were illustrated by well-known
artists. His writing ranged from verbal acrobatics of high style to poems of
unpolished simplicity.
Petropoulos
grew up in Salonika during the German occupation - his father, a volunteer, was
killed when he was 16 - and the Greek civil war, and studied law at Salonika
University. From this background, he emerged with a sharp eye for the shadow
side of human nature, an enduring sympathy for the underdog and outsider, a
profound streak of melancholy and a mischievous sense of humour.
Several
stretches in prison for defying the authorities provided him with further
opportunities for research, fuelling such provocative titles as The Good
Thief's Guide, On Prison and Holy Hashish. After one too many brushes with
censorship during the period of the Greek colonels' military junta, in 1974 he
fled to Paris, where, for most of his remaining 29 years, he continued his
meticulous and uncompromising work in more accepting surroundings.
According to
his wishes, his ashes were emptied down a drain into the sewers of Paris by his
partner and fellow writer Mary Koukoulès, in a ceremony accompanied by a
bouzouki and a haunting rembetika song on the theme of death.
Ο
Τέος Ρόμβος θα κλείσει τη δική του νεκρολογία για τον Πετρόπουλο με τα λόγια του ίδιου του Πετρόπουλου:
«Ήμουνα
και παραμένω Αναρχικός, Άθεος και Άπατρις. Είμαι βαμμένος εχθρός της γαμημένης
Ορθοδοξίας. Είμαι υποχρεωτικώς Έλληνας, αφού η κουλτούρα μου είναι ελληνική.
Και δεν είμαι πατριώτης, ιδίως με τον φασιστικό νεοελληνικό τρόπο.»
Ο
Πετρόπουλος το 1975 θα δραπετεύσει από τη φυλακή «Ελλάς» και θα εγκατασταθεί
μόνιμα στο Παρίσι, εκεί όπου «η υποκρισία κυκλοφορεί σαν χρήμα». Μακριά από την Ελλάδα νιώθει ότι μπορεί να
γράφει ελεύθερος και «να εκσφενδονίζει τα βιβλία του σαν χειροβομβίδες».
Σε
αυτά τα βιβλία – χειροβομβίδες ο Πετρόπουλος αποτυπώνει τις υπόγειες διαδρομές
του και αναδεικνύει σε πρωταγωνιστές του κόσμου του τους ανθρώπους του
υπόγειου.
«Είμαι
λοιπόν ένας λαογράφος που χρόνια τώρα παρακολουθώ τις ζωές όλων αυτών των
ανθρώπων που οι άλλοι αποκαλούν περιθώριο...Αγαπώ τα τσογλάνια και τους
χασίκλες, τους κλέφτες, τις πουτάνες, τους ρεμπέτες και τους πούστηδες, γιατί
μάχονται κάθε μορφή εξουσίας, και τους αγαπώ πιο πολύ γιατί καταφέρνουν και
επιζούν κόντρα στην αστυνομία, κόντρα στον ποινικό νόμο, κόντρα στην απαίσια
ηθική των μικροαστών, κόντρα στον φλογερό εαυτό τους.»
«Γράφω μὲ δέος γιὰ τὸν Σάντα.
Κάθε φορά πού μὲ ἐπισκέπτεται ἕνας ἄγνωστός μου
φοιτητής, τὸν ρωτάω ἂν ξέρει τὸν Λάκη Σάντα. Ἡ ἀπάντηση εἶναι πάντα ἀρνητική.
Ἡ ἔλλειψη ἱστορικῆς μνήμης, πού τόσο χαρακτηρίζει τὸν
νεοέλληνα, ἀποδεικνύει ὅτι ὁ λαὸς μας πῆρε τὸ κακὸ μονοπάτι. Ὁ Σάντας, μαζὶ μὲ
τὸν Γλέζο, ἐπιτέλεσαν μίαν ἐθνικὴ ἡρωϊκὴ πράξη. Καὶ πιὸ συγκεκριμένα, ὁ Σάντας
καὶ ὁ Γλέζος εἶναι οἱ πρῶτοι ἀγωνιστές, πού ξεκίνησαν τὴν Ἀντίσταση κατὰ τῶν
χιτλερικῶν, ἀνὰ τὴν Εὐρώπη.
Αὐτὸ ἔγινε τὴν νύχτα 30/31 Μαῒου 1941 — δηλαδή, τότε
ἀκριβῶς πού ἔπεσε καὶ ἡ Κρήτη στὰ νύχια τῆς Βέρμαχτ. Ἡ ἱστορικὴ στιγμὴ ἦταν
τόσον εὐνοϊκὴ γιὰ τὴν νατσιστικὴ Γερμανία, ὥστε τὸ κουράγιο (ἤ, μᾶλλον, τὸ
θράσος) τῶν δύο πατριωτῶν μοῦ προξενοῦσε ἀνέκαθεν ἕναν ἱερὸ σεβασμό. Δὲν
προτίθεμαι νὰ περιγράψω τὸ γεγονός. Ἁπλῶς, θέλησα νὰ πῶ δυὸ ἐγκάρδιες φράσεις
γιὰ τὸν Ἐθνικὸ Ἥρωα Λάκη Σάντα, πού συμβαίνει νὰ εἶναι καὶ ἀγαπημένος μου
φίλος. Γνωρίζω, βέβαια, καὶ τὸν Μανόλη Γλέζο ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς Χούντας, ὅποτε
πέρναγα συχνὰ ἀπὸ τὸ βιβλιοπωλεῖο του (— ἐκεῖ, μάλιστα, συνάντησα μιὰ φορὰ καὶ
τὸν Παρτσαλίδη). Ὡστόσο, σήμερα τὸ θέμα μου εἶναι ὁ Σάντας.
Πάντα μου ἐπιθυμοῦσα νὰ γνωρίσω τὸν Σάντα, ἄλλα τὸ
ὄνειρο αὐτὸ δὲ γινότανε νὰ πραγματοποιηθεῖ γιατί ὁ Σάντας εἶχε καταφύγει, τὸ
1951, στὸν Καναδά, ὅπου ἔμεινε δώδεκα χρόνια. Τελικῶς, πρὶν εἴκοσι χρόνια,
πέσαμε στὴν ἴδια φυλακὴ μὲ τὸν Σάντα. Κι ἐκεῖ φούντωσε ἡ ἔντονη φιλία μας. Ἀπ’
ὅ,τι θυμᾶμαι, ἡ ἰδιόρρυθμη αὐτὴ φιλία — ἀνάμεσα σ’ ἕναν ἀναρχικὸ κι ἕναν
κομουνιστὴ — παραξένευε ἰδιαιτέρως τοὺς ἄλλους πολιτικοὺς κρατουμένους. Ὅμως, ὁ
Σάντας εἶναι ἕνας ἄντρας πού δὲν κωλώνει μπροστὰ σὲ τέτοιες λεπτομέρειες...
Γράφω μὲ ἀγάπη γιὰ τὸν Σάντα.
Λατρεύω τὶς ἀφηγήσεις. Ὁ Λάκης Σάντας εἶναι γεννημένος
ἀφηγητής. Γιὰ νὰ εἶσαι σπουδαῖος ἀφηγητὴς πρέπει νάχεις βιώματα καὶ ἐμπειρίες.
Ὁ Σάντας ἔζησε μιὰ ζωὴ γεμάτη. Γι’ αυτὸ καὶ μὲ γοήτευε μὲ τὶς ἀφηγήσεις του.
Περάσαμε μέρες καὶ μέρες, κλεισμένοι στὸ κελί μου, αὐτὸς μιλώντας κι ἐγώ
ἀκούγοντας. Ὁ Λάκης μιλάει μὲ πάθος, γιατί εἶναι φλογερὸς ἄνθρωπος, γιατί εἶναι
αὐθόρμητος καὶ τζόρας.
Μοῦ διηγήθηκε ἀξέχαστες ἱστορίες: ἄλλοτε γιὰ τὸ πῶς
πέρασε μὲ καΐκι ὁ Ἄρης
Ὁ Λάκης Σάντας στήν Ἄμφισσα ξεκινώντας με το ἄλογο του
για το Λιδωρίκι. Εἶναι Χριστούγεννα τοῦ 1943. Οἱ Γερμανοί ἔχουν ἀρχίσει στήν
περιοχή ἐκκαθαριστικές ἐπιχειρήσεις
Βελουχιώτης ἀπὸ τὸ Γαλαξίδι στὸν Μοριὰ (μετὰ ἀπὸ
γενναία οὐζοποσία) καὶ ἄλλοτε πώς ὁ ἴδιος ὁ Σάντας μαζὶ μὲ τὸν Φλωράκη ἔμειναν
κρυμένοι, τρεῖς μέρες, σὲ μιὰ τρύπα γιὰ νὰ σωθοῦν ἀπὸ τοὺς φασίστες. Ὅλα ὅσα
μοῦ εἶπε ὁ Λάκης εἶναι χαραγμένα στὴ μνήμη μου. Καί, προπάντων, ἡ ἀφήγηση τῆς
ἱστορίας μὲ τὴν χιτλερικὴ σημαία τῆς Ἀκρόπολης. Ὁμολογῶ ὅτι θάθελα πολὺ νὰ
ξανακούσω τὸν Λάκη, νὰ μοῦ ἀφηγεῖται ἐκεῖνες τὶς ἱστορίες πού συνταράξανε τὴ
γενιά μας.
Γράφω γιὰ νὰ τιμήσω τὸν Σάντα.
Τὴν ἐποχὴ πού ὁ Λάκης Σάντας καὶ ὁ Μανόλης Γλέζος
κατέβαζαν τὴν σημαία μὲ τὴν σβάστικα δὲν ἀνῆκαν στὸ Ε.Α.Μ. Ἡ ἔνταξή τους στὴν
Ἀντίσταση ἔγινε τὸ 1942. Ὡστόσο, φαίνεται ὅτι ἤδη ἤσανε ἀριστεροί. Τυπικά, ἡ
ἔννοια τῆς Ἀριστερᾶς ἀνάγεται στὴν Γαλλικὴ Ἐπανάσταση. Ἀλλά, ἡ Ἀριστερὰ καὶ ὁ
Ἀναρχισμὸς εἶναι πανάρχαιες ἔννοιες. Βλέποντας τὰ πράγματα κάτω ἀπὸ μιὰ
πλατύτερη ὀπτική, μπορεῖς νὰ πεῖς ἀνέτως ὅτι οἱ ἰνδοὶ φακίρηδες ἤ ἐρημίτες
ὁρισμένων ἀποχρώσεων, οἱ κυνικοὶ φιλόσοφοι, οἱ ἄραβες καὶ ὀθωμανοί ντερβίσηδες
πού προέρχονταν ἀπὸ κάποιες σέκτες κτλ. ἐκφράζανε μίαν ἰδεολογία διαμαρτυρίας,
δηλαδή, μίαν ἀριστερή, ἤ καὶ ἀναρχική, κοσμοθεωρία. Τιμώντας τὸν Σάντα, θέλω νὰ
τιμήσω τὴν Ἀντίσταση, τὴν Ἀριστερά, τὴν αἰώνια Ἀριστερά. Σήμερα στὴν χώρα μας,
ὅπου τὰ κουρέλια τῆς Νέας Ὀρθοδοξίας, ὅπου οἱ καραγκιόζηδες τοῦ ρατσιστικοῦ
ἐθνικισμοῦ, ὅπου οἱ κωλογλεῖφτες τῆς Δεξιᾶς, προσπαθοῦν νὰ δημιουργήσουν ἕνα
κλῖμα χαοτικῆς μισαλλοδοξίας, ἡ Ἀριστερὰ παραμένει στὸ ρεῖθρο τῆς πολιτικῆς
ζωῆς καὶ — παίρνοντας μίαν ἀνάσα — προετοιμάζει τὴν ἀνασυγκρότησή της. Στὸ
πλαίσιο τῆς μπουρζουάδικης δῆθεν-Δημοκρατίας στεκόμαστε ὅλοι μας (μαζὶ καὶ ὁ
Σάντας), φαινομενικῶς σαστισμένοι, καὶ περιμένουμε νὰ ξεδιαλύνει ὁ κουρνιαχτὸς
πού σηκώθηκε ἀπὸ τὸ γκρέμισμα τῆς Σοβιετικῆς Ἕνωσης, πού μὲ ἐπιμονὴ εἶχε
προβλέψει ὁ Καστοριάδης. Μέσα σ’ αὐτὴ τὴ θολούρα ὁ Σάντας παρέμεινε ἁγνός, μὴ
ὑποκύπτοντας μήτε στὴν ὅποια πολιτικὴ μόδα, μήτε στὰ δολώματα τοῦ
ψευτο-ἀριστεροῦ ΠΑΣΟΚ».
Παρίσι 1993.
ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΑ:
Το παρόν κείμενο αφιερώνεται στα 10 χρόνια από το θάνατο του Ηλία Πετρόπουλου
[Με το κόκκινο χρώμα φράσεις από το ντοκιμαντέρ της Κ. Λεγάκη]