του Κώστα Κυριάκη
Οι
συντεχνίες αποτέλεσαν την οικονομική και κοινωνική βάση πάνω στην οποία
οργανώθηκε το σύστημα παραγωγής και φορολογίας της Βυζαντινής, αλλά και της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σκοπός της
λειτουργίας του συστήματος των συντεχνιών, ως ένωση ατόμων που έχουν το
δικαίωμα να ρυθμίζουν και να αντιμετωπίζουν συλλογικά ορισμένες πλευρές των
παραγωγικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων τους, είναι (1) η απόληψη των φόρων
και η εκτέλεση υπηρεσίας («αγγαρείας»), δηλαδή η συλλογική υποχρέωση έναντι του
δημόσιου ταμείου και της κεντρικής εξουσίας, και (2) ο έλεγχος της παραγωγής
και της (τεχνικής) γνώσης μέσα από ένα αυστηρά οργανωμένο σύστημα ιεραρχίας και
μαθητείας που επέβαλαν (οι συντεχνίες) στα μέλη τους. Όμως, η αυστηρότητα με την οποία ρυθμιζόταν η
οργάνωση της παραγωγής στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και οι νέες οικονομικές και
κοινωνικές συνθήκες που αναπτύχθηκαν τόσο στην ευρωπαϊκή ήπειρο όσο και στο
εσωτερικό της ίδιας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επέβαλαν μια διαφορετική και
αυτόχρημα δυναμική αντιμετώπιση της παραγωγικής διαδικασίας, η οποία οδήγησε
στις αρχές του 18ου αιώνα το σύστημα των συντεχνιών σε σταδιακή
ύφεση.
Βυζαντινή περίοδος
Η
κεντρική διοίκηση, στη διάρκεια της βυζαντινής περιόδου, διαμόρφωσε ένα
ρυθμιστικό σύστημα ελέγχου της αγοράς (ως τόπου αλλά και τρόπου
ανταλλαγής). Από τη μια, θεσμοθέτησε μια
δασμολογική πολιτική της παραγωγής και διάθεσης των προϊόντων ανταλλαγής,
καθορίζοντας τις τιμές και το ποσοστό κέρδους και ταυτόχρονα ‘αστυνομεύοντας’,
μέσω αρμόδιων οργάνων, την αγορά. Από
την άλλη, εφάρμοσε το σύστημα των συντεχνιών (Χριστοφιλόπουλος, 1935 &
Νειάδας, 1956) στο πεδίο της βιοτεχνίας και του εμπορίου, ελέγχοντας τους
παραγωγικούς συντελεστές της αγοράς (Ασδραχάς, 2003: 403 – 404). Έτσι, ο τομέας της μεταποίησης αποτέλεσε το
κατ’ εξοχήν πεδίο κρατικής παρέμβασης στο πλαίσιο της βυζαντινής περιόδου.
Ο
κρατικός παρεμβατισμός στον τομέα της μεταποίησης, τόσο σε επίπεδο ελέγχου της
αγοράς όσο και των παραγωγικών της συντελεστών, εμφανίζεται περίπου την ίδια
χρονική περίοδο και στις μεγάλες δυτικές πόλεις (Nicholas, 1999: 444 – 448),
υποστηρίζοντας μια οικονομική αναγκαιότητα σε ορισμένη φάση της οικονομικής
ανάπτυξης (Andreades,
2001: 118).
Στην
τελευταία περίοδο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας οι διάφορες και διαφορετικές
επαγγελματικές συντεχνίες αναβαθμίζουν τον κοινωνικό και οικονομικό ρόλο, τον
οποίο διαδραματίζουν μέσα στα στενά όρια της καταρρέουσας αυτοκρατορίας και
προσπαθούν να ανελιχθούν σε ρυθμιστικούς παράγοντες της πολιτικής ζωής του
Βυζαντίου (Χατζημιχάλη, 1953: 3).
Οθωμανική περίοδος
Μέσα
στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το σύστημα των συντεχνιών και ο θεσμός
των κοινοτήτων θα αποτελέσουν το κρηπίδωμα των οικονομικών και διοικητικών
θεσμικών μορφωμάτων της αυτοκρατορίας. Η οθωμανική εξουσία θα υποστηρίξει το σύστημα
των συντεχνιών από τη μια για εισπρακτικούς και φορολογικούς λόγους, και από
την άλλη για να μπορέσει να ρυθμίσει την αγορά και την κοινωνική οργάνωση των
πόλεων και των χωριών.
Το
σύστημα των συντεχνιών θα αναπτυχθεί παράλληλα με το κοινωνικο-οικονομικό σύστημα
των πόλεων της αυτοκρατορίας και θα λειτουργήσει περιοριστικά ως προς τις
επαγγελματικές δραστηριότητες των ατόμων, συνεκτικά, όμως, ως προς την
κοινωνική οργάνωση της αυτοκρατορίας. Ο
αυστηρός καθορισμός του κόστους παραγωγής των προϊόντων, η κατανομή των αγορών
και ο έλεγχος του εφοδιασμού σε πρώτες ύλες, ο καθορισμός της τελικής τιμής
πώλησης των προϊόντων, ο έλεγχος εισόδου και ανέλιξης των μελών κάθε
επαγγέλματος και η διατήρηση των κεκτημένων μεθόδων παραγωγής των βιοτεχνικών
προϊόντων και των ειδών διατροφής αντανακλούν τόσο την αποφυγή του ανταγωνισμού
ανάμεσα στις επαγγελματικές συντεχνίες όσο και την προσπάθεια διαιώνισης αυτού
του οικονομικού (και κατ' επέκταση κοινωνικού και πολιτικού) συστήματος
(Ασδραχάς, 2003: 410).
Η
εσωτερική οργανωτική διάρθρωση των συντεχνιών ήταν αυστηρά καθορισμένη, αρχικά
από το εθιμικό δίκαιο και αργότερα από γραπτά καταστατικά, που όριζαν με
σαφήνεια τα καθήκοντα και τα δικαιώματα των μελών της συντεχνίας, ρύθμιζαν τις
μεταξύ τους σχέσεις και τις σχέσεις της συντεχνίας τόσο προς τις άλλες
συντεχνίες όσο και προς την κρατική διοίκηση και, τέλος, ανέφεραν τα τοπικά
όρια μέσα στα οποία μπορούσε το κάθε μέλος να αναπτύξει τις επαγγελματικές του
δραστηριότητες. Οι συντεχνίες σχηματίζονταν στη βάση του κοινού επαγγέλματος,
ωστόσο, κάθε επάγγελμα μπορεί να διακρίνεται σε διαφορετικούς κλάδους
ειδικότητας έτσι ώστε κάθε διακριτός κλάδος να σχηματίζει ξεχωριστό «ισνάφι»,
με τα ιδιαίτερα οργανωτικά και εθιμικά του χαρακτηριστικά γνωρίσματα (Λουκάτος,
1992: 196- 197) και κυρίως με τα ευκρινή και σαφή όρια της επαγγελματικής του
αρμοδιότητας.[2]
Μολονότι
η συντεχνία οργανωνόταν στη βάση της επαγγελματικής εξειδίκευσης, και άρα
ανεξάρτητα από το μιλλέτι στο οποίο ανήκαν τα άτομα που
τη στελέχωναν, ωστόσο, κατά κανόνα οι συντεχνίες οργανώνονταν είτε σε
θρησκευτική βάση (μουσουλμανικές, χριστιανικές ή εβραϊκές) είτε σε τοπική
(ανάλογα με τον τόπο προέλευσης των ομότεχνων ή των προϊόντων που εμπορεύονται)
(Ασδραχάς, 2003: 404 & 407 – 408). Ωστόσο,
τόσο οι μουσουλμανικές όσο και οι χριστιανικές συντεχνίες δεν παρουσίαζαν
ουσιαστικές διαφορές ως προς την οργανωτική τους διάρθρωση: «Οι συντεχνιακές
ιεραρχίες [...] διακρίνονται σε δύο επίπεδα: στο επίπεδο του εργαστηρίου και
στο επίπεδο της συσσωμάτωσης των επαγγελμάτων, συνήθως αλλά όχι αποκλειστικά
ομοειδών. Στο εσωτερικό κάθε επιμέρους επαγγελματικής δραστηριότητας, στο
εργαστήρι του βιοτέχνη ή στη διακινούμενη ομάδα εργασίας, οι ιεραρχίες
εκδηλώνονται σε τρία επίπεδα που αντιστοιχούν α) στη μαθητεία, β) στην απόκτηση
της επαγγελματικής δεξιότητας και γ) στη δυνατότητα αυτόνομης άσκησης του
επαγγέλματος [...]» (Ασδραχάς, 2003: 411).[3] Ο διοικητικός και θεσμικός
τρόπος οργάνωσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αποτυπώνεται έτσι στην εσωτερική
οργάνωση της συντεχνίας, η οποία, από τη μια, εκφράζει τον πατερναλιστικό
χαρακτήρα του κρατικού ρυθμιστικού μηχανισμού, με το αλληλέγγυο των μελών της
συντεχνίας, την κοινωνική και επαγγελματική τους υποστήριξη[4] αλλά και τον έλεγχο των
οικονομικών τους δραστηριοτήτων, και, από την άλλη, την πατριαρχική οργάνωση
και τάξη των κοινωνικών θεσμών της αυτοκρατορίας.
Η κάθετη ιεραρχική δομή του
εργαστηρίου (usta, kalfa, cirak) και το σύστημα των συντεχνιών με τον ασφυκτικό έλεγχο που ασκούσαν στην
κοινωνικο - οικονομική ζωή των ατόμων θα αρχίσουν από τον 18°
αιώνα να υπονομεύονται από τις νέες οικονομικές συγκυρίες που αναπτύσσονται στη
Δύση. Έτσι, τον 18° αιώνα αρχίζουν να παρατηρούνται κάποιες σημαντικές
διαφοροποιήσεις στη λειτουργία του οικονομικού συστήματος ως απότοκα της
ανάπτυξης των εμπορικών ανταλλαγών με τη Δύση και της μετάβασης από την
οικοτεχνική αυτοκαταναλωτική στη βιοτεχνική καταναλωτική παραγωγή: «[...] τούτο
δεν σημαίνει ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια απότομη εισαγωγή παραδοσιακής
βιοτεχνικής τεχνολογίας σε κοινωνίες όπου οι απασχολήσεις άρχιζαν με την
κτηνοτροφία και τη γεωργία και τέλειωναν σ' αυτές: σημαίνει πολλαπλασιασμό,
ένταση και βελτίωση μιας παραγωγής και μιας δεξιότητας που χάνονται μέσα στο
χρόνο» (Ασδραχάς, 2003: 396). Μέσα σε
αυτό το κλίμα οικονομικής ευφορίας οι συντεχνίες οργανώνονται στη βάση της
εμπορικής λογικής του κέρδους, αποκτούν μεγαλύτερη αυτονομία κινήσεων και
εξωστρέφεια, ενώ ταυτόχρονα ενδυναμώνουν την πολιτική και κοινωνική τους θέση
και ισχύ. Ωστόσο, η ανάπτυξη νέων τεχνικών και νέων οικονομικών σχέσεων σε
συνδυασμό με την εμμονή στην παράδοση και την άρνηση για νεωτερισμούς, τόσο των
μελών των συντεχνιών όσο και της κεντρικής οθωμανικής διοίκησης, θα οδηγήσουν
σταδιακά το σύστημα των συντεχνιών σε αποδιάρθρωση προς όφελος των
κεφαλαιοκρατικών παραγωγικών σχέσεων.
Βιβλιογραφία
Andreades, A. M. (2001). Η Οικονομική Ζωή του Βυζαντινού Κράτους. Στο N.H. Baynes & H. St. L. B. Moss (Eds) Βυζάντιο. Εισαγωγή στο Βυζαντινό Πολιτισμό. Αθήνα: Παπαδήμας.
Ασδραχάς, Σ. (2003). Ελληνική Οικονομική Ιστορία ΙΕ΄ - ΙΘ΄ αιώνας (τ. Α΄). Αθήνα: ΕΤΒΑ
Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα.
Λουκάτος, Δ. Σ. (1992). Εισαγωγή στην Ελληνική Λαογραφία. Αθήνα: ΜΙΕΤ.
Νειάδας, Ε. Β. (1956). Συντεχνιακή οργάνωσις εν Κωνσταντινουπόλει, κατά το «Επαρχιακόν»
Λέοντος του Σοφού. Αθήνα.
Nicholas, D. (1999). Η Εξέλιξη του Μεσαιωνικού Κόσμου. Κοινωνία,
Διακυβέρνηση και Σκέψη στην Ευρώπη 312 – 1500. Αθήνα: ΜΙΕΤ.
Τοντόροφ, Ν. (1986). Η Βαλκανική
Πόλη 15ος - 19ος αιώνας. Κοινωνικο - οικονομική και
Δημογραφική Ανάπτυξη. (Μτφρ. Ε. Αβδελά και Γ. Παπαγεωργίου).
Αθήνα: Θεμέλιο.
Χριστοφιλόπουλος, Α. (1935). Το Επαρχιακόν Βιβλίον
Λεοντος του Σοφού και αι Συντεχνίαι εν Βυζαντίω. Αθήναι.
Σε διάφορες περιοχές του ελλαδικού χώρου θα σχηματοποιηθούν
άλλες μορφές επαγγελματικής οργάνωσης, όπως ο συνεργατικός συνεταιρισμός της
βιοτεχνίας της γούνας στην Καστοριά, η ομοσπονδία «του Κοινού των Ζαγορισίων»,
οι ομοσπονδίες στα Χάσικα και στα Μαδεμοχώρια της Χαλκιδικής, το «Κοινό του
Μελένικου», αλλά και πρωτογενείς μορφές συνεταιριστικής οργάνωσης, όπως τα
τσελιγκάτα, οι σερμπιές, τα μιτάτα, τα παραδιάρικα και τα κοινάτα (Κρήτη), οι
συνεταιριστικές των ψαράδων (Αγχίαλος, Σωζόπολη κ.ά.), οι συνεργατικές των
σφουγγαράδων (Αίγινα, Ύδρα κ.ά.), αλλά και οι συνεργατικές της πλανόδιας
εργασίας (Χατζημιχάλη, 1953: 9).
[2] Πρβλ. π.χ. την αντιδικία ανάμεσα
στους «πανάδες» και τους «μανδηλάδες» της Λάρισας για τον ακριβή προσδιορισμό
της απασχόλησης και την οριοθέτηση της παραγωγής της κάθε μιας.
[3] Για την
εσωτερική οργάνωση του εργαστηρίου βλ. Τοντόροφ, 1986: 163 -165. Για την
εσωτερική διοίκηση μιας χριστιανικής συντεχνίας βλ. Χατζημιχάλη, 1953: 10 - 12.
[4] Οι συντεχνίες
δεν περιορίζονταν μόνο στα στενά συντεχνιακά τους συμφέροντα αλλά είχαν και
έντονη κοινωνική δράση. Για την κοινωνική δράση των συντεχνιών και τη σχέση
τους με τις Αδελφότητες και τα Αδελφάτα βλ. Χατζημιχάλη, 1953: 4 - 5 & 12 -
14.