Ο
Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλος είναι από τους πλέον συνοπτικούς, υπαινικτικούς και
ολιγογράφους συγγραφείς της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας. Φέρνει στο μυαλό εκείνο το παραμορφωμένο
καλλιμάχειο απόφθεγμα «μέγα βιβλίον ίσον τω μεγάλω κακώ». Και φαίνεται να επιβεβαιώνει με τον καλύτερο
δυνατό τρόπο ότι «τα πολλά λόγια είναι φτώχια».
Γεννημένος
στον Πύργο της Ηλείας το 1930, δημοσιεύει το πρώτο του αφήγημα «Οι Φρακασάνες»
στο περιοδικό Αργώ το 1962, με το
ψευδώνυμο Θανάσης Χιλιώτης, ένεκα της στρατιωτικής του ιδιότητας. Από τότε έχει δημοσιεύσει κάμποσες συλλογές αφηγημάτων
και μερικούς τόμους με μελετήματα (για τους Παπαδιαμάντη, Πεντζίκη, Καρκαβίτσα
κ.ά.). Όλες οι συλλογές αφηγημάτων του
είναι ολιγοσέλιδες και τα διηγήματα που περιλαμβάνονται σε αυτές σπάνια
απλώνονται σε μεγάλο αριθμό σελίδων. Για
παράδειγμα, από τα 11 αφηγήματα που αποτελούν τη 4η συλλογή
αφηγημάτων του, τη Ροζαμούνδη, μόλις
δυο – τρία φτάνουν τις 6 – 7 σελίδες.
Όλα τ’ άλλα είναι πολύ μικρότερα, από 2 – 5 σελίδες.
Στα
περισσότερα αφηγήματα του Παπαδημητρακόπουλου ο λόγος είναι ενικός, η πλοκή
ισχνή και οι χαρακτήρες απλές αφορμές για να αρχινήσει η αφήγηση. Γράφει ο Μάρκογλου: «Αφηγήματα όπου με
ελάχιστα υλικά χτίζεται ο μύθος, όπου κάποιες παρατηρήσεις διαγράφουν
χαρακτήρες, όπου αντιθέσεις και σχόλια εμπλουτίζουν τις ιστορίες. Αναπολώντας ή
ξαναβρίσκοντας παρωχημένους χρόνους ή χρόνους όπου συναντάται το παρόν με το
παρελθόν και καθώς προσλαμβάνουμε ένα άρωμα νοσταλγίας και φθοράς στην
επιφάνεια του μύθου ή της ομιλίας, στο βάθος υπάρχει πάντα και δηλώνεται με
τρόπο υπαινικτικό η οδύνη του ανέφικτου. […] Από τον παρελθόντα
χρόνο και τον παρόντα, από την περιγραφή γεγονότων οδηγείται ο αφηγητής
προοδευτικά προς μια εσωστρέφεια. Ο εξωτερικός κόσμος απωθείται και
περιορίζεται περισσότερο στον υποκειμενικό του χρόνο και χώρο.»
Μια
εικόνα, ένα στιγμιότυπο κάτι μικρό, τετριμμένο αρκεί στον αφηγητή (ο οποίος
ταυτίζεται με το συγγραφέα, τον «Λια») για να μπερδέψει το όνειρο με την
πραγματικότητα, το χθες με το σήμερα και έτσι να φυσικοποιήσει το απίθανο. Η αφήγηση οικοδομεί κόσμους με υλικά από
αποσπάσματα ονείρων και επίμονες μνήμες, όπου αλληλοδιαπλέκονται αξεδιάλυτα το πραγματικό
και το φανταστικό, το λογικό και το παράδοξο, το παρελθόν και το παρόν. Κόσμοι που εγκιβωτίζουν στις ρωγμές του
προσωπικού το κοινωνικό:
«Πολλές
φορές με ρωτούν μερικοί φίλοι (όψιμοι, κυρίως), πώς έμπλεξα, εγώ, με τον στρατό, και
υπηρέτησα σ’ αυτόν τόσα χρόνια, έστω και ως γιατρός… Έχω κατά καιρούς
επιχειρήσει να δώσω ποικίλες απαντήσεις (η καταστροφή που πάθαμε στην Κατοχή, η
φτώχεια που ακολούθησε, ο Εμφύλιος κτλ. –μέχρι και σχετικούς υπαινιγμούς σε
ολόκληρο διήγημα έχω κάνει), αλλά συνήθως όσα λέω πέφτουν στο κενό […]»
Ο Μάρκογλου έχει κατατάξει τα αφηγήματα του Παπαδημητρακόπουλου στις παρακάτω
κατηγορίες:
α.
Αφηγήματα, που είναι καθαρά αναμνήσεις, αναπολήσεις, μνήμες καθαρά βιώματα του
παρελθόντος.
β.
Μικτά, όπου η αφήγηση ή η ανάμνηση γεγονότων του παρελθόντος γίνεται με όρους
και χρόνους του παρόντος.
γ.
Αυτά που αναφέρονται ξεκάθαρα στο παρόν με αφηγήσεις και σχολιασμούς του
συγγραφέα.
δ.
Διάφορα ενύπνια που η αφηγηματική τους δομή θα μπορούσε να τα κατατάξει στη β'
ή στη γ' κατηγορία. Αν αυτό δεν γίνεται είναι γιατί στη συνέχεια ο συγγραφέας
έγραψε κι άλλα ενύπνια (βρίσκονται στα αθησαύριστα) κι έτσι δημιουργείται ήδη
μια νέα κατηγορία αφηγηματικών κειμένων. (Ο Μάρκογλου γράφει πριν την
κυκλοφορία της Ροζαμούνδης).
Η
Ροζαμούνδη, επιβεβαιώνει την υπόθεση
του Μάρκογλου για την κατηγορία των «ενυπνίων».
Πράγματι, από τα 11 αφηγήματα της συλλογής, το 1ο («Στον
Σταθμό») αναφέρεται στη γ κατηγορία του Μάρκογλου, το 3ο και 4ο
(«Α/Π «Ελένη»» και «Το άλογο») στην α, η «Ροζαμούνδη» που δάνεισε και τ’ όνομα
σε ολόκληρη την συλλογή στη β κατηγορία, τη μιχτή και τα υπόλοιπα 7 («Ποδεία en plo», «Το βάραθρο», «Αρπαγησόμεθα εν
νεφέλαις…», «Επίλογος», «Η πράσινη παπάγια», «Τηλέμαχος» και «Ο Αντώνης»)
ανήκουν στην κατηγορία των ενυπνίων.
Τα
αφηγήματα της συλλογής είναι αφορμές γραφής –λειτουργούν ως παραμυθία ή
(αυτο)ίαση. Στον ‘ονειρικό’ κόσμο που
διαμορφώνουν τα αφηγήματα οι νεκροί κυκλοφορούν ως ζωντανοί, χωρίς όμως να «σφετερίζονται
ιδιότητες ζώντων» («Αρπαγησόμεθα εν νεφέλαις…») αφού δε έχουν εκεί «αίμα, ούρα και τα τοιαύτα» («Ο
Αντώνης»). Όμως, σε αυτή τη διάσταση του χωροχρόνου η μνήμη εκδικείται τη μοίρα
και ο «ήρωας» (ο Αντώνης, στο ομώνυμο αφήγημα) ελευθερώνεται από τα
μικροδράματα της καθημερινότητας (Μπουκάλας).
Ωστόσο, πάντα η αντικειμενικότητα καραδοκεί οριστική στο βάθος:
«Καλά
είναι και έτσι, της λέω. Αφού έρχεται
κάθε τόσο, κάθεται μαζί μας, τα λέμε για λίγο, μη στεναχωριέσαι, καλά είναι.
-Έφυγε
οριστικά, μου λέει, δεν θα ξανάρθει.»
Ο
αφηγητής με σκοπό να αποφορτίσει το μύθο, να αλαφρώσει το μαύρο (Μάρκογλου), καταφεύγει
στην αυτοϋπονόμευση, στην αυτοειρωνεία, στο χιούμορ, ενίοτε στη βωμολοχία. Έτσι
προσθέτει μια διάσταση γλυκόπικρης μελαγχολίας σε αυτό που λέγεται (nautilus).
Η
ισχνή αλλά ιδιαίτερα έντεχνη κατασκευή των αφηγημάτων αντικατοπτρίζεται και στις
γλωσσικές επιλογές του συγγραφέα – αφηγητή: μια γλώσσα μιχτή, όπως τα αφηγήματά
του, μια γλώσσα που επιλέγει τις λέξεις της μια-μια για να τις διασώσει από τη
φθορά και τη λήθη.
Το φανερό
διακείμενο της Ροζαμούνδης του
Παπαδημητρακόπουλου είναι η Ροζαμούνδη
του Σούμπερτ, έργο με διαβαθμισμένη ένταση, χαμηλό και μελαγχολικό, ένα
κυμάτισμα ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι.
Κάπως έτσι και τα αφηγήματα του Παπαδημητρακόπουλου: αποδραματοποιημένα,
χαμηλότονα, ανολοκλήρωτα (Μπουκάλας), όπως η ανολοκλήρωτη Ροζαμούνδη του Σούμπερτ, όπως, άλλωστε, η ζωή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.