1.
Το Φθινόπωρο του Χατζόπουλου, στην
έκδοση της Νεφέλης, στη σειρά που διεύθυνε ο Μανόλης ο Αναγνωστάκης, αφημένο
πάνω στα πόδια σου, ελαφρώς ανοικτά, απλωμένα στον ήλιο του φθινοπώρου, να
στεγνώνουν από τη ξαφνική βροχή και την επιθυμία.
2.
Ασημένιοι σπάγκοι βροχής στα φύλλα μετά το απόβροχο (δε θυμάμαι που το έχω
διαβάσει, ίσως κάποιος επαρκής αναγνώστης να μπορεί να με βοηθήσει…)
3.
Λουμπαρδιάρης. Ανεβαίναμε στον ουρανό να
συναντήσουμε το Μάριο. Κάποιος που μας
είδε, έτρεξε να έρθει μαζί μας. «Φίλος
του μακαρίτη», του είπα. «Μπα, απλώς
γνωστός», είπε. Συνεχίσαμε να
ανεβαίνουμε. Ο Μάριος μας περίμενε
κρατώντας ένα μπουκάλι ούζο στα χέρια και καπνίζοντας. Ήταν αρειμάνιος καπνιστής. Αυτό τον έφαγε, είπαν. Η εξορία και τα βάσανα τον έφαγαν. Ας είναι, περασμένα ναι, ξεχασμένα όχι. Του φωνάξαμε από μακριά. Μας είδε, αλλά αντί να έρθει προς το μέρος
μας, καβάλησε ένα περαστικό σύννεφο και χάθηκε.
Θα του ήρθε ξαφνικά καμιά καταραμένη ιδέα και θα τρέχει να τη σημειώσει
να μην τη ξεχάσει, είπε ο Μεμάς.
Απλώσαμε κάτω μια κουβέρτα, βγάλαμε ελιές, σαρδέλες, μια ρέγκα, λίγο
τυρί, ψωμί, κρασί και στρωθήκαμε. Ας
ξεκινήσουμε, εμείς και θα έρθει και εκείνος, είπαμε. Γεια μας! «Σα να κρύωσε λίγο ο καιρός, ρίξε
πάνω σου καμιά ζακέτα», είπε τρυφερά η Λιλή, «φθινοπώριασε πια για τα
καλά».
4.
Απόγευμα Σαββάτου. Στο σπίτι του
Ηλία. Όλη η παλιοπαρέα μαζεμένη. Ο Θάνος, η Ελένη, ο Μεμάς και η Μαρία, ο
Μάριος κι εγώ. Η Σοφία ήταν μακριά. Θα βλέπαμε τη Φθινοπωρινή Σονάτα του Μπέργκμαν.
Τον θαύμαζα, επειδή τον θαύμαζε ο Άλεν που λάτρευα.
Ξαφνικά,
από το πουθενά, η μητέρα, κρατώντας ένα μπολ με πατατάκια. Βολεύτηκε ανάμεσά μας στον καναπέ. «Θες», μου
είπε, «είναι από αυτά που σου αρέσουν, χωρίς αλάτι».
5. Κίτρινα φύλλα, πεσμένα, στο δρόμο. Μούχρωμα.
Από κάπου μακριά οι γαλάζιες νότες του Γκέρσουιν. Φθινόπωρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.