του Κώστα Κυριάκη
Ειρωνεία και Ουμανισμός στο Encomium Moriae
«Δεν
υπάρχει αμφιβολία: αυτός είναι ο χρυσός αιώνας» (Μαρσίλιο Φιτσίνο)
«Πρέπει να ευχηθούμε καλή τύχη στον αιώνα αυτόν: θα είναι
η χρυσή εποχή»
(Ντεζιντέριους
Έρασμος)
«Τι
αιώνας! Τι γραμματεία! Πόσο ευχάριστη είναι η ζωή!»
(Ούλριχ φον
Χούττεν)
Ουμανισμός[1]
και ουμανιστές
Το αίσθημα αισιοδοξίας
και χαράς που ‘πληρώνει’ τους ουμανιστές του 14ου, 15ου
και 16ου αιώνα, η προσδοκία της ευτυχίας και η πεποίθηση πως η γνώση
οδηγεί στη χειραφέτηση του ανθρώπου είναι απότοκα της αναβίωσης των κλασικών
γραμμάτων και της συνακόλουθης εκκοσμίκευσης της παιδείας. Οι καταγωγικές ρίζες του ουμανιστικού
κινήματος μπορούν να ανιχνευθούν, ήδη, στον 12ο αιώνα, με την αύξηση
της σημασίας του ρόλου του διανοούμενου και των πανεπιστημίων.[2] Η επιστημονική γνώση, σταδιακά, θα
αυτονομηθεί από την εκκλησιαστική αυθεντία, αν και δεν θα αμφισβητηθεί ποτέ
σοβαρά το κύρος και η αξία του παπικού θεσμού.
Μια δέσμη (ιστορικών και ψυχικών) φαινομένων, όπως η ανα-συγκρότηση των
πόλεων, η διάθεση των ανθρώπων για επικοινωνία, η έκπτωση του μεταφυσικού
μοντέλου κατασκευής του κόσμου κ. ά., που επισυμβαίνουν κατά τη διάρκεια του
όψιμου Μεσαίωνα, θα λειτουργήσουν ως ριπίδι στην αναρρίπιση του ουμανιστικού
ιδεώδους, δηλαδή μιας δεοντολογίας της ευγένειας του ανθρώπου. Λίγο-λίγο ο άνθρωπος αρχίζει να ξεφεύγει από
τον κλοιό του memento mori του Μεσαίωνα και να περνά στο memento vivere μιας νέας εποχής, που αναζητά τη
δικαίωσή της σε οικείες δυνάμεις.
Η
μέριμνα για τη μελέτη των αρχαίων γραμμάτων δεν ήταν καινοφανής ανακάλυψη του
14ου και 15ου αιώνα, αφού, από τον 8ο αιώνα,
οι κλασικοί βρίσκονταν στον πυρήνα των προγραμμάτων σπουδών, στο πλαίσιο των
μαθημάτων των ελευθέριων τεχνών, στα διάφορα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια και
κολέγια. Ωστόσο, η αξία χρήσης ήταν
διαφορετική, διότι “θεωρούνταν προσθήκη σε ένα αντιληπτικό πλαίσιο που είχε
κυρίως διαμορφωθεί από θεολογικά ερωτήματα”.[3]
Καθώς, όμως, κατά τη διάρκεια του όψιμου Μεσαίωνα, αρχίζουν να αναπτύσσονται
και άλλα κέντρα πολιτικής και πολιτισμικής εξουσίας, εκτός από την εκκλησία,
όπως των μοναρχικών αυλών και των αστικών πόλεων, οι κλασικοί καταλαμβάνουν
κεντρική θέση στο φαντασιακό της εποχής.[4] Έτσι αρχίζει ένα κυνήγι αρχαίων χειρογράφων
και μια μίμηση αρχαίων τρόπων,[5] που
σταδιακά θα οδηγήσει και στο μαρασμό του φαινομένου, τουλάχιστον στις
πρωτογενείς εκδηλώσεις του.
Μέσα
σε αυτό το κλίμα θα διαμορφωθεί ένα νέο αξιακό πρότυπο ανθρώπου, το οποίο
συνδυάζεται με ένα νέο πρότυπο λογιοσύνης, ορμητήριο του οποίου θα μπορούσε να
θεωρηθεί η Αβινιόν[6] και ακμή του η
Φλωρεντία. Η εντατική καλλιέργεια της
λατινικής γλώσσας και η επίμοχθη μελέτη της ελληνικής και εβραϊκής, με σκοπό
την πληρέστερη κατανόηση των βιβλικών κειμένων,
μορφοποιούν ένα πεποιημένο ύφος, που θα μετατρέψει τα λατινικά σε νεκρή
γλώσσα και θα οδηγήσει σε μαρασμό τη χριστιανική σκέψη. Παράλληλα,
αναπτύσσονται και οι δημώδεις γλώσσες, οι οποίες θα αποδώσουν υψηλό λογοτεχνικό
έργο και θα αποτελέσουν το εφαλτήριο για τη δημιουργία εθνικής λογοτεχνίας και
άρα εθνικής συνείδησης. Αυτή η γλωσσική πολλαπλότητα των λογίων[7] ενισχύεται και από τον γενικότερο “ανακατωμό”
της εποχής που ευνοεί τα ταξίδια,[8] την
επικοινωνία[9] και την όσμωση των ιδεών.[10]
Η καινούρια ηθική που θα εγκαθιδρύσει ο
ουμανισμός εξακτινώνεται στην εμπέδωση της χριστιανικής πίστης, στην πολιτειακή
ειρήνη και στην αναγέννηση των κλασικών γραμμάτων. Φορέας αυτής της ηθικής αναδεικνύεται
ο λόγιος, άνθρωπος διπλής κατεύθυνσης, δηλαδή της μελέτης και της δράσης.
Χαρακτηριστικός εκπρόσωπος της ουμανιστικής λογιοσύνης θεωρείται ο Έρασμος από
το Ρότερνταμ της Ολλανδίας. Ο Έρασμος
αποδύεται στη μελέτη των κλασικών για να αναζητήσει και να εφαρμόσει ένα
πρότυπο ερμηνείας των ιερών κειμένων διαφορετικό από την φιλοσοφία του Αβερρόη
και του Αριστοτέλη ή του νομιναλισμού και του ρεαλισμού που κυριαρχούσαν στο
Μεσαίωνα. Έτσι με την εμβάθυνση στα κλασικά
γράμματα επιχειρεί να ανανεώσει την θεολογία της εποχής του.[11] Αν και κληρικός, τελικά, έζησε από το
μεταφραστικό, συγγραφικό, εκδοτικό και παιδαγωγικό του έργο. Έργο διφορούμενο που αποτυπώνει το
διφορούμενο της εποχής του, μιας εποχής που “κυματίζει” ανάμεσα στο σοβαρό και
στο αστείο, στην οξύτατη κριτική αλλά και στον σατιρικό τόνο. Αυτό το ανάμεσα είναι και ο χώρος που θα
ανθίσει η ρητορική της ειρωνείας (του).
Το λεκτικό σχήμα της
ειρωνείας, ως δομικό στοιχείο της ποιητικής των κειμένων, δηλώνει, grosso modo, την ενδιάθετη αντίφαση ανάμεσα στο
κειμενικό “φαίνεσθαι” και σε αυτό που πραγματικά είναι. Η λειτουργία της ειρωνείας, με τις αδιάκοπες
μεταμορφώσεις και τις συνεχείς οσμώσεις, κατοχυρώνει την πολυφωνία του κειμένου
και ταυτόχρονα, επειδή λειτουργεί δια της φαινομενικής απουσίας, δηλαδή με τη
δραστικότητα σκέψεων και συναισθημάτων που υπονοούνται ή αποσιωπούνται,
αναπτύσσει με τον αναγνώστη μια σχέση συνενοχής.
Η κλασική ρητορική ενίοτε
ταυτίζει την αλληγορία με την ειρωνεία.
Έτσι το πέρασμα από την πρώτη, συνηθισμένος ρητορικός τόπος του
Μεσαίωνα, στη δεύτερη δεν ήταν δύσκολο να συντελεστεί στα χρόνια της
Αναγέννησης και του Ουμανισμού. Οι
λόγιοι αυτής της εποχής αρνούμενοι τις a priori αλήθειες ασκούν κριτική των πάντων
και αντιλαμβάνονται τη διδακτική χρήση της ειρωνείας και των τεχνασμάτων
της. Με την υιοθέτηση της υπερβολής, της
υποκριτικής άγνοιας ή αμφιβολίας και της ειρωνικής προσωποποίησης επιχειρούν
μια συνολική κριτική του ανθρώπινου λόγου, ακόμα και αν υπονομεύουν τον δικό
τους λόγο.
Encomium Moriae: Ειρωνεία και Ουμανισμός
Η εντατική ενασχόληση των
ουμανιστών με τα κλασικά γράμματα θα κυοφορήσει μιμητικές τάσεις συναγωνισμού
και άμιλλας προς τα πρότυπα του παρελθόντος.
Παράλληλα, η μέριμνα για τη γλώσσα γρήγορα θα τους οδηγήσει στην αντίληψη
πως πρόκειται για ένα εκλεπτυσμένο μέσο κοινωνικής κριτικής (και πραχτικής),
καθόλου ανώδυνο αν χρησιμοποιηθεί με τέχνη και μαεστρία. Έτσι, με όπλα τη σάτιρα και την ειρωνεία
σαρκάζουν ή στηλιτεύουν ή προσπαθούν να γεφυρώσουν τις αντιφάσεις της εποχής τους,
καταφεύγοντας στα λογοτεχνικά είδη του διαλόγου, της ρητορείας ή του
φανταστικού λόγου.
Στο
τελευταίο αυτό είδος, δηλαδή του φανταστικού λόγου και ιδιαίτερα του κωμικού
εγκωμιασμού, που γίνεται με ηθοπλαστική πρόθεση,[12]
ανήκει και το Μωρίας Εγκώμιον του Έρασμου. Το έργο γράφεται καθ’ οδόν από την Ιταλία
προς την Αγγλία, με σκοπό ο συγγραφέας να διασκεδάσει την πλήξη της διαδρομής,
αλλά και να ελαφρώσει τους σωματικούς πόνους.
Όμως με το ρητορικό – ειρωνικό τέχνασμα της προσωποποίησης της τρέλας ο Έρασμος, με υπόδειγμα την κριτική
της πολιτείας από τον Λουκιανό,[13] “συνειδητά στρέφεται εναντίον των τρωτών της
εποχής του”.[14]
Στις
παραγράφους 49-52 του έργου του ο Έρασμος θρυμματίζει τον εφησυχασμό της
αυταρέσκειας των διάφορων κοινωνικών κατηγοριών, που στην εποχή του λογαριάζονταν
σαν σοφοί: γραμματικούς, ποιητές, ρήτορες, συγγραφείς, νομικούς μαζί με
διαλεκτικούς, σοφιστές και, τέλος, φιλοσόφους.
Όλες αυτές οι κοινωνικές ομάδες, που υπηρετούν τη “φιλαυτία” και την
“κολακεία” και κυνηγούν μια “αθάνατη φήμη”, με τη χάρη της τρέλας, που
συσκοτίζει την αλήθεια των πραγμάτων, “φτάνουν σε […] ύψη ευδαιμονίας”[15] και
“ζουν ευχάριστα”.[16]
Ωστόσο, η ευδαιμονία και η ευχάριστη ζωή δεν προέρχονται από έναν βίο εντριβή
και νουνεχή, αλλά είναι προϊόντα αφροσύνης και ψευδαίσθησης, που υποδαυλίζονται
από το ίδιο το σινάφι, που “αλληλοσυγχαίρεται, αλληλοθαυμάζεται και
αλληλοχαϊδεύεται”. Με ύφος και τρόπο
ειρωνικό και ενίοτε σαρκαστικό, ιδιαίτερα στην περιγραφή της ομάδας των
γραμματικών, η τρέλα αποκαλύπτει την ανθρώπινη άγνοια, που παγιδεύεται στις
αντανακλάσεις του φαίνεσθαι και λησμονεί το είναι των πραγμάτων.
Η προσωποποίηση της
τρέλας που αγορεύει, δημιουργεί στο corpus του κειμένου μια διάσταση ανάμεσα
στη διάνοια και το αίσθημά της, αποτελώντας και τη βασική πηγή της ειρωνείας
του κειμένου. Πρόκειται για ειρωνεία
λεκτική, δηλαδή ειρωνεία που υποβάλλει νοήματα και αισθήματα που είναι αντίθετα
από το νόημα των λέξεων με τις οποίες εκφράζεται, και κωδικοποιείται στα
αντιθετικά ζεύγη “σοφία – ανοησία” και “τρέλα – σοβαρότητα”. Με αυτό το διαρκές παιχνίδι των αντιθέτων το
κείμενο βρίσκει το διπλό του στόχο, ο οποίος είναι, από τη μια, να κρίνει και
να στηλιτεύσει καταστάσεις και φαινόμενα νοσηρά, και, από την άλλη, να τέρψει
και να διδάξει, πράγμα που αποτελεί και βασικό αίτημα της εποχής της συγγραφής
του.[17]
Τα ελαττώματα που
φορτώνει ο Έρασμος “στο σβέρκο” των υπο – ομάδων των σοφών του είναι και δικά
του ενίοτε. Αυτή η τάση για αυτοκριτική
εντάσσεται μέσα στο ειρωνικό πλαίσιο που σκιαγραφεί για το έργο και για τον
εαυτό του. “Κι έτσι γίνεται μια
διασκεδαστική παρεξήγηση. Ποτέ δεν
ξέρεις ακριβώς ποιος μιλάει. Είναι ο
ίδιος ο συγγραφέας που μιλάει σοβαρά;
Είναι η τρέλα, που πρέπει, φυσικά, να της συγχωρηθούν κι οι πιο τολμηρές
αυθάδειες; Χάρη σ’ αυτό το διφορούμενο,
ο Έρασμος δημιουργεί για τον εαυτό του μια θέση που τον κάνει άτρωτο και του
επιτρέπει όλες τις τολμηρότητες. Δεν
είναι δυνατό να συλλάβεις την προσωπική του γνώμη […]”.[18]
Άλλωστε, ο Έρασμος
συγκροτείται από αντιφάσεις που αποτυπώνονται τόσο στο έργο, όσο και στη ζωή
του. Αν και, ήδη, από το 1504 με το Enchiridion militis Christiani επιχειρεί να άρει αυτές τις
αντιφάσεις, τελικά, θα συνεχίσει να ταλαντώνεται ανάμεσα στην αγάπη του για τα
κλασικά γράμματα και στο πάθος του για τη χριστιανική πίστη, όπως αφήνει να
διαφανεί και το Encomium Moriae.
Με τη διακωμώδηση[19]
επιχειρεί να μετριάσει ή και να συμβιβάσει τις αντιμαχόμενες ομάδες του καιρού
του: “καθολικούς και διαμαρτυρόμενους, συντηρητικούς και μεταρρυθμιστές,
σχολαστικούς και “κικερωνικούς”, ηγεμόνες και κληρικούς”.[20]
Ο
Έρασμος εμφορείται από το ουμανιστικό ιδεώδες του καθόλου ανθρώπου, του homo universalis.
Δεν εμπίπτει, άρα, στο νοητικό του σύμπαν ο κατακερματισμός της γνώσης
και της επιστήμης σε επιμέρους κατηγορίες και διασπάσεις. Γι’ αυτόν, ο αληθινός σοφός είναι ο άνθρωπος
που εμπνέεται από το πάθος της ολοκληρωμένης σύλληψης της υπάρχουσας γνώσης και
όχι κομματιών του επιστητού, χωρίς, ωστόσο, να ερίζει για ζητήματα άλυτα,[21]
εφόσον ο ανθρώπινος χρόνος είναι μετρημένος.
Παράλληλα, δείχνοντας υπομονή και ταπείνωση, προσδοκά την αποκάλυψη της θείας αλήθειας.[22] Άλλωστε, μόνο έτσι θα μπορέσει να προσπελάσει
τα ιερά κείμενα και να γίνει κοινωνός τους.
Συμπεράσματα
Αν και με το Encomium Moriae ο Έρασμος υιοθετεί ένα ύφος ανάλαφρο
και παιγνιώδες, την ίδια στιγμή, η ρητορική της ειρωνείας υπονομεύει τη
διάσταση της χαράς,[23]
εκφράζοντας με τον πλέον έκδηλο τρόπο την ερασμιακή αντίφαση, αντίφαση συνολική
της εποχής του, που ενώ ήθελε και ήταν επαναστατική, ήταν, ταυτόχρονα, και
παρέμενε αντεπαναστατική.
Το
ουμανιστικό κίνημα της Αναγέννησης, με τη διπλή του όψη, τόσο της σπουδής των
αρχαίων γραμμάτων, όσο και της τοποθέτησης τού ανθρώπου στο επίκεντρο του
ενδιαφέροντός του,[24] θα
εκθρέψει τους μελλοντικούς ουμανισμούς της Μεταρρύθμισης και του Διαφωτισμού,
θα εξαπλωθεί σε ολόκληρη σχεδόν την Ευρώπη και θα αποτελέσει το κρηπίδωμα της
μετέπειτα πολιτισμικής της συνοχής και παράδοσης.
Βιβλιογραφία
Βάρσος, Γ., Ιστορία
της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας, τ. Α΄, Ιστορία της Ευρωπαϊκής
Λογοτεχνίας. Από τον 6ο έως
τις αρχές του 18ου αιώνα, Πάτρα: ΕΑΠ 1999.
Εράσμου, Μωρίας
Εγκώμιον, μτφρ. Στ. Τσίρκας, Αθήνα: Ηριδανός 1970.
Braudel, F., Γραμματική
των Πολιτισμών, μτφρ. Α. Αλεξάκης, Αθήνα: ΜΙΕΤ 2001.
Burckhardt, J., Ο
Πολιτισμός της Αναγέννησης στην Ιταλία, μτφρ. Μ. Τοπάλη, Αθήνα: Νεφέλη
1997.
Jacopin, P.,& Lagree, J., Έρασμος. Ουμανισμός και γλώσσα, μτφρ. Μ. Τσαλέρας, Αθήνα: Πατάκης 1998.
Le Goff, J., Οι
διανοούμενοι στο Μεσαίωνα, μτφρ. Μ. Παραδέλλη, Αθήνα: Κέδρος
2002.
Nicholas, D., Η
εξέλιξη του Μεσαιωνικού κόσμου, μτφρ. Μ. Τζιαντζή, Αθήνα: ΜΙΕΤ 1999.
[1] Όρος
λόγιος, δημιούργημα Γερμανών ιστορικών κατά τον 19ο αιώνα, βλ. Fernand Braudel, Γραμματική των
Πολιτισμών, μτφρ. Α. Αλεξάκης, Αθήνα: ΜΙΕΤ 2001, σ. 464.
[2] Για
τη γέννηση του διανοούμενου, καθώς και για το πέρασμα από τον πανεπιστημιακό
στον ουμανιστή, βλ. Jacques Le Goff, Οι
διανοούμενοι στο Μεσαίωνα, μτφρ. Μ. Παραδέλλη, Αθήνα: Κέδρος 2002.
[3]David Nicholas, Η εξέλιξη του
Μεσαιωνικού κόσμου, μτφρ. Μ. Τζιαντζή, Αθήνα: ΜΙΕΤ 1999, σ. 701.
[4] Εν
μέρει γιατί η αρχαιότητα θεωρείται πια ακίνδυνη, βλ. Jacob Burckhardt, Ο Πολιτισμός
της Αναγέννησης στην Ιταλία, μτφρ. Μ. Τοπάλη, Αθήνα: Νεφέλη 1997, σ. 144.
[5] Στο
ίδιο, σ. 135-141 και 150-158.
[6] Η
Αβινιόν, έδρα της παπικής εξουσίας ως το 1376, αναζωογονείται με την εκεί
παρουσία του Πετράρχη το 1337. Η τεχνητή
λέξη ουμανισμός, όσο και αυτή της Αναγέννησης, επικαλύπτονται στον χρόνο και
στον χώρο, έχοντας κοινή αφετηρία το 1337 και κοινό τέλος το 1530,στη Φλωρεντία
του Κοσμά των Μεδίκων, βλ. Fernand Braudel,
Γραμματική των Πολιτισμών, ό. π. , σ. 469-471.
[7]
Χαρακτηριστικό ως προς τη γλωσσική πολλαπλότητα των λογίων είναι και η
μεταφραστική δραστηριότητα που καταθέτουν και που καταλήγει στην ανάκαμψη και
επέκταση της γραπτής χρήσης των δημωδών γλωσσών, βλ. Γ. Βάρσος, Ιστορία της
Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας, τ. Α΄, Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας. Από τον 6ο έως τις αρχές του 18ου
αιώνα, Πάτρα: ΕΑΠ 1999, σ. 116-117.
[8] Η
ιδιότυπη οικονομική σχέση των λογίων με τα πανεπιστήμια και τις μοναρχικές
αυλές ευνοεί τα ταξίδια, βλ. Jacob Burckhardt,
Ο Πολιτισμός της Αναγέννησης στην Ιταλία, ό. π. , σ. 146-149.
[9] Για
παράδειγμα βλ. την ανάπτυξη της επιστολογραφίας, Γ. Βάρσος, Ιστορία της
Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας, τ. Α΄, Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας. Από τον 6ο έως τις αρχές του 18ου
αιώνα, ό. π., σ. 117.
[10] Ως
προς αυτή την κατεύθυνση βοηθά και η εφεύρεση της τυπογραφίας.
[11] Βλ. Paul Jacopin
& Jacqueline Lagree, Έρασμος. Ουμανισμός
και γλώσσα, μτφρ. Μ. Τσαλέρας, Αθήνα: Πατάκης 1998, σ. 23-29.
[12] Βλ.
Εράσμου, Μωρίας Εγκώμιον, μτφρ. Στ. Τσίρκας, Αθήνα: Ηριδανός 1970, σ.
22.
[13]
Φυσικά, ένα διακείμενο που θα μπορούσε να έχει στο μυαλό του ο Έρασμος είναι το
14ο και 15ο βιβλίο του De genealogia Deorum του Βοκκάκιου, στο
οποίο ο ποιητής – φιλόλογος καταπολεμά με οξύ τρόπο τους επιπόλαιους αδαείς
νεαρούς ουμανιστές, σοφιστές θεολόγους, φιλάργυρους νομομαθείς, μοναχούς
επαίτες κ. ά., βλ. Jacob Burckhardt,
Ο Πολιτισμός της Αναγέννησης στην Ιταλία, ό.π., σ. 143.
[14] Από
το κείμενο του Mesnard P.,Erasme ou le Christianisme critique (1969), όπως
παρατίθεται στην εισαγωγή του Στ. Τσίρκα στο βιβλίο: Εράσμου, Μωρίας
Εγκώμιον, ό. π., σ. 22.
[15] Στο
ίδιο, σ. 104.
[16] Στο
ίδιο, σ. 107.
[17] Βλ.
Γ. Βάρσος, Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας, τ. Α΄, Ιστορία της
Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας. Από τον 6ο
έως τις αρχές του 18ου αιώνα, ό. π., σ. 118-119.
[18]
Στέφαν Τσβάιχ, Έρασμος, μτφρ. Γ. Μπεράτη, Αθήνα: Γκοβόστης χ. χ., σ.
[19] “Πολύ
συχνά, ό,τι δεν πετυχαίνουν τα πιο γερά επιχειρήματα, το κάνει ένα τρελό χωρατό
με γέλια”, βλ. Εράσμου, Μωρίας Εγκώμιον, ό. π., σ. 105.
[20] Στο
ίδιο, σ. 21.
[21] “[…]
τόσο που έρχονται στα χέρια για το τίποτα (πως το λένε της κατσίκας, τρίχα ή
μαλλί;) κι απ’ την πολλή συζήτηση πέφτουν μίλια έξω απ’ την αλήθεια”, στο
ίδιο, σ. 108.
[22] Βλ. Paul Jacopin-Jacqueline Lagree, Έρασμος.
Ουμανισμός και γλώσσα, ό. π., σ.97.
[23] Ήδη
από την πρώτη τριακονταετία του 16ου αιώνα άνθρωποι κατηφείς θα
καταλάβουν τη σκηνή του δυτικού κόσμου, βλ. Fernand Braudel, Γραμματική των Πολιτισμών,
ό. π. , σ. 476.
[24] Η
ιδέα ότι μέλημα του ουμανισμού είναι ο άνθρωπος ίσως αντλείται από το ρεαλισμό
των πλαστικών τεχνών, βλ. David Nicholas,
Η εξέλιξη του Μεσαιωνικού κόσμου, ό.π., σ. 705.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.