Mετάφραση:
Τάσος Μπέτζελος
|
01.10.11
Περιοδικό Εκτός Γραμμής, Τεύχος 27-28 / Οκτώβριος 2011 |
Critique communiste: Το βιβλίο σου εντυπωσιάζει με το
εύρος των αναφορών του και την παιδεία που υποδηλώνει. Ωστόσο, επιβεβαιώνει
μια διαπίστωση που μοιάζει προφανής, ότι δηλαδή η βία υπάρχει πάντα και
παντού. Ποιος ο λόγος, λοιπόν, όλης αυτής της εργασίας;
Georges Labica: Ήθελα εδώ και μια εικοσαετία να
γράψω για τη βία. Η βία είναι παρούσα στην Ιστορία, και τη συναντούμε κάθε
στιγμή στη νεωτερικότητά μας. Είναι αδύνατον να διαβάσουμε μια εφημερίδα ή να
ανοίξουμε την τηλεόραση χωρίς να τη βρούμε μπροστά μας. Με επηρέασε επίσης ο
πολλαπλασιασμός των κρουσμάτων ενδοοικογενειακής βίας: βλέπουμε κάθε είδους
εξεγέρσεις και οδύνες να ξεπηδούν απ’ τους κόλπους των οικογενειών. Αλλά στη
βάση του προβληματισμού μου υπάρχει καταρχάς το ερώτημα του πολιτικού αγώνα
και της επανάστασης: η αναγκαιότητα να στοχαστούμε τη βία στην καρδιά ακριβώς
της επανάστασης.
Μελετούσα το έργο του Φανόν όταν οι Βιετναμέζοι διεξήγαγαν
πολεμική εναντίον των θέσεών του, και ενδιαφέρθηκα για τη βία στη Γαλλική
Επανάσταση, με επίκεντρο το ζήτημα της Τρομοκρατίας. Στην πραγματικότητα,
είχα ήδη γράψει αρκετά γι’ αυτό το θέμα: το άρθρο «βία» στο Κριτικό λεξικό
του μαρξισμού, ένα βιβλιαράκι για τον Ροβεσπιέρο και την τρομοκρατία, ένα
άλλο για τον Λένιν κ.λπ. Οδηγήθηκα στο συμπέρασμα ότι έπρεπε να διασαφηνίσω
το ζήτημα, και ότι για να το κάνω αυτό χρειάζεται να γράψω ένα βιβλίο. Για
χρόνια, όμως, δεν κατάφερνα να αφοσιωθώ σε αυτό το καθήκον.
Τελικώς, αυτό που με ώθησε να περάσω στην πράξη ήταν το
γεγονός ότι δεν με ικανοποιούσαν οι πολυάριθμες εργασίες που διάβαζα γι’ αυτό
το θέμα. Ήταν πλούσιες, αλλά συχνά περιγραφικές, και μάλιστα κάπως
ηθικοπλαστικές. Εγώ, όμως, ήθελα να μελετήσω σε ποιο βαθμό ήταν αναγκαίο να
αποκατασταθεί σήμερα η χειραφετητική βία. Γι’ αυτό καταπιάστηκα με τη
συγκεκριμένη εργασία.
Όλο αυτόν τον καιρό συγκέντρωσα τόνους από παραπομπές, αλλά
με ενδιέφερε να μην ενδώσω σε μια ιδιοτροπία που απεχθάνομαι, ενός φιγουρατζή
που παρουσιάζει τις γνώσεις του και επιδεικνύει την ευρύτητα των αναγνωσμάτων
του. Συγχρόνως, χρησιμοποίησα όλα αυτά τα βιβλία ως υλικό για την εργασία
μου. Έπρεπε, λοιπόν, να προχωρήσω κάπως έτσι. Με τη διαφορά ότι δικό μου
αντικείμενο ήταν, ασφαλώς, να σκεφτώ τη σύγχρονη βία.
Critique Communiste: Η κατάληξη του στοχασμού σου, αν
κατάλαβα καλά, οδηγεί στο ζήτημα της εξουσίας: βία και εξουσία είναι εγγενώς
συνυφασμένες.
Georges Labica: Απολύτως. Πρέπει να σημειώσουμε
ότι η βία δεν είναι έννοια. Από φιλοσοφική σκοπιά, συνιστά ένα ανεύρετο
αντικείμενο. Στην πραγματικότητα, ο στοχασμός πάνω στη βία εμφανίστηκε πριν
από πενήντα χρόνια περίπου, μαζί με την κυριαρχία της βίας στην κοινωνία,
επειδή ο εικοστός αιώνας ήταν σε ολόκληρη την ιστορία της ανθρωπότητας
εκείνος που χαρακτηρίστηκε απ’ την πιο αχαλίνωτη βία, από μια βία μαζική,
τεχνολογική κ.λπ.
Ωστόσο, υπάρχει στις κοινωνίες μας μια απόλυτη καταδίκη της
βίας, και τούτο χωρίς κανέναν προβληματισμό αναφορικά με τα περιεχόμενα αυτής
της βίας. Η βία ξεκινά με την τρικλοποδιά του σχολιαρόπαιδου και φτάνει στον
παλαιστίνιο καμικάζι, περνώντας απ’ τις διάφορες μορφές αντίστασης που
εκδηλώνονται στη Λατινική Αμερική.
Πρέπει να ξεκινήσουμε απ’ την παγκοσμιοποίηση, που είναι
μια παγκοσμιοποίηση της βίας. Πώς θα μπορούσαμε να μη δούμε ότι το σύστημα
δεν υπήρξε ποτέ φορέας τόσης βίας; Στρατιωτικής βίας, την οποία γνωρίζουμε
και ξέρουμε γιατί, και βίας της οικονομίας… Συγχρόνως, η απαγόρευση της βίας
εσωτερικεύεται απ’ τις συνειδήσεις, ακόμη και τις πιο μαχητικές. Γεγονός που
επιτρέπει στο κράτος να κατέχει το απόλυτο μονοπώλιο της βίας, απ’ το σχολείο
μέχρι τις κοινωνικές και τις ένοπλες συγκρούσεις.
Υπάρχει, λοιπόν, το εξής παράδοξο: κάθε έκκληση στη δράση ή
την εξέγερση ξεκινά με μια δήλωση αρχής σύμφωνα με την οποία δεν τίθεται
ασφαλώς ζήτημα καταφυγής σε οποιαδήποτε βία! Ωστόσο, δεν βλέπουμε με ποιον
τρόπο θα μπορούσαν οι κυριαρχούμενοι, ακόμη και στις σημερινές κοινωνίες
αφθονίας, να επιβάλουν την εξουσία τους, ή επίσης το συνασπισμό τους στην
εξουσία, χωρίς να καταφύγουν σε μια αντι-βία που τους επιβάλλεται απ’ το
σύστημα.
Critique Communiste: Θα λέγαμε ότι επιβάλλεται μια
προσταγή μη βίας;
Georges Labica: Η μη βία δεν παραπέμπει, πλέον,
σε ένα ηθικο-πολιτικό ρεύμα σκέψης, όπως συνέβαινε με τον Γκάντι και τους
διαδόχους του, είναι ένα είδος ταμπού, που γενικεύεται λόγω της κρατικής
δύναμης και ενισχύεται από όλα όσα συνέβησαν: την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, την
αποτυχία του κομμουνισμού, την καταστολή στην Κίνα κ.λπ. Όσοι τάσσονταν υπέρ
μιας εξεγερτικής δράσης βρίσκονται σε αμηχανία, σκέφτονται ότι είναι καλύτερα
να τα παρατήσουμε, παρά να περάσουμε τα ίδια. Αυτή είναι η βάση της μη βίας.
Και κατά τη γνώμη μου, αυτό ακριβώς το σκεπτικό πρέπει να τεθεί υπό αμφισβήτηση. Από ολόκληρη την Ιστορία συνάγεται ένα αδιαμφισβήτητο δίδαγμα, σύμφωνα με το οποίο όταν οι κυριαρχούμενοι καταφεύγουν στη βία, αυτοί πάντα πληρώνουν το τίμημα! Αυτό σημαίνει ότι η βία δεν είναι αντικείμενο μιας επιλογής, λόγου χάρη μιας επιλογής ανάμεσα στον Γκάντι και τον Λένιν. Δεν πρόκειται για παιχνίδι τράπουλας: η κατάσταση υπαγορεύει τα μέσα. Ο ίδιος ο Γκάντι απέδειξε ότι δεν υποστήριζε με απόλυτο τρόπο τη μη βία, εν αντιθέσει με ό,τι μπορεί να πιστεύουμε.
Critique communiste: Η ανάγνωση του βιβλίου σου οδηγεί
στη σκέψη ότι η βία που κατατρύχει την κοινωνία μας είναι μια βία εγγύτητας,
στην οποία παραπέμπει η έννοια της ανασφάλειας, και γίνεται αντιληπτή ως
επιστροφή της αγριότητας. Μεμιάς, η θεσμοποιημένη βία, η βία του κράτους,
συσκοτίζεται, και μάλιστα βιώνεται ως φορέας εκπολιτισμού…
Georges Labica: Πιστεύω ότι όλα αυτά συνδέονται
με μια πρόσφατη εξέλιξη, που εμφανίστηκε την τελευταία δεκαετία. Περάσαμε απ’
το ιδεώδες των δικαιωμάτων του ανθρώπου, που γνωρίζουμε πόσο τα υπολόγιζαν οι
ισχυροί, στο ιδεώδες του αγώνα κατά της τρομοκρατίας. Βλέπουμε με ποιον τρόπο
η 11η Σεπτεμβρίου στις ΗΠΑ χρησίμευσε ως πρόσχημα για μια πολιτική (που
προϋπήρχε στην πραγματικότητα), η οποία προωθήθηκε με τον Patriot Act και όλα
τα επακόλουθά του στις νομοθεσίες των διαφόρων χωρών. Ο αγώνας κατά της
τρομοκρατίας επέτρεψε τη γενικευμένη αστυνόμευση των κοινωνιών, την απαγόρευση
των κοινωνικών διεκδικήσεων και πρωτόγνωρες μορφές ελέγχου των πολιτών.
Η κατάσταση αυτή παραπέμπει σε ένα θεμελιώδες δεδομένο: η
παγκοσμιοποίηση, δηλαδή το σημερινό στάδιο του καπιταλισμού, χαρακτηρίζεται
απ’ το γεγονός ότι η καταστροφική δεσπόζουσα του καπιταλισμού έχει
υπερισχύσει επί της θετικής δεσπόζουσας. Αυτό αφορά τα αγαθά, καθώς
καταστρέφονται εμπορεύματα σε μαζική κλίμακα, ακόμη και τα μέσα παραγωγής
τους, καταστρέφονται υπηρεσίες, όπως γίνεται με τις δημόσιες υπηρεσίες,
καταστρέφονται κεφάλαια και καταστρέφονται άτομα και λαοί. Πίσω απ’ την
έννοια της φτώχειας –αυτής της φτώχειας που προσελκύει το ενδιαφέρον όλου του
κόσμου– κρύβεται το γεγονός ότι στη σημερινή ανάπτυξη του καπιταλισμού
υπάρχουν άνθρωποι που είναι περιττοί: δομική ανεργία, μετανάστευση κ.λπ. Και
σε πλανητική κλίμακα, μπορούμε να πούμε ότι ο παλαιστινιακός λαός είναι ένας
λαός περιττός… Όλους αυτούς δεν μπορούμε να τους εξαφανίσουμε, πρέπει να
συμβιώνουμε μαζί τους, αλλά είναι περιττοί! Οι σκέψεις αυτές δεν είναι
ενθαρρυντικές, αλλά αν δεν αντικρίσουμε κατάματα την πραγματικότητα δεν θα
βρούμε το δρόμο της επανάστασης. Αυτό είναι, όμως, αφετηρία για έναν άλλο
στοχασμό, που αφορά την άρρηκτη σχέση επανάστασης και δημοκρατίας. Πρέπει να
ξεριζώσουμε την ιδέα ότι η δημοκρατία αντιτίθεται στην επανάσταση και ότι η
επανάσταση ταυτίζεται με την τρομοκρατία. Πρέπει να σταματήσουμε όλο αυτό το
ιδεολογικό και μιντιακό σφυροκόπημα, που στερεί απ’ τους ανθρώπους την
αυτονομία της σκέψης.
Critique communiste: Θα έλεγες ότι αυτή η πίεση που ασκούν
τα μέσα ενημέρωσης στις συνειδήσεις μας είναι μια μορφή βίας;
Georges Labica: Ναι, είναι μια βία που συσκοτίζει τη βία του συστήματος. Υπάρχει μια τεράστια δυσαναλογία ανάμεσα στα ελάχιστα επιχειρήματα που επιτρέπουν να νομιμοποιείται το σύστημα και στο εύρος των καταγγελιών που προκαλεί. Η παραπληροφόρηση, τα ψεύδη και η αποβλάκωση που προωθούνται από τα μέσα ενημέρωσης επιχειρούν να συσκοτίσουν αυτή την πραγματικότητα. |
του Τάσου Μπέτζελου
|
01.10.11
Περιοδικό Εκτός Γραμμής, Τεύχος 27-28 / Οκτώβριος 2011 |
«Το πιο επικίνδυνο πράγμα στη βία
είναι η ορθολογικότητά της»
(Μ. Φουκώ)
Πώς γίνεται άραγε να υπάρχει
παντού τόση βία αφού όλοι την καταδικάζουν «απερίφραστα»; Ποιοι την ασκούν
αφού όλοι είναι εναντίον της; Πώς γίνεται επίσης να υπάρχει τόση βία αλλά και
τόση γενικολογία γύρω απ’ αυτήν; Φαίνεται λοιπόν ότι απαραίτητο συμπλήρωμα
αυτής της «ομόθυμης και καθολικής καταδίκης της βίας» είναι η άγνοια για την
ίδια τη βία. Αυτήν ακριβώς την άγνοια αλλά και γενικολογία προσπάθησε να
αντιπαλέψει ο Ζορζ Λαμπικά
(1930-2009), τόσο με το βιβλίο του Θεωρία
της βίας (2007), όσο και με πλήθος παρεμβάσεων που έκανε κυρίως μετά την
11η Σεπτέμβρη του 2001, σε ένα κλίμα όπου αυτά που είχε να πει δεν ήταν
εύκολο να ακουστούν. Το γενικό πνεύμα αυτών των παρεμβάσεων συνοψίζεται στη
συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στο περιοδικό Critique communiste.
Είναι η βία των καταπιεσμένων
επιλογή;
Ο Ζορζ Λαμπικά δεν ήταν πάντως από
εκείνους που καταδίκαζαν «τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται». Διότι δεν
θεωρούσε ότι μπορεί να εξισωθεί η βία των κυρίαρχων με τη βία των
κυριαρχούμενων. Διότι δεν ήθελε να αντιμετωπίσει τη βία με γενικόλογους
όρους, σαν να επρόκειτο για κάποια μεταφυσική οντότητα. Διότι αυτή η αντίθεση
βίας και μη βίας δεν σήμαινε τίποτα για εκείνον, όσο δεν συγκεκριμενοποιείται
η βία στην οποία αναφέρεται κανείς και το πλαίσιο στο οποίο λαμβάνει χώρα (ως
στοιχείο μιας συγκυρίας). Και μάλιστα, ο Ζορζ Λαμπικά δεν τόνιζε απλώς ότι
δεν υπάρχει βία παρά μόνο εν καταστάσει, ότι επομένως δεν υπάρχει βία γενικώς
κι αορίστως (για να τοποθετηθεί κανείς υπέρ ή εναντίον της), αλλά
ενδιαφερόταν πρωτίστως να προσδιορίσει τη συγκυρία στην οποία αναπτύσσεται
όλη αυτή η γενικολογία περί μη βίας. Και συσχέτιζε τον περιρρέοντα φετιχισμό
της μη βίας με μια άλλη θέση που τα τελευταία χρόνια έτυχε μεγάλης προβολής:
εκείνης που μας καλεί «να αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να πάρουμε την εξουσία».
Κατά τον Λαμπικά η μία θέση παραπέμπει στην άλλη, αποτελώντας δύο βασικά
συμπτώματα της υποχώρησης του επαναστατικού κινήματος. Απ’ αυτήν την άποψη, ο
Λαμπικά δεν επεδίωξε απλώς να αντιπαρατεθεί στον φετιχισμό της μη βίας, αλλά
και να επαναφέρει στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα της επαναστατικής βίας,
διότι θεωρούσε ότι κάθε άλλη τοποθέτηση συνιστά έκφραση εθελοδουλίας.
Μολονότι οι παρεμβάσεις του
Λαμπικά σε σχέση με τη βία έγιναν ολοένα και πυκνότερες τα τελευταία χρόνια
της ζωής του, δεν ήταν και οι μόνες. Όπως υπενθυμίζει στη συνέντευξή του στο
περιοδικό Critique communiste, ήταν
συντάκτης του λήμματος «Βία» στο Κριτικό λεξικό του μαρξισμού (1982), το
οποίο ξεκινούσε ως εξής: «Η βία δεν συνιστά έννοια. Είναι μια πρακτική έμφυτη
στις κοινωνικές σχέσεις των οποίων και εκφράζει διάφορες μορφές». Αυτή
ακριβώς ήταν πάντα για τον Λαμπικά μια πρώτη οριοθέτηση, η οποία του επέτρεπε
να αναδεικνύει τις πολλαπλές μορφές βίας, να μην περιορίζεται στις πιο
εμφανείς και ασφαλώς να μην εξισώνει όλες τις μορφές βίας στο πλαίσιο μιας
γενικόλογης θεώρησης.
Η πρώτη αυτή θέση συμπληρωνόταν με
μια δεύτερη: η βία των καταπιεσμένων δεν συνιστά επιλογή, αλλά αποτέλεσμα της
βίας που υφίστανται, της βίας που είναι σύμφυτη σε ένα σύστημα εκμετάλλευσης.
Πρόκειται για τον βασικό άξονα της προβληματικής του Λαμπικά. Οι καταπιεσμένοι
δεν επιλέγουν τη βία, αναγκάζονται να καταφύγουν σε αυτήν επειδή παλεύουν με
τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους (ακόμη κι αν για κάποιους αυτό σημαίνει
ότι το μοναδικό μέσο είναι το σώμα τους, ότι η μόνη «τεχνολογία» που μπορούν
να αντιτάξουν είναι το σώμα τους, εφόσον δεν έχουν άλλον τρόπο να
υπερασπιστούν την πατρίδα τους). Ακούμε πολλές φορές να γίνεται λόγος για τον
«κύκλο της βίας», για την ανάγκη να αποκηρυχθεί η βία. Ο Λαμπικά όμως
αναφερόταν στη διαδικασία που συνδέει πραγματικά τη βία και την αντι-βία: η
βία ενός συστήματος που παράγει οδύνη δεν μπορεί παρά να παράγει αντι-βία απ’
την πλευρά των καταπιεσμένων. Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο η βία των
καταπιεσμένων δεν συνιστά επιλογή, αλλά αναγκαία συνέπεια: «Η βίαιη δράση δεν
είναι ποτέ το αντικείμενο μιας επιλογής. Κατά κανόνα, η βία, είτε είναι
ατομική είτε συλλογική, προκύπτει απ’ την οδύνη. Αν την παρουσιάζουμε ως
επιλογή, κρύβουμε την αιτία της».
Πολιτική της πολιτοσύνης;
Υιοθετώντας αυτήν την οπτική, ο
Λαμπικά ερχόταν ασφαλώς σε ρήξη με την προβληματική που αναπτύσσει ο Ετιέν
Μπαλιμπάρ την τελευταία εικοσαετία (σε αυτόν εξάλλου αναφέρεται πρωτίστως
όταν μιλάει στη συνέντευξη για τους Λένιν-Γκάντι). Πράγματι, ο Μπαλιμπάρ
εστιάζει την προσοχή του στις εμφανείς πλευρές της βίας (στην ακραία βία),
και προτείνει ως αντίδοτο μια «πολιτική της πολιτοσύνης», μια πολιτική δηλαδή
η οποία θα επιδιώκει να εξουδετερώσει τις ακραίες εκφάνσεις της βίας
προκειμένου να εξασφαλιστεί χώρος για την πολιτική και κατ’ επέκταση και για
μια πολιτική της χειραφέτησης. Η «πολιτική της πολιτοσύνης» επιδιώκει να
μειώσει τη βία, να την αποκλιμακώσει και να διακόψει έναν κύκλο βίας που κατά
τον Μπαλιμπάρ δεν μπορεί να μεταστραφεί σε θετική κατεύθυνση. Ωστόσο, μια
τέτοια πολιτική δεν αφήνει στο απυρόβλητο τις αιτίες που παράγουν την «ακραία
βία» και την «ωμότητα», αλλά και τη συστημική και δομική βία; Πέραν αυτού,
δεν ξεχνιέται έτσι ο ρόλος της οικονομίας και των παραγωγικών σχέσεων;
Επιπλέον, δεν εκφράζει περισσότερο την ανάγκη του συστήματος να διαχειριστεί
τους κινδύνους που αντιμετωπίζει, παρά την ανάγκη των καταπιεσμένων να
απαλλαγούν οριστικά τόσο απ’ τις πιο ακραίες μορφές βίας όσο και απ’ αυτό που
γεννά τη βία, δηλαδή ένα καθορισμένο σύστημα εκμετάλλευσης;
Εξάλλου, όπως τόνιζε ο Λαμπικά, η
χειρότερη βία δεν είναι η σωματική και ορατή βία, αλλά η βία που είναι
σύμφυτη στις σχέσεις εκμετάλλευσης, η βία που παράγει τη φτώχεια και καθιστά
περιττό ένα κομμάτι της ανθρωπότητας. Και μάλιστα, ο Λαμπικά θεωρούσε ότι τα
τελευταία χρόνια η «αιματηρή» βία υποτάσσεται ολοένα και περισσότερο στη
«σιωπηρή» βία, στην καθημερινή βία (ανεργία, φτώχεια, ευέλικτες εργασιακές
σχέσεις κλπ), και ότι σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο μετατρέπεται η οδύνη σε
αντι-βία. Με αυτήν την έννοια, η οδύνη είναι εξίσου πολύπλευρη όσο και η βία,
και δεν αφορά μόνο την άμεση και ορατή βία. Αναφερόμενος μάλιστα στο ΔΝΤ, ο
Λαμπικά έλεγε ότι είναι μια οργάνωση κακοποιών με εκατομμύρια θύματα, ενώ
αποκαλούσε «καπιταλιστική φυλακή» την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Επανάσταση και Δημοκρατία
Ο Λαμπικά δεν δεχόταν λοιπόν να
καταδικάσει και να αποκηρύξει τη βία των καταπιεσμένων. Προτιμούσε να
κατανοεί παρά να χλευάζει. Και αναφερόταν συχνά στα κείμενά του ειρωνικά σε
όσους σπεύδουν να αποκηρύξουν τη βία «απ’ όπου κι αν προέρχεται»,
επισημαίνοντας ότι πρακτικά μόνον η άκρα αριστερά (και μάλιστα όχι ολόκληρη)
δεν έχει ενδώσει στον φετιχισμό της μη βίας και στην συνακόλουθη εθελοδουλία.
Προφανώς, δεν αντικατέστησε τον φετιχισμό της μη βίας με τον φετιχισμό της
βίας. Τουναντίον, τόνιζε ότι αν σε μια αφόρητη κατάσταση (που βιώνεται και
αναγνωρίζεται ως τέτοια) η εξέγερση δεν βρει τον δρόμο της, και δεν
μετατραπεί σε επανάσταση, τότε θα περιοριστεί σε ένα ξέσπασμα αυθόρμητων και
αποσπασματικών ταραχών που θα είναι ευκολότερο να κατασταλούν από το σύστημα.
Το ζητούμενο ήταν πάντα για τον
Λαμπικά να ενοποιηθούν οι αντιστάσεις, να μαζικοποιηθούν και να εκφράσουν την
απαίτηση για δημοκρατία που διαπνέει τις μάζες. Έτσι εξάλλου όριζε τον
κομμουνισμό: μια δημοκρατία που ωθείται μέχρι την επανάσταση, και μια
επανάσταση που βασίζεται στη δημοκρατία των μαζών. Ο Λαμπικά γνώριζε καλά ότι
αυτός ο δρόμος είναι επίσης συνυφασμένος με την επαναστατική βία. Σημαίνει
αυτό ότι δεν υπάρχει άλλη δυνατότητα; Η απάντηση του Λαμπικά ήταν ξεκάθαρη:
μπορεί πράγματι, σε ορισμένες ιδιαίτερες περιπτώσεις, να υπάρχει δυνατότητα
επιλογής και σε αυτήν την περίπτωση είναι σαφώς προτιμότερη η ειρηνική δράση.
Την οποία όμως θα κληθούν να ακολουθήσουν εκείνοι ακριβώς που δεν φοβούνται
να επικαλεστούν την επαναστατική βία και όχι όσοι έχουν εξαρχής αποκηρύξει
«κάθε μορφής βία»: «Γνωρίσαμε μάλιστα, και ευχόμαστε να δούμε και στο μέλλον,
μη βίαιες επαναστάσεις. Προς μεγάλη χαρά όλων, και κυρίως εκείνων που δεν θα
φοβηθούν να επικαλεστούν την επαναστατική βία».
|
3. O Ζωρζ Λαμπικά και η βία: Προς μια θεωρία της απελευθερωτικής βίας
- Κουβελάκης Στάθης
- 13.07.2014
Από τις εκδόσεις Εκτός Γραμμής (ένα νέο και ελπιδοφόρο
εκδοτικό εγχείρημα, στο χώρο της κριτικής, ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής
Αριστεράς) κυκλοφορεί αυτές τις μέρες το βιβλίο του Ζωρζ Λαμπικά «Η βία; Ποια
βία;», σε μετάφραση Χρήστου Βαλλιάνου και Τάσου Μπέτζελου. Ο Λαμπικά
(1930-2009), από τους σημαντικότερους γάλλους κομμουνιστές φιλοσόφους,
εξετάζει, σε αυτή τη συλλογή δοκιμίων, την πολλαπλότητα των μορφών βίας,
θέλοντας να αναδείξει τη δυνατότητα μιας νέας επαναστατικής πολιτικής. Αρνείται
να αποκηρύξει τη βία «απ' όπου κι αν προέρχεται», διαχωρίζει τις μορφές της,
επισημαίνει τις πραγματικές διαστάσεις της στον σύγχρονο καπιταλιστικό κόσμο
και τονίζει ότι για τους καταπιεσμένους η βία δεν αποτελεί απλώς αντικείμενο
επιλογής (ή αποκήρυξης) αλλά ενίοτε μοναδικό μέσο που διαθέτουν για να
υπερασπιστούν την αξιοπρέπεια και τη ζωή τους. Το βιβλίο παρουσιάζεται την Τετάρτη
16 Ιουλίου, στις 8 μ.μ. στον κήπο του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων (Ερμού
134-136). Θα μιλήσουν: Γιώργος Λιερός (συγγραφέας, δημοτικός σύμβουλος
Χαλανδρίου), Δημήτρης Μπελαντής (νομικός, συγγραφέας), Κώστας Ράπτης
(δημοσιογράφος, εκδόσεις Εκτός Γραμμής). Θα ακολουθήσει ποτό και μουσική στον
κήπο. Δημοσιεύουμε στη συνέχεια αποσπάσματα από το Επίμετρο του Στάθη
Κουβελάκη.
του Στάθη Κουβελάκη
Η κατηγορηματική καταδίκη της βίας σε «όλες τις μορφές
της» και, κυρίως, «απ' όπου κι αν προέρχεται» αναμφίβολα θεωρείται στις μέρες
μας θέση που χαίρει ευρύτατης, σχεδόν αυτονόητης, αποδοχής. Μόνη παραφωνία στη
χορωδία αυτής της συναίνεσης, η απόλυτη και σχεδόν ακατονόμαστη ετερότητα του
«τρομοκράτη» ή του «ακραίου». Εδώ όμως τα πράγματα αρχίζουν και περιπλέκονται.
Διότι η πραγματική λειτουργία του τείχους που υψώνεται για την αντιμετώπιση της
εμφανιζόμενης απειλής πολύ σύντομα αποκαλύπτεται πως είναι η αέναη, και όχι
ιδιαίτερα φιλική, προτροπή προς την ομοφωνία, γεγονός που υποδηλώνει ότι η
επιδιωκόμενη συναίνεση είναι πολύ πιο προβληματική απ' όσο αρχικά
(αυτο)παρουσιάζεται. Εδώ ίσως βρίσκεται και η βάση της ταυτόχρονης επέκτασης
ενός ολόκληρου μηχανισμού που δεν στηρίζεται μόνο στις παραινέσεις αλλά κυρίως
στην καταστολή, δηλαδή στη χρήση βίας, ή τουλάχιστον στη δυνατότητα προσφυγής
σε αυτήν. Εδώ πρόκειται βέβαια για τη θεσμικά κωδικοποιημένη, δηλαδή την
«έννομη» βία, αυτήν που ασκείται στο πλαίσιο του σύγχρονου φιλελεύθερου
«κράτους δικαίου»· ενός κράτους, ωστόσο, που βλέπουμε να διολισθαίνει σταθερά
προς μορφές «κράτους εξαίρεσης» και που όλο και περισσότερο στηρίζεται σ' ένα
πλέγμα ανομολόγητων και έκνομων πρακτικών, από τη γενικευμένη ηλεκτρονική
παρακολούθηση των προσωπικών δεδομένων (που κάνει το φακέλωμα της μετεμφυλιακής
Ελλάδας να μοιάζει με εφηβικό χόμπι...) έως τις «έκτακτες μεταγωγές ύποπτων
τρομοκρατών» από τη Δύση σε τρίτες χώρες, όπου υποβάλλονται σε βασανιστήρια.
Η παραπάνω διαπίστωση μας οδηγεί, επομένως, σ' ένα
πρώτο συμπέρασμα σχετικά με τον κυρίαρχο λόγο περί βίας: ο λόγος αυτός αποτελεί
μέρος ενός μηχανισμού άμεσος σκοπός του οποίου υποτίθεται πως είναι η
αντιμετώπιση του φορέα της βίας, και απώτερος δηλωμένος στόχος η εξάλειψη του
φαινομένου ως τέτοιου, αλλά που βασικό του αποτέλεσμα είναι η απόκρυψη της
ίδιας της λειτουργίας του. Για να το πούμε διαφορετικά, η κρατική βία είναι η
«κανονική», η φυσιολογική» βία, που ασκεί το κράτος ως κάτοχος του μονοπωλίου
της νόμιμης χρήσης της. Όταν δε εκτός από «νόμιμη» η βία αυτή εμφανίζεται και
«νομιμοποιημένη», δηλαδή υπό «κανονικές συνθήκες» ευρύτερα αποδεκτή, τότε
καθίσταται κυριολεκτικά αόρατη. Αυτό υποδηλώνει και η τόσο συχνά
επαναλαμβανόμενη στις μέρες μας ρήση περί «καταδίκης της βίας απ' όπου κι αν
προέρχεται», στην οποία το «απ' όπου» σημαίνει απλώς απ' όποια θέση δεν
βρίσκεται εντός της περιμέτρου της κρατικής βίας […].
Αυτή η «αορατοποίηση» της κρατικής βίας δεν στρέφεται
όμως μόνον εναντίον όσων αναγνωρίσιμων (ατομικών ή συλλογικών) υποκειμένων
ασκούν μια πρακτική που χαρακτηρίζεται (προφανώς από το κράτος και τους
ιδεολογικούς μηχανισμούς) «βίαιη», δηλαδή εναντίον όσων υποκειμένων ασκούν την
«υποκειμενική βία», όπως θα την ονομάσει ο Λαμπικά. Αφορά, θα λέγαμε μάλιστα
αφορά κυρίως, φαινόμενα όπως οι αυτοκτονίες, οι απολύσεις, η φτώχεια, οι
εξώσεις, η ανεργία, τα εργατικά ατυχήματα, με δυο λόγια αφορά τη «συνηθισμένη»
βία, που είναι συνυφασμένη με τις υπάρχουσες κοινωνικές σχέσεις, την απρόσωπη
«συστημική βία», σύμφωνα με τον όρο που υιοθετεί με τη σειρά του και ο Λαμπικά.
Γι' αυτό και η θέση περί «καταδίκης της βίας απ' όπου κι αν προέρχεται»
ισοδυναμεί πρώτα και κύρια με έγκριση της διπλής βίας του κράτους και του
συστήματος, στην οποία έρχεται μάλιστα να προστεθεί η συμβολική βία της
καταδίκης όσων (θεωρούνται ότι) εξεγείρονται βίαια (με ή χωρίς εισαγωγικά)
εναντίον αυτής της βίας.
Αυτά είναι λοιπόν τα πρώτα παράδοξα της βίας ή μάλλον
αυτά τα παράδοξα φαντάζουν τέτοια μόνον εντός του πλαισίου που ορίζει η
κυρίαρχη ιδεολογία. Με άλλα λόγια, η συζήτηση περί βίας είναι το κατεξοχήν
απωθημένο του κυρίαρχου λόγου. Συνεπώς, δεν είναι τυχαίο που βρέθηκε για
δεκαετίες στο επίκεντρο του προβληματισμού ενός μαρξιστή στοχαστή όπως ο Ζωρζ
Λαμπικά, ο οποίος είχε αποφασίσει να στρέψει την αιχμή της κριτικής του
πρωτίστως στους «δυνατούς κρίκους» της κυρίαρχης ιδεολογίας, αρχίζοντας από την
κατηγορία της «ισότητας», η οποία αποτελεί το βάθρο της υποδειγματικής μορφής
της αστικής ιδεολογίας, που είναι το δίκαιο.
Ο αχανής χαρακτήρας του θέματος, καθώς και η
ασυγκράτητη πολυσημία του ίδιου του όρου [«βία»], τον καθιστούν πραγματική
πρόκληση για τη θεωρητική προσπάθεια. Είναι, με μια έννοια, αδύνατον να μιλήσει
κανείς για τη βία «ως τέτοια». Η όποια απόπειρα προσέγγισης μοιάζει
καταδικασμένη να αστοχήσει και το αντικείμενό της κινδυνεύει διαρκώς να
ξεγλιστρά προς άλλες κατευθύνσεις, θέτοντας υπό αίρεση όλους τους ορισμούς και
τις κατηγοριοποιήσεις. […] Θεμελιακή θέση του Λαμπικά, και αφετηρία όλης της
σκέψης του για το θέμα είναι ότι «η βία δεν είναι έννοια», ότι υπάρχει και
μπορεί να γίνει κατανοητή μόνον «εν καταστάσει», εντός μιας ιστορικά
διαμορφωμένης συγκυρίας. Ως πρακτική, η βία χαρακτηρίζεται από τη ριζική
διασπορά της, την οποία οφείλει να ακολουθήσει και κάθε άξιος λόγου στοχασμός
που την αφορά […].
Η βία υποδηλώνει μεν το εγγενές χάσμα του συμβολικού
πεδίου εντός του οποίου εγγράφονται οι ιστορικά δοσμένες σχέσεις κυριαρχίας, ο
Γάλλος μαρξιστής θα αναδείξει δε τον καθοριστικό ρόλο του κράτους, άρα και του
δικαίου, στη διαδικασία επιβολής του κανόνα. Θα σταθεί επίσης με μεγάλη
συστηματικότητα στην άλλη όψη του νομίσματος, δηλαδή στον τρόπο με τον οποίο
γίνεται αντιληπτή η βία διαμέσου της οξυμένης υποκειμενοποίησης του μηχανισμού
και του τρόπου άσκησής της. Η υποκειμενοποίηση της βίας αφορά τόσο την πλευρά
του αποδέκτη, του «αθώου θύματος», που δικαιούται την αμέριστη κατανόηση και
συμπαράστασή μας, όσο και την πλευρά του δράστη, του άξιου κάθε καταδίκης φορέα
της άλογης παραβατικότητας. Αυτή ακριβώς η «προφάνεια» της συγκεκριμένης στάσης
την καθιστά αποτέλεσμα της κυρίαρχης ιδεολογίας ως νομικής ιδεολογίας,
συγκροτητικής του σύγχρονου «κράτους δικαίου». Το δίκαιο εμφανίζει ως
παραβατική και βίαιη πρακτική κάθε απόκλιση από τον νομικό κανόνα στον βαθμό
ακριβώς που ο κανόνας αποτελεί την υπό την αιγίδα του κράτους ρηματοποίηση των
κοινωνικών σχέσεων και τη μετατροπή τους σε κανόνες δικαίου. Για να το πούμε
διαφορετικά, η εκφορά του νόμου ταυτόχρονα προϋποθέτει και ορίζει την παράβασή
του, άρα διαμορφώνει ως ένα σημείο και τους τρόπους με τους οποίους αυτή
εκδηλώνεται.
Το δίκαιο δεν αποτελεί επομένως το Άλλο της
παραβατικότητας αλλά, όπως μας δίδαξαν ο Φουκώ και ο Πουλαντζάς, το ίδιο το
μέσο με το οποίο αυτή συγκροτείται και μετασχηματίζεται ανάλογα με τη συγκυρία.
Γι' αυτόν τον λόγο, και αντίθετα απ' ό,τι ισχυρίζεται η Χάννα Άρεντ και
γενικότερα η φιλελεύθερη σκέψη, το δίκαιο δεν αποτελεί άρνηση ή έστω αναχαίτιση
της βίας αλλά κωδικοποίησή της, χάραξη και διαρκή μετατόπιση τόσο των ορίων όσο
και των τρόπων άσκησής της -- μέσω της συγκέντρωσης της «νόμιμης» χρήσης της
στα χέρια του κράτους και των μηχανισμών του. Γι' αυτό και το ιστορικό του
αποτέλεσμα δεν είναι ο τερματισμός, ή έστω η υποχώρηση της βίας, αλλά, ακόμη
και σε συνθήκες «κανονικότητας» (σε μη εμπόλεμη κατάσταση και όταν η πολιτική
εξουσία δεν παίρνει τη μορφή «κράτους εξαίρεσης»), η ολόπλευρη απόκρυψη της
βίας, ειδικότερα της «αντικειμενικής» ή, ακριβέστερα, της «δομικής» βίας του
συστήματος […].
*Ο Στάθης Κουβελάκης διδάσκει
πολιτική φιλοσοφία στο King's College, στο Λονδίνο.
4. Στον καιρό της βίας... George Labica, Η βία; Ποια βία; (Βιβλιοκριτική)
|
Τεύχος
128, περίοδος: Ιούλιος - Σεπτέμβριος 2014
|
Στον καιρό της βίας...
George Labica, Η βία; Ποια βία;
(μετ. Χρήστος Βαλλιάνος και Τάσος
Μπέτζελος,
πρόλογος - επίμετρο Στάθης
Κουβελάκης,
Αθήνα: Εκδόσεις Εκτός Γραμμής,
2014, σσ. 206.)
του Παναγιώτη Σωτήρη
Ζούμε στην εποχή της καταδίκης της
βίας εναντίον όλων, από τη βία εναντίον των ανθρώπων μέχρι τη βία εναντίον
του τελευταίου έμβιου όντος. Και όμως την ίδια στιγμή η πραγματική βία, από
αυτούς που δηλώνουν ότι καταδικάζουν τη βία αυξάνεται. Από τα μη επανδρωμένα
αεροπλάνα που με ιδιαίτερη συχνότητα θα αναλάβουν να πραγματοποιήσουν τις
εξωδικαστικές δολοφονίες που οι ΗΠΑ επισήμως αναλαμβάνουν, μέχρι τους
συνεχιζόμενους «πολέμους κατά της τρομοκρατίας», την αυξανόμενη
στρατιωτικοποίηση των δυνάμεων καταστολής, την αύξηση των περιθωρίων άμεσης
“βιοπολιτικής” παρέμβασης επί σωμάτων, την κατακόρυφη αύξηση όλων των μορφών
περιορισμών στην ελεύθερη κίνηση, τις βίαιες απαγορεύσεις διαδηλώσεων, τις
περιφραγμένες πόλεις, συχνά με ένοπλους φρουρούς, την τεράστια αύξηση των
ιδιωτικών στρατών, είτε με τη μορφή των «επίσημων» εταιριών υπηρεσιών
ασφαλείας (ένας τεράστιος κλάδος παγκοσμίως) και των εταιριών μισθοφόρων,
είτε με τη μορφή των ιδιωτικών στρατών των μεγάλων εγκληματικών οργανώσεων,
με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τις μεγάλες συμμορίες στο Μεξικό. Η βία,
στην πραγματικότητα, σήμερα ξεχειλίζει από διάφορους πόρους μέσα στις
σύγχρονες κοινωνίες.
Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και το
Χόλυγουντ, αυτό το ιδιότυπο αντηχείο – ενίοτε και δοκιμαστικός σωλήνας – των
κοινωνικών, πολιτικών και ιδεολογικών πρακτικών, σήμερα δεν επενδύει τόσο στη
βία των «κακών» όσο σε μια αυτοαναφορική και εντυπωσιακά πλεονάζουσα βία από
τη μεριά του κράτους. Το πιο ανησυχητικό, για να δώσουμε ένα παράδειγμα, στο
πρόσφατο πορνογράφημα Zero Dark Thirty,
είναι ότι όλη η ταινία λειτουργεί όχι απλώς ως μια νομιμοποίηση της τελικής,
καθόλου ηρωικής και εξαιρετικά κυνικής και «επαγγελματικής» εκτέλεσης του
Μπιν Λάντεν, αλλά ως μια διεστραμμένη υποβολή μιας διαρκούς προσμονής γι’
αυτήν, ως εάν να αποτελεί την απωθητική αλλά και επιθυμητή ερωτική κορύφωση.
Την ίδια στιγμή όλη η πρόσφατη περίοδος της οικονομικής κρίσης και της
τρέχουσας απόπειρας για μια φυγή προς τα εμπρός ενός ακόμη πιο βίαιου
νεοφιλελευθερισμού, αναδεικνύει ακόμη περισσότερο τη σιωπηλή (και κάποιες
φορές όχι και τόσο σιωπηλή) βία του σύγχρονου καπιταλισμού, αναδεικνύοντας
έναν πυρήνα βίαιου εξαναγκασμού και απαλλοτρίωσης που ποτέ δεν αναιρέθηκε. Οι
χρηματοπιστωτικές φούσκες μετασχηματίστηκαν στη βία των μαζικών εξώσεων στις
ΗΠΑ και στην Ισπανία. Οι πολιτικές λιτότητας εξωθούν στην Ελλάδα αλλά και
συνολικά στον ευρωπαϊκό Νότο εκατομμύρια ανθρώπων στην εξαθλίωση και αρκετούς
από αυτούς είτε στην αυτοκτονία είτε στο θάνατο εξαιτίας της κατάρρευσης των
συστημάτων υγείας και κοινωνικής προστασίας. Οι πολιτικές της Ευρώπης -
Φρούριο, η περίφημη λογική της «απώθησης» των μεταναστών και των προσφύγων
δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια προσπάθεια για βίαιη απομάκρυνσή τους, με
συνειδητό σχεδιασμό για θανατηφόρα περιστατικά βύθισης και πνιγμών, ώστε να
μαθευτούν και να αποτρέψουν όσους άλλους θα ήθελαν να έρθουν.
Είναι σαφές επομένως ότι η βία δεν
έχει πάψει να αποτελεί στοιχείο του τοπίου μας. Αντίθετα, θα μπορούσε κανείς
να πει ότι η ίδια η εξέλιξη των όρων άρθρωσης της ηγεμονίας, η απουσία
οποιουδήποτε θετικού προτάγματος για τις υποτελείς τάξεις, αυτή η ακραία
εκδοχή παθητικής επανάστασης που μπορεί να υποσχεθεί μόνο τη «συλλογική
ενοχή», αναγκαστικά απαιτεί πολύ περισσότερο βίαιη αντιμετώπιση των υποτελών
τάξεων και των πρακτικών τους. Δεν είναι τυχαίο ότι στις ΗΠΑ η εξέλιξη και
εξάπλωση των αστυνομικών πρακτικών, σε αντίστροφη δυναμική με τις κοινωνικές
παροχές, αποτελεί μια κατεξοχήν προσπάθεια βίαιης κατασταλτικής αντιμετώπισης
της φτώχειας και συνολικά των υποτελών τάξεων. Δεν είναι απλώς ότι τις αντιμετωπίζουν
υπό ένα πρίσμα «επικινδύνων τάξεων», όσο ότι αναγκαστικά (αυτο)περιορίζεται η
ίδια η οπτική τους, η ίδια η ματιά τους, είτε κανείς ορίζεται εντός του
πλαισίου, είτε αποτελεί μια δυνάμει βίαιη και προς καταστολή παρέκκλιση.
Όλα αυτά φτιάχνουν ένα τοπίο βίας
και μέσα στα κείμενά του ο Λαμπικά αναδεικνύει με ιδιαίτερα οξύ τρόπο όλες
αυτές τις εκφάνσεις μιας τέτοιας βίας. Και έχει ενδιαφέρον το όλο του σχήμα.
Καταρχάς ο Λαμπικά αρνείται να
δώσει ένα μονοδιάστατο ορισμό της βίας. Η βία ορίζει ένα σύνολο πρακτικών και
μορφών πάντα εν καταστάσει, μέσα σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο. «Η βία,
ακραία μορφή της οποίας θεωρείται συχνά η τρομοκρατία, δεν μπορεί να θεωρηθεί
έννοια. Δεν μπορεί να εγκλειστεί σε ένα μονοδιάστατο ορισμό. Οι μορφές της
διαφέρουν σε τέτοιο βαθμό ώστε είναι αδύνατο και ίσως αυθαίρετο να τους
αποδώσουμε ένα κοινό παρονομαστή». (σ. 33-34) Αυτό για τον Λαμπικά έχει
ορισμένες εξειδικεύσεις.
α) Η βία συνδέεται με την οδύνη
και υπάρχει μόνο σε ένα συγκεκριμένο και κάθε φορά καθορισμένο από τη συγκυρία
πλαίσιο.
β) Χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή,
ιδίως εάν μιλάμε για τον καπιταλισμό, στις δύο αλληλοδιαπλεκόμενες μορφές
βίας: τη βία που αφορά την ίδια την καπιταλιστική παραγωγή, τη βία της ίδιας
της συσσώρευσης, που δεν είναι ποτέ ένα απλό «συναινετικό» συμβόλαιο
εργασίας, αλλά μια βίαιη απαλλοτρίωση και ιδιοποίηση, μια συγκρουσιακή
κοινωνική σχέση, αλλά και την πολιτική βία της κρατικής εξουσίας που
ταυτόχρονα εγγυάται και εξασφαλίζει την αναπαραγωγή και δραστικότητα της
πρώτης βίας.
γ) Και είναι αυτή η διαλεκτική που
κατά τον Λαμπικά παραγνωρίζει ο κλασικός μαρξιστικός οικονομισμός. Αντίθετα,
για τον Λαμπικά όχι μόνο δεν πρέπει να υποτιμήσουμε αυτή την πλευρά της βίας
της συσσώρευσης αλλά και να αναδείξουμε τη μορφή παροξυσμού που παίρνει
σήμερα.
Αυτός είναι ο λόγος που μιλάω για
μετατόπιση της βίας από τις πίσω αίθουσες των μπιστρό στα διοικητικά
συμβούλια, στα επιτελεία και τα πολιτικά γραφεία των υπουργών. Το ΔΝΤ, για να
περιοριστούμε σε αυτόν τον διεθνή οργανισμό, επικεφαλής του οποίου τέθηκε πρόσφατα
ένας γάλλος σοσιαλιστής, δεν είναι τίποτα άλλο από μια πραγματική ένωση
κακοποιών, τα θύματα της οποίας ανέρχονται σε εκατομμύρια (σ. 70).
Για τον Λαμπικά η αντιτρομοκρατική
υστερία και όλο το φάσμα των ειδικών ρυθμίσεων δεν είναι τίποτα άλλο παρά η προσπάθεια
νομιμοποίησης αυτής της πολιτικής, αλλά και έμπρακτα όλων των μορφών βίαιης
αντιμετώπισης των κινημάτων και των αντιστάσεων. Με τα λόγια του ίδιου, «το
δίκαιο αναστέλλει το δίκαιο» (σ. 72). Άλλωστε, πλευρά των ρυθμίσεων αυτών
είναι και η εξασφάλιση της ατιμωρησίας των κυριάρχων. Ειδική πλευρά όλων
αυτών και μια ανοιχτά λογοκριτική πρακτική:
«Η
λογοκρισία και οι απαγορεύσεις πλήττουν μέχρι και τις λέξεις: ο ιμπεριαλισμός
είναι αποδεκτός, όχι όμως και η εκμετάλλευση· αντί του καπιταλισμού
γίνεται λόγος για παγκοσμιοποίηση· αντί των αλλοτριώσεων
γίνεται λόγος για ανισότητες· αντί του λαού για πολίτες·
αντί των τάξεων για κοινότητες κλπ.» (σ. 73).
Για τον Λαμπικά η «σιωπηλή βία»
αυξάνεται στην πραγματικότητα και ένα από τα πρώτα καθήκοντα είναι να την
ανακαλύψουμε, να την αποκαλύψουμε, να τη δούμε εκεί όπου προσπαθούν να μας
πείσουν ότι δεν είναι ορατή.
«Ωστόσο, η πραγματική βία [...]
εκτείνεται επίσης στο εργοστάσιο που βρίσκεται στην αιχμή της τεχνολογίας,
στα ανακαινισμένα κεντρικά γραφεία μιας μεγάλης τράπεζας, στο πετρελαιοφόρο
διπλού κύτους, στην εκμετάλλευση του διαγονιδιακού καλαμποκιού, στα ταμεία
των σουπερμάρκετ, στα στάδια όλων των αθλημάτων και τις ολυμπιακές πισίνες,
στο πληροφοριακό κέντρο νιοστής γενεάς, ή στο συγκρότημα πολυτελών κατοικιών
[...] Η βία βασιλεύει στους θεσμούς της παγκόσμιας διακυβέρνησης, στη
Διοίκηση του ΝΑΤΟ, στις πολυεθνικές των τροφίμων, των φαρμάκων και της μόδας.
Κρύβεται στην κρατική εκδικητικότητα που επιφυλάσσει στους πολιτικούς
κρατούμενους μια τύχη χειρότερη από εκείνη των κρατούμενων του κοινού
ποινικού δικαίου, στις αποφάσεις για πάγωμα των μισθών, για την επιβάρυνση
της συμμετοχής των ασφαλισμένων στην κοινωνική ασφάλιση, ή στις αποφάσεις για
την εγκατάσταση ραντάρ ή καμερών παρακολούθησης … Έχει το πρόσωπο των σταρ
και των παρουσιαστών των τηλεοπτικών σόου, που πουλάνε σαν όνειρο την
κουλτούρα των Ντίσνεϊλαντ, το πρόσωπο του δημοσιογράφου της “πληροφόρησης”
που παραπληροφορεί και αποβλακώνει» (σ. 76-77).
Ουσιαστικά, στο σχήμα του Λαμπικά
η βία γίνεται ταυτόχρονα το κοινό στοιχείο για όλες τις σύγχρονες μορφές
εξαναγκασμού και καπιταλιστικής ισχύος, είναι το κοινό στοιχείο που επιτρέπει
να εξετάσουμε από κοινού πλευρές της ίδιας συγκυρίας, της ίδια ιστορική φάση,
μια σειρά από φαινόμενα από την παγκοσμιοποίηση και τον πόλεμο κατά της
τρομοκρατίας μέχρι τις καθημερινές μορφές επιτήρησης και τις πειθαρχικές
πρακτικές των σύγχρονων κρατών.
Όμως, το πιο βασικό για τον
Λαμπικά δεν είναι απλώς να απαριθμήσει τις μορφές της βίας, εμφανούς και
σιωπηλής στο σύγχρονο κόσμο. Ο Λαμπικά κυρίως θέλει να αποδομήσει την άρνηση
της βίας, την απαίτηση, εν μέσω όλης αυτής της βίας, να καταδικαστεί «η βία
από όπου και εάν προέρχεται», δηλαδή να καταδικαστούν οι ίδιες οι πρακτικές
αντίστασης και διεκδίκησης χειραφέτησης από τη μεριά των υποτελών τάξεων, σε
όλες τις μορφές που μπορεί αυτό να παίρνει. Στην πραγματικότητα είναι η
απώθηση, η αποσιώπηση και η διαγραφή οποιασδήποτε αναφοράς στη δυνατότητα
μιας επαναστατικής πολιτικής. Δεν είναι τυχαίο έτσι ότι στέκεται τόσο πολύ στην
καταδίκη της βίας από τη μεριά αριστερών και κομμουνιστικών κομμάτων, ως ένα
κατεξοχήν στοιχείο που αποτυπώνει την τάση τους για ενσωμάτωση και αποδοχή
του πλαισίου της παγκοσμιοποίησης και του «υπαρκτού νεοφιλελευθερισμού».
Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και
ο διάλογος και η πολεμική του απέναντι σε όσες απόψεις προσπάθησαν κυρίως να
θεμελιώσουν το ασυμφιλίωτο ανάμεσα σε οποιαδήποτε πολιτική της χειραφέτησης
και τη βία, από τον Μπαλιμπάρ μέχρι το Φαούστο Μπερτινότι. Αυτή άλλωστε είναι
μια οικεία πολεμική: είναι η πολεμική ότι το ιστορικό κομμουνιστικό και
επαναστατικό κίνημα είχε υπερτιμήσει τη βία, δεν αντιλαμβανόταν ότι με την
επιμονή σε μια βίαιη ανατροπή εργαλειοποιεί τη βία και αφήνει ένα ίχνος που
διαστρέφει την προοπτική της χειραφέτησης. Στην πραγματικότητα αυτή η
πολεμική παραπέμπει σε μια νεοκαντιανή αντίληψη περί της αναγκαίας ομολογίας
ανάμεσα σε μέσα και σκοπούς. Εάν θέλουμε μια κοινωνία ισότητας, ισονομίας και
δικαιοσύνης αυτή δεν μπορούμε να τη χτίσουμε με τη βία. Και βέβαια, αυτό στο
στόχαστρο βάζει την ίδια την εμπειρία του ιστορικού κομμουνιστικού κινήματος.
Είναι η λογική ότι απέτυχε η ΕΣΣΔ γιατί ξεκίνησε βίαια. Αυτό μοιάζει να είναι
το σχήμα. Αφήνοντας κατά μέρος ότι στην επαναστατική περίοδο της αστικής
τάξης ακόμη και οι εκπρόσωποί της αναγνώριζαν την αξία της βίας (ήταν ο
Τζέφερσον που είπε ότι το «αίμα των τυράννων ποτίζει το δέντρο της
ελευθερίας»), το βασικό με αυτή τη θέση είναι ότι αποτελεί προκαταβολική
άρνηση οποιασδήποτε έννοιας επαναστατικής πολιτικής. Γι’ αυτό και στρέφεται ενάντια
σε τέτοιες απόψεις ο Λαμπικά.
Το κλειδί στην απάντηση του
Λαμπικά είναι ακριβώς η αδυναμία να ορίσουμε τη βία, η αδυναμία να δώσουμε
ένα γενικευτικό ορισμό στη βάση του οποίου να συγκροτήσουμε και την καταδίκη
της. «Η βία δεν αποτελεί έννοια. Ο όρος παραπέμπει σε ένα πλήθος
μορφές, από τις αιματηρές ως τις ειρηνικές, από τη βόμβα μέχρι την
εργοστασιακή πειθαρχία, από τον φόνο που διαπράττει κάποιος μαινόμενος μέχρι
την ύπαρξη του συστήματος, δηλαδή τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Κατά
συνέπεια, δεν υπάρχει βία παρά εν καταστάσει» (σ. 49). Σε αυτή τη βάση δεν
μπορεί να οριστεί και εύκολα ποια είναι η βία που πρέπει να καταδικαστεί.
Ο Λαμπικά ούτε εργαλειοποιεί ούτε
ιεροποιεί τη βία. Όπως λέει χαρακτηριστικά, η βία δεν είναι επιλογή (σ.
52), ενώ μας υπενθυμίζει ότι πολλές φορές οι καταπιεσμένοι προφανώς και
προτιμούν «μη βίαιες» μορφές πάλης, αλλά και είναι έτοιμοι να αντισταθούν με
όποιο μέσο χρειάζεται. Αυτό επιβάλλει τη «διάκριση μεταξύ βίας των
κυρίαρχων και βίας των κυριαρχούμενων» την ίδια στιγμή που η
«κρατική τρομοκρατία δεν
πρέπει να συγχέεται με την τρομοκρατία που την αντιπαλεύει και η οποία
αποκαλείται αντίσταση. Η Ιντιφάντα, με όλες τις μορφές της, συνιστά
κατ’ ουσίαν απάντηση στην κατοχή και επιτρέπει στον παλαιστινιακό λαό να
στέκεται όρθιος. Η ιρακινή αντίσταση υποχρέωσε τον ιμπεριαλισμό σε ήττα» (σ.
53).
Εδώ ας μας επιτραπεί μια ακόμη
παρατήρηση. Από πολλές πλευρές γίνεται προσπάθεια να παρουσιαστούν, σε έναν
ανθρωπολογικό πυρήνα τους, όλες οι μορφές βίας ως ισότιμες, ως όλες εξίσου
βάναυσες. Όντως υπάρχει κάτι το σκληρό π.χ. στο να χτυπήσεις ή να σκοτώσεις
κάποιον, όμως δεν υπάρχει καμιά σύγκριση ανάμεσα στο γερμανό γραφειοκράτη που
έκανε μαθηματικούς υπολογισμούς για τη βέλτιστη αναλογία ανάμεσα στον όγκο
του θαλάμου αερίων και την ποσότητα αερίου, τον Μακναμάρα, υπουργό Άμυνας των
ΗΠΑ στη διάρκεια του πολέμου του Βιετνάμ, που ξεκίνησε την καριέρα του
κάνοντας ποσοτικές προβλέψεις για τον αριθμό θυμάτων από μαζικούς βομβαρδισμούς
και σχεδίαζε τις αποστολές βομβαρδιστικών ώστε να είναι πιο θανατηφόρες, τους
χειριστές των μη επανδρωμένων αεροπλάνων που πανηγυρίζουν επειδή μόλις
βομβάρδισαν ένα χωριό στο Αφγανιστάν, και τον αντάρτη ή τον «τρομοκράτη».
Στους πρώτους υπάρχει ένας κυνισμός που δεν θα τον βρούμε στους δεύτερους.
Αξίζει τον κόπο να δούμε την
τοποθέτηση του Λαμπικά σε αντιπαράθεση με τα βασικά υποδείγματα που έχουν
προταθεί σε σχέση με την ερμηνεία της βίας στο πλαίσιο της σύγχρονης
ριζοσπαστικής κοινωνικής θεωρίας. Από τη μια έχουμε όλη την προβληματική που
προέρχεται από την αντίληψη του Φουκώ για την πειθαρχική εξουσία και τον
παραγωγικό χαρακτήρα τους, αντίληψη αναμφίβολα γόνιμη, ιδίως εάν αξιοποιηθεί
για την ερμηνεία του ρόλου της βίας και του εξαναγκασμού μέσα στην καπιταλιστική
συσσώρευση, και η οποία παρότι εντοπίζει τη διαρκή δραστικότητα των
αντιστάσεων, εντούτοις δεν κατορθώνει να θεωρητικοποιήσει το χειραφετητικό
χαρακτήρα της βίας των υποτελών. Από την άλλη, το νήμα που από τον Μπένγιαμιν
καταλήγει στον Αγκάμπεν και που ταυτόχρονα επιμένει στον εξοντωτικό χαρακτήρα
της βίας των κυριάρχων αλλά και το μεσσιανικό χαρακτήρα που μπορεί να έχει η
βία των υποτελών, άποψη που έχει τον κίνδυνο μιας μεταφυσικής της βίας και
προς τις δύο κατευθύνσεις. Αντίθετα, η τοποθέτηση του Λαμπικά κατορθώνει να
συνδυάζει όλες τις βασικές πλευρές της βίας: Εντοπίζει τόσο την «παραγωγική»
διάσταση της βίας σε σχέση με τη συσσώρευση όσο και τη βαναυσότητα της βίας
των κυριάρχων, την ίδια στιγμή που τονίζει και αποδέχεται και τη δυνατότητα
μιας βίας των υποτελών που να είναι χειραφετητική.
Άλλωστε, το βασικό για τον Λαμπικά
είναι ακριβώς να υπερασπιστεί την έννοια της επαναστατικής βίας και
κατ’ επέκταση της ίδιας της επαναστατικής πολιτικής. Αυτό είναι και το
κεντρικό θέμα του μεγαλύτερου από τα δοκίμιά του που περιλαμβάνονται στο
σχολιαζόμενο βιβλίο.
Για τον Λαμπικά η επανάσταση είναι
μια τάση του πραγματικού εγγεγραμμένη μέσα στην ίδια την καθημερινότητα των
καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Επομένως το ερώτημα της επανάστασης
προκύπτει μέσα από την ίδια την όξυνση των αντιθέσεων και των ανισοτήτων μέσα
στο σύγχρονο κόσμο. Ο συγγραφέας προσφέρει μια εντυπωσιακή παράθεση των
μορφών που παίρνει αυτή η συνολική επιδείνωση των κοινωνικών συνθηκών σε όλο
τον κόσμο, αποδεικνύοντας ταυτόχρονα μια μοναδική ικανότητα να παρουσιάζει
μέσα στην ίδια παράγραφο τη θέση των προλεταρίων στη Δύση, με τις νέες μορφές
ελαστικής εργασίας, την κατάσταση και την ένταση της εκμετάλλευσης μέσα στον
παγκόσμιο Νότο, με τον Παλαιστίνιο ή τον Ιρακινό αντάρτη. Δείγμα εάν θέλετε
ενός πραγματικού διεθνιστή –της πράξης όπως έδειξε η στάση του απέναντι στο
εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα στην Αλγερία – που ταυτόχρονα δεν παρέλειπε να
σημειώνει ότι το πεδίο όπου κατά κύριο λόγο διεξάγεται η ταξική πάλη είναι το
εθνικό κράτος. Γι’ αυτό το λόγο και προσφέρει μια εκτεταμένη και ιδιαίτερα
καυστική σε κάποια σημεία αποτίμηση και παρουσίαση της καθεστωτικής
μετάλλαξης των περισσότερων κομματιών της Αριστεράς. Το ερώτημα επομένως της
επανάστασης είναι η μόνη εφικτή λύση απέναντι στη σύγχρονη πραγματικότητα. «Αν
αντιθέτως, θεωρούμε απαραίτητη την αλλαγή προκειμένου να εξορκίσουμε τους
θανατηφόρους κινδύνους της “νέας παγκόσμιας τάξης πραγμάτων ” ,
δεν θα μπορέσουμε να αποφύγουμε εφεξής την παραδοχή ότι η εναλλακτική δεν
βρίσκεται πίσω μας, αλλά μπροστά μας. Και ότι απαιτεί να επανεξετάσουμε το
μοναδικό δρόμο που παραμένει ανοιχτός, το δρόμο που μας προσφέρει η έννοια
της επανάστασης.» (σ. 133-4). Εξ ου και το κάλεσμά του να αποκτήσει
ξανά η έννοια της επανάστασης την οξύτητά της.
Για τον Λαμπικά, η επανάσταση
είναι μια κατά βάση δημοκρατική διαδικασία. Είναι η πραγμάτωση της
δημοκρατίας, ιδίως εάν δεν ξεχνάμε ότι ο φιλελευθερισμός, παλιός και νέος,
παραμένει ένας μεγάλος πολέμιος της δημοκρατίας, είναι ο αντίπαλος της λαϊκής
δημοκρατικής διεκδίκησης. Αυτό δεν έχει σχέση μόνο με την αυταρχική του τάση,
έχει να κάνει με τον τρόπο που σήμερα διεκδικεί να καταστρέψει ακόμη και
πολιτισμούς και τρόπους έκφρασης, την ίδια τη γλώσσα και ό, τι μπορούσε να
σημασιοδοτήσει. Ουσιαστικά για τον Λαμπικά ο φιλελευθερισμός υπονομεύει την
ίδια την πολιτική. Απέναντι σε αυτό η διεκδίκηση της δημοκρατίας και της
ισότητας ουσιαστικά σημαίνει να χαράξουμε εκ νέου μια έννοια επαναστατικής
πολιτικής. Μόνο που αυτό δεν σημαίνει ούτε επανάληψη ούτε μοντέλα, αλλά αναμέτρηση
με την ίδια την αντιφατικότητα και την πρωτοτυπία της συγκυρίας. «Να
εμπιστευτούμε την ιστορία σημαίνει να αναγνωρίσουμε κάτι πασιφανές, ότι
δηλαδή οι καταστάσεις αλλάζουν, ότι οι επαναλήψεις σπανίζουν και ότι οι
έννοιες οφείλουν να ανταποκρίνονται στην κίνηση του πραγματικού. Οι
κοινωνικές τάξεις μαθαίνουν» (σ. 146). Άλλωστε. «η επαναστατική
διαδικασία δεν είναι αντικείμενο διαταγμάτων και το πρόγραμμά της υπάρχει
μόνο στη δράση της» (σ. 147).
Πρέπει να θέσουμε τις βάσεις της
δημοκρατίας εκεί όπου αυτή είναι ακόμα άγνωστη, να την εδραιώσουμε εκεί όπου
είναι αδύναμη ή πρόσφατη, για να την αποκαταστήσουμε εκεί όπου έχει
κακοποιηθεί, να την υπερασπιστούμε εκεί που δέχεται επιθέσεις, να τη
διευρύνουμε εκεί όπου είναι ισχυρή, και τέλος να μην σταματήσουμε να την
πηγαίνουμε «μέχρι τέλους», εφόσον έχει διανοιχτεί ο επαναστατικός δρόμος (σ.
148).
Μόνο που αυτή η διεκδίκηση μιας
σύγχρονης εκδοχής της δημοκρατίας ως διεκδίκησης επαναστατικής ανατροπής
απέναντι στη βία του πλανητικού καπιταλισμού, σημαίνει και αποδοχή της
αναγκαιότητας, του αναπόφευκτου της επαναστατικής βίας. Και αυτή η βία, η βία
της αντίστασης και της διεκδίκησης της χειραφέτησης, η βία της επαναστατικής
χειραφέτησης, είναι μια βία απελευθερωτική.
Προέρχεται από τον στερημένο, το
φτωχό, τον αποκλεισμένο, όλους αυτούς που «δεν αντέχουν άλλο», και για τους
οποίους όλοι οι δρόμοι διαφυγής είναι αποκλεισμένοι. Η νεαρή Παλαιστίνια που
με την αυτοσχέδια βόμβα της ανατινάσσεται σε μια ντισκοτέκ του Ισραήλ
σκοτώνει λιγότερους «αθώους αμάχους» απ’ όσους θα σκότωνε εάν είχε υπό τον
έλεγχό της μια μπουλντόζα, ένα τανκ, ή ένα αεροπλάνο οπλισμένο με πυραύλους,
ή επίσης αν ήταν σκυμμένη πάνω σ’ ένα χάρτη επιτελείου σε κάποιο αρχηγείο. Η
δική της τεχνολογία είναι το σώμα της. Δεν διαθέτει παρά μόνο τη ζωή της για
να υπερασπιστεί τη γη που θέλουν να της κλέψουν. Δικαίως ο λαός τη θεωρεί
ηρωίδα. Το όνομά της θα αναγράφεται στο μνημείο που θα εγερθεί στο κέντρο της
Αλ Κουντς, της πρωτεύουσας του μελλοντικού της κράτους. Όσο και εάν η
κυρίαρχη βία παριστάνει την πληττόμενη, μιλώντας για «αντίποινα», στην
πραγματικότητα η βία των κυριαρχούμενων είναι απλώς απάντηση και ποτέ
πρωτοβουλία. Σύμφωνα με την εύστοχη διατύπωση του Ζαν Ζενέ η βία του
καταπιεσμένου είναι απελευθερωτική, η βία του καταπιεστή είναι βαναυσότητα
(σ. 176-177).
Από όλα αυτά μπορούμε να βγάλουμε
κρίσιμα συμπεράσματα. Οποιαδήποτε λογική γενικής καταδίκης της βίας υποτιμά,
πρώτα από όλα, ότι αναγκαστικά η αντίσταση στη συστημική βία του σύγχρονου
καπιταλισμού ενέχει ένα στοιχείο βίας: Η περιφρούρηση μιας απεργίας, η
απόκρουση των απεργοσπαστών, η επανακατάληψη μιας πλατείας, το να κλειστεί
ένα αφεντικό στο γραφείο του, όπως γίνεται στη Γαλλία, το να πέσει το δίκτυο
ενός πανεπιστημίου για να μη γίνει μια παρωδία «ηλεκτρονικής ψηφοφορίας», το
να διαλυθεί η συνεδρίαση ενός δημόσιου οργάνου (πειθαρχικό και ποινικό
αδίκημα πλέον), το να καταστραφούν οι μπουλντόζες που θα κόψουν ένα δάσος για
να γίνει ένα μεταλλείο, το να μην ανοίξει ένα μαγαζί μια Κυριακή, η
αντιπαράθεση με τις στρατιωτικοποιημένες δυνάμεις καταστολής, είναι μερικά
παραδείγματα. Επιπλέον, πλευρές της ίδιας της υλικότητας της αστικής εξουσίας
συνεπάγονται ότι αυτό που κλασικά ορίστηκε ως «συντριβή του αστικού κράτους»
δεν μπορεί παρά να είναι βίαιο, την ίδια στιγμή που οποιοδήποτε βήμα κοινωνικού
μετασχηματισμού αναγκαστικά θα χρειαστεί να αναμετρηθεί με το ενδεχόμενο και
βίαιης αντίδρασης από τη μεριά του συνασπισμού εξουσίας.
Όμως, στη σχέση ανάμεσα στον
κοινωνικό μετασχηματισμό και τη βία αναδεικνύονται πραγματικές αντιφάσεις και
κίνδυνοι. Καταρχάς οφείλουμε να επιμείνουμε ότι η βία δεν μπορεί παρά να
αποτελεί εξαίρεση. Οποιαδήποτε εκδοχή κανονικοποίησης και
συστηματοποίησης της βίας εκ των πραγμάτων ενέχει το μετασχηματισμό της σε
συμμετρική εκδοχή εξουσιαστικών μορφών (και αυτή είναι η διάκριση
επαναστατικής και κρατικής τρομοκρατίας). Χρησιμοποιώντας για παράδειγμα την
εμπειρία της Σοβιετικής Ένωσης αυτό είναι το χάσμα που χωρίζει τα όποια
έκτακτα μέτρα της περιόδου του Εμφυλίου Πολέμου από τη συστηματική κρατική
βία των εκκαθαρίσεων της δεκαετίας του 1930. Και γι’ αυτό το λόγο χρειάζεται
να επιμένουμε στη διάκριση ανάμεσα σε κοινωνική και πολιτική βία και ένοπλη
δράση, όπου η δεύτερη αποτελεί οριακή εκδοχή που προϋποθέτει ένα ανέβασμα της
ταξικής πάλης στα όρια της αποσταθεροποίησης, διαφορετικά είναι αλυσιτελής.
Έπειτα, η βία δεν μπορεί ποτέ να είναι αυτοσκοπός αλλά να υποτάσσεται σε ένα
πολιτικό αποτέλεσμα οριζόμενο σε συνάρτηση με τη συνείδηση, την επιλογή, την
πρακτική των ίδιων των λαϊκών μαζών, φροντίζοντας παράλληλα να λογοδοτεί προς
αυτές. Ακόμη, η επαναστατική βία δεν μπορεί να είναι εργαλειακή,
λογική που στο όριό της καταλήγει στην αντίληψη των «παράπλευρων απωλειών»,
αλλά θα πρέπει να βλέπει ότι σκοπός και μέσα οφείλουν να είναι σε διαλεκτική
σχέση. Η βία δεν μπορεί να είναι ποτέ μόνο «καταστρεπτική», θα πρέπει να έχει
και το στοιχείο της οικοδόμησης, της δημιουργίας, της διαμόρφωσης
εναλλακτικών κοινωνικών σχέσεων, ακριβώς όπως στις υπαρκτές εμπειρίες λαϊκών
στρατών ποτέ ο «πόλεμος» δεν ήταν η κυρίαρχη πολιτική λειτουργία. Τέλος, η
βία δεν μπορεί παρά να είναι δημοκρατική, με την έννοια ότι θα πρέπει
να είναι επιλογή των ίδιων των υποκειμένων και όχι να προωθείται στο όνομά
τους.
Η τοποθέτηση του Λαμπικά έχει μια
επικαιρότητα και μέσα στη δική μας συγκυρία. Η πρωτοφανής ακολουθία του
«παλλαϊκού ξεσηκωμού» από το 2010 και μετά, με το σχεδόν εξεγερσιακό
χαρακτήρα της, κλόνισε το πολιτικό σύστημα, διαμόρφωσε πλευρές μιας συνθήκης
ηγεμονικής κρίσης, έβαλε το θέμα μιας πολιτικής ακολουθίας, που θα μπορούσε
να ανοίξει το δρόμο ακόμη και για επαναστατικές ανατροπές.
Το ερώτημα που τέθηκε και τίθεται
είναι εάν και σε ποιο βαθμό θα υπάρξει μια αναγκαστικά βίαιη σύγκρουση με όσα
οδήγησαν στη συνθήκη καταστροφής: τη βία του χρέους, το θεσμικό εκβιασμό της
ΕΕ και του ευρώ. Αφορά, ακόμη, την επιμονή σε μια «συντακτική διαδικασία» που
θα διαμορφώσει άλλα περιθώρια δημοκρατικού κοινωνικού ελέγχου αλλά και ένα
«μεταβατικό» πρόγραμμα που θα συγκρούεται με τη συστημική βία του
«εμπεδωμένου νεοφιλελευθερισμού», θα αποτελεί «παραβίαση των κανόνων» και θα
προϋποθέτει μια υπερβάλλουσα ισχύ του λαϊκού παράγοντα. Μέρος αυτής της
προσπάθειας είναι και το ξεδίπλωμα μαζικών αγώνων και μαζικών κινηματικών
«τετελεσμένων γεγονότων».
Οποιαδήποτε προσπάθεια για την
αναμέτρηση με αυτά τα ερωτήματα, για την αριστερή αναμέτρηση με τις
πραγματικές δυνατότητες της συγκυρίας, θα πρέπει να αποδεχτεί ότι με τον έναν
ή τον άλλο τρόπο μιλάμε για μια διαδικασία που έχει το στοιχείο της βίαιης
σύγκρουσης, της ρήξης, της επικαιρότητας μιας πρωτότυπης επαναστατικής
διαδικασίας.
Σε μια τέτοια κατεύθυνση οι
οριοθετήσεις που βάζει ο Λαμπικά, αυτή η όμορφη και σημαντική μορφή του
ευρωπαϊκού μαρξισμού και του γαλλικού κομμουνιστικού κινήματος, παραμένουν
παραπάνω από επίκαιρες.
Η συγκεκριμένη έκδοση, πέραν της
πολύ καλής μετάφρασης του Χρήστου Βαλλιάνου και του Τάσου Μπέτζελου,
περιλαμβάνει και εισαγωγή και επίμετρο από το Στάθη Κουβελάκη, που προσφέρουν
μια εξαιρετικά τεκμηριωμένη παρουσίαση τόσο της πολιτικής και θεωρητικής
διαδρομής του Λαμπικά, αναδεικνύοντας όχι μόνο τη συνεισφορά του στη
θεωρητική προσέγγιση του ζητήματος της βίας, αλλά και τη σημαντική παρέμβαση
που είχε τόσο στη μεταπολεμική μαρξιστική συζήτηση, όσο και στην αναζήτηση
μιας αριστερής απάντησης στην κρίση του κομμουνιστικού κινήματος. Ταυτόχρονα,
αναδεικνύεται και το σημαντικό ήθος ενός ανθρώπου που δεν υπήρξε ποτέ απλώς
«διανοούμενος» αλλά πάντα πρώτα και κύρια αγωνιστής. Και αυτό είναι ίσως το
πιο σημαντικό. Όπως παρατηρεί ο Στάθης Κουβελάκης στην κατακλείδα της
παρουσίασης που κάνει για τη ζωή και το έργου του Λαμπικά: «Γι’ αυτό και
σήμερα, σε μια εποχή που εμφανίζονται συνάμα καινούργιες δυνατότητες και
τρομακτικοί κίνδυνοι για το εγχείρημα της ανθρώπινης απελευθέρωσης, έχουμε
τόσο ανάγκη όχι μόνο το έργο του, αλλά εξίσου, τολμάμε να πούμε, και το
υποδειγματικό του θάρρος» (σ. 29).
|
Για τη σύνθεση Υπομνήματα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.