του Κώστα Κυριάκη // *
Θεωρία του Λόγου, Δημιουργικές Εφαρμογές, Εκδόσεις Gutenberg. 320 σσ.
Το
2008 – 2009 αποτελεί το «αφετήριον έρμα» για την ανάπτυξη της
λογο-θεωρίας στην Ελλάδα. Την περίοδο αυτή μεταφράζονται στα ελληνικά
σημαντικά βιβλία για τη θεωρία και τη μεθοδολογία της Ανάλυσης Λόγου
(π.χ. Ανάλυση Λόγου. Θεωρία και Μέθοδος των Phillips & Jørgensen, Η
έννοια του λόγου του Howarth, κ.ά.) και εκδίδεται το σχετικό βιβλίο του
Κύρκου Δοξιάδη (Ανάλυση Λόγου. Κοινωνικο-Φιλοσοφική Θεμελίωση)1, τα
οποία σηματοδοτούν τη «στροφή στο λόγο» στην ελληνική βιβλιογραφία της
κοινωνικής και πολιτικής θεωρίας. Στα χρόνια που ακολουθούν η
βιβλιογραφία της λογο-θεωρίας διαρκώς εμπλουτίζεται με νέες θεωρητικές
και εμπειρικές μελέτες, απότοκα κυρίως μεταπτυχιακών και
διδακτορικών διπλωματικών διατριβών, αλλά και εντατικού ερευνητικού
ενδιαφέροντος σε ιδιαίτερα επιστημονικά πεδία, καθιστώντας τη
λογο-θεωρία ένα διεπιστημονικό διάβημα2. Παράλληλα, η διεξαγωγή ημερίδων
και συνεδρίων με θέμα τη θεωρία του λόγου –αλλά και η ίδρυση του
Δικτύου Ανάλυσης Πολιτικού Λόγου (www.democritics.net/discourse-analysis/) – ενισχύουν και εμπεδώνουν την ηγεμονία του λόγου στις κοινωνικές, πολιτισμικές και πολιτικές επιστήμες.
Το βιβλίο Θεωρία του Λόγου. Δημιουργικές Εφαρμογές έχει την αφετηρία
του ακριβώς σε μια τέτοια ημερίδα, η οποία διεξήχθη στο Πανεπιστήμιο της
Θεσσαλίας το 2012 (www.ece.uth.gr)
και η οποία αποτέλεσε το έναυσμα της παρούσας έκδοσης. Πρόκειται,
ωστόσο, για εμπλουτισμένες μορφές εκείνων των εισηγήσεων, συμπληρωμένες
και με άλλες συμβολές από επιστήμονες που θεραπεύουν το πεδίο
(χαρακτηριστική η συμβολή του κειμένου του Κύρκου Δοξιάδη, το οποίο
είναι η επεξεργασμένη μορφή της εισήγησής του σε μια άλλη ημερίδα για
την ανάλυση λόγου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, το 2010, www.greek language.gr)3.
Σκοπός του βιβλίου, όπως προεξαγγέλλεται από τους επιμελητές της
έκδοσης (Α. Κιουπκιολής, Υ. Κοσμά και Γ. Πεχτελίδης), «είναι να
καταστήσει τη «θεωρία του λόγου» προσιτή μέσα από συγκεκριμένα
παραδείγματα ανάλυσης από διάφορα πεδία […] που εκτείνονται από την
εκπαίδευση και τη νεότητα μέχρι το φύλο, την εθνότητα, την πολιτική και
τις λαϊκές κουλτούρες», επιχειρώντας να γεφυρώσουν με το συγκεκριμένο
τόμο τη θεωρία με τις εφαρμογές της, επειδή «η αξία μιας θεωρίας
αναδεικνύεται στη χρήση της, δηλαδή όταν εφαρμόζεται στην πράξη».
Από τη γλώσσα στη ρηματική/συναισθηματική στροφή
Από τη δεκαετία του 1970 εκδιπλώνεται προοδευτικά στις κοινωνικές,
πολιτισμικές και πολιτικές επιστήμες μια σειρά εργασιών και θεωρητικών
τοποθετήσεων, που συνδεόμενες με το ευρύτερο ρεύμα του μεταδομισμού,
σημειώνουν μια σημαντική αλλαγή, η οποία έχει περιληπτικά αποδοθεί ως
«στροφή στο λόγο». Σε αυτή τη στροφή και στην επακόλουθη ανάπτυξη και
διάδοση των θεωριών του λόγου συνέβαλαν αποφασιστικά σημαντικές
εξελίξεις και αλλαγές σε κοινωνικό, πολιτισμικό, πολιτικό και
επιστημονικό-θεωρητικό επίπεδο, όπως για παράδειγμα τα γεγονότα που
ακολούθησαν το γαλλικό Μάη του ’68, η συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας, η
ανάπτυξη σημαντικών κοινωνικών κινημάτων, η αμφισβήτηση του
επιστημονικού παραδείγματος του δομισμού και η μετα-δομιστική κριτική
των κλειστών και συγκεντρωτικών δομών, διάφορες μετατοπίσεις στο
εσωτερικό της μαρξιστικής θεωρίας, η ριζοσπαστικοποίηση της γκραμσιανής
έννοιας της «ηγεμονίας», η ανάδυση του θεωρητικού πεδίου του
μετα-μαρξισμού, όπως εκφράστηκε κυρίως από τους Ernesto Laclau και
Chantal Mouffe αλλά και γενικότερα από τη Σχολή του Έσσεξ, κ.ά. (βλ. το
εισαγωγικό κεφάλαιο της παρούσας έκδοσης).
Παράλληλα, οι φιλοσοφικές εξελίξεις, που αφορούσαν στη διάλυση της
ψευδαίσθησης της αμεσότητας πρόσβασης στα πράγματα αυτά καθαυτά, ήταν
εκείνες που οδήγησαν στη διάνοιξη του δρόμου ώστε οι ρηματικές
διαμεσολαβήσεις να πάψουν να είναι απλώς παράγωγες και να καταστούν
συστατικές στη διαμόρφωση της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας. Η
λογο-θεωρία, λοιπόν, άσκησε κριτική στην ιδέα ενός «πλήρως
συγκροτημένου ατόμου, φορέα μιας οικουμενικής ανθρώπινης ουσίας» και
συνεπώς αμφισβήτησε ριζικά την ιδέα ότι το «άτομο» ή η «αλήθεια» ή ο
«ορθός λόγος» είναι η αφετηρία της κοινωνικής, πολιτισμικής και
πολιτικής ανάλυσης, εφόσον αυτές συγκροτούνται από στρατηγικές σχέσεις
εξουσίας στο πεδίο του λόγου και μέσω αυτών. Σε αυτή την κριτική κρίσιμη
υπήρξε και η συνεισφορά της φροϋδικής και λακανικής ψυχανάλυσης για τη
συγκρότηση της ταυτότητας.
Από τη δεκαετία του 1980 το «ερευνητικό πρόγραμμα» της θεωρίας του
λόγου, όπως σημειώνει ο Καρακατσάνης, μεγεθύνεται μέσω μιας «θετικής
ευρετικής» (Lakatos)4, δηλαδή της συνομιλίας και του πειραματισμού του
«σκληρού πυρήνα» του προγράμματος με διαφορετικές φιλοσοφικές,
θεωρητικές και μεθοδολογικές οπτικές με αποτέλεσμα τον εμπλουτισμό του
ίδιου του πυρήνα. Πράγματι, όπως σημειώνει στο δικό του κείμενο ο Γ.
Σταυρακάκης, η θεωρία του λόγου συνομιλεί γόνιμα και δημιουργικά με τη
(λακανική) ψυχανάλυση ώστε να καταδείξει ότι σημαντικές και
μακροπρόθεσμες ηγεμονικές ταυτίσεις (εθνικισμός, λαϊκισμός κ.ά.)
απαιτούν όχι μόνο μεταφορικές συμπυκνώσεις αλλά και καθεκτικές
επενδύσεις, δηλαδή συμβολικές συναρθρώσεις και πραγματικές,
συναισθηματικές, επενδύσεις5. Η συναρθρωτική πρακτική της σημασιοδότησης
χρειάζεται επομένως ως συμπλήρωμα την κινητοποίηση της (λακανικής)
απόλαυσης (jouissance).
Συνεπώς, η λογο-θεωρία, όπως κάθε θεωρητική-πολιτική παράδοση είναι
μια εν εξελίξει δουλειά, ανοικτή και επιδεκτική διαρκών ανανεώσεων, μέσω
της δημιουργικής άντλησης και προσαρμογής στοιχείων από άλλες συναφείς
σχολές σκέψης – αυτός είναι άλλωστε ο δρόμος που ακολουθεί η θεωρία του
λόγου και η σχετική παραγωγή της Σχολής του Έσσεξ.
Το εννοιολογικό οπλοστάσιο της θεωρίας του λόγου και οι εμπειρικές του εφαρμογές
Τα κείμενα που αποτελούν τη Θεωρία του Λόγου. Δημιουργικές Εφαρμογές
αφορούν σε συγκεκριμένα παραδείγματα ανάλυσης από διαφορετικά
επιστημονικά πεδία, κάνοντας παραδειγματική χρήση του θεωρητικού και
εννοιολογικού οπλοστασίου της ανάλυσης λόγου6.
Ειδικότερα, ο τόμος αποτελείται από εννέα κείμενα συν την εισαγωγή, η
οποία πιστώνεται από κοινού στους επιμελητές. Το εισαγωγικό κείμενο
αφορά σε μια γενεαλογία της θεωρίας του λόγου. Εστιάζεται, αρχικά, στο
πέρασμα από το δομισμό στο μεταδομισμό, ή καλύτερα από τη γλώσσα στο
λόγο –δηλαδή όχι μόνο στα καθαυτά λεγόμενα, αλλά και στο τι μπορεί να
ειπωθεί και από ποιον σε μια δεδομένη κοινωνία. Σε αυτό το πλαίσιο,
εξετάζεται η θεωρία του λόγου στο Foucault, η οποία μέσα από τη
συνάρθρωση της αρχαιολογικής ανάλυσης με τη γενεαλογία παρέχει ένα
χρήσιμο εργαλείο διερεύνησης των μηχανισμών της εξουσίας. Στο έργο του
Foucault γνώση και εξουσία αλληλεξαρτώνται και ένας από τους στόχους των
κειμένων του βιβλίου είναι να καταδείξουν αυτή τη σχέση. Στη συνέχεια,
εξετάζεται η θεωρία του λόγου στους Laclau & Mouffe, οι οποίοι
επεκτείνουν το πεδίο του λόγου ώστε να περιλάβει όλες ανεξαιρέτως τις
κοινωνικές πρακτικές, ταυτίζοντας τους λόγους και τις ρηματικές
πρακτικές με τα συστήματα των κοινωνικών σχέσεων. Και αυτό το σημείο
είναι η differentia specifica της λογο-θεωρίας των Laclau & Mouffe
από τη θεωρία του λόγου στον Foucault ή σε άλλες προσεγγίσεις της
ανάλυσης λόγου (π.χ. στην κριτική ανάλυση λόγου του Fairclough). Οι
Laclau & Mouffe θεωρούν ότι η ηγεμονία είναι η κατ’ εξοχήν πολιτική
διαδικασία με την οποία δημιουργούνται κοινωνικοί σχηματισμοί μέσω της
ανταγωνιστικής αναμέτρησης ανάμεσα σε διαφορετικές συναρθρώσεις. Ωστόσο,
επειδή το εννοιολογικό και μεθοδολογικό οπλοστάσιο της ηγεμονικής
θεωρίας κινείται σε ένα υψηλό επίπεδο αφαίρεσης θα πρέπει να συμπληρωθεί
με έννοιες και μεθοδολογικά εργαλεία από άλλες συναφείς σχολές σκέψης.
Όπως ήδη σημείωσα παραπάνω τα κείμενα του παρόντος τόμου κινούνται προς
αυτή την κατεύθυνση, χρησιμοποιώντας ένα ευρύ φάσμα μεθοδολογικών
εργαλείων και εννοιών που συμπληρώνουν τη λογο-θεωρία.
Η συνεισφορά των επιμέρους συγγραφέων στον τόμο αφορά σε ειδικότερα
ζητήματα από ιδιαίτερα επιστημονικά πεδία. Στο κείμενο του Δοξιάδη
εξετάζονται ορισμένα θεμελιώδη ζητήματα της φουκωικής σκέψης, αναφορικά
με το λόγο και πώς η γενεαλογία συμπληρώνει την αρχαιολογία στο ύστερο
έργο του. Έτσι, η αρχαιολογική μέθοδος, συμπληρωμένη και εμπλουτισμένη
από τη γενεαλογική διάσταση, αποτελεί τη βάση για μια προσέγγιση της
ανάλυσης λόγου ως μεθοδολογίας. Στο πλαίσιο αυτό, η ιδιαιτερότητα του
λόγου αναδεικνύεται μέσα από τις τέσσερις θεμελιώδεις λειτουργίες του:
α) αντικείμενα, β) τρόποι εκφοράς, γ) έννοιες και δ) θεματικές, οι
οποίες περιγράφουν και το μεθοδολογικό σκελετό της προσέγγισής του.
Το κείμενο της Κοσμά εστιάζεται στην ιδεολογική λειτουργία του
κινηματογράφου και στις συνέπειες και στα αποτελέσματα που επιφέρει ο
κινηματογραφικός λόγος ως προς την κατασκευή εθνικών υποκειμένων και την
αναπαραγωγή σχέσεων εξουσίας. Ακολουθώντας τη μεθοδολογική προσέγγιση
του Foucault στην Αρχαιολογία της Γνώσης, όπως συστηματοποιήθηκε από τον
Δοξιάδη, αναφέρεται σε αντικείμενα (τον Οριενταλισμό), σε τρόπους
εκφοράς, σε έννοιες (το έθνος ως σώμα) και σε θεματικές (στις
αναπαραστάσεις των διατροφικών συνθηκών), έτσι ώστε να αναλύσει τον
τρόπο με τον οποίο κατασκευάζεται φιλμικά η έννοια της εθνικής
ταυτότητας και παράγεται ένας λόγος για την ετερότητα.
Το κείμενο του Πεχτελίδη εστιάζεται στους ρηματικούς τρόπους με τους
οποίους κατασκευάζεται η νεότητα και ο κίνδυνος στους δημοσιογραφικούς
λόγους της κρίσης. Στη συνέχεια προσεγγίζεται κριτικά η σχέση του
δημοσιογραφικού αυτού λόγου με τους λόγους της επιστήμης και της
πολιτικής, ως προς τις συνέπειές τους στον έλεγχο και στη διακυβέρνηση
των νέων προς καθορισμένους ηθικο-πολιτικούς και οικονομικούς στόχους.
Τέλος, διερευνάται η αλλαγή της ρητορικής και της στοχοθεσίας του
μοντέλου διακυβέρνησης της νεότητας, ενώ εξετάζονται κριτικά οι λόγοι
του κινδύνου στην ύστερη νεωτερικότητα, όπως αυτοί σχηματοποιούνται
στους δημοσιογραφικούς λόγους της κρίσης.
Η συμβολή του Ηλιάδη αφορά στο συνδυασμό της εμπειρικής έρευνας στις
πηγές με έννοιες της μεταδομιστικής θεωρίας του λόγου, όπως
η προβληματοποίηση, οι πολιτικές της ισοδυναμίας και της διαφοράς, η
εξάρθρωση, οι πολιτικές, κοινωνικές και φαντασιωτικές λογικές,
προκειμένου να εξετάσει τις συνθήκες δυνατότητας της ανάδυσης των
«διοικητικών ενοχλήσεων» στη Δυτική Θράκη. Οι τρόποι προβληματοποίησης
–οι λόγοι της ελληνικής διοίκησης για τη μειονότητα- ανάγονται σε
συγκεκριμένες κοινωνικές και πολιτικές λογικές, μέσω των οποίων
αναδύθηκαν πολιτικές διακρίσεων και αποκλεισμού στη Δυτική Θράκη.
Το κείμενο του Καρακατσάνη πραγματεύεται την ιστορία του Βραβείου
Ειρήνης και Φιλίας Αμπντί Ιπεκτσί (1979 – 2003), για να αναδειχθεί το
ζήτημα του πολιτικού μετασχηματισμού και της διαμόρφωσης νέων πολιτικών
γραμματικών, υπό το πρίσμα της θεωρίας «ανάδυσης/αλλαγής όψεων» και της
έννοιας της ηγεμονίας. Στη συνέχεια, εισηγείται την έννοια της δύσης
οπτικών για να ερμηνεύσει τις διαδικασίες που οδήγησαν στην εξαφάνιση
του βραβείου. Τέλος, προτείνεται ο εμπλουτισμός της λογο-θεωρίας και του
σχήματος της ανάδυσης και αλλαγής οπτικών της A. Norval μέσω των
θεωριών της ενσυναίσθησης και της ψυχανάλυσης.
Στόχος του επόμενου κειμένου, του Διακουμάκου, είναι να καταδειχθεί
πως ένα διαδικτυακό επεισόδιο ήσσονος σημασίας (ένα βίντεο με κάποιο
μήνυμα του τότε πρωθυπουργού Α. Σαμαρά κι ένα σατιρικό βίντεο που το
διακωμωδούσε) μπορεί να αναγνωσθεί, μέσω της ανάλυσης λόγου και της
έννοιας του μύθου, όπως εισήχθη στο ύστερο έργο του Barthes, ως ένα
καθαρό παράδειγμα της τρέχουσας πάλης για την ηγεμονία στην Ελλάδα.
Η ανάλυση του κειμένου του Κατσαμπέκη εστιάζεται στο «φαινόμενο
ΣΥΡΙΖΑ» μέσω μιας λογο-θεωρητικής προσέγγισης του λαϊκισμού
της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Γίνεται λόγος για τη σταδιακή «ενηλικίωση»
του λαϊκισμού του ΣΥΡΙΖΑ με σκοπό να περιγραφεί η υποχώρηση της αναφοράς
στο σημαίνον «νεολαία» και στην υιοθέτηση του συμπεριληπτικού
σημαίνοντος «λαός».
Το κείμενο του Κιουπκιολή εστιάζεται στη προσπάθεια μιας διαζευκτικής
σύζευξης των θεωρητικών σχημάτων της ηγεμονίας και του πλήθους των
Hardt & Negri, τα οποία ούτε ανάγονται το ένα στο άλλο, ούτε
συναιρούνται μέσω μιας διαλεκτικής σύνθεσης των αντιθέτων, αλλά
διατηρούν την αυτονομία, την ετερότητα και τις αντιθέσεις τους. Μέσα από
αυτή τη θεματική της διαζευκτικής σύζευξης, και πέρα από αυτή, το
κείμενο σκιαγραφεί ένα όραμα για τις «πολιτικές της ελευθερίας»7, το
οποίο προσβλέπει σε μια αγωνιστική ηγεμονία του πλήθους και εμπνέεται
παράλληλα και συνθετικά από αυτούς τους δυο διαφορετικούς
προσανατολισμούς, του ηγεμονικού συγκεντρωτισμού και της αυτόνομης
κινητοποίησης από τα κάτω.
Τέλος, το κείμενο του Σταυρακάκη μπορεί να θεωρηθεί ως η πρώτη
απάντηση της Σχολής του Έσσεξ στο βιοπολιτικό επιχείρημα, δηλαδή των μη
ηγεμονικών μηχανισμών της κυριαρχίας, στο πλαίσιο των οποίων, η εξουσία
υποτίθεται ότι δε μεσολαβείται από το λόγο, αλλά επιδρά άμεσα και
αποκλειστικά στο επίπεδο ενός συναισθηματικού (affective) πραγματικού.
Διαγράφει μια γενεαλογία αυτής της κριτικής στην ηγεμονία στο όνομα μιας
εκδίκησης του Πραγματικού, πρώτα από τη σκοπιά του υλιστικού
πραγματικού της οικονομίας και των ταξικών αγώνων και στη συνέχεια με
τους όρους έθους, του συναισθήματος και του πλήθους, επιχειρώντας να
αναδείξει χαρακτηριστικές πλευρές αυτής της σύγκρουσης που διεξάγεται σε
ρηματικό αλλά και συναισθηματικό επίπεδο. Έπειτα, επιδίδεται σε μια
αποδομητική ανάγνωση των επιχειρημάτων της μετα-ηγεμονίας, τονίζοντας τη
σημασία της διάκρισης που κάνει ο Laclau στο ύστερο έργο του ανάμεσα
στη μορφή μιας ρηματικής συνάρθρωσης και στη δύναμη της συναισθηματικής
της επένδυσης.
Το ζητούμενο της λογο-θεωρίας είναι να διερευνηθούν, σε κάθε ιστορική
συγκυρία, οι διαφορετικοί και ποικίλοι τρόποι που αλληλεπιδρούν και από
κοινού συγκροτούν υποκείμενα, αντικείμενα και κοινωνικο-πολιτικές
τάξεις, με σκοπό τη βαθύτερη κατανόηση της ιστορίας και της κοινωνικής
πραγματικότητας. Σε αυτό το πλαίσιο, όπως σημειώνει ο Ηλιάδης, η χρήση
εννοιολογικών εργαλείων διαμόρφωσε και συνεχίζει να διαμορφώνει τις
προϋποθέσεις για «την ανάπτυξη ενός εναλλακτικού οντολογικού πεδίου»
μέσω του οποίου μπορεί να εξηγηθούν κριτικά μια σειρά φαινομένων, στη
βάση της ριζικής ενδεχομενικότητας και της δομικής ανοικτότητας του
συστήματος των κοινωνικών σχέσεων και ταυτοτήτων.
Κλείνοντας, φρονώ ότι η Θεωρία του Λόγου. Δημιουργικές Εφαρμογές
αποτελεί ένα απαραίτητο βιβλίο – οδοδείκτη για όλους εκείνους που
επιθυμούν να δουν πώς μπορούν να εφαρμοστούν στην πράξη θεωρίες, έννοιες
και λογικές της λογο-θεωρίας σε ζητήματα αιχμής της κοινωνικής,
πολιτισμικής και πολιτικής θεωρίας.
- 1 Δοξιάδης, Κ. (2008). Ανάλυση Λόγου. Κοινωνικο-φιλοσοφική θεμελίωση. Αθήνα: Πλέθρον. Howarth, D. (2008). Η έννοια του λόγου. Μτφρ. Σ. Καναούτη. Αθήνα: Πολύτροπον. Phillips, L. & Jørgensen, M. (2009). Ανάλυση Λόγου. Θεωρία και Μέθοδος. Μτφρ. Α. Κιουπκιολής. Αθήνα: Παπαζήσης.
- 2 Έναν κατάλογο ερευνητικών πηγών σχετικά με την ανάλυση λόγου μπορεί να βρει κανείς εδώ: http://www.democritics.net/discourse (τελευταία πρόσβαση 22/6/2015). Επίσης, στο τέλος της εισαγωγής του παρόντος πονήματος παρατίθεται ενδεικτική βιβλιογραφία για τη θεωρία του λόγου.
- 3Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ημερίδα αυτή διοργανώθηκε με την ευκαιρία της κυκλοφορίας στα ελληνικά των βιβλίων των Phillips & Jørgensen (βλ. παραπάνω) αλλά και του βιβλίου των Potter & Wetherell για το Λόγο στην Κοινωνική Ψυχολογία (Potter, J. & Wetherell, M. (2009). Λόγος και Κοινωνική Ψυχολογία. Πέρα από τις στάσεις και τη συμπεριφορά. Μτφρ. Ε. Αυγήτα & Α. Τσονίδης. Αθήνα: Μεταίχμιο). Στο πεδίο της Κοινωνικής Ψυχολογίας θα κυκλοφορήσει δυο χρόνια αργότερα σε επιμέλεια Μποζατζή & Δραγώνα μια συλλογή κειμένων με το χαρακτηριστικό υπότιτλο: Η στροφή στον λόγο (Μποζατζής, Ν. & Δραγώνα, Θ. (Επιμ.) (2011). Κοινωνική Ψυχολογία. Η στροφή στον λόγο. Μτφρ. Ε. Αυγήτα & Α. Τσονίδης. Αθήνα: Μεταίχμιο).
- 4 Βλ. Πρόχειρα, Lakatos, I. (χ.χ.). Falsification and the Methodology of Scientific Research Programmes. A Methodology of Scientific Research Programmes. Διαθέσιμο στο: http://marxsite.com/LK1.htm (τελευταία πρόσβαση 22-6-2015).
- 5 Βλ. Laclau, E. (2004). Glimpsing the Future: A Reply. In S. Critchley & O. Marchart (Eds.) Laclau: A Critical Reader. (pp. 279 – 328). London: Routledge. Για αυτά τα επιχειρήματα θα μπορούσε κανείς να δει και στο Σταυρακάκης, Γ. (2012). Η Λακανική Αριστερά. Ψυχανάλυση, Θεωρία, Πολιτική. Μτφρ. Α. Κιουπκιολής. Αθήνα: Σαββάλας.
- 6 Ένα παρόμοιο εγχείρημα εμπειρικών εφαρμογών, στο οποίο δοκιμάζεται το θεωρητικό και μεθοδολογικό πλαίσιο της ανάλυσης λόγου, από τη διεθνή βιβλιογραφία, μπορεί να βρει κάποιος στο Howarth, D, Norval, A., & Stavrakakis, Y. (Eds.) (2000). Discourse Theory and Political analysis. Identities, Hegemonies and Social Change. Manchester: Manchester University Press.
- 7 Βλ. Κιουπκιολής, Α. (2011). Πολιτικές της Ελευθερίας. Αγωνιστική δημοκρατία, μετα-αναρχικές ουτοπίες και η ανάδυση του πλήθους. Αθήνα: Εκκρεμές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.