του Κυριάκη Κωνσταντίνου
Εισαγωγή
Θεωρητική μου αφετηρία σε αυτή την εργασία είναι ότι κάθε μοντέλο περιγραφής και ανάλυσης της γλώσσας που έχει προταθεί προϋποθέτει ιδεολογικές και αξιακές συνεπαγωγές, αφού ‘λειτουργεί’ μέσα σε ιστορικό πλαίσιο, από το οποίο διαλεκτικά επηρεάζεται και το επηρεάζει. Επομένως, τα γλωσσικά μοντέλα που παρουσιάζονται είναι εκφράσεις της εποχής τους και υπό αυτό το πρίσμα εξετάζονται.
Στο πρώτο μέρος της παρακάτω εργασίας επιχειρώ μια συνοπτική παρουσίαση των τριών μοντέλων περιγραφής και ανάλυσης της γλώσσας που προτάθηκαν στον 20ο αιώνα (Graddol 2001a) και αιτιολογώ γιατί η κοινωνιογλωσσολογία εντάσσεται στην παράδοση του κοινωνικού μοντέλου. Στο δεύτερο μέρος επιχειρώ να εξετάσω, ορισμένως, το αντικείμενο ενδιαφέροντος και τον τρόπο προσέγγισης των παραπάνω μοντέλων πάνω στο ίδιο γλωσσικό συμβάν, χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα μια συνομιλία μεταξύ ενός γιατρού και του ασθενούς του.
1. Τα τρία μοντέλα περιγραφής και ανάλυσης της γλώσσας στον 20ο αιώνα
Ο Graddol, 2001a, επιχείρησε να χαρτογραφήσει «τρεις αντιθετικούς τρόπους» προσέγγισης της γλώσσας, τρία «μοντέλα της γλώσσας» (Graddol 2001a: 19): το δομικό, το κοινωνικό και το μεταμοντέρνο.
1.1 Το δομιστικό μοντέλο
Το δομιστικό μοντέλο οργανώνεται γύρω από την έννοια της ‘δομής’, δηλαδή την εσωτερική οργάνωση, στη βάση ενός συνόλου κανόνων, μιας γραμματικής μονάδας (Κρύσταλ 2003: 128). Επιπλέον, η γλώσσα ‘συλλαμβάνεται’ ως σύστημα σημείων, τα οποία βρίσκονται σε σχέσεις αλληλοκαθορισμού μεταξύ τους (Robins 1989: 270), και επομένως το γλωσσικό σύστημα περιγράφεται και αναλύεται συγχρονικά «ως αυτοδύναμη οντότητα, μη προσδιοριζόμενη ή επηρεαζόμενη από εξωγλωσσικούς παράγοντες» (Αρχάκης & Κονδύλη 2004: 29).
Κύριος εκπρόσωπος του δομιστικού μοντέλου αναδείχτηκε ο Ferdinand de Saussure. Ο Saussure οργάνωσε τις ιδέες του για τη γλώσσα σε τρία επίπεδα (Robins 1989: 270). Πρώτο, διέκρινε τη μελέτη της γλώσσας σε δύο διαστάσεις: τη συγχρονική και τη διαχρονική. Θεώρησε ότι θα πρέπει να διακρίνει ακόμη την ‘εσωτερική’ από την ‘εξωτερική’ γλωσσολογία, ώστε η πρώτη να μελετά τη γλώσσα ως σύστημα, ενώ η δεύτερη να επικεντρώνεται στις χρήσεις της γλώσσας (Αρχάκης & Κονδύλη 2004: 28). Δεύτερο, υποστήριξε ότι κύριο αντικείμενο μελέτης της γλωσσολογίας πρέπει να είναι η δομή των σημείων. Σε αυτό το πλαίσιο διέκρινε δύο επίπεδα στη γλώσσα: τη langue και την parole. Η langue αποτελεί την καθορισμένη και αναλλοίωτη δομή της γλώσσας, δηλαδή το δίκτυο των σημείων που προσδιορίζει τη σημασία του κάθε σημείου, και η parole αποτελεί τις συγκεκριμένες πραγματώσεις της γλώσσας σε συγκεκριμένες περιστάσεις επικοινωνίας (Phillips & Jørgensen 2002: 10). Τρίτο, θεώρησε τη γλώσσα με όρους ‘εργοστασιακής’ μεταφοράς. Δηλαδή, η γλώσσα ‘συλλαμβάνεται’ ως ένα σύστημα από σημεία που μεταφέρουν νοήματα, μέσα από δύο, κύρια, ‘κυκλώματα’ (Saussure 1979). Το πρώτο αποδίδει αυθαίρετα σε ένα σημείο κάποιο νόημα μέσω μιας κοινωνικής σύμβασης (συνταγματική διάσταση) και το δεύτερο καθορίζει το νόημα των σημείων από τη σχέση διαφοράς τους με άλλα σημεία (παραδειγματική διάσταση) (Graddol 2001a: 23).
Η επικέντρωση της δομιστικής γλωσσολογίας στη συγχρονία και η πεποίθηση του Saussure ότι η langue παραμένει αμετάβλητη, ως απότοκο του νεοθετικισμού και των ιδεών του Durkheim (Boutet 1999: 20.Robins 1989: 270), περιόρισε ορισμένως το εύρος της δομικής προβληματικής. Το δομικό μοντέλο υιοθετεί την ύπαρξη ενός ‘κοινωνικού συμβολαίου’ ανάμεσα στους χρήστες της γλώσσας, ώστε όλες οι λέξεις να σημαίνουν τα ίδια πράγματα για όλους (Graddol 2001a: 29). Επομένως, αντικείμενο μελέτης γίνεται η γλωσσική ικανότητα «ιδανικών μεμονωμένων ομιλητών και ακροατών […], οι οποίοι ζουν σε μια ομοιογενή γλωσσική κοινότητα με αδιαφοροποίητο κώδικα, ανεπηρέαστοι από γραμματικώς μη συναφείς παράγοντες (π.χ. ψυχολογικούς και κοινωνικούς) (Αρχάκης & Κονδύλη 2004: 30). Έτσι, οι όποιες γλωσσικές μεταβολές που οφείλονται στην parole βρίσκονται έξω από τη ‘γλωσσική σύμβαση’ και δεν αποτελούν υλικό μελέτης της δομιστικής γλωσσολογίας, αφού αυτή μελετά τη γλώσσα ως σύστημα (Κρύσταλ 2003: 414). Συμπερασματικά, το δομικό μοντέλο ουσιαστικά δε μπορούσε να δώσει πειστικές απαντήσεις στο πρόβλημα της μεταβολής και εξέλιξης της γλώσσας (Δημητρίου 1983: 22), αφού οι στόχοι της γλωσσολογικής ανάλυσης δεν προϋπέθεταν τη συσχέτιση της γλώσσας με την κοινωνία (Αρχάκης & Κονδύλη 2004: 30).
1.2 Το κοινωνικό μοντέλο
Το 1978 ο Halliday θα σημειώσει τη στροφή της γλωσσολογίας προς μια άλλη κατεύθυνση με τη χαρακτηριστική φράση ότι οι γλωσσολόγοι επιτέλους έλαβαν υπόψη τους «ότι οι άνθρωποι μιλούν μεταξύ τους» (Halliday 1978, όπως αναφέρεται στον Graddol 2001a: 33). Η στροφή που σημειώνει ο Halliday είχε, πράγματι, τις ρίζες της στην ‘ανθρωπολογική γλωσσολογία’ των αρχών του 20ου αιώνα, και κυρίως στους Whorf, Sapir και Malinowski. Το ενδιαφέρον τους για τη σχέση της γλώσσας με τον πολιτισμό, τους οδήγησε στον συσχετισμό της μελέτης της γλώσσας με άλλες δραστηριότητες, ώστε να μπορέσουν να ερμηνεύσουν «το νόημα κάθε εκφωνήματος μέσα στα πραγματικά του συμφραζόμενα» (Malinowski 1935 όπως αναφέρεται στο Graddol 2001a: 32). Ήδη η αναφορά στο ‘νόημα’ οδηγεί μακριά από το δομιστικό μοντέλο και την έλλειψη ενδιαφέροντος για το νόημα (βλ. Bloomfield 1933). Αυτός, όμως, που διαμόρφωσε τη μεθοδολογία μελέτης έτσι ώστε να περιγραφεί και αναλυθεί η σχέση γλώσσας και κοινωνίας είναι ο Labov, 1972. Το κοινωνικό μοντέλο εκκινεί από τη θεωρητική αφετηρία ότι η δομή των γλωσσών καθορίζεται από τις λειτουργίες που επιτελούν στις εκάστοτε κοινωνίες (Αρχάκης & Κονδύλη 2004: 31). Επομένως, όλες οι γλωσσικές ποικιλίες πρέπει να μελετούνται σε σχέση με τα κοινωνικά συμφραζόμενα μέσα στα οποία χρησιμοποιούνται, αφού το νόημα είναι απότοκο της διάδρασης του κοινωνικού με το γλωσσικό. Σε αυτό το πλαίσιο, το κοινωνικό μοντέλο αντιπαραθέτει στη «μηχανιστική αντίληψη της επικοινωνίας» (Graddol 2001a: 28) του δομικού μοντέλου την έννοια της «επικοινωνιακής ικανότητας» και στην ομοιογένεια του γλωσσικού συστήματος την έννοια της «ποικιλότητας» (Αρχάκης & Κονδύλη 2004: 31).
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η επικοινωνιακή ικανότητα και η δυνατότητα επιλογής μιας γλωσσικής ποικιλίας έναντι άλλης, ανάλογα με την περίσταση, από έναν ομιλητή εκφράζει την κυρίαρχη ανθρωπιστική-φιλελεύθερη ιδεολογία της εποχής δράσης τον κύριων εκφραστών του κοινωνικού μοντέλου (Graddol 2001a: 35). Έτσι, το κοινωνικό μοντέλο διατηρεί πολλές από τις δομιστικές κατηγοριοποιήσεις της κοινωνίας, όπως για παράδειγμα ότι η κοινωνική ταυτότητα προσδιορίζεται από την ένταξη του ατόμου σε σαφώς προσδιορισμένες κοινωνικές ομάδες, οι οποίες διαμορφώνουν τον κοινωνικό χώρο (ό.π.π.).
1.3 Το μεταμοντέρνο μοντέλο
Αντικείμενο μελέτης του δομισμού είναι η langue, η αναλλοίωτη δομή της γλώσσας και όχι η parole, οι πρακτικές πραγματώσεις της langue. Σε αυτό το πλαίσιο είναι δύσκολο για τους δομιστές να ερμηνεύσουν τις αλλαγές της δομής. Ο μεταδομισμός αναγνωρίζει τη δυναμική της αλλαγής, τονίζοντας ότι η δομή εξαρτάται διαρκώς από τις συγκεκριμένες πραγματώσεις της. Έτσι, επιχειρεί την ενοποίηση της δομής και της πρακτικής πραγμάτωσής της σε μια διεργασία, στην οποία η δομή δεν αποτελεί μια βαθύτερη οντότητα, αλλά υφίσταται μόνο μέσα από τις πρακτικές της γλώσσας που την αναπαράγουν και τη μετασχηματίζουν (Phillips & Jørgensen 2002: 139). Τέλος, ο Halliday θα δημιουργήσει ένα ‘συστημικό λειτουργιστικό μοντέλο’ με σκοπό να μελετήσει τους τρόπους με τους οποίους διασυνδέονται η γλώσσα και τα συμφραζόμενα στην παραγωγή του νοήματος (Halliday 1978).
Ωστόσο, στο μεταμοντέρνο γλωσσικό μοντέλο το νόημα γίνεται το διακύβευμα της επικοινωνίας. Το νόημα διαρκώς ‘διαφεύγει’ έτσι ώστε να μπορούμε να πούμε μόνο το πώς σημαίνει ‘η γλώσσα’ και όχι τι σημαίνει (Graddoll 2001a: 38). Το ομιλούν υποκείμενο στο πλαίσιο της κοινωνικής συνδιαλλαγής και στη βάση της εμπειρίας του διαμορφώνει τη ‘γλώσσα’ και διαμορφώνεται από τη ‘γλώσσα’. Σε αυτό το πλαίσιο, το υποκείμενο του μεταμοντέρνου μοντέλου δεν παρουσιάζεται ορθολογικά προσδιορισμένο και ενοποιημένο, όπως στο κοινωνικό μοντέλο, αλλά ένα «εσωτερικά αντιφατικό […] και διαμορφωμένο από τον λόγο υποκείμενο» (Graddol 2001a: 38).
2. Η κοινωνιογλωσσολογία ως παράδειγμα του κοινωνικού μοντέλου περιγραφής της γλώσσας
Η κοινωνιογλωσσολογία μελετά τη διάδραση της γλώσσας με την κοινωνία. Ειδικότερα, μελετά, από τη μια, τη γλωσσική ποικιλότητα σε σχέση με την κοινωνική δομή και, από την άλλη, τις διαφορετικές κοινωνικές λειτουργίες της γλώσσας (το πώς, δηλαδή η γλωσσική ποικιλότητα σχετίζεται με την κοινωνική ποικιλομορφία) (Holmes 2008). Για να ανταποκριθεί στη διττή στόχευση η κοινωνιογλωσσολογία υιοθετεί μια κοινωνική και μια γλωσσική θεωρία (Graddol 2001b: 22). Επομένως, η κοινωνιογλωσσολογία μελετά π.χ. την προφορά, το λεξιλόγιο, τη γραμματική, αλλά, επίσης, μελετά και την κοινωνία, την οποία, όμως, εκλαμβάνει «ως δεδομένη, αποτελούμενη από κοινωνικές ομάδες που οριοθετούνται βάσει δημογραφικών χαρακτηριστικών» (Παυλίδη 2011). Έτσι, η χρήση της γλώσσας στην επικοινωνιακή της αλληλόδραση θεωρείται ως προϋπόθεση για την ανάλυση των γλωσσικών φαινομένων και όχι η δομή της.
Πρέπει, επίσης, να τονιστεί ότι η κοινωνιογλωσσολογία θεωρεί πως η σχέση αλληλεπίδρασης γλώσσας και κοινωνίας συγκροτεί μερικώς τη σκέψη των μελών μιας κοινωνικής ομάδας στον τρόπο που αντιλαμβάνονται και εκφράζουν την πραγματικότητα (Αρχάκης & Κονδύλη 2004: 43). Στο παραπάνω πλαίσιο θα αναδειχτεί μια από τις θέσεις – βάσης της κοινωνιογλωσσολογίας, η γλωσσική ποικιλότητα στον ίδιο γεωγραφικό χώρο (κοινωνιόλεκτος), η οποία είναι απότοκος της κοινωνικής ποικιλότητας. Μέσω της κοινωνικής ποικιλότητας θα αναδειχτεί η κοινωνική ανισότητα και, επομένως, ο κοινωνιογλωσσολογικός λόγος γίνεται λόγος «πολιτικός» (Αρχάκης & Κονδύλη 2004: 35). Οι θεωρητικές προκείμενες, ωστόσο, που υιοθετεί η κοινωνιογλωσσολογία στη μελέτη της γλώσσας καταδεικνύουν κυρίως το φιλελεύθερο πνεύμα τη εποχής, αφού δίνοντας έμφαση σε ατομικές (γλωσσικές) πραγματώσεις, τις οποίες θεωρεί ‘ελεύθερες’ επιλογές, δεν αμφισβητεί τον κοινωνικό υπερκαθορισμό του ‘υποκειμένου’ και, επομένως, δίχως ουσιαστική αμφισβήτηση της γλώσσας ως δομικής οντότητας (Graddol 2001a: 35).
Παρόλο την παραπάνω διαπίστωση, η κοινωνιογλωσσολογία θα αμφισβητήσει ορισμένες από τις κυρίαρχες παραδοχές του ‘δομιστικού μοντέλου’. Αυτές θα μπορούσαν να οργανωθούν σε τρία επίπεδα (Παυλίδη 2011). Πρώτο, Ακυρώνει τη στεγανότητα της διάκρισης συγχρονία – διαχρονία στη μελέτη της γλωσσικής αλλαγής. Δεύτερο, αναδεικνύοντας τις κανονικότητες στη γλώσσα αίρει την εμμονή στην ομοιογένεια του γλωσσικού συστήματος. Τρίτο, ανάπτυξε και καθιέρωσε την εμπειρική μέθοδο στη μελέτη της γλώσσας.
Συμπερασματικά, τα αντικείμενα μελέτης και οι τομείς έρευνας της κοινωνιογλωσσολογίας (βλ. ενδεικτικά Halliday 1975, όπως αναφέρεται στο Αρχάκης & Κονδύλη 2004: 47 – 48) την εντάσσουν στην γλωσσολογική παράδοση του κοινωνικού μοντέλου, αφού δίνει έμφαση στη μελέτη όλων των πλευρών της σχέσης μεταξύ της γλώσσας και της κοινωνίας (Κρύσταλ 2003: 221), εξετάζοντας αυτή τη σχέση, κυρίως, μέσα από τον τρόπο που οι διαφορετικές κοινωνικές ομάδες στον ίδιο γεωγραφικό χώρο χρησιμοποιούν τη γλωσσική τους ταυτότητα.
Μέρος Δεύτερο
Σε αυτό το μέρος της εργασίας μου θα επιχειρήσω να εξετάσω ορισμένες εφαρμογές των μοντέλων που περιέγραψα παραπάνω. Για τον σκοπό αυτό θα χρησιμοποιήσω ως ερευνητικό πλαίσιο έναν διάλογο, ο οποίος διαδραματίζεται σε κάποιο ιατρείο, ανάμεσα στον γιατρό και στον ασθενή.
1.1 Ο διάλογος γιατρού –ασθενούς στο δομιστικό μοντέλο
Το δομιστικό μοντέλο θα επικεντρώσει την προσοχή του κυρίως σε ζητήματα που αφορούν, αφενός, στη ‘συνταγματική’ διάσταση της γλώσσας, δηλαδή στη διαδοχικότητα των σημείων εκφώνησης, και, αφετέρου, στην ‘παραδειγματική’ διάσταση, δηλαδή σε συστήματα αντιθετικών σημείων (Robins 1987: 270). Το ‘νόημα’ προκύπτει λειτουργικά, ως αποτέλεσμα της διαφοράς του ενός σημείου από το άλλο. Επομένως, μια δομιστική μελέτη του διαλόγου θα τοποθετήσει εντός παρένθεσης αυτό που «πραγματικά» διαμείβεται και θα επικεντρωθεί στις εσωτερικές σχέσεις ανάμεσα στα σημεία. Έτσι, το δομιστικό μοντέλο δεν ενδιαφέρεται για τα αντικείμενα αναφοράς των σημείων, τα πράγματα που δηλώνουν, αλλά για την αντικειμενική δομή των σημείων, τη langue (Ήγκλετον 1989: 152).
Επομένως, στον διάλογο γιατρού – ασθενούς το δομιστικό μοντέλο θα προσπαθήσει μέσα από την εξέταση της συνταγματικής και παραδειγματικής ακολουθίας του διαλόγου να ‘αποκαλύψει’ τη δομική κανονικότητά του, δηλαδή το πώς κάθε σημείο του συστήματος διαφοροποιείται από τα υπόλοιπα, ώστε να αποκτήσει το νόημά του (π.χ. ο ‘πομφός’ είναι ‘πομφός’ και όχι κάτι άλλο). Έτσι, θα μελετήσει το πώς χρησιμοποιείται η γλώσσα, καταφεύγοντας στη ρυθμιστικότητα της γραμματικής (Boutet 1999: 17), στο πώς, δηλαδή, ανταποκρίνεται η γλώσσα του διαλόγου στο ομοιογενές αφηρημένο σύστημα κανόνων, που ο μελετητής έχει στο μυαλό του (Αρχάκης & Κονδύλη 2004: 30).
1.2 Ο διάλογος γιατρού – ασθενούς στο κοινωνικό μοντέλο
Το κοινωνικό μοντέλο για να εξετάσει πώς εκφράζεται η σχέση των κοινωνικών χαρακτηριστικών της γλώσσας θα επιλέξει κάποιο ‘εναλασσόμενο γλωσσικό τύπο» (Αρχάκης & Κονδύλη 2004: 66) που θα αντιστοιχήσει σε προκαθορισμένα κοινωνικά χαρακτηριστικά. Επομένως, θα κατατάξει τους ομιλητές σε επιμέρους προκαθορισμένες κοινωνικές ομάδες (φύλου, εθνοτικής ομάδας, κοινωνικής τάξης κτλ.), ίσως με κάποιες επιφυλάξεις (Holmes 1997: 209), αφού θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη η επικοινωνιακή περίσταση, οι συνομιλητές και το πλαίσιο της συνομιλίας.
Στον διάλογο γιατρού – ασθενούς το κοινωνικό μοντέλο θα θέσει μια σειρά θεωρητικών προβληματικών αντίστοιχων του δομικού μοντέλου, όπως η μορφή των γλωσσικών κανόνων και η συγκρότησή τους σε συστήματα (Boutet 1999: 19) αλλά, θα επικεντρωθεί, κυρίως, στο πώς χρησιμοποιείται η γλώσσα στο πλαίσιο του διαλόγου. Χρησιμοποιώντας, λοιπόν, ως εφαλτήριο τη θεωρητική προϋπόθεση ότι οι ομιλητές μοιράζονται την ίδια νόρμα σε σχέση με τη γλώσσα, θα καταγράψει την ετερογένεια των γλωσσικών συστημάτων (του γιατρού, το οποίο ενέχει το κύρος της επιστήμης και του ασθενούς, που είναι αμφιθυμικό και φοβισμένο). Σύμφωνα με τη Lacoste, 1978, η φαινομενική ακολουθία του διαλόγου ερώτηση/ απάντηση διαρρηγνύεται από σιωπές, επαναλήψεις, αστοχίες κτλ., οι οποίες χαρακτηρίζουν την ασυμμετρία των δρώντων (Lacoste 1978, όπως αναφέρεται στο Boutet 1999: 56 – 58). Ο ασθενής, αν και υιοθετεί τη διάγνωση του γιατρού (τις ‘κηλίδες’ τις αναφέρει ως ‘πομφούς’), ωστόσο αντιστέκεται στην ‘ανακριτική’ ιατρική τεχνική αναζήτησης πληροφοριών με σιωπές ή με δήλωση άγνοιας. Επομένως, το κοινωνικό μοντέλο θα μελετήσει τον τρόπο ή τους τρόπους συγκρότησης της κοινωνικής και γλωσσικής ταυτότητας των υποκειμένων, σε σχέση με τον τόπο και τον χρόνο που αυτές εκδηλώνονται, θεωρώντας τις χρήσεις της γλώσσας, ως εργαλείο για τη μετάδοση του κοινωνικού status των ομιλητών.
1.3 Ο διάλογος γιατρού – ασθενούς στη συστημική-λειτουργική γραμματική
Η συστημική-λειτουργική γραμματική του Halliday θα προσπαθήσει να διερευνήσει πώς «διασυνδέονται γλώσσα και συμφραζόμενα στην παραγωγή νοήματος» (Graddol 2001a: 33). Επομένως, θα πρέπει να περιγραφεί η περίσταση επικοινωνίας της συνομιλίας στη βάση τριών παραμέτρων:
· Πεδίο: ποια είναι η φύση της δραστηριότητας και τι σκοπό εξυπηρετεί η γλώσσα στο πλαίσιο αυτής της δραστηριότητας.
· Τόνος: οι σχέσεις ρόλων ανάμεσα στους ομιλητές και η μελέτη της κοινωνικής λειτουργίας ενός εκφωνήματος.
· Τρόπος: ο δίαυλος επικοινωνίας, ο οποίος απαιτεί και διαφορετικά είδη γραμματικής δομής κτό (Graddol 2001a : 34).
Παράλληλα, θα πρέπει να συνυπολογιστεί το ‘επίπεδο ύφους’, δηλαδή ο τρόπος που μιλά ένας άνθρωπος σε δεδομένη χρονική στιγμή, και προσδιορίζεται από το τι κάνει εκείνη τη στιγμή (Halliday 2000: 50).
Επομένως, στον διάλογο ανάμεσα στον γιατρό και στον ασθενή, η γλώσσα που το κάθε ομιλούν υποκείμενο χρησιμοποιεί είναι δηλωτική της ταυτότητας του, εκείνης της δεδομένης στιγμής, αφού το νόημα δεν υπάρχει πριν εκφραστεί. Οι εκλείψεις λόγου του ασθενούς και η επιστημονική αυθεντία του ιατρικού λόγου εκλαμβάνονται ως το ‘επίπεδο ύφους’, το οποίο προσδιορίζει τα υποκείμενα στη δεδομένη μονάδα του χρόνου. Ειδικότερα, η μελέτη θα επικεντρωθεί στην αποσαφήνιση της φύσης και του σκοπού της ‘ομιλιακής’ δραστηριότητας. Στην εξέταση του ρόλου ανάμεσα στους ομιλητές και στη μελέτη του τρόπου με τον οποίο ο ένας ομιλητής προσπαθεί να προειδοποιήσει και πληροφορήσει τον άλλο (π.χ. πρόκειται για αλλεργία, η οποία προκαλείται εξαιτίας κάποιου φαινομένου). Και, τέλος, στο γεγονός ότι πρόκειται για προφορική ομιλία, η οποία ακολουθεί άλλου τύπου οργάνωσης της γραμματικής και των πληροφοριών. Έτσι, το ομιλούν υποκείμενο εμφανίζεται να διαμορφώνει τον λόγο του και να διαμορφώνεται από τον λόγο στο πλαίσιο της κοινωνικής συναλλαγής.
Συμπεράσματα
Στο πλαίσιο της παρούσας εργασίας προσπάθησα να χαρτογραφήσω τα τρία μοντέλα περιγραφής και ανάλυσης της γλώσσας που προτάθηκαν στον 20ο αιώνα και να διερευνήσω μεθόδους προσέγγισης και αντικείμενα ενδιαφέροντος που θα εκδήλωνε το καθένα πάνω στο ίδιο γλωσσικό συμβάν. Το δομιστικό μοντέλο εξετάζει τη γλώσσα ως συγχρονικό σύστημα, χωρίς ωστόσο να εξετάζει κοινωνικούς παράγοντες. Το κοινωνικό μοντέλο μελετά τη διεπαφή γλώσσας και κοινωνίας σε δοσμένη περίσταση επικοινωνίας, ωστόσο στη βάση προκατασκευασμένων κοινωνικών μεταβλητών. Τέλος, το μεταμοντέρνο μοντέλο θεωρεί ότι το υποκείμενο κατασκευάζει τον λόγο του και κατασκευάζεται από το λόγο τη δεδομένη χρονική στιγμή της γλωσσικής επιτέλεσης στο πλαίσιο της κοινωνικής συναλλαγής.
Βιβλιογραφία
Αρχάκης, Α., & Κονδύλη. Μ. 2004. Εισαγωγή σε ζητήματα κοινωνιογλωσσολογίας. Αθήνα: Νήσος.
Boutet, J. 1999. Εισαγωγή στην κοινωνιογλωσσολογία. Αθήνα: Γρηγόρης.
Bloomfield, L. 1933. Language. N. York: H. Holt.
Δημητρίου, Σ. 1983. Λεξικό όρων γλωσσολογίας Α΄(τ. 3). Αθήνα: Καστανιώτης.
Eagleton, T. 1996. Εισαγωγή στη Λογοτεχνία. Αθήνα: Οδυσσέας.
Graddol, D. 2001a. Τρία μοντέλα για την περιγραφή της γλώσσας. Στο D. Graddol, & O. Boyd- Barrett (Eds.) Γλωσσική Ανάπτυξη. Κείμενα των ΜΜΕ: Συγγραφείς και Αναγνώστες (τ. Α΄). Πάτρα: ΕΑΠ, 19 – 40.
Graddol, D. 2001a. Τρία μοντέλα για την περιγραφή της γλώσσας. Στο D. Graddol, & O. Boyd- Barrett (Eds.) Γλωσσική Ανάπτυξη. Κείμενα των ΜΜΕ: Συγγραφείς και Αναγνώστες (τ. Α΄). Πάτρα: ΕΑΠ, 19 – 40.
Graddol, D. 2001b. Κοινωνιογλωσσολογία. Στο D. Graddol, J. Maybin, & B. Sterer (Eds.) Γλωσσική Ανάπτξη. Εγχειρίδιο Μελέτης. Πάτρα: ΕΑΠ, 21 – 38.
Halliday, M. A. K. 1978. Language as social semiotic: The social interpretation of language and meaning. London: Arnold.
Halliday, M. A. K. 2000. Η Γλώσσα ως Κοινωνική Σημειολογία. Στο J. Maybin (Ed.) Γλωσσική Ανάπτυξη. Γλώσσα και Γραμματισμός στην Κοινωνική Πρακτική. Πάτρα: ΕΑΠ, 47 – 68.
Holmes, J. 1997. Women, language and identity. Journal of Sociolinguistics 1 – 2, 195 – 223.
Holmes, J. 2008. An Introduction to Sociolinguistics (3rd ed.). London: Pearson/Longman.
Holmes, J. 2008. An Introduction to Sociolinguistics (3rd ed.). London: Pearson/Longman.
Κρύσταλ, Ν. 2003. Λεξικό γλωσσολογίας και φωνητικής. Αθήνα: Πατάκης.
Labov, W. 1972. Language in the inner city. Philadelphia: University of Pennsylvania Press.
Παυλίδη, Θ. Σ. (2011). Κοινωνιογλωσσολογία. http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/glossology/show.html?id=102 [31/10/2011].
Phillips, L., & Jørgensen. M. W. 2002. Discourse Analysis as Theory and Method. London, Thousand Oaks, New Delhi: Sage Publications.
Robins, R. H. 1989. Σύντομη ιστορία της γλωσσολογίας. Αθήνα: Νεφέλη.
Saussure, F. de. 1979. Μαθήματα γενικής γλωσσολογίας. Αθήνα: Παπαζήσης.
Παράρτημα
Διάλογος γιατρού (Γ) – ασθενούς (Α)
Α: Καλημέρα σας γιατρέ. Είμαι ο κ. Π., σας τηλεφώνησα νωρίτερα, σήμερα το πρωί, για να κλείσουμε ραντεβού.
Γ: Α, μάλιστα. Καλημέρα σας κ. Π..
Γ: Εξηγείστε μου το πρόβλημά σας. Τι σας συμβαίνει;
Α: Να…ξέρετε, χμ, εμφανίζονται κάποιες ‘κηλίδες’ στην πλάτη μου, στα καλά του καθουμένου, εδώ και 3-4 μέρες τώρα.
Γ: Μάλιστα. Και αυτές εμφανίζονται σε ποιο χρονικό σημείο της ημέρας; Έχετε παρατηρήσει, π.χ. να βρίσκονται σε έξαρση όταν τρώτε κάποιο φαγητό ή πίνετε ένα ποτό;
Α: Καμιά φορά, να, εμφανίζονται εκεί…όταν, τι να σας πω, αλήθεια, δεν μπορώ να το συνδέσω με κάτι, ίσως…
Γ: Μπορώ να ‘δω’ την πλάτη σας;
(Μετά την εξέταση)
Γ: Μάλιστα, κ. Π. Πρόκειται για ‘πομφούς’, δηλαδή για εσωτερική αλλεργία, η οποία προκαλείται ίσως από βρώση κάποιου φαγητού ή, πάλι, εξαιτίας κάποιας φλεγμονής, που σας δημιούργησε αυτή την ‘αλλεργία’.
Α: (Παύση)
Γ: Πείτε μου, κ. Π. Φάγατε κάτι ασυνήθιστο το τελευταίο διάστημα, όταν παρατηρήσατε την ύπαρξη των ‘πομφών’;
Α: Όχι, γιατρέ μου, τα συνηθισμένα, όχι κάτι ξεχωριστό…να εκεί που κάθομαι με ‘τρώει’ η πλάτη μου, και να τα τα…βγαίνουν αυτοί οι ‘πομφοί’…
Γ: Μήπως τότε προκαλούνται εξαιτίας κάποιας φλεγμονής; Σας πονάει το δόντι σας κ. Π;